Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Λογοτεχνία Γ΄θρ: Γ.Βιζυηνός, "Το αμάρτημα της μητρός μου"

ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΜΑΣ ΖΩΗΣ ΩΣ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ (ΤΙ ΠΡΟΫΠΗΡΧΕ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ)
           
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα κυριαρχεί το λογοτεχνικό ρεύμα του ρομαντισμού. Στο χώρο της πεζογραφίας ο ρομαντισμός έδωσε το καθαρευουσιάνικο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο με την αναδρομή σε μια παλιότερη εποχή (κυρίως το φεουδαρχικό μεσαίωνα) και με τις περιπέτειες, τα μίση, τις δολοπλοκίες και τα άλλα ισχυρά συναισθήματα που περιγράφει είναι αυτό που ταίριαζε ιδιαίτερα στο ρομαντικό κλίμα.
            Ωστόσο, ο ρομαντισμός κατά τα τέλη του αιώνα (δεκ. 1870-80) πέφτει σε παρακμή.  Οι νέοι δημιουργοί δεν έβρισκαν πια ικανοποίηση στα καθιερωμένα σχήματα και ζητούσαν κάτι νέο στην πνευματική ζωή. Έτσι, όταν έκανε την εμφάνισή της η λεγόμενη γενιά του ’80, στην οποία ανήκουν ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης, βρέθηκε στην ανάγκη να αρχισει από την αρχή.

Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1880
ΤΟ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΚΑΙ Ο ΒΙΖΥΗΝΟΣ
            Η τάση της εποχής μετά το 1880 που είναι η απομάκρυνση από το ρομαντισμό και η προσήλωση στο οικείο και στο συγκεκριμένο ευνόησε ιδιαίτερα την πεζογραφία. Εγκαταλείποντας το ιστορικό μυθιστόρημα της παλιάς Αθηναϊκής Σχολής, οι πεζογράφοι της γενιάς αυτής στρέφονται στο σύντομο αφήγημα, δηλαδή στο διήγημα και συγκεκριμένα στο ηθογραφικό διήγημα, εκείνο δηλαδή που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το ελληνικό χωριό και τους απλοϊκούς του κατοίκους. Οι ηθογραφικές αφηγήσεις προσπαθούν να περιγράψουν με όλη τους τη δύναμη και ζωηρότητα ήθη, έθιμα, συνήθειες και ασχολίες ενός τόπου.
            Μπορούμε λοιπόν να πούμε πως τώρα, για πρώτη φορά στη νεοελληνική λογοτεχνία, δημιουργείται καθαρή λογοτεχνική πεζογραφία. Στα περιορισμένα πλαίσια του διηγήματος, σε αντίθεση με την έκταση του μυθιστορήματος, η συγκέντρωση στον ένα κεντρικό χαρακτήρα ή στο ένα περιστατικό επιτρέπουν τη λογοτεχνικότερη επεξεργασία. Την ίδια εποχή, άλλωστε, αναπτύσσεται η λαογραφία ως επιστήμη, με επικεφαλής τον Νικόλαο Πολίτη. Το λαογραφικό κίνημα ανοίγει το δρόμο προς την εκμετάλλευση της ζωής του χωριού και του πλούτου των λαϊκών παραδόσεων, τα στοιχεία δηλαδή των ηθογραφικών αφηγήσεων. Εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στη νεοελληνική λογοτεχνία υπήρξε ο Γεώργιος Βιζυηνός.
Ο Γ. Βιζυηνός είναι ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες πεζογράφους. Πρωτοπόρος χωρίς κανένα νεοελληνικό πρότυπο, χωρίς καμιά παράδοση άξια να την πλουτίσει με τη δική του προσωπικότητα, γνωρίζει μόνο ξένα πρότυπα και έχει παρακολουθήσει τη στροφή από το ρομαντικό μυθιστόρημα στο κοινωνικό και ψυχογραφικό. Από την άλλη πλευρά οι σπουδές του –στη φιλοσοφία και την ψυχολογία- τον έχουν εξοικιώσει με την παρακολούθηση των ψυχικών φαινομένων. Έτσι, ο Βιζυηνός δεν εισάγει απλώς το ηθογραφικό διήγημα, αντλώντας το αφηγηματικό του υλικό από τις παραδόσεις και από τα βιώματα της λαϊκής ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα του˙ το προχωρά ακόμη βαθύτερα από την απλή ειδυλλιακή αναπαράσταση ηθών και εθίμων της ελληνικής υπαίθρου, δίνοντας στους ήρωές του ψυχογραφικό βάθος.
Οι ήρωες στα διηγήματά του, απέχουν πολύ από τους απλούς, επιφανειακούς ανθρώπινους τύπους άλλων ηθογραφικών έργων˙ δεν είναι απλοί γραφικοί τύποι που δρουν μέσα σ’ ένα ειδυλλιακό ντεκόρ˙ είναι ανθρώπινες υπάρξεις που ωριμάζουν δικαιώνονται και εξιλεώνονται μέσα στο σωματικό και ψυχικό πόνο. Ο συγγραφέας διεισδύει στο βάθος της ψυχής τους και, αποδίδοντας τις σύνθετες καταστάσεις και τις αντιδράσεις της, δημιουργεί πολύπλοκους, αληθινούς, ζωντανούς και ολοκληρωμένους ανθρώπινους χαρακτήρες, ήρωες που μόνο σε  ένα μυθιστόρημα θα μπορούσαμε να συναντήσουμε. 

ΣΥΝΤΟΜΟ   ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ  ΣΗΜΕΙΩΜΑ  ΤΟΥ  Γ.  ΒΙΖΥΗΝΟΥ
            Ο  Γ. Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Έζησε στερημένα παιδικά χρόνια στην Πόλη και στην Κύπρο. Με υποτροφία ενός πλούσιου ομογενή σπούδασε άνετα στην Αθήνα και στη Γερμανία φιλοσοφία και ψυχολογία. Το 1881 πήρε στη Λιψία το διδακτορικό δίπλωμα. Το πέρασμα από το Παρίσι και η γνωριμία του με τον Βικέλα, πεζογράφο της ίδιας γενιάς, τον ωθούν προς το διήγημα. Από το 1883 ως το 1884 δημοσιεύει τα περισσότερα από τα διηγήματά του. Έγραψε επίσης ψυχολογικές μελέτες και διδακτικά εγχειρίδια. Το 1892 μια διανοητική ασθένεια του κλείνει τη σταδιοδρομία.

ΤΟ  ΑΜΑΡΤΗΜΑ  ΤΗΣ  ΜΗΤΡΟΣ   ΜΟΥ
           «Το Αμάρτημα της Μητρός μου» είναι το πρώτο διήγημα του Γ. Βιζυηνού και το πρώτο καθαυτό νεοελληνικό διήγημα. Η κεντρική μορφή της μητέρας (της μητέρας του ίδιου του συγγραφέα) που άθελά της πλάκωσε στον ύπνο της τη μικρή της κόρη και που το «αμάρτημα» αυτό τη βασανίζει για όλη της τη ζωή, είναι δοσμένη σε όλη της την τραγικότητα και την ανθρώπινη τρυφερότητα.


Περιληπτική απόδοση του κειμένου
Ο ώριμος πια αφηγητής ξεκινάει την αφήγηση αναμνήσεων της παιδικής του ηλικίας, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τη μοναδική αδελφή του, την Αννιώ, η οποία είναι η χαϊδεμένη της οικογένειάς του. Περισσότερο προσηλωμένη σ’ αυτήν παρουσιάζει τη χήρα μητέρα του, η οποία, προκειμένου να δείξει την αδυναμία της, παραμελεί ποικιλοτρόπως τον ίδιο και τους άλλους δύο αδελφούς του. Η μεροληπτική συμπεριφορά της μητέρας δεν προξενεί τη ζήλια μεταξύ των παιδιών, αφ’ ενός γιατί γνωρίζουν τη βαθιά αγάπη της προς όλα τα παιδιά της και αφ’ ετέρου γιατί η Αννιώ είναι εξαιρετικά φιλάσθενη. Εξάλλου παρουσιάζεται από τον αφηγητή ιδιαίτερα αξιαγάπητη και γεμάτη τρυφερότητα για τα’ αδέλφια της.
Η σταδιακή επιδείνωση της αρρώστιας της οδηγεί τη μητέρα να εγκαταλείψει σταδιακά όλες τις άλλες υποχρεώσεις της και να προσπαθεί να τη θεραπεύσει μετερχόμενη κάθε μέσο˙ από τα βότανα που της δίνουν κάποιες γριές, ώς τα γιατροσόφια ενός κουρέα που παριστάνει το γιατρό και από τους εξορκισμούς του ιερέα ώς τα φυλαχτά των μαγισσών. Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες αποβαίνουν άκαρπες˙ κι επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, η μόνη εξήγηση για μια ασθένεια που χρονίζει χωρίς να θεραπεύεται ή να επιφέρει το θάνατο είναι η δαιμονική προέλευσή της, η άρρωστη οδηγείται στην εκκλησία. Ο χώρος αυτός επιλέγεται ως «το έσχατον καταφύγιον» και εκεί σκοπεύει να κρατήσει η μητέρα την Αννιώ για σαράντα μερόνυχτα. Μαζί τους αρχικά πηγαίνουν και τα’ αγόρια, όμως από αυτά μόνο ο αφηγητής διανυκτερεύει εκεί. Η μυστηριώδης ατμόσφαιρα της εκκλησίας τη νύχτα προκαλεί τρόμο στα παιδικά του μάτια, ωστόσο μένει, από αγάπη προς την αδελφή του, η κατάσταση της οποίας διαρκώς επιδεινώνεται. Ταυτόχρονα εντείνεται και η παθολογική προσκόλληση της μητέρας στην Αννιώ, ώσπου μια μέρα ο μικρός αφηγητής την ακούει να προσφέρει κατά την προσευχή της στο Θεό ένα απ’ τα αγόρια της, με αντάλλαγμα την υγεία του κοριτσιού. Συγκλονισμένο το παιδί φεύγει τρέχοντας από την εκκλησία προς το σπίτι, σίγουρο πια πως η μητέρα του δεν το αγαπά.
Ύστερα από συστάσεις του ιερέα, η μητέρα και η ετοιμοθάνατη κόρη επιστρέφουν κι αυτές σπίτι. Εκεί, το βράδυ, ο αφηγητής ακούει τη μητέρα του να τραγουδά το μοιρολόγι του πατέρα του (σ’ αυτό το σημείο με μια αναδρομική αφήγηση αναφέρει πώς ένας γύφτος είχε συνθέσει το μοιρολόγι) και να κάνει μια παράξενη τελετή, ώς ύστατη προσπάθεια να βοηθήσει την Αννιώ. Μαζί με τον αφηγητή καλούν την ψυχή του πατέρα να έρθει και να γλιτώσει το παιδί. Η ψυχή θεωρείται πως έρχεται με τη μορφή χρυσαλίδας και η μητέρα δίνει στην Αννιώ να πιει «αγιασμένο νερό». Εκείνη, αμέσως μετά, ξεψυχάει ήρεμα στην αγκαλιά της.
Μετά το θάνατο της Αννιώς, η μητέρα καταβάλλεται τελείως˙ όταν όμως διαπιστώνει τις ανάγκες της οικογένειας, δραστηριοποιείται και πάλι για τη συντήρηση των παιδιών της. Παράλληλα, υιοθετεί μια ψυχοκόρη που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει κατόπιν ένα άλλο κοριτσάκι. Η δεύτερη αυτή υιοθεσία προκαλεί την έντονη αντίδραση των δύο αγοριών –αφού στο μεταξύ ο αφηγητής έχει φύγει στην ξενιτιά. Η μητέρα όμως επιμένει, αναφέροντας ότι ο ξενιτεμένος Γιωργής (ο αφηγητής) της έχει υποσχεθεί ότι θα αναλάβει να θρέψει την ίδια και την ψυχοκόρη της. Πράγματι, ο Γιωργής της είχε δώσει αυτή την υπόσχεση -αν και για την πρώτη ψυχοκόρη- έπειτα από μια πράξη αγάπης και αυτοθυσίας της μητέρας του.
Με την επιστροφή του όμως από τα ξένα, ο Γιωργής αντιδρά κι αυτός στην υιοθεσία του κοριτσιού, που του βρίσκει πολλά ελαττώματα. Απογοητευμένη η μητέρα προσπαθεί να τον πείσει, επιστρατεύοντας διάφορα επιχειρήματα. Επειδή όμως δεν το κατορθώνει, αποφασίζει να του αποκαλύψει το τρομερό μυστικό της, που εξηγεί την εμμονή της στην υιοθεσία κοριτσιών και που την βασανίζει για χρόνια. Ο αφηγητής παραθέτει σε ευθύ λόγο την εκμυστήρευση αυτή της μητέρας του, πως δηλαδή στο παρελθόν είχε αποκτήσει ένα άλλο κοριτσάκι, πριν από την Αννιώ, το οποίο το καταπλάκωσε άθελά της, στον ύπνο της και το πρωί το βρήκε νεκρό, και πως έζησε τόσα χρόνια προσπαθώντας μάταια να βρει εξιλέωση μέσα από τη δεύτερη κόρη της και τις υιοθεσίες των άλλων δύο κοριτσιών.
Ο Γιωργής, έπειτα από αυτά, κατανοεί την συμπεριφορά της μητέρας του όλα αυτά τα χρόνια και εγκαταλείπει τις αντιρρήσεις του. Μάλιστα, προσπαθεί να την παρηγορήσει εξηγώντας της ότι πρόκειται για ακούσια πράξη. Μετά δε την επιστροφή του στην Πόλη, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης της μητέρας του εκεί, την πηγαίνει στον Πατριάρχη προκειμένου να την εξομολογήσει και να της δώσει συγχώρεση. Όμως, παρόλο που η εξομολόγηση κάνει τη μητέρα να αποβάλει το φόβο της θείας τιμωρίας, δεν την απαλλάσσει από τις τύψεις και τον πόνο. Όπως χαρακτηριστικά λέει η ίδια για τον Πατριάρχη, που της έδωσε άφεση, Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά…. Και το αφήγημα τελειώνει με τα δάκρυα της μητέρας και τη σιωπή του αφηγητή.

Τα δύο βασικά θέματα που θίγονται στο έργο
Δύο είναι οι κεντρικοί θεματικοί άξονες του κειμένου, τους οποίους η τέχνη του διηγηματογράφου υψώνει σε πανανθρώπινα οικουμενικά θέματα.
α) Το αμάρτημα
Το πρώτο είναι το «αμάρτημα» και άρα η φύση της ενοχής. Δεν είναι ένας τυχαίος φόνος, αν και έγινε αθέλητα, ακούσια, γιατί είναι η ίδια η μητέρα, η οποία έφερε τη ζωή, εκείνη που θα κόψει το νήμα της. Το βάρος της αμαρτίας που την κυριεύει δεν οφείλεται απλά στο ότι αισθάνεται υπόλογη απέναντι στους ανθρώπους. Άλλωστε, με την προτροπή του συζύγου της, έχει δεχτεί να κρύψει το γεγονός για να αποφύγει την κοινωνική κατακραυγή.
Η ενοχή κατευθύνει τις σκέψεις, τον ψυχισμό, τις πράξεις της μητέρας. Ισοδυναμεί με ένα χρέος της απέναντι στη ζωή, απέναντι στη φύση, γιατί η πράξη της, η «αμαρτία» της, ήρθε σε αντίθεση με τη φυσική ροή των πραγμάτων. Η μητέρα είναι αυτή που δίνει τη ζωή, όχι αυτή που την αφαιρεί. Έτσι η Δεσποινιώ είναι υπόλογη στη συνείδησή της ως γυναίκα-μητέρα, ως μήτρα της ζωής.
Η πίστη της στο Θεό εξισώνει το φυσικό με το θείο νόμο. Η Δεσποινιώ είναι λοιπόν υπόλογη στη θεία δίκη, σ’ αυτήν αναφέρεται για να ζητήσει συγχώρεση, από εκεί περιμένει ένα σημάδι λύτρωσης για το υπόλοιπο της ζωής της.
Η ενοχή της δεν έχει καμία σχέση με τις ενοχές-τύψεις που βιώνει ο Γιωργής όταν στην ώριμη ηλικία, ως αφηγητής, σχολιάζει τις παιδικές του αντιδράσεις ή όταν έρχεται πλέον αντιμέτωπος με την εξομολόγηση της Δεσποινιώς.
Η πρόσκαιρη χαρά της απόκτησης της Αννιώς, στην οποία, καθόλου τυχαία, η Δεσποινιώ δίνει το όνομα του παιδιού που άθελά της σκότωσε, θα μετατραπεί σε ανείπωτο μαρτύριο, όταν θα πεθάνει κι αυτή από άγνωστη αρρώστια. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει συγχώρεση˙ μόνο τιμωρία. Ο μόνος δρόμος εξιλέωσης που βλέπει να ανοίγεται μπροστά της είναι οι διαδοχικές υιοθεσίες ξένων κοριτσιών και τα βάσανα που συνεπάγεται η ανατροφή ξένων παιδιών. Ο Θεός έχει αποστρέψει το πρόσωπό του απ’ αυτήν και η Δεσποινιώ θα επιμείνει να πληρώσει το χρέος της προς τη ζωή ανατρέφοντας κορίτσια. Ένα γεγονός τυχαίο καταρχήν -το παιδί που σκότωσε ήταν κορίτσι- θα αποκτήσει συμβολική σημασία για την υπόλοιπη ζωή της μητέρας, αλλά και των άλλων παιδιών της, που είναι αρσενικά, ιδιαίτερα για το Γιωργή. Η Δεσποινιώ υποχρεώνεται να ταυτίσει τη λύτρωσή της με το θηλυκό γένος των παιδιών της ή έστω των θετών παιδιών της.
 Είναι χαρακτηριστικό ότι θα εξομολογηθεί για πρώτη φορά το αμάρτημά της όταν ο Γιωργής, η τελευταία της ελπίδα για να μπορέσει να αναθρέψει το δεύτερο στη σειρά υιοθετημένο κορίτσι, της ζητά επίμονα να διώξει το Κατερινιώ. Τότε μόνο, επειδή πρέπει να φέρει σε πέρας το χρέος της, ισοδύναμο της λύτρωσής της, αναγκάζεται να ομολογήσει την «αμαρτία» της. Κάνει κοινωνό της το Γιωργή για να του αποσπάσει τη συγκατάθεσή του για βοήθεια. Ουσιαστικά, αναγκάζεται να ομολογήσει, αν λάβουμε υπόψη ότι δεν το είχε κάνει εικοσιοκτώ ολόκληρα χρόνια. Μπορούσε συνεπώς να σηκώνει μόνη της το σταυρό του μαρτυρίου.
 Ο Γιωργής, παρά τη συγκίνηση και την έννοια του για την πολυαγαπημένη του μητέρα, προσεγγίζει το ζήτημα της ομολογίας εξωτερικά. Δεν μπορεί να υπάρχει σύμπτωση αντίληψης μητέρας και γιου για το αμάρτημα γιατί δεν υπάρχει ταυτότητα βιωμάτων, άρα και συναισθημάτων, ως προς το αρχικό γεγονός. Της προτείνει το δρόμο της συγχώρεσης, που μπορεί να δώσει ένας επί της γης εκπρόσωπος του Θεού, ο επικεφαλής της ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Πατριάρχης. Όμως, η Δεσποινιώ, που ταπεινά θα δεχτεί να εξομολογηθεί, θα ομολογήσει ότι δεν υπάρχει λύτρωση σε αυτήν τη ζωή για όποιον αφαίρεσε τη ζωή του ίδιου του του παιδιού.
β) Η σχέσn μητέρας και γιού
Η σχέση ανάμεσα στο παιδί και στη μητέρα, όπως εμφανίζεται στην αφήγηση του ώριμου πια αφηγητή επικεντρώνεται στο ζήτημα της αγάπης: μητρικής και υιικής.
Ο Γιωργής-παιδί, έχει την ανάγκη της μητρικής αγάπης, που είναι γι’ αυτόν όχι μια αφηρημένη έννοια, αλλά κάτι χειροπιαστό και γήινο, όπως ακριβώς προσιδιάζει στην παιδική ηλικία το μητρικό χάδι, η ξεχωριστή φροντίδα, το κανάκεμα. Η ζωή θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια διαφορετική κατάσταση. Τα χάδια της μάνας έχουν άλλον αποδέκτη, την Αννιώ. Θα αναγκαστεί να κατασκευάσει εσωτερικά μια ιδέα-σχήμα: η μάνα δεν μπορεί παρά να τον αγαπάει, άσχετα αν τις απτές αποδείξεις της αγάπης της τις κρατάει για την άρρωστη Αννιώ. Η σύγκρουση όμως παραμονεύει. Το παιδί θα ακούσει τη μάνα του μέσα στην εκκλησία να παρακαλάει το Θεό να πεθάνει αυτό ή κάποιο από τα αδέρφια του για να σωθεί η Αννιώ. Ποια είναι η αλήθεια και πού βρίσκεται; Αυτή η ίδια η μάνα θα ριχτεί με κίνδυνο της ζωής της στο ποτάμι για να σώσει το γιο που πρόθυμα θα θυσίαζε, για να μην πεθάνει η κόρη της (σημάδι ότι το αμάρτημά της δεν έχει εξιλέωση). Ο Γιωργής δεν μπορεί να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματά του. Αντιφάσκει και χτυπιέται ανάμεσα στη φοβερή αμφιβολία μήπως η μητέρα δεν τον αγαπά, μήπως είναι και αυτός το «αδικημένο», αλλά και στη μεγαλύτερη στοργή και τον αλτρουισμό που δεν υπολογίζει τα πραγματικά μεγέθη, όταν φωνάζει στη Δεσποινιώ, σε ηλικία δέκα χρονών, ότι αυτός θα τη ζήσει και αυτήν και τη θετή της κόρη.
Όσο για τη μητέρα, είναι ένα πλάσμα εκτός φυσιολογικών ορίων. Είναι αυτονόητο ότι «αγαπάει» τα παιδιά της, δουλεύει σκληρά για να τα ζήσει, είναι έτοιμη να δώσει τη ζωή της για να τα προφυλάξει από τον κίνδυνο. Όλα αυτά όμως με μια αίρεση˙ αυτό που προβάλλει εντονότερα στην ψυχή της δεν είναι η αγάπη για τα ζωντανά παιδιά, αλλά η αδιέξοδη αγάπη για κείνα που πέθαναν ή πεθαίνουν εξαιτίας της. Μπορεί η αγάπη να αναστήσει νεκρούς; Αυτό θα επιθυμούσε η Δεσποινιώ για να επανέλθει η φυσική τάξη των πραγμάτων και να μπορέσει και η ίδια να φερθεί σαν μια φυσιολογική μητέρα˙ γιατί η συμπεριφορά της είναι ανεξήγητα άδικη για όποιον δεν γνωρίζει το μυστικό της.
Το μυστικό της μάνας, το αίνιγμα της αφήγησης, επιδρά καταλυτικά στις σχέσεις των δύο πρωταγωνιστών. Κινούνται σε ασύμπτωτα πεδία γνώσης της αλήθειας, τα συναισθήματά τους και οι αντιδράσεις τους είναι προϊόντα διαφορετικών δεδομένων.
 Αλλά ακόμη και χωρίς το αίνιγμα, που στην έκβαση του διηγήματος λύνεται, είναι δυνατόν ο τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνει την πραγματικότητα καθένα από τα δύο πρόσωπα να είναι ταυτόσημος;
Ο Βιζυηνός ουσιαστικά απαντάει αρνητικά στο ερώτημα. Δεν τροποποιεί τις απόψεις του, ο ώριμος αφηγητής, για τα συναισθήματά του την εποχή που ήταν μικρός, παρ’ όλο που μετά την εξομολόγηση του αμαρτήματος δηλώνει ότι τώρα κατανοεί όλες τις πράξεις της μητέρας του. Βέβαια, οι αντικειμενικές κρίσεις για τη μητέρα του διαφοροποιούνται, αλλά αυτό συμβαίνει σε ένα δεύτερο επίπεδο εκλογίκευσης, το οποίο δεν αναιρεί την προηγούμενη διαπίστωση.
Το ίδιο και η μητέρα, κάνει και εκείνη τις δικές της παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά του Γιωργή απέναντι στην άρρωστη Αννιώ, οι οποίες δε συμπίπτουν με τις εικόνες που έχει καταγράψει η μνήμη του μικρού ήρωα, έτσι όπως τις παραθέτει ο ώριμος αφηγητής.
Έτσι, με την αποκάλυψη του μυστικού της Δεσποινιώς, ο αφηγητής συνειδητοποιεί την αυταπάτη της κατάστασης που ζούσε, και μια νέα, πιο αληθινή, πραγματικότητα είναι μπροστά και στους δύο. Κι εδώ δοκιμάζονται ξανά οι αλήθειες του καθενός, γιατί η γυναίκα-μάνα βλέπει και βιώνει το αρχικό γεγονός εντελώς διαφορετικά από ό,τι το παιδί της, έστω και στην ώριμη ηλικία του.

Τα κύρια πρόσωπα και οι μεταξύ τους σχέσεις
Η παρουσίαση των προσώπων
            Στο διήγημα εμφανίζεται ένα πλήθος προσώπων που συμμετέχουν στα δρώμενα της ιστορίας, εκείνα που αποτελούν μέλη της οικογένειας και πολλά άλλα που σκιαγραφούνται ως δευτεραγωνιστές ή ως βουβά πρόσωπα. Οι χαρακτήρες τους παρουσιάζονται μέσα από τη συμπεριφορά τους, από τις πράξεις τους και τα λεγόμενά τους. Πρόκειται λοιπόν για μια δυναμική παρουσίαση των ηρώων της ιστορίας χωρίς βέβαια να λείπουν και ορισμένα σημεία, στα οποία ο αφηγητής παρεμβαίνει και σχολιάζει δίνοντας κάποιους χαρακτηρισμούς (π.χ. «η Αννιώ ήτο πολύ προσηνής» σελ.126 και «η αυθεντία της μητρός της ήτο μεγάλη» σελ. 141). Αλλά ο αφηγητής δε μένει απλώς στην περιγραφή των αληθινών χαρακτήρων, φτάνει έως και την βαθιά ψυχολογική προσέγγισή τους. Ο Βιζυηνός εκδηλώνει σε κάθε σελίδα του έργου την ικανότητά του να εισχωρεί στο ύφος και στο ήθος των προσώπων του, να ξεδιπλώνει βαθμιαία την εξέλιξη και τις πτυχές της προσωπικότητάς τους, να ψυχολογεί και να κατανοεί το πολυσύνθετο και αντιφατικό βάθος των ανθρώπων.
            Έτσι ως τέλειος ζωγράφος του εσωτερικού ψυχικού κόσμου φωτίζει την προσωπικότητα της μάνας, που πρωταγωνιστεί και δρα ως κεντρική μορφή σ’ ολόκληρο το διήγημα, του γιου της του Γιωργή, του δραματοποιημένου αφηγητή, που δρα δίπλα στη μάνα ως συμπρωταγωνιστής, ενώ σε μερικά σημεία φωτίζει σε δεύτερο πλάνο, την προσωπικότητα της μικρής Αννιώς (η Αννιώ βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής στην αρχή του διηγήματος), των άλλων αγοριών που είναι παρόντα σε μεγάλο μέρος, αλλά δε δρουν σε πρώτο πλάνο παρά για λίγο και τέλος του πατέρα που εμφανίζεται στις αναδρομικές αφηγήσεις.
Η μητέρα
            Η μητέρα πρωταγωνιστεί από την αρχή έως το τέλος του διηγήματος. Η παρουσία της είναι έντονη σ’ όλη τη  διάρκεια της υπόθεσης. Έτσι το πορτρέτο της συντίθεται σταδιακά και συμπληρώνεται από σκηνή σε σκηνή. Στην αρχή λοιπόν γνωρίζουμε τη χήρα-μάνα που δείχνει υπερβολική αγάπη, στοργή και αφοσίωση στην Αννιώ, ενώ εντελώς διαφορετική, αδιάφορη, είναι η συμπεριφορά της στους τρεις γιους της. Η τόσο ευνοϊκή στάση της μητέρας προς την Αννιώ δικαιολογείται από τον αφηγητή και αποδίδεται στο γεγονός ότι πρώτον η Αννιώ ήταν μοναχοκόρη και δεύτερον αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, κατά συνέπεια η κατάστασή της απαιτούσε ιδιαίτερη φροντίδα.
            Η μητέρα λοιπόν προσηλωμένη στην κόρη της και θεοσεβής καθώς είναι ελπίζει στο έλεος και στη χάρη του θεού για τη θεραπεία της ασθένειας. Βλέποντας όμως την ασθένεια να παρατείνεται ανεξήγητα και την κατάσταση της μικρής να μην επιδέχεται καμία βελτίωση καταλαμβάνεται από δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Η ευπιστία της και η αφέλεια με την οποία αντιμετωπίζει τα υπερφυσικά αίτια της ασθένειας, την οδηγεί στη χρήση «εναλλακτικών» μεθόδων με απόλυτη συναίσθηση της αθέτησης της θρησκευτικής της πίστης. Έτσι στον ψυχισμό της συντελείται μια εσωτερική πάλη ανάμεσα στη θρησκευτική ευλάβεια και τη δεισιδαιμονία. Η λαχτάρα όμως της μάνας να σώσει το παιδί της και η απελπισία της από την αναποτελεσματικότητα της χρήσης μέσων που ήταν σύμφωνα με τη θρησκευτική δεοντολογία την έκαναν να αψηφήσει το φόβο της αμαρτίας και να επικρατήσει η μητρική στοργή. Το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε αλλά και η διαρκής επιδείνωση της ασθένειας της μικρής έκαναν τη μάνα να αδιαφορήσει ακόμα και για τα αρνητικά σχόλια που θα προκαλούσε η έξοδός της από το σπίτι, μια και ζει σε μια κλειστή ανδροκρατούμενη κοινωνία στην οποία η θέση της γυναίκας είναι υποβαθμισμένη.
Στοιχεία όμως για τη διαγραφή του χαρακτήρα αντλούμε και από την ενότητα που ακολουθεί μετά το θάνατο της Αννιώς, που ουσιαστικά συμπληρώνει το πορτρέτο της. Το τραγικό αυτό γεγονός τη συγκλόνισε, την οδήγησε στην κατάρρευση και τη συντριβή. Κατάφερε όμως χάρη στο δυναμισμό της και κάτω από την πίεση των οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε η οικογένεια να αφυπνιστεί και να αναλάβει πρωτοβουλίες, μια στάση κοινωνικά αποδεκτή. Με ψυχική δύναμη και σθένος οργανώνει και προγραμματίζει τη ζωή των παιδιών της, ενώ θέτει βασικές προτεραιότητες για το μέλλον τους. Επιδεικνύει απαράμιλλη εργατικότητα και επιμονή, γιατί έχει απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης απέναντί τους. Είναι μια ισχυρή προσωπικότητα, επιβλητική, που ασκεί δυναμικά τη μητρική εξουσία. Ο αυταρχικός της χαρακτήρας αποδεικνύεται και από τις υιοθεσίες στις οποίες προβαίνει παρά τη θέληση των παιδιών της επιβάλλοντας μια νέα τάξη πραγμάτων στην οικογένεια. Μέσα από αυτή τη νέα κατάσταση προβάλλει και πάλι η άδικη και μεροληπτική συμπεριφορά της, ως προς την κατανομή της αγάπης και της στοργής της ανάμεσα στα αγόρια και στα νέα μέλη της οικογένειας. Όμως πίσω από αυτή την εμμονή της πρέπει να αναζητηθεί η βαθύτερη αιτία που θα ερμηνεύσει και την ανεξήγητη συμπεριφορά της μάνας. Τα βαθύτερα αίτια της συμπεριφοράς της δικαιολογούνται αν σκεφθούμε πως η εμμονή της βρίσκεται στην ανάγκη αναπλήρωσης του κενού, όχι τόσο της Αννιώς αλλά της πρώτης κόρης που ακούσια η ίδια θανάτωσε, και στην προσωπική της ανάγκη να εξιλεωθεί από το αμάρτημα αυτό και από τις τύψεις που τη βασανίζουν. Όλα αυτά τα χρόνια ζει μέσα στη συντριβή και κάτω από το βάρος της αθεράπευτης ενοχής για το αμάρτημά της. Τα χτυπήματα της ζωής τα ερμηνεύει ως θεία τιμωρία, ως επιβολή της Θείας Δίκης, ένα είδος όψιμης απονομής δικαιοσύνης. Έχει απόλυτη συναίσθηση της σοβαρότητας του αμαρτήματος της και την πιέζει η ηθική ανάγκη να εξαγνιστεί, γι’ αυτό και η ίδια επιτείνει την τιμωρία της με δικές της πράξεις, πράξεις αυτοτιμωρίας. Η αυτοτιμωρία συνιστά για την ενάρετη και θεοσεβούμενη μάνα πράξη ανακούφισης και εξιλέωσης. Η λύτρωση όμως δεν επιτυγχάνεται ούτε με τη συνδρομή του πατριάρχη, του κορυφαίου εκπρόσωπου του Θεού, που προβαίνει στο  μυστήριο της εξομολόγησης, τον αποτελεσματικότερο τρόπο εξαγνισμού της ψυχής για έναν πιστό. Δεν υπάρχει διέξοδος, δεν επέρχεται η κάθαρση. Η συνείδησή της δεν ηρεμεί, οι τύψεις και η ενοχή εξακολουθούν να προκαλούν βαθύ πόνο στην ψυχή της. Στη συνείδηση του αναγνώστη όμως η μητέρα δεν είναι ένοχη. Η πίκρα της ζωής και τα βάσανα ήταν αρκετά για να ξεχρεώσουν την ενοχή της. Οίκτος και συμπόνια, κατανόηση για το δράμα της είναι τα συναισθήματά μας για τη μορφή αυτή, που έζησε το πιο πικρό μαρτύριο που μπορεί να ζήσει μια μάνα, να χάνει το παιδί της και μάλιστα από δικό της σφάλμα
Ο Βιζυηνός παρουσιάζει τη Δεσποινιώ σαν γυναίκα τυπική της εποχής της. Έχει αποδεχτεί τη θέση και το ρόλο της. Ως σύζυγος είναι υποταγμένη στον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά του άντρα της (γάμος, γλέντι, σκηνή μετά την ανακάλυψη του νεκρού βρέφους). Ως χήρα, ακολουθεί την πεπατημένη του καιρού της. Εκείνο όμως που σφραγίζει την εικόνα της είναι η ιδιότητα της μητέρας. Αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο-κλειδί της ψυχολογίας της. Από τις αντιδράσεις της –παρ’ όλο που σημαδεύονται από την ιδιαίτερη περίπτωσή της, από τον ακούσιο φόνο, το αμάρτημα- φανερώνεται επίμονη, αποφασιστική, ακραία. Ο ψυχισμός της ακολουθεί την ανιούσα μιας συνεχούς έντασης και η μόνη στιγμή που παρουσιάζεται με χαμηλότερους τόνους είναι όταν έχει εξομολογηθεί στον Πατριάρχη, τότε υπάρχει ένας τόνος στωικότητας, αποδοχής του μοιραίου της κατάστασής της.

Ο Γιωργής
            Την πορεία αυτή της μάνας από το μαρτύριο έως την εξιλέωση παρακολούθησε από πολύ κοντά ο Γιωργής, ο αφηγητής του διηγήματος, προσεγγίζοντας βέβαια την αλήθεια των γεγονότων σταδιακά με την προσθήκη νέων στοιχείων από τις προσωπικές μαρτυρίες της. Και αυτός λοιπόν, όπως και τα άλλα αγόρια της οικογένειας, αρχικά εκλαμβάνει την ευνοϊκή στάση της μητέρας απέναντι στην Αννιώ ως εξωτερική εκδήλωση της αγάπης της και την αποδίδει χωρίς βαθύτερο προβληματισμό και με παιδική αφέλεια στο γεγονός ότι ήταν μοναχοκόρη και φιλάσθενη. Έτσι εξηγείται και η ανοχή που δείχνει προς τη μεροληπτική στάση της μάνας και η προσωπική του συνεισφορά για την αντιμετώπιση της ασθένειας χωρίς ζηλότυπες αντιδράσεις. Αυτή η βεβαιότητα του αφηγητή για τα αισθήματα της μητέρας κλονίζεται και ανατρέπεται δραματικά στο άκουσμα της προσευχής της, το περιεχόμενο της οποίας τον άφησε εμβρόντητο. Το ανήκουστο αίτημα της μάνας για τη σωτηρία της κόρης της με αντάλλαγμα τη ζωή του ενός από τα υπόλοιπα παιδιά της ήταν ένα δυνατό πλήγμα στην παιδική ψυχή του αφηγητή.
            Ο μικρός Γιωργής διαπιστώνει πως όχι μόνο στερήθηκε τη μητρική στοργή και τα χάδια, αλλά από τις εκμυστηρεύσεις της ίδιας μαθαίνει ακόμη ότι τον «απόκοψε» από πολύ νωρίς και τον παραμελούσε από τη νηπιακή του ηλικία. Το τραγικό αυτό περιστατικό πικραίνει το μικρό Γιωργή και αποτελεί επιβεβαίωση της έλλειψης μητρικής αγάπης. Θα περάσει αρκετός καιρός και μόνο μετά το περιστατικό στο ποτάμι, όπου η μητέρα έδειξε αυταπάρνηση και αυτοθυσία για τη σωτηρία του, αποκαθίσταται στη συνείδησή του και σφυρηλατείται στενότερος δεσμός ανάμεσά τους. Ως ανταπόδοση της ευγνωμοσύνης του της υπόσχεται να τη στηρίξει οικονομικά και να την ανακουφίσει από το βάρος της ανατροφής και αποκατάστασης της υιοθετημένης της κόρης.
            Νέα κρίση όμως επέρχεται στη μεταξύ τους σχέση, όταν ο Γιωργής μετά την επιστροφή του από την ξενιτιά και μπροστά σε μια νέα αναπάντεχη υιοθεσία αντιδρά έντονα και διαψεύδει τις προσδοκίες της μητέρας του. Μόνο μετά την αποκάλυψη του μυστικού της και έπειτα από όλες αυτές τις διακυμάνσεις στη σχέση τους, αποκαθίσταται οριστικά η βεβαιότητα για την αγάπη και εμπιστοσύνη της μάνας στο πρόσωπό του. Ο Γιωργής κατανοεί πια τη συμπεριφορά της μητέρας του και ενδιαφέρεται για την ψυχική της ηρεμία. Η σχέση τους πλέον παγιώνεται και παραμένει αδιατάραχτη.
            Από τη θέση πλέον του ώριμου άνδρα, που αφηγείται, προσπαθεί να είναι αντικειμενικός, η στάση του είναι στάση αυτοκριτικής για όσα δεν αντιμετώπισε ορθά ως παιδί. Το βέβαιο είναι ότι, από τη σκοπιά αυτή, μπορεί να κρίνει ακόμη και τη μητέρα του πια, αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο του χωριού, στον οποίο μεγάλωσε.

Ο πατέρας
            Το πορτρέτο του πατέρα, μολονότι γίνονται αναφορές στο πρόσωπό του σε πολλά σημεία του διηγήματος, σκιαγραφείται εναργέστερα στην αναδρομική αφήγηση της μητέρας. Εκεί γνωρίζουμε τον χαρακτήρα του ως σύζυγο, ως πατέρα, ως άνθρωπο γενικότερα. Ως σύζυγος λοιπόν είναι δεμένος με τη γυναίκα του, τη σέβεται, την εκτιμά και την υπολογίζει. Τη θέλει δίπλα του στη χαρά και στο γλέντι. Εκφράζει την αγάπη του και εκδηλώνει την τρυφερότητά του, στέκει στο πλευρό της και τη βοηθά. Είναι προστατευτικός και μάλιστα, όταν το απαιτεί η κατάσταση δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα για να την προφυλάξει από δυσμενή σχόλια και κατηγορίες σε βάρος της. Ο προσβλητικός και βαρύς χαρακτηρισμός που ξεστομίζει («βώδι») δικαιολογείται, γιατί είναι απόρροια στιγμιαίας έντασης. Δεν παύει να στέκει στο πλευρό της και να τη στηρίζει ψυχολογικά, όταν εκείνη λυγίζει και απογοητεύεται από τα χτυπήματα της ζωής. Προσπαθεί να ελαφρύνει το ψυχικό βάρος της απ’ τη μια κρύβοντας τα συναισθήματά του και τη δική του στεναχώρια και από την άλλη παρηγορώντας την, προκειμένου να την ενθαρρύνει.
            Ως πατέρας δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγάπη για τα παιδιά του. Προσπαθεί να είναι δίκαιος στη συμπεριφορά του απέναντί τους, παρά την ιδιαίτερη αδυναμία που νιώθει για τα κορίτσια, αδυναμία δικαιολογημένη βέβαια, αν σκεφτούμε το περιστατικό που έπληξε την οικογένεια.Τέλος ως άνθρωπος είναι κοινωνικός, ευχάριστος, κεφάτος. Είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος της εποχής του, που υπολογίζει την κατακραυγή της κοινής γνώμης και φροντίζει να μην την προκαλεί. Είναι τρυφερός και ευσυγκίνητος άνθρωπος, που καμιά φορά δεν καταφέρνει να κρύψει την ευαισθησία της ψυχής του.

Τα αγόρια της οικογένειας και η Αννιώ
            Τα άλλα αγόρια, τα αδέρφια του αφηγητή, του Γιωργή, παρουσιάζονται σε σχέση με τα υπόλοιπα πρόσωπα της οικογένειας (Αννιώ, υιοθετημένα κορίτσια, μητέρα) και ο χαρακτήρας τους προκύπτει μέσα από αυτές τις σχέσεις. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι αγαπημένα αδέρφια, φροντίζουν τη μικρή τους αδερφή, την Αννιώ, χωρίς να εκδηλώνουν ζηλότυπη συμπεριφορά, παρά τη μεροληπτική στάση της μάνας προς την Αννιώ και την αδιαφορία της γι’ αυτά. Παρατηρείται μια ωριμότητα στη συμπεριφορά τους ασυνήθιστη για την ηλικία τους, αφού είναι σε θέση να διακρίνουν τα αληθινά και μύχια συναισθήματα της μητέρας και να δικαιολογούν τη συμπεριφορά της. Τη σέβονται και την εκτιμούν, είναι υπάκουα και υποχωρούν στη βούλησή της, όποια κι αν είναι αυτή. Τη μοναδική φορά που αντιδρούν και μάλιστα έντονα είναι στη δεύτερη υιοθεσία που προβαίνει η μητέρα. Η πράξη της αυτή είναι αδικαιολόγητη για τα αγόρια, και αν προσμετρήσουμε και την απογοήτευση που ένιωσαν από την αγνωμοσύνη της πρώτης υιοθετημένης κόρης για τον αγώνα και τις θυσίες τους προκειμένου να βοηθήσουν στην ανατροφή και αποκατάστασή της, μπορούμε να κατανοήσουμε την αρνητική τους στάση και συμπεριφορά.
            Η Αννιώ παρουσιάζεται ως μια αθώα ψυχή, χωρίς κακίες, ζήλιες, ένας αμνός του Θεού, ένα πλάσμα προς θυσία.Καθ’ όλα ομαλή και αρμονική είναι η σχέση της με τα αδέρφια της, μια σχέση που τη χαρακτηρίζει αληθινή αδερφική αγάπη. Χωρίς να επηρεάζεται από τις ιδιαίτερες περιποιήσεις και φροντίδα της μητέρας που θα μπορούσαν να τη μετατρέψουν σ’ ένα κακομαθημένο και ιδιότροπο πλάσμα, δείχνει καλοσύνη και τρυφερότητα για τα αδέρφια της. Την αγάπη της και το ενδιαφέρον της το εκδηλώνει έμπρακτα. Μάλιστα στις διακρίσεις της συμπεριφοράς  της μητέρας  της απέναντι στα αδέρφια της δείχνει ότι  αντιδρά και έμμεσα τις αποδοκιμάζει. Έως το τέλος επιδεικνύει και αυτή, όπως και τα αγόρια, περισσότερη ωριμότητα απ’ όση θα δικαιολογούσε η ηλικία της ή η κατάσταση της ασθένειάς της.

Η αληθοφάνεια των χαρακτήρων
            Οι αντιδράσεις των προσώπων του διηγήματος είναι όλες ανθρώπινες και δικαιολογημένες, λογικές και συνηθισμένες. Τόσο η μητέρα όσο και ο Γιωργής δικαιολογούνται να παρουσιάζουν αυτή τη συμπεριφορά. Από τη μια καταλαβαίνουμε τις τύψεις της μάνας για τη θανάτωση του κοριτσιού της και είναι βαθύτατα ανθρώπινες οι προσπάθειές της να αναπληρώνει αυτό το τραγικό κενό. Επίσης είναι δικαιολογημένη η προσήλωσή της στην άρρωστη μοναχοκόρη της και η χρήση παράλογων μεθόδων για τη θεραπεία της και μάλιστα για μια γυναίκα της εποχής του Βιζυηνού. Απόλυτα φυσιολογική είναι και η αντίδρασή της, όταν πέφτει στο ποτάμι για να σώσει το παιδί της. Σε καμία από αυτές τις ενέργειες και αντιδράσεις δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής.
            Απ’ την άλλη και ο Γιωργής αντιδρά πολύ φυσιολογικά, όταν φεύγει πανικόβλητος από την εκκλησία συντετριμμένος απ’ όσα άκουσε να ξεστομίζει η μάνα του. Εξίσου λογικό είναι να αντιτίθεται στη δεύτερη υιοθεσία και να υποχωρεί συναινώντας, όταν πληροφορείται το λόγο για τον οποίο η μάνα προέβη σ’ αυτή. Οι χαρακτήρες λοιπόν των προσώπων παρουσιάζονται με αληθοφάνεια και πειστικότητα.

Η αφηγηματική τεχνική του διηγήματος
α) Ο αφηγητής
Φορέας της αφήγησης στο κείμενο είναι ο λόγιος αφηγητής, ο οποίος εκθέτει αναδρομικά, σε πρώτο πρόσωπο αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων από το συγγραφικό παρόν, την ηλικία της ωριμότητας. Αυτός ο λόγιος, ώριμος άνθρωπος είναι το εγώ-υποκείμενο της αφήγησης και η παρουσία του στο κείμενο είναι διαρκής και αδιάληπτη. Οι κρίσεις και τα σχόλιά του, διασκορπισμένα εδώ κι εκεί, ερμηνεύουν τα γεγονότα και τις συμπεριφορές των προσώπων, τώρα, στο αφηγηματικό παρόν, μέσα από νέο πρίσμα. Συχνά,  δίπλα στα καθαρά αφηγηματικά μέρη, παραθέτει τον ευθύ λόγο των προσώπων, πριμοδοτώντας το διάλογο ή το μονόλογο, με αποτέλεσμα το κείμενό να αποκτά αμεσότητα και θεατρικό χαρακτήρα.
Αλλά ο αφηγητής αυτός είναι ταυτόχρονα και αντικείμενο της αφήγησης, αφού αποτελεί το ένα από τα δύο πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται. Ανάμεσα στο εγώ-υποκείμενο της αφήγησης και στο εγώ-αντικείμενο υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση, και ως εκ τούτου μεγάλη πνευματική και μορφωτική απόσταση. Επιπλέον, ο ρόλος του αφηγητή είναι προνομιακός εξαρχής εφόσον αυτός γνωρίζει, σε ώριμη ηλικία πια, τη λύση του αινίγματος, την οποία θα αποκαλύψει στον αναγνώστη μόνο προς το τέλος του κειμένου. Η γνώση του αυτή όμως είναι και η βασική διαφορά του από τον εαυτό του ως παιδί, τον μικρό Γιωργή που πρωταγωνιστεί δίπλα στη μητέρα του στην υπόθεση. Το σκηνικό πλαίσιο στήνεται έτσι, ώστε ο αφηγητής να συμμετέχει στο μύθο με τη διττή του ιδιότητα: του ήρωα-παιδιού στο επίπεδο των γεγονότων, που είναι και ένα από τα κύρια πρόσωπα της δράσης, και του ώριμου αφηγητή, που ξανασκέφτεται το παρελθόν, σχολιάζει την τότε στάση του, κρίνει τον εαυτό του και τους άλλους.
Η εστίαση είναι εσωτερική, αφού ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος (δρων πρόσωπο της ιστορίας) και μάλιστα ομοδιηγητικός, καθώς  αφηγείται την ιστορία στην οποία συμπρωταγωνιστεί δίπλα στην μητέρα, που είναι και η κυρίαρχη μορφή του έργου. Ωστόσο, από την χρονική απόσταση που χωρίζει τον εαυτό του ως ήρωα των γεγονότων που αφηγείται, και το αφηγηματικό παρόν, καθώς και από τις ανάγκες της πλοκής, προκύπτει μια ιδιότυπη εσωτερική εστίαση. Η πλοκή οργανώνεται γύρω από τον πυρήνα του αινίγματος και ο αφηγητής, προκειμένου να οργανώσει πετυχημένα αυτή την πλοκή-αίνιγμα, βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς στον εαυτό του, αποσιωπώντας πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων και δίνοντάς μας μόνο της πληροφορίες που είχε κατά τη στιγμή της δράσης: υπάρχει λοιπόν μια διάσταση, ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα (ο αφηγητής είναι ένας, αυτός της ώριμης ηλικίας και δεν υπάρχει αφηγητής-παιδί).
Τα βιώματα που ανακαλεί στη μνήμη του ο ώριμος αφηγητής αναφέρονται άλλα στην παιδική του ηλικία και άλλα στην ώριμη (όσα ανήκουν στο χρονικό διάστημα μετά την επιστροφή του από τα ξένα). Πολλές από τις παραστάσεις της παιδικής του ηλικίας τις παραθέτει όπως τις προσέλαβε και όπως τις θυμάται, από την προοπτική του παιδιού, χωρίς να τις σχολιάζει από την προοπτική της ωριμότητας. Υπάρχουν, ωστόσο και κάποια σημεία στα οποία είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και την παιδική συνείδηση. Τέτοια σημεία είναι: (για τα σχετικά παραδείγματα βλ.ερώτηση 3 σχολικού βιβλίου).
Εκτός όμως από τον αφηγητή, καί η μητέρα, το κυρίως πρωταγωνιστικό πρόσωπο, έχει  αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο, σαφώς περιορισμένες στο χωρίο του κειμένου που αποδίδει την εκμυστήρευση του αμαρτήματός της στον αφηγητή. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει σε κάποια σημεία δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας (κάποια γεγονότα δίνονται και από τις δύο προοπτικές). Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σημείο στο οποίο η μητέρα λέει κατά την εκμυστήρευσή της στον αφηγητή «…και εζούλευες εσύ, και έγινες του θανατά από τη ζούλια σου», ενώ εμείς ξέρουμε από τον ίδιο ότι αγαπούσε την αδελφή του και δεν τη ζήλευέ.
Η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η προοπτική του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς αυτός υιοθετεί άλλοτε την προοπτική του εαυτού του ως παιδί και άλλοτε την προοπτική της ωριμότητας.

β) Ο χρόνος
            Στο διήγημα του Βιζυηνού τα γεγονότα τοποθετούνται στο παρελθόν και είναι συντελεσμένα. Η εξιστόρησή τους γίνεται αναδρομικά, κάτι που φαίνεται από τους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων που χρησιμοποιεί ο αφηγητής. Ο χρόνος της ιστορίας είναι τα εικοσιοκτώ χρόνια από την ημέρα που συνέβη το τραγικό γεγονός του «αμαρτήματος» ως τη στιγμή της σιωπής του αφηγητή στην τελευταία σειρά του κειμένου. Ωστόσο, κατά το μετασχηματισμό τους σε αφήγηση, τα συντελεσμένα αυτά γεγονότα δεν παραθέτονται στη χρονική ακολουθία τους, ούτε η αφήγησή  είναι το ίδιο αναλυτική ως προς όλα τα γεγονότα.
            Ας δούμε λοιπόν πώς οργανώνεται ο χρόνος της αφήγησης: Ανάμεσα στον θάνατο του πατέρα  και στο θάνατο της Αννιώς δεν υπάρχουν ουσιαστικές ασυνέχειες, αφού η παρουσία του αφηγητή και η εμπλοκή του στα γεγονότα της ιστορίας είναι καθοριστική για τη διεξοδική τους παρουσίαση. Τα κενά, συνδεδεμένα με την πολύχρονη απουσία του, φαίνονται στη συνέχεια. Έτσι, ενώ τη σκηνή της πρώτης υιοθεσίας την περιγράφει ο αφηγητής ως αυτόπτης μάρτυρας, η μετέπειτα  εξέλιξη των οικογενειακών πραγμάτων παραμένει αόριστη: «Εγώ έλειπον μακράν, πολύ μακράν, και επί πολλά έτη ηγνόουν τι συνέβαινεν εις τον οίκον μας». Μια ολόκληρη περίοδος από τη ζωή του υιοθετημένου κοριτσιού συνοψίζεται με τέσσερα ρήματα: «Πριν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη…».
            Η αφήγηση ξεκινάει από ένα γεγονός στη μέση της ιστορίας (in medias res), από την αρρώστια της Αννιώς, αφήνοντας την αρχή της σκοτεινή και προχωράει με αναδρομές στο παρελθόν (αναλήψεις) και μία μόνο προβολή στο μέλλον (πρόληψη). Οι αναδρομές δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν, σπάζουν τη μονοτονία της αφήγησης και, λειτουργώντας ως επιβράδυνση, επιμηκύνουν το χρόνο της δημιουργίας, κατά συνέπεια επιτείνουν την αγωνία του αναγνώστη και εντείνουν το ενδιαφέρον του (για τις αναλήψεις του κειμένου βλ. ερώτηση σχολικού βιβλίου 17)
Η μοναδική πρόδρομη αφήγηση που υπάρχει στο διήγημα είναι εκείνη που αναφέρεται στις μελλοντικές δυσκολίες τις οποίες ο Γιωργής θα αντιμετωπίσει στην ξενιτιά και έχει στόχο να τονίσει τις πίκρες που επρόκειτο να «ποτίσει» τη μητέρα. Οι χαρακτηριστικές φράσεις της προδρομής αυτής είναι: «Δεν ήξευρον ακόμη ότι δεκαετές παιδίον όχι την μητέρα, αλλ’ ουδέ τον εαυτό του δεν δύναται να θρέψη. Και δεν φανταζόμην οποίαι φοβεραί περιπέτειαι με περίμενον και πόσας πικρίας έμελλον να ποτίσω ακόμη την μητέρα μου δια της ξενιτείας εκείνης…».
           
Ο ΧΩΡΟΣ
            Η Βιζώ και η ύπαιθρος της Θράκης, η Πόλη (αλλού η Αθήνα και η Γερμανία) είναι οι βασικές τοποθεσίες που δίνουν μέσα στο αφηγηματικό του έργο  το στίγμα τους, τόσο από γεωγραφική, όσο και από πολιτισμική άποψη. Επίσης ο χώρος λειτουργεί με πολλαπλές αντιθέσεις π.χ. Ανατολή-Δύση, πόλη-χωριό, μέσα-έξω. Ο κλειστός χώρος στο συγκεκριμένο  διήγημα βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα. Είναι ο χώρος των θανάτων˙ μέσα στο σπίτι, επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας της αδερφής του και έγινε η μυστηριακή τελετή του θανάτου της˙ εκεί η μητέρα πλάκωσε το παιδί˙ και βέβαια μέσα σε κλειστό χώρο, στην εκκλησία, ο Γιωργής έζησε τις πιο εφιαλτικές στιγμές με τα «φαντάσματα» και την προσευχή της μάνας.
            Αντίθετα ο ανοιχτός χώρος ανακαλεί ευχάριστα, θετικά βιώματα, όπως το γαμήλιο γλέντι, η διάσωση του αφηγητή στο ποτάμι και η τελετή της υιοθεσίας.
Σημείωση:   Απάντηση στην 14η ερώτηση του βιβλίου

ΤΟ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
            Το έργο του Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» χαρακτηρίζεται έντονα από το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Ο συγγραφέας αναπλάθει στο έργο του και ζωντανεύει εντυπώσεις, αναμνήσεις και βιώματα κυρίως της παιδικής του ηλικίας και του οικογενειακού του βίου. Το υποκειμενικό και το αυτοβιογραφικό στοιχείο, έστω και αν δεν αφορά τόσο προσωπικά περιστατικά, όσο οικογενειακά, είναι κυρίαρχο.
            Η πρώτη ύλη, λοιπόν, το αφηγηματικό του υλικό είναι τα βιώματά του˙ εξιστορεί γεγονότα της οικογένειάς του, πάντα πιστός στην πραγματικότητα, χωρίς να μεταβάλλει ούτε το χρόνο, ούτε το χώρο, ούτε καν την ταυτότητα των προσώπων του. Ο αριθμός των μελών της οικογένειας και τα ονόματά τους διατηρούνται μέσα στο διήγημα, όπως ακριβώς ήταν στην πραγματικότητα. Ακόμα και οι περιοχές που αναφέρονται, Ανατολική Θράκη, Πόλη, είναι οι χώροι στους οποίους βρέθηκε και έζησε ο συγγραφέας. Απ’ την άλλη τα έντονα προσωπικά βιώματα που περιγράφει δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας στον αναγνώστη ότι είναι αληθινά, καθώς επίσης και τα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή της οικογένειας (το πλάκωμα του παιδιού από τη μητέρα, ο θάνατος της Αννιώς μετά την ασθένειά της). Επομένως, η ρεαλιστική περιγραφή των πραγματικών βιωμάτων του συγγραφέα και ο μετασχηματισμό τους σε λογοτεχνικό κείμενο δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να διακρίνει εκείνα τα στοιχεία που ανάγονται στη σφαίρα της μυθοπλασίας -γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως πρόκειται για λογοτέχνη και όχι για καταγραφέα απομνημονευμάτων. Άλλωστε η χρήση α΄ προσώπου στην αφήγηση εξυπηρετεί την προσωπική συναισθηματική συμμετοχή του αφηγητή-ανθρώπου στα εξιστορούμενα και παράλληλα εξασφαλίζει εκφραστική αμεσότητα. Η χρήση αυτοβιογραφικών στοιχίων καθιστά το έργο οικείο, ειλικρινές, πειστικό αφού κερδίζει την εμπιστοσύνη του αναγνώστη και επιτείνει τη συγκίνηση. Όμως ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο˙ σκοπός του δεν είναι να αφηγηθεί τα ατομικά και οικογενειακά του παθήματα, αλλά να συνθέσει έργα που προβάλλουν ανθρώπινα δράματα. Ανάγκη του συγγραφέα είναι να δίνει στην αφήγησή του μια πραγματολογική διάσταση τονίζοντας το ρόλο που διαδραματίζει η μοίρα στη ζωή των ανθρώπων, τις δραματικές συνέπειες και το σοβαρό αντίκτυπο που έχει πάνω τους. Επομένως, με την τέχνη του διευρύνει τους ήρωές του, τους δίνει την καθολικότητα του συμβόλου˙ από συγκεκριμένα θρακιώτικα πρόσωπα ανάγονται σε πανανθρώπινα.
            Ο Βιζυηνός, γεννημένος στην Ανατολική Θράκη, ήταν ο ίδιος ζωντανός φορέας της παράδοσης. Ο έντονος ηθογραφικός και αυτοβιογραφικός χαρακτήρας του έργου του ίσως να οφείλεται σε μια εσωτερική παρόρμηση του συγγραφέα να δεθεί με τη γη που τον έθρεψε, τη Θράκη, και να ξαναζήσει αναδρομικά τα μυθικά εκείνα παιδικά του χρόνια κοντά στους δικούς του, να διασώσει κάποια στοιχεία του παρελθόντος του και να αναζητήσει ανάμεσα σ’ αυτά βασικά στοιχεία της ύπαρξής του. 
            Όσο έντονη και αν είναι η παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου στο έργο του Βιζυηνού, πρόκειται για ρεαλιστικό λογοτεχνικό έργο, δηλαδή για μια φανταστική αναπαράσταση του πραγματικού κόσμου, μια κατασκευασμένη, πλαστή εκδοχή του. Έτσι, δεν πρέπει να συγχέεται η φαντασία με την πραγματικότητα, η τέχνη με τη ζωή -μια διάκριση βασική για κάθε επαφή με την τέχνη˙ το έργο τέχνης κρίνεται μα τα δικά του κριτήρια, με κριτήρια της τέχνης.

Η ΓΛΩΣΣΑ
            Η γλώσσα που κυριαρχεί την εποχή που γράφει το διήγημα ο Βιζυηνός είναι η καθαρεύουσα, άρα και ο ίδιος είναι υποχρεωμένος να γράψει σ’ αυτήν. Στα καθαρά αφηγηματικά μέρη χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα,όμως η καθαρεύουσα αυτή είναι διανθισμένη με πολλά λαϊκά και ιδιωματικά στοιχεία. Στους διαλόγους αποδίδεται ο προφορικός λόγος του κάθε προσώπου. Έτσι, όταν μιλάνε τα υπόλοιπα πρόσωπα η γλώσσα είναι λαϊκή με πολλά ιδιωματικά στοιχεία τόσο στο τυπολογικό όσο και στη σύνταξη  (π.χ. άιντε, πολύτερα,, απατήθηκα, αρρωστιάρικο, εκακοψυχούσα, βώδι, βυζί, μανίτσα, μαθές, κανάκευα, καλόγνωμο, χολοσκάσω, ψυχοπαίδι, σπάργανα, συντυχαίνεις, πολλακαμμένο, κάτσε, χατήρι, διες,  και συντακτικοί τύποι όπως: σε το λέω, σε υπόσχομαι, με το είπε, να πάγω, ήθελα πάρω  και οι ιδιωματικοί τύποι τι τα θέλεις, να φάγω ψωμί να πάγει στην καρδιά μου, έγινες του θανατά από τη ζούλια σου, εκατάκατσεν η καρδιά μου, ήθελε πια να μη στάξη και τη βρέξη, επήραμε τη στράτα, την πήρα στο λαιμό μου), ενώ όταν μιλάει  ο μορφωμένος αφηγητής της ώριμης ηλικίας χρησιμοποιούνται τύποι αρχαιοπρεπείς, της λόγιας γλώσσας (π.χ. ακρατήτως, ασκαρδαμυκτί, δύσνους, εν γένει, ίσταται, λαβών, υπέστην και πολλές άλλες. Δε λείπουν όμως και λαϊκές λέξεις όπως άφηκεν, εσώθηκεν, επαντρολογιέτο και πολλά άλλα). Χαρακτηριστική επίσης είναι η γλωσσική πολυμορφία μήτηρ-μητέρα, κόραι-κοράσιον-κορίτσια  κ.α.

ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Μπορούμε να κατατάξουμε τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου ως εξής:
Ήθη: Όσα αναφέρονται στην κοινωνική θέση της γυναίκας και παρουσιάζονται σε σχέση με τη μητέρα.
Προλήψεις - Λαϊκές δοξασίες: Όλα τα σχετικά με ασθένειες, γιατρικά, γιατροσόφια, γητιές κτλ., που αναφέρονται με αφορμή την αρρώστια της Αννιώς.
Παραδόσεις: Εδώ συγκαταλέγεται ο τρόπος της υιοθεσίας παιδιού, το τυπικό της μικρής τελετής με τον πρωτόγερο του χωριού, που, σε σύναξη της κοινότητας όλης, ρωτάει αν όλοι συμφωνούν να πάρει η Δεσποινιώ το παιδί.
Έθιμα: Το γαμήλιο γλέντι, με τα όργανα, τους χορούς κτλ.
Ο Βιζυηνός δένει τα λαογραφικά στοιχεία με την αφήγησή του με τρόπο ώστε να υπηρετούν τον αφηγηματικό ρεαλισμό. Το διήγημα αποκτάει έτσι τη μέγιστη δυνατή αληθοφάνεια: οι καταστάσεις, εκτός από τον προσωπικό-βιωματικό πυρήνα του μύθου, προβάλλονται πάνω στον καμβά μιας συγκεκριμένης κοινωνίας (αγροτική Θράκη στα τέλη του 19ου αιώνα), με γνωστά, αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέσα από τη συνήθεια και την επανάληψη.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Απάντηση στην 1η ερώτηση:
 Η ευνοϊκή στάση της μητέρας απέναντι στην Αννιώ φαίνεται στα μάτια των άλλων παιδιών εξωτερική, φαινομενική, και αποδίδεται χωρίς προβληματισμό και με παιδική αφέλεια στο γεγονός ότι ήταν μοναχοκόρη. Αυτή η βεβαιότητα του αφηγητή για τα αισθήματα της μητέρας του θα ανατραπεί δραματικά, όταν αυτός θα ακούσει την προσευχή της στην εκκλησία και θα φύγει τρέχοντας γεμάτος τρόμο. Το παιδί, που προηγουμένως έδειχνε κατανόηση για τη στέρηση της μητρικής στοργής, κλονίζεται και δεν διστάζει να ομολογήσει απερίφραστα το παράπονό του («…όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν…» σ. 133 «Ώ! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!» σ.134) και να εκδικηθεί με μια δική του προσευχή τη μάνα («Έλα πατέρα να με πάρεις εμένα…», σ.136). Τη μεροληπτική στάση της μητέρας κατά των αγοριών θα την επισημάνει ξανά ο αφηγητής όταν αναφέρει ότι η μητέρα φρόντιζε την πρώτη θετή κόρη όσο δεν φρόντιζε ποτέ τα άλλα της παιδιά. Η διάσωσή του αφηγητή από τη μητέρα του αποκαθιστά σε κάποιο βαθμό τη βεβαιότητά του για την αγάπη της, ωστόσο το τελευταίο δείγμα άνισης μεταχείρισης, η προσήλωσή της, μετά από κάποια χρόνια, στη δεύτερη ψυχοκόρη της, η οποία μάλιστα ήταν ανάξια των φροντίδων αυτών, προκαλεί την αντίδραση του αφηγητή: «Δος το πίσου το Κατερινιώ…», (σ.145). Η αντίδραση αυτή προκαλεί την εξομολόγηση του φοβερού μυστικού της μητέρας, η οποία θα αποκαταστήσει οριστικά την βεβαιότητα του αφηγητή για την αγάπη της μητέρας του, αφού θα εξηγήσει πλήρως τη μεροληπτική και άδικη συμπεριφορά της προς αυτόν και τα άλλα αγόρια της οικογένειάς του.
Θα πρέπει να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο παιδί-πρωταγωνιστή του μύθου και τον ώριμο άνδρα-αφηγητή. Ως παιδί, ο αφηγητής αισθάνεται παραγκωνισμένος και αμφιβάλλει (αν και συγκρατεί τις αμφιβολίες που έχει) λόγω της άγνοιάς του. Αντίθετα, ο ώριμος αφηγητής, γνωρίζοντας το μυστικό της μητέρας του, δεν αμφιβάλλει πια καθόλου για την αγάπη της και νιώθει κατανόηση γι’ αυτήν και για τη συμπεριφορά της στο παρελθόν. Η αποκάλυψη του τρομερού μυστικού της μητέρας βοηθά τον αφηγητή να επανεκτιμήσει όχι μόνο τις συγκεκριμένες καταστάσεις του παρελθόντος, αλλά και τις δικές του αμφιβολίες για την αγάπη της μητέρας του, κάτι που φαίνεται σε φράσεις όπως: «Δεν αισθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της!…».

Απάντηση στην 2η ερώτηση:
Στο σημείο αυτό είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε τη μη σύμπτωση των δύο οπτικών, της μητέρας και του αφηγητή. Από την αρχή του διηγήματος, ο αφηγητής αναφέρεται στην αγάπη τη δική του και των υπολοίπων μελών της οικογένειας για την Αννιώ: «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ. Ήτον η χαϊδεμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι». Αλλά και στο σημείο, όπου έχοντας βρεθεί ο Γιωργής με τη μητέρα του και την Αννιώ, στο εσωτερικό της εκκλησίας που τον τρομάζει, δικαιολογεί την υπομονή του λέγοντας: «Διότι ηγάπων την αδελφήν μου».
Δεν αρκεί όμως να διαπιστώσουμε το ασύμπτωτο των δύο οπτικών. Υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί ο αφηγητής έχει άλλη γνώμη από τη μητέρα του; Μήπως είναι οι τύψεις του αυτές που τον κάνουν να επιμένει ότι αγαπούσε τη μικρή του αδερφή; Μήπως είναι οι ενοχές του, όταν σκέφτεται εκ των υστέρων την έκρηξή του σε μικρή ηλικία: «Έλα πατέρα -να με πάρης εμένα- για να γιάνη το Αννιώ!», και πιθανολογεί ότι μόνο στενοχώρια μπορούσε να προκαλέσει αυτή η προσευχή-εκδίκηση στη μητέρα του; Γιατί μια προσεκτική ματιά στον τρόπο έκφρασης, μέσα στο διήγημα, αυτής της αγάπης μάλλον δικαιώνει την οπτική της μητέρας. Ο αφηγητής, όσες φορές μιλάει για την αγάπη προς την Αννιώ, είτε καλύπτεται από το συλλογικό πρώτο πληθυντικό: «την ηγαπώμεν όλοι», είτε ασυνείδητα αφήνει να διαφανεί ότι εκείνη η αγάπη του κύριο σκοπό είχε να διασφαλίσει την αγάπη της μητέρας προς αυτόν, τον «αδικημένο».

Απάντηση στην 3η ερώτηση:
Ο αφηγητής είναι ένας, της ώριμης ηλικίας και δεν υπάρχει αφηγητής-παιδί, αλλά η παιδική συνείδηση που έχει προσλάβει τις παραστάσεις στο παρελθόν. Τα βιώματα που ανακαλεί στη μνήμη του αναφέρονται άλλα στην παιδική του ηλικία και άλλα στην ώριμη (όσα ανήκουν στο χρονικό διάστημα μετά την επιστροφή του από τα ξένα). Πολλές από τις παραστάσεις της παιδικής του ηλικίας ο ώριμος αφηγητής τις παραθέτει όπως τις προσέλαβε και όπως τις θυμάται, χωρίς να τις σχολιάζει πάντα ανοιχτά από την προοπτική της ωριμότητας. Υπάρχουν, ωστόσο και κάποια σημεία στα οποία είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και την παιδική συνείδηση. Τέτοια σημεία είναι:
«Ενθυμούμαι ακόμη…διανυκτέρευσις».: παρόλο που δεν αποκαλύπτεται στο απόσπασμα ανοιχτά καμιά διάσταση, αφήνεται να διαφανεί ότι αν βρισκόταν ο ώριμος αφηγητής στην ίδια θέση δεν θα του προκαλούσε φόβο η νυκτερινή ατμόσφαιρα της εκκλησίας.
Ενώ αφηγείται τις επισκέψεις του ψευτογιατρού στο σπίτι του όπως τις κατέγραψαν τα παιδικά του μάτια, ο ώριμος αφηγητής τις σχολιάζει ειρωνικά: «…και φαίνεται ότι δεν εψεύδετο –το τελευταίο τούτο ήτο δυστυχώς λίαν αληθές».
Λίγο πριν ξεψυχήσει η Αννιώ ο μικρός Γιωργής, θέλοντας να εκδικηθεί τη μητέρα του για την προσευχή της, ζητά από τον πατέρα του να πάρει αυτόν στη θέση της. Ο ώριμος αφηγητής κρίνει τη στάση του ως μία ακόμη επιβάρυνση για τη μητέρα του: «Δεν αισθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της!…».
Στο σημείο που ξεψυχά η Αννιώ υπάρχει μια φράση με πολλαπλή σημασία: «…το οποίο (ενν. ύδωρ) έμελλε τω όντι να την ιατρεύσει». Η εκδοχή του παιδιού είναι αυτή που δίδεται αμέσως μετά, η φαινομενική, στιγμιαία καλυτέρευση της Αννιώς. Ο ώριμος αφηγητής βλέπει την καλυτέρευση με πικρό σαρκασμό, αφού το νερό δεν θεραπεύει τη μικρή από την αρρώστια αλλά τη λυτρώνει από τα δεινά της ζωής της.
Στο σημείο που αναφέρεται στο συνθέτη του μοιρολογιού του πατέρα του, στο «Γύφτο»: «Μοι φαίνεται, ότι βλέπω…στήθη του». «Φοβερά» ήταν η μορφή του «Γύφτου» για τον μικρό Γιωργή, όχι για τον ώριμο αφηγητή.
Όλη η αφήγηση του περιστατικού της διάσωσης στο ποτάμι παρουσιάζει δύο διαμετρικά αντίθετες στάσεις απέναντι στο γεγονός. Το μικρό παιδί τρέχει να περάσει μόνο του το ποτάμι γιατί θεωρεί ότι η αδύναμη μητέρα του, αν το σηκώσει για να το περάσει, θα το πνίξει. Και όταν συμβαίνει το κακό και σώζεται από τη μητέρα, νιώθοντας δυνατή συγκίνηση από την ηρωική πράξη της, αποδίδει το συμβάν «στις εργασίες της» (έμμεσα δηλαδή την κατηγορεί) και της ζητά να σταματήσει να δουλεύει διαβεβαιώνοντάς την ότι θα τη θρέφει αυτό, κι αυτήν και το ψυχοπαίδι της.  Ο ώριμος αφηγητής, όμως, συμπεραίνει ότι ως εκ θαύματος «δεν έγινα αιτία να πνιγή και εκείνη μετ’ εμού», αποδίδοντας την ευθύνη στην δική του παιδική απρονοησία.
Στο σημείο που αποχαιρετά τη μητέρα του για να ξενιτευτεί και της υπόσχεται ότι θα αναλάβει πια τη συντήρησή της, σχολιάζει αμέσως μετά ο ώριμος αφηγητής: «Δεν ήξευρον ακόμη ότι δεκαετές παιδίον όχι την μητέρα, αλλ’ ούτε τον εαυτό του δεν δύναται να θρέψη…ανακουφίσω».

Απάντηση στην 4η ερώτηση:
 Ο ενήλικας και πεπαιδευμένος αφηγητής χρησιμοποιεί τόσο στα καθαρώς αφηγηματικά μέρη του διηγήματος, όσο και στο ευθύ του λόγο την καθαρεύουσα, τη λόγια φαναριώτικη γλώσσα: «Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου». Ωστόσο, η καθαρεύουσα αυτή κάνει παραχωρήσεις σε λέξεις και τύπους της λαϊκής γλώσσας: αφήκεν, επαντρολογιέτο, εσώθηκεν κ.α.
Ως παιδί ο αφηγητής, σε ευθύ λόγο, εκφράζεται στη δημοτική: «-Μη δουλεύεις πια μάνα...», «Εγώ πηγαίνω πια να κάνω παράδες... », «Δος το πίσου το Κατερινιώ... » κτλ.
Στη δημοτική είναι όλες οι πρώτου προσώπου παρεμβάσεις της μητέρας, αλλά και τα μέρη που, στο πλαίσιο της γενικής αφήγησης, αφηγείται η μητέρα, π.χ. η σκηνή του γλεντιού ύστερα από το χωριάτικο γάμο. Επίσης τη δημοτική ομιλούν όλοι οι λαϊκοί άνθρωποι που παρουσιάζονται στην πλοκή της αφήγησης.
Στη δημοτική του Βιζυηνού βρίσκουμε τη χρήση πολλών ιδιωματικών λέξεων, τύπων και τρόπων σύνταξης.

Απάντηση στην 5η ερώτηση:
Η γυναίκα, τον περασμένο αιώνα, δεν είναι αυθύπαρκτη στο πλαίσιο της κοινωνίας. Η πορεία της είναι προδιαγεγραμμένη: από το πατρικό σπίτι στο σπίτι του άντρα της. Παντρεμένη η Δεσποινιώ η Μιχαλιέσσα και, αφού έχει «αποσαραντήσει», περιμένει από τον άντρα της να τη «βγάλη» -«για να χαρώ σαν πανδρευμένη, αφού κορίτσι δεν μ’ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ». Η σεμνότητα -κοινωνική σύμβαση- έπρεπε να χαρακτηρίζει τη γυναίκα, και ιδίως τη νέα, ακόμη και σε στιγμές ψυχικής αγωνίας. Η Δεσποινιώ δεν τολμούσε να κλάψει ούτε στην κηδεία του άντρα της για να μην την παρεξηγήσουν. Ο θάνατος του άντρα είναι κατά κάποιο τρόπο το τέλος του «κοινωνικού» βίου της γυναίκας. Η Δεσποινιώ δε βγαίνει ούτε έξω από το σπίτι γιατί ντρέπεται. 
Όπως διαφαίνεται ωστόσο από το κείμενο, υπήρχε μια περίπτωση που εξασφάλιζε στη γυναίκα ελευθερίες και εκτίμηση: είναι η απόκτηση πολλών παιδιών.
Πολύτεκνη μεν η Δεσποινιώ, αλλά με την τρομερή ενοχή του ακούσιου φόνου του παιδιού της να βαραίνει τη συνείδησή της, θα αλλάξει άρδην στάση από τη στιγμή που θα πρέπει να δώσει όλες τις δυνάμεις της για να σώσει την άρρωστη Αννιώ, τη μόνη, ως εκείνη τη στιγμή, απόδειξη ότι έχει συγχωρεθεί το αμάρτημά της. ΄Εκτοτε, θα μεταμορφωθεί σε άλλον άνθρωπο. Αποφασισμένη και δυναμική, θα αδιαφορήσει για τα κοινωνικά σχόλια και τους περιορισμούς και θα διατηρήσει τα γνωρίσματα αυτά και μετά το θάνατο της Αννιώς. θα δουλέψει σαν άντρας για να μεγαλώσει τα υπόλοιπα παιδιά της, χωρίς να εγκαταλείπει και τη βουβή, απελπισμένη της προσπάθεια να εξιλεωθεί.

Απάντηση στην 6η ερώτηση:
Στην αφετηρία των δραματικών καταστάσεων που παρακολουθούμε να εκτυλίσσονται στο διήγημα, βρίσκεται το ακούσιο έγκλημα της Δεσποινιώς. Συνέπεια, πρώτη και διαρκής για την ίδια, η ενοχή που τη βαραίνει σε όλη τη μετέπειτα ζωή της. Κυριευμένη από το συναίσθημα αυτό, αφιερώνεται στο δεύτερο θηλυκό τέκνο που θα αποκτήσει, την Αννιώ, και, όταν το μικρό κορίτσι αρρωστήσει, η Δεσποινιώ, χήρα πια, θα αποδυθεί σε έναν έμμονο αγώνα σωτηρίας του˙ αποτέλεσμα: να αδιαφορεί στην πράξη για τα υπόλοιπα, αρσενικά παιδιά της.
Ο μικρός Γιωργής, ο αφηγητής, βιώνει τραυματικά τη στάση της: αμφιβάλλει για την αγάπη της μητέρας του προς αυτόν. Καθώς αγνοεί το μυστικό της Δεσποινιώς, θα ζήσει μέχρι την ωριμότητά του μέσα στο πλαίσιο αυτής της διπλής πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί: της φαινομενικής, που είναι η δική του πραγματικότητα˙ η μητέρα προτιμάει τα θηλυκά παιδιά, αυτά αγαπάει περισσότερο αφού, και μετά το θάνατο της Αννιώς, συνεχίζει να υιοθετεί και να μεγαλώνει κορίτσια που υιοθετεί ή μαζεύει από το δρόμο˙ και πίσω από αυτήν, υπάρχει η πραγματικότητα της μάνας, δημιούργημα της αλήθειας που για εικοσιοκτώ χρόνια κατέχει μόνον αυτή.
Πολλά από τα γεγονότα που έπονται του αρχικού γεγονότος θα φέρουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους. Ο Γιωργής θα έρθει αντιμέτωπος με τη μητέρα όταν θα ακούσει την προσευχή της και θα βεβαιωθεί ότι δεν τον αγαπά. Η ένταση που αποκτά η σχέση τους έκτοτε, και που φαίνεται έντονα στην δική του προσευχή-εκδίκηση, δεν θα πάψει να υφίσταται παρά μόνο αφού η μητέρα θα τον διασώσει από βέβαιο θάνατο. Ωστόσο, η δεύτερη υιοθεσία θα ξαναφέρει τους δύο κεντρικούς ήρωες σε σύγκρουση, η οποία μάλιστα θα οδηγήσει την μητέρα και στην εκμυστήρευση του μυστικού της.
Σε σύγκρουση με τη μητέρα έρχονται και τα άλλα αγόρια της οικογένειας, κυρίως όταν αντιτίθενται στην υιοθεσία της δεύτερης ψυχοκόρης.  
Έτσι, από ένα τυχαίο γεγονός, «επέμβαση της μοίρας», δημιουργείται μια αλυσίδα δραματικών επιπτώσεων για τον αφηγητή αλλά και τη μητέρα. Το κλειδί τους είναι η ενοχή και η απόκρυψή της.

Απάντηση στην 7η ερώτηση:
Θα πρέπει να σημειώσουμε εισαγωγικά πως η Δεσποινιώ, αναμφισβήτητα μια θεοσεβούμενη γυναίκα, πριν φτάσει σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση της απόλυτης συντριβής, έχει ελπίσει, με τη γέννηση της Αννιώς, στην εξάλειψη της αμαρτίας της («Ευχαριστώ σε η αμαρτωλή, που εσήκωσες την εντροπή και εξάλειψες την αμαρτία μου!»). Όμως ο θάνατος της Αννιώς σβήνει αυτή την ελπίδα και τότε αρχίζει το ατέλειωτο μαρτύριο της ένοχης συνείδησης.
α) Η αυτοτιμωρία (γιατί και η απόφασή της να αναθρέψει ξένα κορίτσια αποδεικνύεται μια οδυνηρή περιπέτεια: το πρώτο δεν είναι «καλόγνωμο» και το δεύτερο αποδεικνύεται «ανεπιδέξιο») είναι πράξη εξιλέωσης και απέναντι στο Θεό, αλλά κυρίως πια απέναντι στον εαυτό της. Είναι τέτοιο το βάρος της ενοχής, ώστε αναρωτιέται μήπως φταίει αυτή που δε βγαίνουν καλά τα κορίτσια που μεγαλώνει. «Τόσο κακή και ανεπιδέξια που είναι -την πήρα στο λαιμό μου, ετελείωσε» λέει για την Κατερινιώ. Θεωρεί μάλιστα, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που δίνεται, ότι όσο περισσότερο βασανιστεί στη ζωή αυτή τόσο λιγότερο θα βασανιστεί στην άλλη ζωή. 
β) Ας σταθούμε πρώτα στα στοιχεία της περιγραφής της Δεσποινιώς μετά τη συνάντησή της με τον Πατριάρχη, όπως μας τα δίνει ο αφηγητής˙ την παρουσιάζει αρχικά ως «τόσον ευχαριστημένη, τόσον ελαφρά, ως εάν ήρθη από της καρδίας αυτής μία μεγάλη μυλόπετρα». Λίγο πιο κάτω όμως, η μητέρα βυθίζεται σε σκέψεις˙ και όταν ο αφηγητής τη ρωτά  τι σκέφτεται του απαντά γεμάτη περίσκεψη ότι ο Πατριάρχης είναι μεν σοφός και συγχωρεί, αλλά «Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση…» και τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα.
Κι έτσι φτάνoυμε στον πυρήνα του ζητήματος που θέτει το ερώτημα. Μπορεί, πράγματι, η συγχώρεση που της έδωσε ο Πατριάρχης να καλύπτει τη λύτρωση που περίμενε από τη θεία δικαιοσύνη, αλλά μέσα της βαθιά μένει ανεξίτηλο το τραύμα της ενοχής. Γιατί μόνο αυτή, ως μάνα, ξέρει «…τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!».
γ) Όλη η στάση της Δεσποινιώς μάς εμποδίζει να τη δούμε ως ένοχη. Ακόμη όμως και το αρχικό γεγονός, το αμάρτημά της, μοιάζει περισσότερο σαν ένα κακό παιχνίδι της μοίρας -είναι πέρα για πέρα μια ακούσια πράξη. Η συντριβή της είναι τόσο μεγάλη, που προκαλεί στον αναγνώστη λύπη, συμπάθεια, κατανόηση για το δράμα που βιώνει και από το οποίο δεν μπορεί να λυτρωθεί και όχι απoστρoφή.

Απάντηση στην 8η ερώτηση:
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης. Ο Βιζυηνός, όμως, στο «Αμάρτημα της μητρός μου» έχει προχωρήσει πολύ πιο μακριά από τα όρια του στενού βιώματος.
Αφηγούμενος την οικογενειακή του ιστορία, ανασυνθέτει έναν ολόκληρο κόσμο και μια εποχή -τη θρακική κοινωνία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, με το πλήθος των λαογραφικών στοιχείων που χειρίζεται με ιδιαίτερο ταλέντο, ενσωματώνοντάς τα πλήρως στη δραματική πλοκή έτσι, ώστε να μοιάζουν με σκηνογραφία της αφήγησής του. Ταυτόχρονα μάλιστα με τα περιγραφικά μέρη, αναδεικνύει και κοινωνικά ζητήματα της εποχής, με χαρακτηριστικότερο την κοινωνική θέση της γυναίκας.
Επιπλέον, ενώ αφηγείται με τρόπο ρεαλιστικό την ιστορία του, δεν παρουσιάζει μόνο την επιφάνεια των καταστάσεων, αλλά, αποδίδοντας στους ήρωες ψυχολογικό βάθος, αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη να προβληματιστεί για τη βαθύτερη, πανανθρώπινη ουσία θεμάτων όπως η ενοχή, ο μηχανισμός της απόκρυψης της ενοχής, οι σχέσεις στο πλαίσιο της οικογένειας, η ανθρώπινη ανάγκη αγάπης και το πρόβλημα της συναισθηματικής στέρησης, τα επίπεδα συνείδησης της πραγματικότητας και η διαφορετική πρόσληψή της από διαφορετικά υποκείμενα. (Βλέπε και το σχετικό χωρίο των σημειώσεων)

Απάντηση στην 9η ερώτηση:
Μετά την εισαγωγική νύξη: «Διότι η Αννιώ, εκτός ότι ήτον η μόνη μας αδελφή, ήτο κατά δυστυχία ανέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος», ακολουθεί φράση-κλειδί για την εξέλιξη της ασθένειας με τις εξής εκδοχές:
α) «Εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο... » (σ. 126 του σχολικού βιβλίου, § ε').
β) «Η κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω» (σ. 127 , § ζ').
γ) «Η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο» (σ. 128, § γ').
δ) «Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως...» (σ. 128, § ζ').
ε) «Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος» (σ. 129, § β').
 Ο ώριμος αφηγητής είναι γνώστης του μυστικού της μητέρας όταν γράφει πλέον το διήγημα. Η επανάληψη της φράσης-κλειδί, εκτός του ότι αποδίδει την πορεία της ασθένειας, υποδεικνύει στον αναγνώστη, κατά κάποιον τρόπο, ότι η υπόθεση της ασθένειας της Αννιώς δεν είναι μια τυχαία περίπτωση. Ο αφηγητής, με την επανάληψή της, δημιουργεί ένα κλίμα έντασης, αναμονής μιας περαιτέρω εξέλιξης.
Μέσα στη δομή του κειμένου, μετά την επανάληψη της φράσης, έχουμε κάθε φορά μια κλιμάκωση της ιστορίας. Προστίθενται νέα δεδομένα σχετικά με την αντιμετώπιση της ασθένειας, υποδηλώνεται η ελπίδα ή εντέλει το αναπόφευκτα μοιραίο που επέρχεται. Η φράση λειτουργεί σαν γέφυρα, εξασφαλίζει τη μετάβαση από τη μία στην άλλη υποενότητα. Η αφήγηση έτσι αποκτάει συνοχή, χωρίς να είναι μια ευθύγραμμη, επίπεδη παράθεση των γεγονότων.

Απάντηση στην 10η ερώτηση:
Η προσευχή της Δεσποινιώς προκαλεί στο Γιωργή τρόμο και πανικό. Μες στο παιδικό του μυαλό ισοδυναμεί με άμεση απειλή θανάτου. Εγκαταλείπει τρέχοντας την εκκλησία, όπου είχε παραμείνει πολλές ημέρες αγόγγυστα, παρά το δέος που του προξενούσε ο χώρος, για να είναι κοντά στη μητέρα του και να τη βοηθάει.
Μόνος στο σπίτι τους, όπου καταφεύγει, συνέρχεται, αναλογίζεται την προσευχή και μπροστά του ανοίγεται η τρομερή, δική του πραγματικότητα. Χρόνια αμφιβολιών, που είχαν σωρευτεί, για το αν τον αγαπούσε ή όχι η μητέρα του, τώρα επιβεβαιώνονται. Το συμπέρασμα είναι πικρό: «η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει». Απελπισμένος, αποφασίζει να μη συμπαρασταθεί άλλο στη μητέρα του: «ποτέ, ποτέ δεν πηγαίνω πλέον εις την εκκλησίαν!». Δεν πρόκειται όμως για επίδειξη καθυστερημένης σκληρότητας, στο βάθος της ψυχής του φωλιάζει ο φόβος. Όταν η μάνα γυρίζει φέρνοντας πίσω στο σπίτι τους την Αννιώ, ο Γιωργής όλη τη νύχτα δεν κοιμάται από το φόβο του: «΄Ετεινον τα ώτα προσεκτικά προς πάσαν κίνησιν της μητρός μου». Η μητέρα-αντικείμενο λατρείας έχει προς στιγμή μεταβληθεί για την ταραγμένη παιδική ψυχή σε πιθανή πηγή κινδύνου. Με την παράκληση στο πνεύμα του νεκρού πατέρα, την ίδια εκείνη νύχτα: «΄Ελα πατέρα -να με πάρης εμένα- για να γιάνη το Αννιώ!», μοιάζει να «εκδικείται» την «άσπλαχνη» γι’ αυτόν μητέρα του. Στην πραγματικότητα, είναι το παράπονο που μιλάει: «Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, διά να τη δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μoυ». Και το αποτέλεσμα είναι να εγγράψει παρακαταθήκη ενοχών στη συνείδησή του όταν, ώριμος άντρας πια, θα σκεφτεί: «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της!».

Απάντηση στην 11η ερώτηση:
α) Ειρωνικές αποχρώσεις διακρίνουμε στα εξής σημεία:
1. «Κάποθεν ήλθε ξένος τις, παράδοξος το εξωτερικόν, ή φημιζόμενος διά τας γνώσεις του, -δεν εδίσταζε να επικαλεσθή την αντίληψή του: Οι «διαβασμένοι», κατά τους λαούς, είναι παντογνώσται. Και υπό το πρόσχημα πτωχού οδοιπόρου κρύπτονται ενίοτε μυστηριώδη όντα, πλήρη υπερφυσικών δυνάμεων» (σ. 127 του σχολικού βιβλίου, § α).
2. «Ο χονδρός της συνοικίας κουρεύς, αυτός μας επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. ΄Ητον ο μόνος επίσημος ιατρός εν τη περιφερεία μας. Άμα τον έλβεπον εγώ έπρεπε να τρέχω εις τον «μπακάλην». Διότι ποτέ δεν επλησίαζε την ασθενή, πριν ή καταπίη τουλάχιστον πενήντα δράμια ρακής.[...] Διότι όσω περισσότερον έπινε, τόσον ευκολώτερον ηδύνατο να διακρίνη ποία είναι η παχυτέρα της αυλής μας όρνιθα, διά να την λάβη απερχόμενος [...]...πολύ συχνά διϊσχυρίζετο παρηγορών αυτήν, ότι η πορεία της ασθενείας είναι καλή, και ακριβώς τοιαύτη, οποίαν εδικαιούτο να την περιμένη η επιστήμη από τας συνταγάς του. Το τελευταίον τούτο ήτο δυστυχώς λίαν αληθές. Η κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω» (σ.127, § β'-στ').
3. «΄Επειτα ερρόφησεν ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύση. Διότι μόλις το εκατάπιε και ήνοιξε τους οφθαλμούς και προσεπάθησε ν’ αναπνεύση. Ελαφρός στεναγμός διέφυγε τα χείλη της, και επανέπεσε βαρεία επί της ωλένης της μητρός μου. Το καϋμένο μας το Αννιώ! εγλύτωσεν από τα βάσανά του!» (σ. 137, § θ', σ. 138, § α').
β) Ο αφηγητής με τις ειρωνικές αυτές αποχρώσεις στην αφήγηση αντιμετωπίζει κριτικά τα κακώς κείμενα της μικρής κοινωνίας του χωριού του, με τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Δηλώνει την ασυμφωνία του, δε χλευάζει. Η ειρωνεία του ισοδυναμεί με ένα πικρό χαμόγελο για καταστάσεις που εκείνος, κοσμογυρισμένος πια και με ευρωπαϊκές σπουδές, έχει αφήσει πίσω του.

Απάντηση στην 12η ερώτηση:
Οι χαρακτήρες δεν είναι επίπεδοι και δεν παρουσιάζονται εξωτερικά. Η εικόνα  τους προκύπτει μέσα από τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους τόσο με τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας, όσο και με τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο αφηγητής αποδίδει, με ξεχωριστή δεξιοτεχνία στις λεπτομέρειες, τις ψυχικές μεταπτώσεις τους, την αλλαγή των τόνων στα συναισθήματά τους.
Επεξεργάζεται και παρουσιάζει με προσοχή τα κίνητρά τους ώστε οι πράξεις και τα λόγια τους να εμφανίζονται ως απολύτως αιτιολογημένα, άρα αληθοφανή.
Υπάρχουν συγκεκριμένες στιγμές-ψυχογραφικά πορτρέτα των πρωταγωνιστών με εκπληκτική δύναμη, για παράδειγμα η εικόνα της μητέρας, όταν ο Γιωργής τής ζητάει να διώξει το Κατερινιώ, όπου σε δύο προτάσεις ο αφηγητής «ζωγραφίζει» όλο το εσωτερικό δράμα της Δεσποινιώς: «΄Οταν ύψωσα τα βλέμματά μου προς αυτήν, είδον μετ’ εκπλήξεώς μου, ότι τα δάκρυά της έρρεον σιγαλά και μεγάλα επί των ωχρών αυτής παρειών, ενώ οι ταπεινωμένοι της οφθαλμοί εξέφραζον μίαν απερίγραπτον θλίψιν!»
Στην αληθοφάνεια των χαρακτήρων συμβάλλει και η αμεσότητα των διαλόγων, αλλά και η γλώσσα, που διαφοροποιείται ανάλογα με το πρόσωπο που μιλάει. Ο ώριμος αφηγητής χρησιμοποιεί διαφορετική γλώσσα από τον αφηγητή ως παιδί, η γλώσσα της μητέρας είναι τόσο ζωντανή, σαν ο αφηγητής να είχε καταγράψει με ακρίβεια τα λόγια της.

Απάντηση στην 13η ερώτηση:
Σε μεγάλο μέρος του κειμένου, ο αφηγητής επιλέγει την αντικειμενική αφήγηση (μίμηση)˙ παραχωρεί το λόγο στα πρόσωπα, πριμοδοτώντας το διάλογο (ή το μονόλογο) –αποδίδει δηλαδή σε ευθύ λόγο το λόγο των προσώπων. Το κείμενο πλησιάζει έτσι προς το θεατρικό έργο, έχει θεατρικά στοιχεία. Οι διάλογοι των πρωταγωνιστών, του Γιωργή και της μητέρας, των δευτεραγωνιστών, της Αννιώς, του πατέρα και των άλλων προσώπων, του κουρέα, του γύφτου διακρίνονται για τη φυσικότητα και τη ζωηρότητα των εκφράσεων. Με την ύπαρξη, εξάλλου πολλών προσώπων, η διήγηση αποκτά στοιχεία δράσης, τυπικά της θεατρικής λειτουργίας. ΄Ενα άλλο στοιχείο που προσδίδει θεατρική λειτουργία στο κείμενο, είναι η εναλλαγή των χώρων, το σπίτι, η εκκλησία, ο εξωτερικός χώρος και η συνακόλουθη εναλλαγή σκηνών (το άρρωστο κορίτσι, το παιδί στην εκκλησία, η σκηνή της υιοθεσίας με όλο το χωριό να παίρνει μέρος, η σκηνή του πανηγυριού μετά το χωριάτικο γάμο, οι σκηνές έντονης δράσης, με πιο χαρακτηριστική εκείνη στο ποτάμι).

Απάντηση στην 14η ερώτηση:
Κλειστοί χώροι είναι το σπίτι και η εκκλησία. Οι χώροι αυτοί συνδέονται στη συνείδηση του αφηγητή  με περιστατικά θλίψης και πόνου (η αρρώστια και ο θάνατος της Αννιώς στο σπίτι, ο τρόμος του από την νυχτερινή ατμόσφαιρα της εκκλησίας και από την προσευχή της μητέρας του).
Οι ανοιχτοί χώροι όπως είναι το προαύλιο του σπιτιού, η πλατεία του χωριού συνδέονται με ευχάριστα περιστατικά όπως η υιοθεσία, το γαμήλιο γλέντι, η διάσωση του αφηγητή στο ποτάμι. Η διάκριση αυτή είναι βασική για τα συναισθήματα του αφηγητή, όμως δεν είναι απόλυτη. Γιατί σε μια σκηνή ανοιχτού χώρου, στο ποτάμι, έχουμε και συναισθήματα φόβου και συγκίνησης, ενώ σε έναν κλειστό χώρο, στο Πατριαρχείο, την προσδοκία της λύτρωσης για τη μητέρα.

Απάντηση στην 15η ερώτηση:
Η μητέρα, πριν να ομολογήσει την αμαρτία της στον αφηγητή, την υπαινίσσεται σε δύο σημεία:
Η πρώτη φορά είναι, στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της προσευχής της: «Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί για να με τιμωρήσεις». Τον υπαινιγμό παραθέτει ο ώριμος αφηγητής-γνώστης της αλήθειας, όμως για το μικρό Γιωργή, που ήταν κυριευμένος από τον πανικό, ο υπαινιγμός είχε περάσει απαρατήρητος.
Ο δεύτερος υπαινιγμός γίνεται λίγο πριν την αποκάλυψη του μυστικού: «Η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη». Ο Γιωργής όμως και τότε δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του υπαινιγμού. Η προσοχή του στρέφεται στη υγεία της μητέρας του, λόγω της στάσης που πήρε («έθηκε την δεξιάν επί του στήθους»): «Κάτι θα έχης στην καρδιά, μητέρα, είπον τότε μετά τινος δειλίας. Μη θυμώνης!».
Άρα, οι υπαινιγμοί αυτοί έχουν σημασία κυρίως για την οικονομία της αφήγησης: Ο πρώτος προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δημιουργεί ερωτηματικά: για ποιαν αμαρτία μιλάει η μητέρα; Ο δεύτερος επιτείνει την ένταση της σκηνής, εξάπτει την αδημονία μας να μάθουμε επιτέλους τη λύση του αινίγματος. Και στα δύο σημεία ο υπαινιγμός αποτελεί προσήμανση της αποκάλυψης του μυστικού.

Απάντηση στην 16η ερώτηση:
Ο αφηγητής-πρόσωπο του Βιζυηνού έχει δικό του σημείο εκκίνησης, για την αφήγηση της ιστορίας, ένα χρόνο στον οποίο όλα έχουν συντελεστεί και η λύση του αινίγματός του είναι γνωστή. Όμως δεν επιλέγει την προοπτική της ωριμότητας στο μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου, αλλά, προκειμένου να οργανώσει πετυχημένα την πλοκή-αίνιγμα, βάζει συχνά κάποιους περιορισμούς στον εαυτό του, αποσιωπώντας πληροφορίες που απέκτησε εκ των υστέρων, και δίνοντάς μας μόνο της πληροφορίες που είχε κατά τη στιγμή της δράσης˙ υιοθετεί δηλαδή την περιορισμένη προοπτική του παιδιού. Στήνει έτσι το σκηνικό πλαίσιο ώστε, στην προοδευτική ανέλιξη του μύθου, να συμμετέχει με τη διττή του ιδιότητα: του παιδιού, που είναι και ο ένας από τους πρωταγωνιστές, και του ώριμου αφηγητή, που ξανασκέφτεται το παρελθόν, σχολιάζει την τότε στάση του, κρίνει εαυτόν και τους άλλους. Είναι ενισχυμένη λοιπόν η παρουσία του στην αφήγηση, αλλά ενώ ξέρει περισσότερα από αυτά που λέει, δεν είναι αφηγητής παντογνώστης.
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ο προνομιακός φορέας της αφήγησης, δεν είναι αφηγητής-πρωταγωνιστής. Είναι μάλλον συμπρωταγωνιστής δίπλα στη μητέρα, η οποία μάλιστα έχει και σε κάποιο βαθμό λειτουργία αφηγηματική. Βέβαια, κρατά μια δυναμική ισορροπίας με τη μητέρα στην παρουσίαση των συναισθημάτων, των συγκρούσεων, των ψυχικών μεταπτώσεων. Είναι βασικό πρόσωπο του δράματος, καθώς ακόμη και όταν απουσιάζει στην ξενιτιά, η μητέρα τον επικαλείται ως αρωγό-βοηθό για να μπορέσει να συνεχίσει να αναθρέφει την ψυχοκόρη της Κατερινιώ. Τελικά, όμως, την κορυφαία στιγμή την «παραχωρεί» στη μητέρα, αυτή θα αποκαλύψει τη λύση του αινίγματος ενώ εκείνος θα κλείσει την αφήγηση με τη δική του σιωπή: «Οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα».

Απάντηση στην 17η ερώτηση:
α) Ανάδρομες αφηγήσεις έχουμε στις εξής περιπτώσεις:
Όταν ο μικρός Γιωργής βρίσκεται μόνος στο σπίτι, μετά τη σκηνή της προσευχής στην εκκλησία, και αναλογίζεται τη στάση της μητέρας του προς αυτόν: «Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου... εσυνήθιζε να με ονομάζη ‘‘το αδικημένο του’’» (σσ. 133-134 του σχολικού βιβλίου ).
Η αναφορά στο συνθέτη του μοιρολογιού του πατέρα: «Το μοιρολόγιον τούτο…εξήλθε της αυλής μας» (σσ. 134-136).
Όταν ο Γιωργής θυμάται ότι η τελετή πρόσκλησης του πνεύματος των νεκρών ήταν οικογενειακή συνήθεια: «Τότε μου ήλθεν εις τον νουν... πλην μυστικήν ευδαιμονίαν» (σ. 137).
Όταν ο ώριμος αφηγητής σχολιάζει τη στάση της μητέρας μετά το θάνατο του άντρα της: «Πολλοί είχον κατηγορήσει την μητέρα μου... ανηκούστης σεμνότητος» (σσ. 138- 139).
Όταν αναφέρεται στην οικονομική καταστροφή της οικογένειας: «Η χρηματική μας περιουσία κατηναλώθη... δεν είχομεν πλέον πόθεν να ζήσωμεν» (σσ. 138-139).
Η σκηνή στο ποτάμι: «Ήτο καθ’  ην εποχήν η μήτηρ μας ειργάζετο...και ύστερα βλέπουμε» (σσ. 142-143).
Η αποκάλυψη της «αμαρτίας» από τη Δεσποινιώ: «Ναι... αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι!... ημέρωνα τη συνείδησί μου» (σσ. 147- 151).
            Οι αναδρομές δίνουν πληροφορίες για το παρελθόν, σπάζουν τη μονοτονία της αφήγησης και, λειτουργώντας ως επιβράδυνση, επιμηκύνουν το χρόνο της δημιουργίας, κατά συνέπεια επιτείνουν την αγωνία του αναγνώστη και εντείνουν το ενδιαφέρον του.
            β) Πρόδρομες αφηγήσεις.
Η μοναδική πρόδρομη αφήγηση που υπάρχει στο διήγημα είναι εκείνη που αναφέρεται στις μελλοντικές δυσκολίες τις οποίες ο Γιωργής θα αντιμετωπίσει στην ξενιτιά και έχει στόχο να τονίσει τις πίκρες που επρόκειτο να «ποτίσει» τη μητέρα. Οι χαρακτηριστικές φράσεις της προδρομής αυτής είναι: «Δεν ήξευρον ακόμη ότι δεκαετές παιδίον όχι την μητέρα, αλλ’ ουδέ τον εαυτό του δεν δύναται να θρέψη. Και δεν φανταζόμην οποίαι φοβεραί περιπέτειαι με περίμενον και πόσας πικρίας έμελλον να ποτίσω ακόμη την μητέρα μου δια της ξενιτείας εκείνης… Ας έχη την ευχήμου!» (σ. 144).



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

2. ΙΙΑΡΑΔΕIΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ

2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραμματολογικά στοιχεία:

1. Στο αφηγηματικό έργο του Γ. Βιζυηνού είναι έντονη η επίδραση τόσο της γενέθλιας θρακιώτικης υπαίθρου, όσο και της φαναριώτικης και ευρωπαϊκής παιδείας του. Μπορεί να επιβεβαιωθεί αυτό το γεγονός μέσα από το συγκεκριμένο διήγημα;
Η επίδραση αυτών των στοιχείων (θρακιώτικης υπαίθρου, φαναριώτικης και ευρωπαϊκής παιδείας) στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού γίνεται φανερή στο Αμάρτημα της μητρός μου.
Η επίδραση της γενέθλιας θρακικής υπαίθρου:
Αυτή επιβεβαιώνεται απ’ τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Βιζυηνός στα διαλογικά μέρη του διηγήματος, στα οποία μιλούν ο μικρός Γιωργής, η μητέρα του και οι άλλοι απλοί άνθρωποι της ιδιαίτερης πατρίδας του. Είναι η ιδιωματική γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι της Βιζύης και γενικότερα της θρακιώτικης υπαίθρου.
΄Ενα άλλο στοιχείο που φανερώνει το πόσο έχει επηρεάσει τον συγγραφέα η πατρική του γη, είναι η απόδοση πολλών τοπικών λαϊκών αντιλήψεων, ηθών και εθίμων, οι αναφορές του κειμένου σε ηθογραφικά στοιχεία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου είδους αναφορών αποτελούν: οι αντιλήψεις των ανθρώπων για τις ασθένειες και την αντιμετώπισή τους, ο κοινωνικός ρόλος της γυναίκας και η εν γένει υποβάθμισή της, η διαδικασία της υιοθεσίας, η σύνθεση του μοιρολογιού και άλλα.
Η επίδραση της φαναριώτικης παιδείας του:
Η λόγια γλώσσα του Βιζυηνού είναι ενδεικτική της φαναριώτικης κουλτούρας του. Επιπλέον, το έντονο θρησκευτικό στοιχείο, όπως αυτό παρουσιάζεται στο έργο του.
Η επίδραση της ευρωπαϊκής παιδείας:
Aυτό που αναμφίβολα χαρακτηρίζει το Αμάρτημα της μητρός μου αλλά και τα περισσότερα διηγήματα του Βιζυηνού είναι η αληθοφάνεια των χαρακτήρων, η ψυχογράφηση των ηρώων του. Σ’ αυτό συνετέλεσαν αρκετοί παράγοντες (π.χ. είναι συνήθως πρόσωπα της οικογενείας του, πρόσωπα που τα έζησε), κυρίως όμως οι γνώσεις του πάνω στην ψυχολογία, οι μελέτες του στο χώρο της φιλοσοφίας και εν γένει η μόρφωση που έλαβε στην Ευρώπη.

2. Ο Γ. Βιζυηνός έχει χαρακτηρισθεί «ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος». Ενισχύει αυτήν την άποψη το διήγημά μας; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας.
Ο Βιζυηνός κατορθώνει να διεισδύει στα μύχια της ψυχής των ηρώων του. Με τη βοήθεια που του προσφέρουν οι γνώσεις του πάνω σε θέματα ψυχολογίας αναλύει σε βάθος τους χαρακτήρες τους. Αποδίδει τόσο τα κίνητρα της συμπεριφοράς τους όσο και τα συναισθήματά τους με μεγάλη τέχνη. Κι όλα αυτά συνυφασμένα με το παιχνίδι της ενοχής (κυρίως της μητέρας αλλά και του Γιωργή) και της λύτρωσης. Οι συγκρούσεις μεταξύ των προσώπων, συνήθως βουβές, σιωπηρές (π.χ. Γιωργή-μητέρας όταν επιστρέφουν στο σπίτι από την εκκλησία), οι εσωτερικές συγκρούσεις του καθενός (π.χ. του Γιωργή μεταξύ ζήλιας και αγάπης για την Αννιώ), οι θαυμαστές για το μέτρο τους κορυφώσεις (π.χ. η στιγμή του ακούσματος της προσευχής της μάνας απ’ το Γιωργή), η λεπτή συγκίνηση και η ανθρωπιά που αποπνέει το έργο, όλα συνηγορούν στο ότι ο Γ .Βιζυηνός είναι ψυχογραφικός και δραματικός πεζογράφος και ότι το έργο του είναι ανθρωποκεντρικό.

3. Όπως επισημαίνουν οι μελετητές του είδους, κυρίαρχο δομικό στοιχείο του διηγήματος είναι η αφηγηματική έκθεση ενός γεγονότος με συντομία και λιτότητα, ώστε να μεταδοθεί αμέσως μια εντύπωση. Επιβεβαιώνεται πλήρως αυτή η αρχή στο διήγημά μας; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
 Η αρχή αυτή δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον πλήρως, στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς το διήγημα αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικό του είδους, αλλά παρουσιάζει κάποιες συνάφειες με το μυθιστόρημα. Το έργο ξεπερνά το μονοκεντρισμό του ενός επεισοδίου, αφού γύρω από το κεντρικό επεισόδιο (το αμάρτημα) υπάρχουν και άλλα  δευτερεύοντα (η ασθένεια και ο θάνατος της Αννιώς, οι υιοθεσίες κ.α.). Το Αμάρτημα της μητρός μου έχει μια σεβαστή έκταση, τέτοια, που ο Παλαμάς να θεωρεί ότι ο συγγραφέας ρέπει προς την μυθιστοριογραφία. Επιπλέον, η λειτουργία του χρόνου στο έργο μπορεί να θεωρηθεί ως καθαρά μυθιστορηματικό στοιχείο˙ σ’ αυτό έχουμε την αίσθηση μιας εξέλιξης και όχι μιας εντύπωσης˙ παρακολουθούμε το δράμα να κορυφώνεται και δεν είμαστε αποδέκτες μόνο της κορύφωσής του. Ωστόσο, αν ο κορμός της αφήγησης έχει στοιχεία μυθιστορηματικά, η έκβασή της, παρουσιάζεται τυπικά διηγηματική, χωρίς επίλογο. Το τέλος του έργου ταυτόσημο με το αδιέξοδο, ορθώνεται σαν αδιαπέραστο τείχος˙ ο χρόνος δεν έχει νόημα παραπέρα.

4. Ο Παλαμάς, αναφερόμενος στα διηγήματα του Βιζυηνού, σημειώνει ότι ο συγγραφέας «ρέπει προς την μυθιστοριογραφίαν». Συζητήστε αυτό το σχόλιο σε συσχετισμό με την προηγούμενη ερώτηση. 
Η απάντηση καλύπτεται από την απάντηση της προηγούμενης ερώτησης.

5. Μεταξύ των παραγόντων που συνετέλεσαν στην ανάπτυξη του διηγήματος γύρω στα 1980, αναφέρεται και η επιρροή της λαογραφίας. Τεκμηριώνεται αυτή η άποψη στο παρόν διήγημα;
Το έργο του Βιζυηνού και κυρίως το παρόν διήγημα περιλαμβάνει πληθώρα λαογραφικών στοιχείων.΄Ετσι ξεπερνά τα πλαίσια της αφήγησης μιας προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας και αποκτά ευρύτερες διαστάσεις, αφού ο συγγραφέας «μεταφέρει στο έργο του κομμάτια αυθεντικής ζωής, μέσα στην οποία αναπνέει η εθνική ψυχή, εικονίζεται ο εθνικός βίος, μιλάει το λαϊκό αίσθημα» και ξαναζωντανεύει πολλά πολύτιμα στοιχεία της Ελληνικής και ιδίως της θρακιώτικης παράδοσης.
Ας μην ξεχνάμε ότι στο παρόν διήγημα, όπως και στα περισσότερα του Βιζυηνού, η μνήμη, η παρατήρηση, η προσωπική μαρτυρία αποτελούν την πρώτη ύλη, στοιχεία από τα οποία αντλείται και το υλικό της λαογραφίας. Ας δούμε μερικά απ’ τα λαογραφικά στοιχεία του κειμένου που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω:
Σελ.126: «Αφ’ ότου απέθανεν ο πατήρ μας δεν είχεν εξέλθει της οικείας...». (Διαφαίνεται η περιορισμένη ελευθερία της γυναίκας).
Σελ.127: «Οι διαβασμένοι, κατά τους λαούς, είναι παντογνώσται…». (Η μόρφωση ενίοτε αποκτούσε εξωπραγματικές διαστάσεις σε μια χαμηλού μορφωτικού επιπέδου κοινωνία).
Σελ. 127: «Πάσα νόσος άγνωστος ...»
Σελ. 128: «Πλησίον εις τον σταυρόν...εκρέμασεν εν χαμαγλί...»
Σελ. 129: «Πότε επήγαινε να δέση μίαν λωρίδα...το ανάστημα» «Επρεπε λοιπόν να μείνει σαράντα ημερόνύκτια εντός της εκκλησίας...»
 Σελ. 132: «΄Ηναπτον πυρ…η δύναμις του εχθρού…»
 Σελ. 136-7: η τελετή της μάνας το τελευταίο βράδυ της Αννιώς.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία έχουν να κάνουν με τις αντιλήψεις των ανθρώπων της εποχής για τα αίτια των ασθενειών, τα μέσα λαϊκής ιατρικής που χρησιμοποιούσαν αλλά και με πολλά παραθρησκευτικά -θρησκευτικά -τελετουργικά μέσα, μερικά από τα οποία διατηρούνται και στις μέρες μας. 
Σελ. 151: «Ελπίδα να κάνω άλλο κορίτσι δεν ήταν πλέον. Ο πατέρας είχ’ αποθάνει». (Αδιανόητο για τα ήθη της εποχής να ξαναπαντρευτεί η χήρα. Στοιχείο συντηρητισμού που αναφέρεται στην υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας).
Συμπερασματικά, τα λαογραφικά αυτά στοιχεία πηγάζουν και αντικατοπτρίζουν παράλληλα την άγνοια, τη θρησκοληψία και το θρησκευτικό αίσθημα, το συντηρητισμό της κοινωνίας της θρακικής υπαίθρου. ΄Εχουν κυρίως να κάνουν με τη θρησκεία, το θάνατο, την αρρώστια και τη θέση της γυναίκας στην τοπική κοινωνία της Θράκης.

6. Τα διηγήματα του Βιζυηνού έχουν ανθρωποκεντρική λειτουργία. Αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα είναι να προβάλει τον άνθρωπο μέσα από τις πράξεις και τα συναισθήματά του. Επαληθεύεται αυτή η κρίση στο συγκεκριμένο διήγημα;
«…ο κόσμος του Βιζυηνού λειτουργεί ανθρωποκεντρικά και ανθρωπομορφικά. Το ανθρώπινο δράμα είναι ο μόνος σκοπός που αγιάζει τα αφηγηματικά μέσα, και ο συγγραφέας μας ξέρει τη δουλειά του: να μας οδηγεί από τον καλύτερο δρόμο στο τέρμα του ταξιδιού, στη διελεύκανση του μυστηρίου ή του αινίγματος [...]. (Π. Μουλλάς, «Το Νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Βιζυηνός»).
«...Το αμάρτημα της μητρός μου έχει πολλές...κορυφαίες στιγμές: στιγμές όπου συμπυκνώνεται και κορυφώνεται η συγκίνηση. Γύρω στις στιγμές αυτές, που αναφέρονται πάντα σε θεμελιακές ανθρώπινες σχέσεις, σε βασικά ανθρώπινα συναισθήματα στρέφεται και κινείται το διήγημα». (Απόστολος Σαχίνης, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, Εστία, 1973).
(Βλέπε και απάντηση ερώτησης 2.1.2.)
7. Στα διηγήματα του Βιζυηνού οι λιγοστές περιγραφές αποτελούν «οργανικά μέρη της αφήγησης». Οι περιγραφές του συγκεκριμένου διηγήματος επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή;
«Τι λειτουργίες καλύπτουν οι περιγραφές μέσα οτο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού; Ασφαλώς θα ήταν λάθος να τις αντιμετωπίζουμε σαν διακοσμητικές παρενθέσεις, ή, τουλάχιστον, σαν συνειδητά ξεστρατίσματα προορισμένα να καθυοτερήσουν για λίγο την αφήγηση...΄Εχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι με παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά με οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός: να συμπληρώσουν τα κενά, να δημιουργούν αντιθέσεις, να εντείνουν τις δραματικές καταστάσεις, να στήνουν γέφυρες ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα». (Π.  Μουλλάς).

8. Ποια στοιχεία του περιεχομένου και της αφήγησης δίνουν στο κείμενο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα;
Στοιχεία αφήγησης:
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση.
Η εσωτερική εστίαση
Ο δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός αφηγητής.
Στοιχεία περιεχομένου:
Το ομώνυμο του αφηγητή και του συγγραφέα.
Τα ονόματα των λοιπών μελών της οικογένειας στο διήγημα ταυτίζονται με τα αληθινά τους ονόματα.
Η κτητική αντωνυμία "μου" στον τίτλο.
Ο τόπος όπου εξελίσσεται το διήγημα αλλά και η Πόλη όπου αναφέρεται ότι ο αφηγητής ως ενήλικος ταξιδεύει και διαμένει, συμπίπτουν με την πραγματική του πατρίδα αλλά και ένα από τα ταξίδια που έκανε ο συγγραφέας.

Α΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
(«Άλλην αδελφήν δεν είχομεν ...και εκράτησεν μόνον εμέ πλησίον της»)
2.1. Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Τι εντύπωση σας δημιουργεί ο τίτλος του διηγήματος;
Η κτητική αντωνυμία "μου" υποδηλώνει την ύπαρξη ενός α΄ ενικού προσώπου και μας κάνει να υποψιαστούμε τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του κειμένου. Από την άλλη, κινητοποιεί την περιέργειά μας σχετικά με το ποιο είναι αυτό το αμάρτημα. Πρόκειται για έναν τίτλο-αίνιγμα, η λύση του οποίου δεν θα δοθεί στον αναγνώστη παρά μόνο στο τέλος του έργου.

2. Πώς περιγράφει ο αφηγητής την ιδιαίτερη στοργή της μητέρας προς την Αννιώ και πώς δικαιολογεί αυτή την αδυναμία;
Η περιγραφή
Ο αφηγητής αποδίδει την ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα της μητέρας προς την Αννιώ με παραδείγματα απ’ την καθημερινή ζωή. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό: «΄Ητον η χαϊδεμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι. Αλλ’ απ’ όλους περισσότερο την ηγάπα η μήτηρ μας. Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό, τι είχομεν έδιδεν το καλύτερον εις εκείνην. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα τα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, δια την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα. Ως και εις τα γράμματα δεν την εβίαζεν. Αν ήθελεν, επήγαινεν εις το σχολείον, αν δεν ήθελεν, έμενεν εις την οικείαν. Πράγμα το οποίον εις ημάς δια κανέναν λόγον δεν θα επετρέπετο».
Η δικαιολόγηση αυτής της αδυναμίας
-΄Ηταν μοναχοκόρη («ήτον η μόνη μας αδελφή»).
-΄Ηταν άρρωστη («ήτο κατά δυστυχία ανέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος»).
-Η αδυναμία της μητέρας προς την Αννιώ δεν ήταν προϊόν μεγαλύτερης αγάπης της μητέρας προς αυτήν έναντι των άλλων παιδιών της, απλώς μια επιβεβλημένη απ’ τις συνθήκες συμπεριφορά, μια απλή εξωτερική-φαινομενική εκδήλωση («ημείς εγνωρίζαμεν, ότι η ενδόμυχος της μητρός ημών στοργή διετέλει αδέκαστος και ίση προς όλα τα τέκνα. ΄Ημεθα βέβαιοι, ότι αι εξαιρέσεις εκείναι δεν ήσαν παρά μόνο εξωτερικές εκδηλώσεις φειστικωτέρας τινός ευνοίας προς το μόνον του οίκου μας κοράσιον»).

3. Ποιο είναι το βασικό αφηγηματικό μοτίβο (leitmotiv) μέσω του οποίου προωθείται η δράση στο πρώτο μέρος του διηγήματος; Τι συναισθήματα προκαλεί στον αναγνώστη;
 Η μακροχρόνια αρρώστια της Αννιώς και η συνεχής επιδείνωση της υγείας της είναι το αφηγηματικό μοτίβο μέσω του οποίου εξελίσσεται η υπόθεση και διαγράφονται εναργέστερα οι χαρακτήρες. Μετά την εισαγωγική νύξη: «Διότι η Αννιώ, εκτός ότι ήτον η μόνη μας αδελφή, ήτο κατά δυστυχία ανέκαθεν καχεκτική και φιλάσθενος», ακολουθεί φράση-κλειδί για την εξέλιξη της ασθένειας με τις εξής εκδοχές:
α) «Εν τούτοις η ασθένεια της Αννιώς ολονέν εδεινούτο... » (σ. 126 του σχολικού βιβλίου, § ε').
β) «Η κατάστασις της Αννιώς έβαινεν αργά μεν και απαρατηρήτως, αλλ’ ολονέν επί τα χείρω» (σ. 127 , § ζ').
γ) «Η κατάστασις της ασθενούς εδεινούτο» (σ. 128, § γ').
δ) «Το παιδίον εχειροτέρευεν αδιακόπως...» (σ. 128, § ζ').
ε) «Η ασθένεια της πτωχής μας αδελφής ήτον ανίατος» (σ. 129, § β').
 Ο ώριμος αφηγητής είναι γνώστης του μυστικού της μητέρας όταν γράφει πλέον το διήγημα. Η επανάληψη της φράσης-κλειδί, εκτός του ότι αποδίδει την πορεία της ασθένειας, υποδεικνύει στον αναγνώστη, κατά κάποιον τρόπο, ότι η υπόθεση της ασθένειας της Αννιώς δεν είναι μια τυχαία περίπτωση. Ο αφηγητής, με την επανάληψή της, δημιουργεί ένα κλίμα έντασης, αναμονής μιας περαιτέρω εξέλιξης.
Μέσα στη δομή του κειμένου, μετά την επανάληψη της φράσης, έχουμε κάθε φορά μια κλιμάκωση της ιστορίας. Προστίθενται νέα δεδομένα σχετικά με την αντιμετώπιση της ασθένειας, υποδηλώνεται η ελπίδα ή εντέλει το αναπόφευκτα μοιραίο που επέρχεται. Η φράση λειτουργεί σαν γέφυρα, εξασφαλίζει τη μετάβαση από τη μία στην άλλη υποενότητα. Η αφήγηση έτσι αποκτάει συνοχή, χωρίς να είναι μια ευθύγραμμη, επίπεδη παράθεση των γεγονότων.
 Τα συναισθήματα που προκαλούνται στον αναγνώστη είναι η λύπη, η θλίψη για τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα παιδί που αργοσβήνει, αλλά και η αγωνία, η ανησυχία για την κατάληξη της ασθένειας. Παράλληλα, η συμπάθεια για τη μάνα που προσπαθεί αγωνιωδώς και με όλες της τις δυνάμεις να σώσει το παιδί της, ακόμη κι αν δείχνει άδικη απέναντι στα άλλα της τέκνα.

4. Πώς διαγράφεται ο χαρακτήρας της Αννιώς και σε ποια κυρίως σημεία του κειμένου φαίνεται η αγάπη της για τα αδέρφια της;
 Στην ενότητα αυτή η Αννιώ διαγράφεται ως ένα αξιαγάπητο και συνετό παιδί. Αγαπά τα αδέρφια της από το βάθος της ψυχής της. Μέσα στην αρρώστια της η μόνη χαρά της είναι η παρουσία των αδερφών της δίπλα της («Πρόσωπον εκ φύσεως ρεμβώδες και μελαγχολικόν, επί του οποίου τότε μόνον επεχύνετο γλυκεία ιλαρότης, όταν μας έβλεπεν όλους συνηγμένους πλησίον της»). Κι αυτό δεν είναι τόσο εύκολο για ένα παιδί που και άρρωστο είναι και -κυρίως αυτό- δέχεται την υπερβολική φροντίδα της μητέρας του («΄Ομως η Αννιώ ούτε φιλόπρωτος ούτε υπεροπτική εγένετο δια τούτο. Απεναντίας ήτο πολύ προσήνης προς ημάς και μας ηγάπα όλους μετά περιπαθείας. Και -πράγμα περίεργον- η προς ημάς τρυφερότης του κορασίου, αντί να ελαττούται προϊούσης της ασθένειάς του, απεναντίας ηύξανεν»). Μάλιστα φτάνει στο σημείο να προσφέρει στα αδέρφια της τους καρπούς που της έφερναν οι γείτονες κρυφά απ’ τη μητέρα της («Συνήθως εφύλαττεν υπό το προσκεφαλαιόν της τους καρπούς, ους αι γειτόνισσαι τη έφερον ως αρρωστικόν, και τους εμοίραζεν εις ημάς»).
Αυτό όμως που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το ήθος αυτού του παιδιού, η ποιότητα της αγάπης του, η ωριμότητα που αποπνέει, παρά την μικρή ηλικία της. ΄Ολα αυτά γίνονται αντιληπτά στη σκηνή που διαδραματίζεται στην εκκλησία˙ εκεί, στην ερώτηση της μάνας «Ποίον από τους δύο (αδερφούς) θέλεις να παίζετε μαζί;», η Αννιώ ρίχνοντας ένα βλέμμα που δήλωνε επίπληξη απαντά: «Ποίον από τους δύο θέλω; Κανένα δεν θέλω χωρίς τον άλλο. Τα θέλω όλα τα αδέρφια μου, όσα κι αν έχω».

5. Να αναφερθείτε στη γλώσσα του διηγήματος. Ποιες είναι οι επιλογές του συγγραφέα στα μέρη που διηγείται και στα διαλογικά μέρη; Ποιο αισθητικό αποτέλεσμα προκύπτει από τη γλωσσική ποικιλία;
Η γλώσσα όταν διηγείται είναι καθαρεύουσα. Ωστόσο, άλλοτε γίνεται πιο χαλαρή, καθώς εμπεριέχει πολλές λέξεις και τύπους της δημοτικής και, άλλοτε, (κυρίως όταν αφηγείται ως ενήλικος) γίνεται πιο βαριά και επίσημη, αφού εμπλουτίζεται από κάποιους τύπους αρχαιοπρεπείς.
Στα διαλογικά μέρη χρησιμοποιείται η λαϊκή γλώσσα, η λαλιά των κατοίκων της Θράκης, μια γλώσσα ζωντανή, καθώς είναι γεμάτη από ιδιωματισμούς (λεξιλογικούς και συντακτικούς). «Η καθαρεύουσα του Βιζυηνού ανοίγει το δρόμο στη δημοτική, όχι μόνον γιατί οι ήρωες μιλούν στη δημοτική, αλλά κυρίως γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας διακατέχεται από το λαϊκό αίσθημα». (Κ. Μπαλάσκας, Γ. Βιζυηνός, Ο Μοσκώβ Σελήμ, Επικαιρότητα, 1977).
Το αισθητικό αποτέλεσμα: η προσαρμογή της γλώσσας στην πραγματικότητα (τοπική -χρονική -πνευματική) χαρίζει μια αρμονία στο έργο ως σύνολο, ως συνδυασμό περιεχομένου και μορφής, το κάνει πειστικό και αληθοφανές, προσδίδει αμεσότητα.
6. Ποια είναι η οπτική γωνία της αφήγησης και πώς λειτουργεί στην πρόσληψη του έργου από τον αναγνώστη;
(Για την οπτική γωνία της αφήγησης βλέπε το χωρίο στα σχόλια «Η αφηγηματική τεχνική: α) Ο αφηγητής»)
Η εσωτερική οπτική γωνία κάνει τον αναγνώστη να συμμετέχει στα δρώμενα, αφού γνωρίζει κι αυτός όσα ακριβώς ο αφηγητής τη στιγμή της δράσης. Αγωνιά, χαίρεται και λυπάται μαζί του. Ξετυλίγει μαζί του το νήμα της δράσης. ΄Ετσι, το έργο γίνεται πιο ενδιαφέρον και ο αναγνώστης μένει καθ’ όλη τη διάρκειά αιχμάλωτος της πλοκής του. Πέραν αυτού, με την υιοθέτηση αυτής της προοπτικής εξυπηρετείται καλύτερα η πλοκή-αίνιγμα, φανερή ήδη από τον τίτλο.

2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Ποιες πληροφορίες δίνει ο αφηγητής για τα οικογενειακά του πρόσωπα καθώς και για τις μεταξύ τους σχέσεις στην αρχή του διηγήματος;
Τα πρόσωπα:
Η Αννιώ, η μοναχοκόρη («Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ»).
Στην οικογένεια υπήρχαν άλλα δύο αγόρια («εγώ και οι άλλοι δύο μου αδελφοί»).
Ο πατέρας, που είχε πεθάνει («του μακαρίτου πατρός μας»).
Η μητέρα ζούσε και ήταν βέβαια χήρα.
Οι σχέσεις:
Η Αννιώ ήταν η χαϊδεμένη της οικογένειας. ΄Ηταν μάλιστα η αδυναμία της μητέρας που τη φρόντιζε και την αγαπούσε υπερβολικά: «Εις την τράπεζαν την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε το καλύτερον εις εκείνη. Και ενώ ημάς μας ενέδυε χρησιμοποιούσα φορέματα του μακαρίτου πατρός μας, δια την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα». Το απόσπασμα αυτό μας φανερώνει ότι η αδυναμία της μητέρας στην Αννιώ την οδηγούσε σε διακρίσεις και άδικη συμπεριφορά απέναντι στα άλλα παιδιά της. Τέλος, και οι σχέσεις μεταξύ των παιδιών ήταν αρμονικές. Την Αννιώ την αγαπούσαν πολύ και τα αγόρια («και την ηγαπώμεν όλοι»). Aυτό σημαίνει ότι δεν ζήλευαν -κάτι που θα δηλώσει ρητά αμέσως παρακάτω («Εξαιρέσεις τοιαύται έπρεπε…αλλ’ ημείς…»)- δεν φθονούσαν την αδερφή τους εξαιτίας της υπερβολικής αγάπης που της έδειχνε η μητέρα τους και των διακρίσεων που έκανε σε βάρος τους. Τουλάχιστον έτσι θέλει να τα παρουσιάσει ο αφηγητής σε μια προσπάθεια ωραιοποίησης της οικογενειακής του κατάστασης και των συναισθημάτων του και κάλυψης της ενοχής του.

2. Πώς προβάλλεται σ’ αυτήν την ενότητα ο οικογενειακός και κοινωνικός ρόλος της γυναίκας; Να απαντήσετε με αναφορά σε συγκεκριμένα χωρία.
Καταρχήν για τον οικογενειακό κυρίως ρόλο της γυναίκας μπορούμε να πούμε ότι είναι αυτή που αναλαμβάνει τη φροντίδα των παιδιών. Αυτή τα ταΐζει όταν είναι μικρά («την εκάθιζε πάντοτε πλησίον της και από ό,τι είχομεν έδιδε το καλύτερον εις εκείνη»), τα ντύνει ή αγοράζει τα ρούχα και φροντίζει την ενδυμασία τους («δια την Αννιώ ηγόραζε συνήθως νέα»). Επίσης,  φροντίζει για τη σχολική τους πορεία («Αν ήθελε επήγαινεν εις το σχολείο, αν δεν ήθελεν, έμενεν εις την οικείαν. Πράγμα το οποίο εις ημάς δια κανένα λόγο δεν θα επετρέπετο»). Γενικότερα, η γυναίκα ήταν υπεύθυνη για την ανατρoφή των παιδιών της, για το σπίτι της, χωρίς να αναλαμβάνει εξωοικιακή δράση (υπάρχοντος του πατέρα).
Ευρύτερα κάπως, σε κοινωνικό επίπεδο, διαπιστώνουμε την υποβαθμισμένη θέση της˙ μόνο ενδεχόμενο να χαίρει κάποιας ελευθερίας είναι να είναι πολύτεκνη. Μετά το θάνατο του αντρός της ωστόσο, η Δεσποινιώ, παρόλο που είναι πολύτεκνη, δεν βγαίνει απ’ το σπίτι («Διότι εχήρευσε πολύ νέα και εντρέπετο να κάμη χρήσιν της ελευθερίας, ήτις, και εν αυτή τη Τουρκία, ιδιάζει εις πάσαν πολύτεκνον μητέρα»). Η αυστηρή ανατροφή που έλαβε από τη μητέρα της      -κάτι που θα πληροφορηθούμε παρακάτω- δεν της το επιτρέπει.
Η έλλειψη μόρφωσης, αν και χαρακτήριζε και τον αντρικό πληθυσμό, αξίζει να σημειωθεί, καθώς δεν της αφήνει πολλά περιθώρια ανάταξης και επαναθεώρησης του ρόλου της (φανερώνεται δε από τα μέσα που χρησιμοποιεί για να αντιμετωπίσει την ασθένεια της κόρης της, τη δεισιδαιμονία, την αφέλεια, την ευπιστία). 
Ενδεικτικός του ρόλου της και της ανυποληψίας της είναι και ο τρόπος που της μιλάει ακόμη κι ένας μπεκρής ψευδογιατρός («είμαι γέρος, μωρή, έλεγε...»).


3. «Η μητρική στοργή ενίκησε τον φόβο της αμαρτίας. Η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθή με την δεισιδαιμονίαν». Να σχολιάσετε το χωρίο:
α) Ποιες δυνάμεις συγκρούονται;
β) Ποια θέση παίρνει ο αφηγητής;
γ ) Ποια είναι η προσωπική σας άποψη στο θέμα αυτό;
α) Οι δυνάμεις που συγκρούονται είναι η μητρική στοργή και ο φόβος μην αμαρτήσει απέναντι στο Θεό, χρησιμοποιώντας μέσα απαγορευμένα από τη θρησκεία. Η θρησκεία μας προσδίδει κάποιες φορές στις ανίατες και μακροχρόνιες ασθένειες δαιμονική προέλευση. Για την αντιμετώπιση αυτών των ασθενειών πρεσβεύει την πίστη στο Θεό ή χρησιμοποιεί ξόρκια, αναγνώσεις προσευχών, τελετές... Αντίθετα, ό,τι έχει να κάνει με τη μαγεία το απαγορεύει. ΄Ετσι, δικαιολογημένα η Δεσποινιώ φοβάται, αφού η χρήση «μαγικών μέσων» συνιστά μεγάλη αμαρτία. Από την άλλη, τα μέσα της εκκλησίας αποδείχθησαν αναποτελεσματικά. Κι αυτή πρέπει με κάθε τρόπο να σώσει το παιδί της. Να λοιπόν η εσωτερική σύγκρουση της μάνας και της ευσεβούς χριστιανής.
β) Ο αφηγητής δείχνει να δικαιολογεί τη Δεσποινιώ, ακριβώς γιατί καταλαβαίνει ότι η μητρική στοργή είναι πιο δυνατή από όλα, ότι το μητρικό ένστικτο υπερέχει οποιασδήποτε πίστης ή φόβου. ΄Ετσι, θεωρεί δεδομένο ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο, ότι θα νικούσε η αγάπη της μάνας για το παιδί της: «Η θρησκεία έπρεπε να συμβιβασθή με τη δεισιδαιμονία». Είναι χαρακτηριστικό το ρήμα «συμβιβασθή». Αποφεύγει δηλαδή έντεχνα να καταδείξει την απόρριψη, την ήττα της θρησκείας. Ο μύθος άλλωστε στη συνέχεια θα φέρει τη μητέρα με τη Αννιώ ξανά στην εκκλησία. Άρα, κάτι τέτοιο δεν θα βοηθούσε.
γ) Κρίνοντας τη σύγκρουση αυτή αλλά και τη μάνα απ’ την απόσταση που μας δίνει ο χρόνος, αλλά και την οπτική που μας χαρίζει η μόρφωση, η παιδεία και η επιστημονική γνώση της εποχής μας, όλα δείχνουν αφελή: η εσωτερική σύγκρουση, ο φόβος της αμαρτίας, η ελπίδα γιατρειάς στα μαγικά. Ωστόσο, μια τέτοια κρίση θα ήταν άδικη. Αν σκεφτούμε τις λαϊκές αντιλήψεις εκείνης της κοινωνίας, το επίπεδο μόρφωσης των ανθρώπων, το έντονο θρησκευτικό τους συναίσθημα, παράλληλα με το δράμα της μάνας που προσπαθεί να σώσει το παιδί της, θα δικαιολογήσουμε τη μάνα. Ο πόνος, η απόγνωση, η αγάπη για το παιδί της δικαιολογεί τη χρήση οποιουδήποτε μέσου. Ο άνθρωπος άλλωστε, (και περισσότερο η μάνα), αν έλθει η ύστατη στιγμή -κυρίως για το παιδί του- κάνει τα πάντα για να το σώσει. Αναζητάει μανιωδώς οπουδήποτε μια ελπίδα. Αδυναμία της ανθρώπινης φύσης κι αυτή, όχι της Δεσποινιώς.

4. ΄Οταν η μητέρα ρώτησε την Αννιώ ποιο απ’ τα δύο αδέρφια της θέλει να μείνει μαζί της στην εκκλησία, εκείνη απάντησε: «Κανένα δεν θέλω χωρίς το άλλο. Τα θέλω όλα τα αδέλφια μου, όσα κι αν έχω». Να χαρακτηρίσετε τη στάση της Αννιώς απέναντι στα αδέρφια της, συγκρίνοντάς την με εκείνη της μητέρας της.
 Η στάση της Αννιώς αποτελεί πρότυπο ώριμης συμπεριφοράς. Η Αννιώ παρά τις όποιες περιποιήσεις όλων και κυρίως της μητέρας, και παρά την ασθένειά της, είναι προς τα αδέρφια της καλοσυνάτη και καταδεκτική («ήτο πολύ προσήνης»), δεν γίνεται υπεροπτική και κακομαθημένη. Δίνει μάλιστα μαθήματα ήθους και συμπεριφοράς στη μητέρα της. Η Αννιώ δεν ξεχωρίζει τα αδέρφια της. Χαίρεται όταν είναι όλα κοντά της και τους μοιράζει ό,τι έχει, έστω και κρυφά απ’ τη μητέρα της. Θέλει να παίζει με όλους τους αδερφούς της. Αίσθηση δικαίου, αγάπη χωρίς διακρίσεις και όχι άνισα κατανεμημένη, διαφαίνεται εδώ. Αντίθετα, η μητέρα της, κάτω από το βάρος της ενοχής που φέρει, δεν μπορεί να κρατήσει τις στοιχειώδεις ισορροπίες. Η προσπάθεια αποενοχοποίησής της ταυτόχρονα με την προσπάθεια να σώσει την Αννιώ, την καθιστούν άδικη απέναντι στα άλλα παιδιά της. Αδιαφορεί για κείνα, δεν τα φροντίζει, και το χειρότερο, δεν φροντίζει να κρύψει αυτή τη διάκριση. ΄Iσως η στάση αυτή της Δεσποινιώς, όσο κι αν δικαιολογείται και ερμηνεύεται να μην αποτελεί μικρότερο «αμάρτημα» απ’ τον ακούσιο φόνο του βρέφους της.

5. Με ποιες διαδοχικές ενέργειες προσπαθεί η μητέρα να βοηθήσει στη θεραπεία της Αννιώς;
Οι πρώτες προσπάθειες: έτρεχε να ρωτήσει όποιον είχε άλλοτε παρόμοια ασθένεια, έπαιρνε μαγικά βότανα από γριές, ζήταγε συμβουλές από παράξενους ή φημισμένους για τις γνώσεις τους ξένους.
Ζητά τη βοήθεια της επιστήμης (της υπάρχουσας, τοπικής, των κομπογιανιτών): Καλούσε τον μπεκρή ψευδογιατρό σπίτι για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Αννιώ.
Στη συνέχεια πρoσπαθεί μέσω της θρησκείας: ο παπάς διαβάζει εξορκισμούς του κακού.
Μετέρχεται μαγικά μέσα: χαϊμαλιά, γοητείες, σαλαβάτια μαγισσών.
Επιστρέφει στη θρησκεία: τάματα σε εκκλησίες (λαμπάδα ίσα με το μπόι της), πηγαίνει λωρίδες φορέματος της Αννιώς σε θαυματουργούς τόπους...
Μεταφέρει, τελικά, την άρρωστη Αννιώ στην εκκλησία, ώστε να καμφθεί  η δύναμη των δαιμονίων.

6. Ποιες λαϊκές αντιλήψεις σχετικές με τις μακροχρόνιες αρρώστιες ανιχνεύονται στην ενότητα;
            «Πάσα νόσος, άγνωστος εις τον λαόν, διά να θεωρηθεί ως φυσικόν πάθος, πρέπει, ή να υποχωρήσει εις τας στοιχειώδεις ιατρικάς του τόπου γνώσεις, ή να επιφέρη εντός ολίγου τον θάνατον. Ευθύς ως παραταθή και χρονίση, αποδίδεται εις υπερφυσικάς αιτίας, και χαρακτηρίζεται ως «εξωτικόν».
Απ’ το παραπάνω χωρίο γίνεται φανερό ότι οι ασθένειες την εποχή εκείνη διακρινόταν σε αυτές που οφείλονταν σε φυσικά αίτια και σε αυτές που αποδίδονταν σε υπερφυσικoύς παράγοντες.
Η ίαση των πρώτων αναζητείται σε βότανα, σε δήθεν μορφωμένους, σε κομπογιανίτες, σε επιτήδειους που ασκούσαν τάχα το επάγγελμα του γιατρού.
Η θεραπεία των δεύτερων (οι οποίες παρατείνονται χρονικά) περιλάμβανε γητείες, ευχολόγια ιερέων, ξορκισμούς του κακού, χαϊμαλιά, προσευχές μαγισσών, τάματα. Όπως προαναφέρθηκε αποδίδονταν σε υπερφυσικά αίτια, σε σκοτεινές δυνάμεις του κακού, σε δεισιδαιμονίες: «Ο ασθενής εκάθησεν εις άσχημον τόπον. Επέρασε νύκτα τον ποταμόν, καθ’ ην στιγμήν αι Νηρηίδες ετέλουν αόρατοι τα όργιά των. Εδιάσκελισε μαύρον γάτον, ο οποίος ήτον κυρίως «ο έξω από εδώ» μεταμορφωμένος».
 Τόσο η αιτιολόγηση αυτών των ασθενειών, όσο και τα μέσα αντιμετώπισης που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της εποχής, οφείλονταν στην αμάθεια, την άγνοια, το χαμηλό μορφωτικό τους επίπεδο, που τους καθιστούσε αφελείς και εύπιστους. Ακόμη, το φαινόμενο δικαιολογείται εν μέρει αν σκεφτούμε ότι επρόκειτο για μια κλειστή αγροτική κοινωνία˙ στις -ανεπαρκείς ούτως ή άλλως- γνώσεις της ιατρικής της εποχής δεν είχαν πρόσβαση οι κάτοικοι που, μάλιστα, ήταν προσκολλημένοι στην παράδοση.
 Να σημειωθεί ακόμη το ευνόητο: ότι τα μέσα αυτά που χρησιμοποιούσαν ήταν αρκετές φορές επικίνδυνα για την υγεία των ασθενών (π.χ. η μεταφορά και διαμονή της Αννιώς στην εκκλησία -όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα- χειμώνα καιρό, μέσα στην υγρασία και το κρύο, μόνο καλό δεν της έκανε).
 Ακόμη και σήμερα (κυρίως στις κλειστές κοινωνίες, στα χωριά, σε ορεινούς και δυσπρόσιτους οικισμούς, αλλά και στις πόλεις ) παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα. 

Β΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
(«Ενθυμούμαι ακόμη ...εγλύτωσεν από τα βάσανά του»)
2.1. Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Στα διηγήματα του Βιζυηνού ο κλειστός χώρος βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα. Συμφωνείτε με αυτή την άποψη; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
 Ο χώρος στα διηγήματα του Βιζυηνού λειτουργεί αντιθετικά (χωριό-πόλη / μέσα-έξω). Στο συγκεκριμένο διήγημα παρατηρούμε ότι ο κλειστός χώρος εγγράφεται στη συνείδηση του αφηγητή περισσότερο αρνητικά, αφού συνδέεται κυρίως με δυσάρεστα γεγονότα: στο σπίτι επιδεινώνεται δραματικά η ασθένεια της Αννιώς, στο σπίτι είχε η μητέρα πλακώσει άθελά της το πρώτο της κορίτσι, εκεί άκουγε το μοιρολόγι της μάνας αλλά και εκεί έζησε την τελετή επίκλησης στο πνεύμα του νεκρού πατέρα. Τέλος, μέσα σ’ αυτό ξεψυχάει κι η Αννιώ.
 Από την άλλη, η εκκλησία (εσωτερικός χώρος) συνδέεται κι αυτή με τις εφιαλτικές εικόνες-παραισθήσεις που βίωσε και κυρίως με την προσευχή της μάνας που ανέτρεψε μέσα του τη βεβαιότητά του για τα συναισθήματά της απέναντί του.
Συμπερασματικά, σε εσωτερικούς χώρους εκτυλίσσονται τα πιο δυσάρεστα αλλά και σημαντικά γεγονότα για την εξέλιξη του μύθου γεγονότα. Άρα, μπορούμε να πούμε ότι ο χώρος αυτός βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το δράμα.

2. «Ο Βιζυηνός ξέρει να κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σκορπίζει πρόωρες «ενδείξεις» που η σημασία τους θα φανεί αργότερα». Επιβεβαιώνεται αυτή η άποψη στο κείμενό μας;
«Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρεις το παιδί για να με τιμωρήσεις», λέει η Δεσποινιώ απευθυνόμενη στον Κύριο μέσα στην εκκλησία. Η φράση αυτή, παράλληλα με τον τίτλο του διηγήματος, αποτελεί τον πρώτο από τους δύο υπαινιγμούς της μάνας για το αμάρτημά της˙ με αυτόν ο αναγνώστης θυμάται τον τίτλο-αίνιγμα, εξάπτεται η περιέργειά του, χωρίς να αντλεί καμιά πληροφορία που να τον διευκρινίζει˙ η απορία παραμένει. Αποτελεί, όπως γράφει ο Π. Μουλλάς, πρόωρη ένδειξη για την αποκάλυψη που θα ακολουθήσει (προσήμανση). [Υπαινιγμό για το αμάρτημα της μάνας έχουμε και στην δ΄ ενότητα, λίγο πριν ομολογήσει στο Γιωργή το μυστικό της: «…η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη» (σελ.146 σχολικού βιβλίου.]

3. Στην ενότητα αυτή ο αφηγητής αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο. Με ποια επιχειρήματα μπορεί να υποστηριχθεί αυτή η άποψη;
Στη β΄ ενότητα, παρόλο που η Αννιώ εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο, ο αφηγητής περνά σε πρώτο πλάνο. Με το «Ενθυμούμαι» αρχίζει να κυριαρχεί η μορφή του, καθώς ξεκινάει την αφήγηση μιας σκηνής, στην οποία είναι το κεντρικό πρόσωπο˙ αυτός βιώνει την εφιαλτική νύχτα μέσα στην εκκλησία, αυτός ζει τις τρομακτικές ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις που μας περιγράφει. Ακόμη, είναι αυτός που θα βιώσει το δράμα με το άκουσμα της προσευχής της μητέρας του. Τέλος, πρωταγωνιστικό ρόλο έχει και κατά την τελετή επίκλησης στην ψυχή του νεκρού πατέρα του.

4. Ο αφηγητής αισθάνεται ένοχος καθώς βιώνει τη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη για την άρρωστη αδερφή του και την πίκρα για τη στέρηση της μητρικής στοργής. Σε ποια σημεία του κειμένου φαίνεται αυτή η σύγκρουση;
Ο αφηγητής παραθέτει τις σκέψεις που έκανε ως παιδί αμέσως μετά το άκουσμα της προσευχής της μάνας˙ προσπαθώντας να εξηγήσει την ανήκουστη προσευχή της μητέρας του κάνει αυτοκριτική. Σ’ αυτή του την προσπάθεια η εσωτερική σύγκρουση είναι εμφανής: «Απεναντίας εύρισκον, ότι αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά τούτ’ αυτό παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερο. Ενθυμήθην τότε, και μοι εφάνη ότι εννόησα, διατί ο πατήρ μου εσυνήθιζε να με ονομάζη «το αδικημένο του». Και με επήρε το παράπονον και ήρχισα να κλαίω. Ω! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά και δεν με θέλει!...». Οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για την αδελφή του -δείγματα του  ενοχοποιημένου ψυχισμού του, καθώς παρά τα όσα λέει, κατά βάθος ζηλεύει την αδελφή του, γιατί στερείται εξαιτίας της τη μητρική στοργή- δεν τον εμποδίζουν να ομολογήσει πια απερίφραστα το παράπονό του.
Στη συνέχεια, κατά το μυστήριο επίκλησης της ψυχής του πατέρα, ο Γιωργής προσευχόμενος ενώπιον της μητέρας του, εκφράζει ξανά αυτή τη σύγκρουση, με μια δική του προσευχή-εκδίκηση: «..΄Ελα πατέρα -να με πάρης εμένα- για να γιάνη το Αννιώ!- ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου. Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, δια να δείξω πως γνωρίζω, ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου».
Η ενοχή θα ενταθεί όταν ως ενήλικος πια ο αφηγητής, κρίνοντας την παιδική του συμπεριφορά απέναντι στη μητέρα του από τη σκοπιά της ωριμότητας και έπειτα από την αποκάλυψη σε αυτόν του φοβερού μυστικού, αναλογίζεται τη στάση του: «Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισία της. Πιστεύω να μ’ εσυγχώρεσεν. ΄Ημουν πολύ μικρός τότε, και δεν ηδυνάμην να εννοήσω την καρδίαν της».

5. Με ποιους αφηγηματικούς τρόπους υφαίνει ο συγγραφέας την κορύφωση του δράματος που σχετίζεται με την αρρώστια της Αννιώς;
Περιγράφει την κατάσταση της Αννιώς σε διάφορα σημεία και χωρίς βέβαια να εισέρχεται σε λεπτομέρειες, αποδίδει λιτά και εύστοχα την κρίσιμη κατάστασή της, π.χ.: «Και εις όλα ταύτα με παρηκολούθη η πτωχή μου αδελφή με την ωχράν και μελαγχολικήν της όψιν, με το αργό και αβέβαιον βήμα της, ελκύουσα τον οίκτον των εκκλησιαζομένων και προκαλούσα τας ευχάς αυτών υπέρ αναρρώσεώς της, ήτις δυστυχώς ήργει να επέλθει».
Παρακάτω, μετά την τελετή και πριν τον αγιασμό, περιγράφοντας μας δίνει ξανά κάποια σημάδια της επιδείνωσης («…ημίκλειστα βλέφαρα, ισχνόν σώμα, μαραμένα χείλη...»).
Η αγωνιώδης προσπάθεια της μητέρας να σώσει το παιδί της, που αποδίδεται με την τελετή επίκλησης στην ψυχή του νεκρού άντρα της. Ο θάνατος της Αννιώς αποτελεί την κατάληξη αυτής της τελετής, του έσχατου μέσου που μετεχειρήστηκε η μητέρα της στην απεγνωσμένη της προσπάθεια να τη σώσει. Το δράμα κορυφώνεται.
 Η κορύφωση του δράματος δίνεται ακόμη πιο έντεχνα μ’ ένα εύρημα του συγγραφέα: ο αφηγητής πριν το ξεψύχισμα της Αννιώς την παρουσιάζει στιγμιαία να βελτιώνεται. Πρόκειται για μια φαινομενική και παροδική βελτίωση που αφήνει όμως ελπίδες («συμπαθητικόν μειδίαμα, ήνοιξε τους οφθαλμούς, προσεπάθησε ν’ αναπνεύσει»). Κι εκεί ακριβώς που η ελπίδα διαφαίνεται, ακολουθεί το ξεψύχισμα. Aυτή η αντίθεση των συναισθημάτων που προκαλεί η άμεση ανατροπή της μιας κατάστασης απ’ την άλλη συντελεί στην κορύφωση του δράματος.

6. Η χρήση του χρόνου: Να εντοπιστούν οι αναδρομές (ή αναλήψεις = αναφορές σε προτερόχρονο) που διακόπτουν την ευθύγραμμη ροή του αφηγημένου χρόνου.
«Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις». (σελ. 131 του σχολικού βιβλίου).
«Ανεκάλεσα εις την μνήμη μου ...Ενθυμήθην ...το αδικημένο του». (σελ.133-134).
«Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν ...της αυλής μας».  (σελ. 134-136).
«Τότε μου ήλθεν εις τον νουν ότι και άλλοτε μας επότιζεν...Και ενθυμήθην...ευδαιμονίαν». (σελ. 137).
7. Στο Αμάρτημα της μητρός μου υπάρχουν φράσεις που «αποβλέπουν στο να υπογραμμίσουν τη διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα». Ποιες φράσεις μέσα στο κείμενο επιβεβαιώνουν αυτή την επισήμανση;
(Βλέπε απάντηση στην 3η  ερώτηση του σχολικού βιβλίου)

2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Πώς επηρεάζει ψυχολογικά τον αφηγητή ο εσωτερικός χώρος της εκκλησίας;
Μέσα στο μυστηριακό και υποβλητικό περιβάλλον της εκκλησίας ο μικρός Γιωργής βιώνει εφιαλτικές στιγμές. Το λιγοστό φως που έτρεμε, ο αέρας που σφύριζε, ίσως και η σωματική του εξάντληση, αλλά και η συναισθηματική του φόρτιση λόγω της ασθένειας της αδερφής του και της επιδείνωσής της, του δημιουργούν ψευδαισθήσεις τρομακτικές. Ο φόβος είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που φωλιάζει στην καρδιά του, όταν μπροστά του ξετυλίγονται εικόνες, όπως ο Άγιος με το ωχρό πρόσωπο που ζωντανεύει και προσπαθείνα κατέβει απ’ τις σανίδες στο έδαφος, ή πολύ περισσότερο όταν έχει την παραίσθηση των νεκρών που αναρριχώνται στα τείχη της εκκλησίας και του σκελετού με τα άσαρκα χέρια του. Ενδεικτική η φράση: «Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις». Μάλιστα αναφέρει και το συναίσθημα του τρόμου που βίωσε: «Και τρέμων εκ φρίκης».
Συμπερασματικά, ο φόβος, ο τρόμος και ο πανικός είναι τα συναισθήματα που προκαλεί ο εσωτερικός χώρος της εκκλησίας στο Βιζυηνό.

2. Ποια είναι η άμεση αντίδραση του αφηγητή όταν ακούει την προσευχή της μητέρας του; Πώς τη δικαιολογείτε;
Η αντίδραση
-Τα αυτιά του αρχίζουν να βουίζουν.   
-Φεύγει τρέχοντας απ’ την εκκλησία.
-Κραυγάζει.
-Τα δόντια του τρίζουν.
-Συνέρχεται και, προσπαθώντας να εξηγήσει την ανίκουστη προσευχή, συλλογίζεται με διάθεση αυτοκριτικής που καταλήγει σε κριτική εναντίον της μητερας του.
-Κλαίει παραπονεμένος για την έλλειψη αγάπης της μητέρας του.
Η δικαιολόγηση
΄Εκπληξη που άμεσα μετατρέπεται σε τρόμο, σε ψυχικό σοκ, βιώνει ο Γιωργής. Φοβάται ακόμη και για την ίδια του τη ζωή. Το τραγικό βρίσκεται στο γεγονός ότι νιώθει πως η ζωή του απειλείται απ’ την ίδια του τη μητέρα. Το δεκάχρονο παιδί που μέχρι τώρα πίστευε ότι η μητέρα του το αγαπούσε και γι’ αυτό προσπαθούσε να δείξει κατανόηση για την αδιαφορία της προς αυτόν αλλά και για την υπερβολική φροντίδα της προς την άρρωστη αδερφή του. Απ’ τη στιγμή αυτή όμως η βεβαιότητά του για τη μητρική αγάπη ανατρέπεται μέσα του. Φόβος, φρίκη, αλλά και ένα μεγάλο παράπονο το κυριεύουν. Η αίσθηση της απόρριψης από τη μητέρα του είναι έντονη. Σ’ όλα αυτά ας προσθέσουμε και την ενοχή του που οφείλεται στη σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη του για την άρρωστη Αννιώ και την πίκρα για τη στέρηση της μητρικής στοργής.



3. Ποια εξωπραγματικά και μαγικά στοιχεία ενσωματώνονται στη διήγηση και τι ρόλο παίζουν στην πλοκή του έργου;
Εξωπραγματικά  - Μαγικά στοιχεία
-Οι ψευδαισθήσεις -παραισθήσεις του μικρού Γιωργή στο εσωτερικό της εκκλησίας (Ο Άγιος... και οι νεκροί).
-Η προσπάθεια εκδίωξης των δαιμονίων κατά την εκκλησιαστική λειτουργία.
-Η τελετή επίκλησης στην ψυχή του νεκρού πατέρα (επιμέρους στοιχεία της τελετής, οι σχετικές μ’ αυτήν λαϊκές αντιλήψεις, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται, η χρυσαλίδα, ο αγιασμός...).
Ο ρόλος τους στην πλοκή του έργου
-Το πρώτο στοιχείο προλειαίνει ψυχολογικά το έδαφος με τα συναισθήματα που βιώνει ο Γιωργής, παρουσιάζει την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία άκουσε την προσευχή της μητέρας του˙ προετοιμάζει για την κορύφωση του δράματος που θα ακολουθήσει με το άκουσμα της.
-Το δεύτερο στοιχείο αποτελεί μια από τις τελευταίες ατελέσφορες προσπάθειες της μάνας να σώσει την Αννιώ πριν τη μεταφορά της στο σπίτι. Η αδυναμία και της θρησκείας να βοηθήσει την Αννιώ θα οδηγήσει στην επιστροφή στο σπίτι, όπου θα παιχθεί το τελευταίο δράμα σχετικά με την αντιμετώπιση της ασθένειας της Αννιώς ενώπιον και του Γιωργή.
-Τέλος, η τελετή (όπως και το μοιρολόγι βέβαια) αποτελεί σαφή προσήμανση του θανάτου της Αννιώς.

4. Με ποια επίθετα χαρακτηρίζεται ο συνθέτης του μοιρολογιού; Να σχολιάσετε το περιεχόμενό τους.
Επίθετα:
-«Ηλιοκαής / ρακένδυτος»: επίθετα που αποδίδουν μια γενικότερη εντύπωση.
-«μαύρην / λιγδεράν»: δύο επίθετα για την  «κόμη» του.
-«μικρούς / φλογερούς»: δύο επίθετα για τους «οφθαλμούς του».
-«ανοιχτά / τριχωμένα»: δύο επίθετα για τα «στήθη» του.
-«Γύφτος / Αθίγγανος / Κατσίβελος»: αποδίδουν τη φυλή του.
-«άγιος ψάλτης / ραψωδός»: η τέχνη του Γύφτου.
Ο Γύφτος, λοιπόν περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες απ’ τον αφηγητή, κυρίως ως προς την εμφάνιση. (Παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί μάλιστα αρκετά επίθετα-ονόματα. Γύφτος, ψάλτης, Αθίγγανος, Κατσίβελος και στο τέλος ραψωδός).
«Κάθε νέα αναφορά στο πρόσωπό του γίνεται και με ένα νέο όνομα. Γιατί άραγε ο αφηγητής προσπαθεί να μιμηθεί τον ραψωδό, ο οποίος ήταν "γνωστός εις τα περίχωρά μας διά την δεξιότητα εις το στιχουργείν αυτοσχεδίως". Μήπως πρόκειται για τη στιγμή που ξεπροβάλλει ο συγγραφέας, που η τέχνη του ραψωδού και η δική του τέχνη γίνονται το αντικείμενο του λόγου του και, άρα, πρέπει να υμνηθούν οι τεχνίτες; Και ταυτόχρονα, μήπως πρόκειται για τη στιγμή που στις δύσκαμπτες κοινωνικές δομές (π.χ. οικογένεια), όπου η ονοματοθεσία γίνεται με τρόπο καταναγκαστικό, αντιπαραβάλλεται η ευκαμψία του λόγου, όπου η ονομασία είναι παιχνίδι;... Το ρακένδυτο είναι σημείο απόστασης από την κοινωνία και, ταυτόχρονα, δημιουργικότητας...». (Χρυσανθόπουλος).

5. Να συγκρίνετε τα συναισθήματα του αφηγητή όπως αυτά παρουσιάζονται τη νύκτα στην εκκλησία και τη νύκτα στο σπίτι. Ποια διαφορά παρατηρείτε; Πώς δικαιολογείτε αυτή την διαφοροποίηση;
Η νύχτα στην εκκλησία
Συναισθήματα: φόβος, φρίκη, τρόμος, αλλά και αγάπη και διάθεση προσφοράς. Ο φόβος του Γιωργή πηγάζει απ’ τις ψευδαισθήσεις-παραισθήσεις που προκαλούνται από την υποβλητική ατμόσφαιρα της εκκλησίας, όμως κινητοποιεί τις δυνάμεις του ώστε τουλάχιστον να μην δείξει τα συναισθήματά του αυτά και τον στείλει η μητέρα πίσω στο σπίτι˙ γιατί αγαπούσε την αδερφή του και ήθελε να είναι δίπλα της και να της προσφέρει ό,τι μπορούσε, καθώς και κοντά στη μητέρα του που ως τότε θεωρούσε ότι τον αγαπούσε.
Η νύχτα στο σπίτι
΄Εχει προηγηθεί το άκουσμα της προσευχής της μητέρας του. Σίγουρος πια ότι η μητέρα του δεν τον αγαπά και δεν τον θέλει αποφασίζει να μην ξαναπροσφέρει πια τις υπηρεσίες του σ’αυτή και την αδελφή του. Θέλει με τον τρόπο αυτό να εκδικηθεί ίσως την μητέρα επειδή, παρά την άψογη συμπεριφορά του απέναντί της και προς την Αννιώ, του στέρησε ως τότε την στοργή της και μάλιστα παρακαλούσε το θεό να πάρει αυτόν αντί για την Αννιώ.
 Ο φόβος εξακολουθεί να υφίσταται και τώρα που γύρισε σπίτι. Θα λέγαμε ότι και στις δύο νύκτες κοινός συναισθηματικός παρανομαστής είναι ο φόβος. Aυτό που αλλάζει είναι το φοβικό ερέθισμα. Τώρα φοβάται για την ίδια του τη ζωή, που νιώθει μάλιστα ότι απειλείται απ’ τη μητέρα του. Γι’ αυτό το βράδυ στο σπίτι δεν κοιμάται, αλλά μένει ξάγρυπνος με τα αυτιά του τεταμμένα. Στη συνέχεια, την ίδια νύκτα, η ιεροτελεστία της μητέρας, κυρίως δε τα ρούχα του νεκρού πατέρα του, θα τον κάνουν ξανά να κιτρινίσει από το φόβο του. Τέλος, το φόβο διαδέχεται η λύπη, η θλίψη, ο πόνος για το χαμό της αδερφής του, αλλά και ένα συναίσθημα ανακούφισης, αφού η αγαπημένη του αδερφή ίσως να λυτρώθηκε με το θάνατό της, να γλύτωσε απ’ τα βάσανά της.
 Μόνο ως προς την τελευταία συναισθηματική φάση έχουμε διαφοροποίηση των συναισθημάτων. Τα συναισθήματα του Γιωργή διαφοροποιούνται απέναντι στη μητέρα του και μεταστρέφονται αμέσως μετά το άκουσμα της προσευχής της. Αιτία της μεταστροφής αυτής ο ψυχικός τραυματισμός του μικρού από τα λόγια της, η πίκρα και ο πόνος του, αλλά και η απειλή του θανάτου που ένιωσε ξαφνικά.

6. Ποια χωρία σ’ αυτήν την ενότητα προοικονομούν το θάνατο της Αννιώς;
«...εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί για να με τιμωρήσεις», (σελ. 133, σχολικού βιβλίου).
«Αν είναι να γιάνη το παιδί σου θα το γιάνη και στο σπίτι σου». [Αν προσέξουμε το «αν» θα καταλάβουμε ότι ο ιερέας αυτό που λέει με λεπτό τρόπο είναι πως οι ελπίδες να ζήσει η Αννιώ είναι ελάχιστες, (σελ. 134)].
«΄Ητο το μοιρολόγι ...εξήλθε της αυλής μας», ( σελ. 134-136).
Η αναφορά στο θάνατο του πατέρα τόσο στη σκηνή του μοιρολογιού όσο και στη μετέπειτα τελετή.
Η επίκληση στην ψυχή του νεκρού πατέρα (σελ. 136-137).
Η τελετή που θυμίζει μνημόσυνο ή τέλος πάντων παρουσία νεκρού στο σπίτι.
Η φράση του Γιωργή: «Ώ! είπον, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας», που προηγήθηκε αρκετά του θανάτου της.
«΄Επειτα ερρόφησαν ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύση», (Η γιατρειά μεταφορικά σημαίνει το θάνατο της Αννιώς που θα τη λυτρώσει απ’ τα βάσανά της).

7. «Το καϋμένο μας το Αννιώ! Εγλύτωσεν από τα βάσανά του!» Τι συναισθήματα εκφράζει ο αφηγητής και πώς τα ερμηνεύετε;
«Το καϋμένο μας το Αννιώ!»: Σ’ αυτή τη φράση εκφράζεται η αγάπη του αφηγητή για την αδερφή του αλλά και ο πόνος, η θλίψη για το χαμό της.
«Εγλύτωσεν από τα βάαανά του!»: Εδώ εκφράζεται ένα ξαλάφρωμα, μια ανακούφιση που απορρέει από τη λογική ότι η Αννιώ τώρα, πεθαίνοντας, λυτρώθηκε απ’ τον πόνο και την ασθένειά της. ΄Ισως ήταν προτιμότερος ο θάνατος γι’ αυτήν από την παράταση του μαρτυρίου της, εφόσον βέβαια ήταν αναπόφευκτος.

Γ΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
(«Πολλοί είχον κατηγορήσει ...και απηρχόμην εις τα ξένα».)
2.1. Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Με ποιες αφηγηματικές τεχνικές ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη σύντμηση του πραγματικού χρόνου της διάρκειας των γεγονότων;
Η σύντμηση του χρόνου μπορεί να επιτευχθεί με δύο τεχνικές. Η πρώτη είναι η παράλειψη ή έλλειψη κάποιων γεγονότων. Ο αφηγητής δηλαδή δεν αναφέρεται καθόλου, υπερπηδά ένα τμήμα του χρόνου της ιστορίας, όπου τα γεγονότα είναι ασήμαντα. (Ο Βιζυηνός χρησιμοποιεί την τεχνική αυτή και στην ε΄ ενότητα, σελ. 152 του σχολικού βιβλίου: «Εν τούτοις όταν μετά δύο ετών νέαν απουσίαν ήλθεν η μήτηρ μου να με ιδή εν Κωνσταντινουπόλει, εθεώρησα καλόν να κάμω υπέρ αυτής κάτι τι επιβλητικότερον»).
Η δεύτερη τεχνική σύντμησης του χρόνου είναι η επιτάχυνση ή σύνοψη της αφήγησης κάποιων γεγονότων. Με άλλα λόγια, κάποια γεγονότα που δεν θεωρούνται σημαντικά από τον αφηγητή περιγράφονται γρήγορα, περιληπτικά.
Έως το θάνατο της Αννιώς ο χρόνος δεν παρουσιάζει ουσιαστικές ασυνέχειες (αφηγηματικά κενά)˙ η παρουσία του αφηγητή και η εμπλοκή του στα γεγονότα της ιστορίας έχει ως αποτέλεσμα την διεξοδική αφήγησή τους. Τα κενά, η σύντμηση του χρόνου, είναι αποτέλεσμα της μακρόχρονης απουσίας του αφηγητή. Έτσι, ενώ η σκηνή της πρώτης υιοθεσίας αποδίδεται από τον αφηγητή αναλυτικά, καθώς υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας σε αυτήν, η μετέπειτα εξέλιξη των οικογενειακών πραγμάτων παραμένει αόριστη και στο επίπεδο του χρόνου της αφήγησης έχουμε παράλειψη: «Εγώ έλειπον μακράν…οίκον μας» (σελ.141).
Αμέσως μετά την παράλειψη, μέσα σε λίγες γραμμές αποδίδεται μεγάλο μέρος του ιστορικού χρόνου: «Πριν δε κατορθώσω να επιστρέψω, το ξένον κοράσιον ηυξήθη, ανετράφη, επροικίσθη και υπανδρεύθη, ως εάν ήτον αληθώς μέλος της οικογενείας μας». Σε δύο γραμμές, με τέσσερα μόλις ρήματα, ο αφηγητής διανύει στο επίπεδο του χρόνου της αφήγησης πολλά χρόνια πραγματικού χρόνου κάνοντας σύνοψη.
2. Πώς λειτουργεί ο αφηγητής στις δύο υιοθεσίες;
 Υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο υιοθεσίες που σχετίζεται με την παρουσία ή μη του αφηγητή στα γεγονότα. Στην πρώτη υιοθεσία ο αφηγητής συμμετέχει στα δρώμενα, είναι παρών και  αυτόπτης μάρτυρας μάλιστα στο εθιμικό της υιοθεσίας. Αντίθετα, όταν γίνεται η δεύτερη υιοθεσία λείπει στα ξένα. Aφηγείται τώρα την υιοθεσία αυτή με βάση τα όσα έμαθε από άλλους.
Και η συναισθηματική στάση του αφηγητή διαφέρει: Στην πρώτη υιοθεσία, πριν ακόμη φύγει ο ίδιος για τα ξένα και πριν ακόμη η μητέρα προλάβει να δείξει υπερβολική φροντίδα στην υιοθετημένη, ο αφηγητής αφήνει να εννοηθεί ότι το γεγονός της υιοθεσίας προσλαμβάνεται, αρχικά τουλάχιστον, θετικά απ’ τον ίδιο και τα αδέρφια του: «Το γεγονός τούτο μετέβαλε το μονότονον και αυστηρόν του οικογενειακού ημών βίου, και εισήγαγεν εκ νέου αρκετήν ζωηρότητα».
Στη δεύτερη υιοθεσία, αν και ο ίδιος λείπει, μας περιγράφει εντελώς αρνητικά την αντίδραση των αδερφών, αντίδραση που θα υιοθετήσει και ο ίδιος όταν θα επιστρέψει απ’ την ξενιτιά.

3. Πώς λειτουργεί ο ανοικτός χώρος στα συναισθήματα του αφηγητή;
Ο αφηγητής συνδέει τον ανοικτό χώρο με ευχάριστα γεγονότα. Σ’ αυτή την ενότητα στον ανοιχτό χώρο παρακολουθούμε την πομπή της υιοθεσίας αλλά και τη σωτηρία του στο ποτάμι (το τελευταίο εκλαμβάνεται ως ευχάριστο παρά τον κίνδυνο του πνιγμού του, καθώς μέσω αυτού επιτυγχάνεται η πρώτη αποκατάσταση της σχέσης του με τη μητέρα του). (΄Ενα άλλο ευχάριστο γεγονός σε ανοικτό χώρο που λαμβάνει χώρα στην ε΄ ενότητα είναι το γλέντι του γάμου που προηγείται του μοιραίου αμαρτήματος της μητρός του).
Ο ανοικτός χώρος, λοιπόν, λειτουργεί θετικά όσον αφορά τα συναισθήματα του αφηγητή. Aυτό βέβαια δεν πρέπει να θεωρείται απόλυτο, αν λάβουμε υπόψη τη σύνθεση του μοιρολογιού απ’ το γύφτο στην αυλή του σπιτιού του ή αν στην ιστορία της διάσωσης στο ποτάμι συνυπολογίσουμε τον κίνδυνο του πνιγμού.

4. «Μη μου φέρετε τίποτε, έλεγεν η μήτηρ μου,...Ο Γιωργής ήμην εγώ. Και την υπόσχεσιν ταύτην την είχον δώσει αληθώς, αλλά πολύ προτύτερα. ΄Ητο καθ’ ην εποχήν ...». Μπορείτε να διακρίνετε τα τρία επίπεδα του χρόνου;
1ο επίπεδο: Ο χρόνος κατά τον οποίον μιλάει η μητέρα είναι ο χρόνος της δεύτερης υιοθεσίας. («Μη μου φέρετε τίποτε, έλεγεν η μητέρα...»).
 2ο επίπεδο: Ο χρόνος στον οποίο αναφέρεται ο αφηγητής είναι ο χρόνος στον οποίο εκτυλίσσεται το επεισόδιο στο ποτάμι. («Και την υπόσχεσιν ταύτην την είχον δώσει αληθώς, αλλά πολύ προτύτερα. ΄Ητο καθ’ ην εποχήν …»).
3ο επίπεδο: Ο χρόνος απ’ τον οποίο μιλάει ο αφηγητής, το συγγραφικό παρόν, που είναι βέβαια υστερόχρονος συγκριτικά με όλη την αφήγηση.
5. Ποιο επεισόδιο μέσα σ’ αυτήν την ενότητα απαλλάσσει τον αφηγητή από την αγωνία αν τον αγαπά η μητέρα του και πώς το αξιολογείτε;
 Πρόκειται για το επεισόδιο στο ποτάμι. Στο επεισόδιο αυτό η μάνα αψηφώντας τη ζωή της, με πνεύμα αυτοθυσίας πέφτει με τα βαριά ρούχα της και εξαντλημένη στον ορμητικό ποταμό και καταφέρνει να σώσει το παιδί της. ΄Ετσι ο αφηγητής μετά την αίσθηση απόρριψης που είχε δοκιμάσει στο άκουσμα της προσευχής της στην εκκλησία, συνειδητοποιεί τώρα ότι η αγάπη της μάνας του εξακολουθεί να υπάρχει.
Το γεγονός αυτό λειτουργεί καταλυτικά για το εσωτερικό του κόσμο˙ αποκαθιστά στα μάτια του τη μητέρα του, καθαίρεται ο ίδιος, λυτρώνεται πια απ’ την αγωνία για το αν η μητέρα τον αγαπά. Επιπλέον, η μερική αυτή αποκατάσταση της σχέσης του με τη μητέρα του προετοιμάζει το έδαφος για την ολοκλήρωση της αποκατάστασης που θα έλθει με την ομολογία από τη μάνα του αμαρτήματός της. Ο Π. Μουλάς χαρακτηριστικά γράφει: «Η σκηνή στο ποτάμι ...επιβάλλεται απ’ την ανάγκη του αφηγητή να ξανακερδίσει και να αποδείξει τη στοργή της μητέρας του απέναντί του: «Επρόκειτο να με σώσει, και ας ήμην εκείνο το τέκνον, το οποίον προσέφερον άλλοτε εις το Θεόν ως αντάλλαγμα αντί της θυγατρός της».

2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. Ποια στάση παίρνουν οι αδερφοί του αφηγητή απέναντι στις δύο υιοθεσίες; Να βρείτε τα σχετικά χωρία.
Η στάση τους είναι αρνητική και στις δύο υιοθεσίες, ή πιο σωστά είναι αρνητική απέναντι στη συμπεριφορά της μητέρας τους. Στην πρώτη υιοθεσία τουλάχιστον, και πριν εκφραστεί η υπερβολική προσήλωση της μητέρας στην υιοθετημένη κόρη, μετέχουν στο εθιμικό της υιοθεσίας και δεν αντιδρούν αρνητικά. Όταν η μητέρα τους όμως δείχνει να αδιαφορεί γι’ αυτούς και για τις ταλαιπωρίες που υφίστανται για χάρη της κόρης («…οι δε άλλοι μου αδαλφοί εκακοκοιμούντο εις τα εργαστήρια…ως αν ήτον εδικός του». σελ.141), τότε στενοχωρούνται, δυσανασχετούν και, μάλιστα, όταν αυτή μεγαλώνει και παντρεύεται, ανακουφίζονται και χαίρονται που φεύγει από το σπίτι. Ας δούμε το σχετικό χωρίο: «Ο γάμος αυτής, όστις φαίνεται επίτηδες επεσπεύθη ...εκ του παθήματος εκείνου», σελ. 141 σχολικού βιβλίου.
 Στη δεύτερη υιοθεσία, τα αδέρφια του αφηγητή δεν έχουν περιθώρια ανοχής. Μετά την αρχική της έκπληξη, αφού νόμιζαν ότι το πάθημα έγινε μάθημα στη μητέρα τους, της ζητούν με εύσχημο τρόπο, παρά το σεβασμό τους προς αυτήν, να δώσει πίσω το κορίτσι. Όταν δε αυτή αρνείται, εκφράζουν πλέον ανοικτά τη δυσαρέσκειά τους. Αγανακτούν και αρνούνται μάλιστα να βοηθήσουν στην ανατρoφή της νέα τους αδερφής. Το σχετικό χωρίο: «Το υιικόν σέβας ήτο πολύ ...του βαλαντίου των», σελ. 141-142.

2. Πώς σχολιάζει ο αφηγητής τη δυσφορία των αδερφών του για την τακτική της μητέρας να υιοθετεί κορίτσια;
 Αναφερόμενος αναλυτικά στην πρώτη υιοθεσία, δίνει απόλυτο δίκιο στους αδερφούς του. Αιτιολογεί μάλιστα τη θέση του˙ είχαν δίκιο, γιατί η μητέρα τους αδιαφορούσε γι’ αυτούς και, ακόμη, γιατί, ενώ πρόσφεραν οικονομικά για να ανακουφιστεί η μάνα τους, αυτή ξόδευε τα χρήματα για την υιοθετημένη κόρη και εξακολουθούσε να δουλεύει. Επιπλέον, το κορίτσι αυτό ποτέ δεν αισθάνθηκε αδερφική στοργή γι’ αυτούς, ενώ αντίθετα φάνηκε και αχάριστη απέναντι στη μάνα που το ανέθρεψε καλύτερα κι απ’ τα παιδιά της.
 Η συμφωνία του με τη στάση δυσφορίας των αδερφών του αφορά και τη δεύτερη υιοθεσία, μόνο που δεν εκφράζεται σ’ αυτή την ενότητα άμεσα. Άλλωστε, είναι αυτονόητη μετά τη θέση που πήρε για την πρώτη υιοθεσία. Μάλιστα, στην επόμενη ενότητα, γυρνώντας απ’ τα ξένα, θα αντιτεθεί στη δεύτερη υιοθεσία και θα έρθει και ο ίδιος σε σύγκρουση με τη μητέρα του.

3. Να συγκρίνετε αυτή την ενότητα με την προηγούμενη. Ποιες διαφορές παρατηρείτε ως προς το ψυχολογικό κλίμα της αφήγησης;
Στην προηγούμενη ενότητα το ψυχολογικό κλίμα είναι βαρύ, μουντό, εφιαλτικό κάποιες στιγμές και πένθιμο. Οι εφιαλτικές ψευδαισθήσεις-παραισθήσεις του αφηγητή στην εκκλησία, το άκουσμα απ’ αυτόν της προσευχής της μητέρας του, η νύκτα της ιεροτελεστίας όπου γίνεται επίκληση στην ψυχή του νεκρού πατέρα και τελικά ο θάνατος της Αννιώς, δικαιολογούν τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.
Αντίθετα, στην γ΄ενότητα, η ψυχολογική ατμόσφαιρα βαθμιαία γίνεται πιο ανάλαφρη, αφού μετά την αρχική παραίτησή της, η μητέρα αναλαμβάνει τις ευθύνες της απέναντι στα παιδιά της και το σπίτι της. ΄Οταν στη συνέχεια το κλίμα ξαναβαραίνει, εξαιτίας της άδικης στάσης της μητέρας απέναντι στα παιδιά της, γίνεται ξανά ευχάριστο με την αρχή της αποκατάσταση της σχέσης μητέρας-Γιωργή (βλ. επεισόδιο στο ποτάμι).

4. Ο αφηγητής δε γνωρίζει για ποιο λόγο η μητέρα του υιοθετεί κορίτσια. Βρίσκεται "σε πλάνη" ως προς τα κίνητρα αυτής της πράξης. Τι συναισθήματα γεννά στον αναγνώστη αυτή η άγνοια του αφηγητή;
 Με δεδομένο ότι ούτε ο αναγνώστης γνωρίζει τα κίνητρα της στάσης της μητέρας, αφού γνωρίζει όσα ο αφηγητής του διηγείται, όσα πέφτουν στην αντίληψη του αφηγητή (εσωτερική εστίαση), τα συναισθήματά του είναι σχεδόν τα ίδια με αυτά του αφηγητή. Αίνιγμα και απορία τον βασανίζουν, και, επιπλέον, νιώθει αγανάκτηση για την άδικη συμπεριφορά της μάνας, που, προς το παρόν, δεν μπορεί να ερμηνευτεί. Ταυτόχρονα, αισθάνεται λύπη και συμπάθεια για τον αφηγητή αλλά και τα αδέρφια του. Αν ο αναγνώστης γνώριζε την πλάνη στην οποία βρίσκεται ο αφηγητής θα μιλούσαμε βέβαια και για τραγική ειρωνεία.

Δ΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
(«Η μήτηρ μου βεβαίως...αλλ’ ισχυρού τινός φόβου».)
2.1. Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Πώς λειτουργεί στο κείμενο η εμπλοκή του αφηγητή στα γεγονότα;
Ο αφηγητής, ενώ αφηγείται από το συγγραφικό παρόν, που είναι η εποχή της ωριμότητάς του, κατά την οποία είναι πια γνώστης του μυστικού της μάνας, υιοθετεί στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης την προοπτική του εαυτού του ως παιδί, και αποκαλύπτει μόνο όσα ήξερε όταν βίωνε τα γεγονότα. Με αυτόν τον τρόπο, με την εμπλοκή του και κατά συνέπεια την εσωτερική εστίαση, διευκολύνεται η διατήρηση του μυστηρίου-αινίγματος, που είναι βασικό στοιχείο για την πλοκή του μύθου.
Μια άλλη άποψη μας δίνει ο Π. Μουλλάς: «Η παρουσία του αφηγητή και η εμπλοκή του στα γεγονότα της ιστορίας είναι καθοριστική για τη διεξοδική της παρουσίαση». Ο αφηγητής, δηλαδή, αφηγείται διεξοδικά τα γεγονότα στα οποία ήταν παρών, ενώ η αφήγηση εμφανίζει κενά λόγω της μακρόχρονης απουσίας του αφηγητή στα ξένα.



2. Ποιες αναδρομικές και πρόδρομες αναχρονίες υπάρχουν στην ενότητα και πώς λειτουργούν αισθητικά;
Πρόδρομη αφήγηση
«Δεν ήξευρον ακόμη ότι δεκαετές παιδίον όχι την μητέρα, αλλ’ ουδέ τον εαυτόν του δεν δύναται να θρέψη. Και δεν εφανταζόμην, οποίαι φοβεραί περιπέτειαι με περιέμενον και πόσας πικρίας έμελλον ακόμη να ποτίσω την μητέρα μου δια της ξενιτιάς εκείνης, δι ης ήλπιζον να την ανακουφίσω».
Με την πρόδρομη αυτή αφήγηση ο συγγραφέας προετοιμάζει τον αναγνώστη για τις πίκρες που επρόκειτο να ποτίσει ο Γιωργής τη μητέρα του φεύγοντας στην ξενιτιά και τονίζει το στοιχείο αυτό.
Αναδρομική αφήγηση
«Η μήτηρ βεβαίως ουδ’ εσημείωσε καν την υπόσχεσιν εκείνην. Εγώ όμως ενθυμούμην πάντοτε, ότι η αυταπάρνησίς της μοι εχάρισε διά δευτέραν φοράν την ζωήν, την οποίαν τη ώφειλον. Διά τούτο είχον την υπόσχεσιν εκείνην επί της καρδίας μου, και όσον εμεγάλωνα, τόσω σπουδαιότερον ενόμιζα τον εαυτόν μου υποχρεωμένον προς εκπλήρωσίν της».
Στο χωρίο αυτό, που ακολουθεί την αναδρομική αφήγηση της διάσωσης του αφηγητή στο ποτάμι, δεν έχουμε ακριβώς αναδρομική αφήγηση, αλλά μια αναφορά στην αναδρομική αφήγηση και σχολιασμο της˙ με αυτο εντείνεται το δραματικό στοιχείο, αν σκεφτούμε ότι αργότερα ο αφηγητής θα συγκρουστεί για τη δεύτερη υιοθεσία με τη μητέρα του. Βέβαια η υπόσχεση αφορούσε την πρώτη υιοθεσία, στοιχείο που εσκεμμένα παρανοεί η μητέρα. Επιπλέον, δίνεται στον αναγνώστη ξεκάθαρα το εύρος της προοπτικής του αφηγητή˙ από αυτή της παιδική του ηλικίας ως την προοπτική της ωριμότητά του, στοιχείο που βοηθάει τον αναγνώστη να παρακολουθήσει πιο εύκολα την αφήγηση.

3. Με ποιες εικόνες αισθητοποιούνται «αι πικρίαι» της μητέρας για τον ξενιτεμένο της γιο;
«Επί πολλά έτη παρεμόνευεν εις τους δρόμους, ερωτώσα τους διαβάτας μη με είδον πουθενά»: Η εικόνα μιας τρελής απ’ την ανησυχία μάνας που τρέχει στους δρόμους και ρωτά τους περαστικούς για να μάθει νέα του γιου της.
«Αλλά μετ’ ολίγον εκλείετο περίτρομος εις το εικονοστάσιόν μας, και προσήυχετο δακρυρροούσα προς τον Θεόν, δια να με φωτίσει να επανέλθω εις την πίστην των πατέρων μου»: Η μάνα έντρομη, γονυπετής μπροστά στο εικονοστάσι να προσεύχεται για το γιο της.
«Πότε τη έλεγον, ότι εναυάγησα εις τας ακτάς της Κύπρου, και επαιτώ ρακένδυτος εις τους δρόμους»: Ο γιος της επαίτης, ρακένδυτος, να τριγυρνά στους δρόμους της ξενιτιάς.
«Αλλά μετ’ ολίγον...από τας χείρας των άλλων»: Η μητέρα δίνει σε "καρα- βοτσακισμένους" το υστέρημά της ελπίζοντας ότι το ίδιο θα κάνουν άλλοι στον ξενιτεμένο γιο της.

4. Να επισημάνετε τις εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας των προσώπων καθώς και τη λειτουργία τους στο κείμενο.
Τα πρόσωπα που δρουν σ’ αυτήν την ενότητα είναι η μητέρα και ο αφηγητής.
Εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας της μητέρας:
-«Πότε τη έλεγον, ότι εδυστύχησα εν Κωνσταντινουπόλει και ετούρκευσα. - Να φάνε τη γλώσσα τους που τώβγαλαν! -απεκρίνετο η μήτηρ μου. Αυτός που λένε δεν μπορεί να είναι το παιδί μου!», (σελ.144 σχολικού βιβλίου).
-«Αλλά μετ’ ολίγον εκλείετο περίτρομος εις το εικονοστάσιόν μας, και προσήυχετο προς τον Θεόν, δια να με φωτίσει να επανέλθω εις την πίστιν των πατέρων μου!», (σελ. 144).
-«Αλλ’ μετ’ oλίγoν εξήρχετο εις τους δρόμους... από τας χείρας των άλλων», (σελ. 144).
-«Απ’ εναντίας μόλις είχον φθάσει και εξεφράσθην εναντίον της διατηρήσεώς του, προς μεγίστην της μητρός μου έκπηξιν», (σελ. 145).
-«Ω! είπε μετ’ απελπιστικής εκφράσεως. Ενόμισα ότι συ θα αγαπήσης το Κατερινιώ περισσότερον από τους άλλους, αλλά, απατήθηκα!», (σελ. 146).
Η λειτουργία τους:
Οι εκδηλώσεις αυτές της μητέρας αποδεικνύουν την αγάπη της για το Γιωργή, την πίστη της σ’ αυτόν και θα καταστήσουν εντονότερη τη σύγκρουση στη συνέχεια, όταν ο Γιωργής επιστρέφοντας θα απορρίψει κι αυτός το Κατερινιώ. Αυτή η οξεία σύγκρουση θα λειτουργήσει ως αφετηρία και αφορμή για να οδηγηθεί η μητέρα σε αδιέξοδο και τελικά στην εκμυστέρευση του αμαρτήματός της.
Δηλώνουν ακόμη την προσπάθεια της μητέρας να υπερασπιστεί το όνομα, το κύρος,
την τιμή της οικογένειάς της, στοιχείο που βοηθά στη ηθoγράφησή της.
Οι εκδηλώσεις έκπληξης και αγωνίας του Γιωργή:
-«Και δεν εφανταζόμην, οποίαι φοβεραί περιπέτειαι με περιέμενον...», (σελ.144).
-«Αλλά την αδερφήν ταύτην την εφανταζόμην ωραίαν και... Και αντί τούτων όλων τι εύρον; Ακριβώς το αντίθετον», (σελ.145).
-«΄Οταν ύψωσα τα βλέμματά μου προς αυτήν, είδον μετ’ εκπλήξεώς μου, ότι τα δάκρυά της έρρεον ...απερίγραπτον θλίψιν», (σελ.146).
-«Οι λόγοι ούτοι ...και του πνευματικού της», (σελ.147).
Η λειτουργία τους:
Η έκπληξη του αφηγητή για την άσχημη εικόνα της υιοθετημένης κόρης αλλά και για την σπαραξικάρδια στάση της μητέρας του, όταν αυτός αρνείται να δεχθεί το Κατερινιώ, δηλώνει την ένταση της αντίθεσης, που, όπως είπαμε, λειτουργεί ως προς την οικονομία του έργου, αφού ωθεί στην ομολογία της μητέρας.
Η αγωνία του για την εκμυστέρευση της μητέρας του μεταδίδεται και στον αναγνώστη, του οποίου το ενδιαφέρον κορυφώνεται, καθώς κορυφώνεται η δραματική ένταση.

5. Σε ποια σημεία της ενότητας διακρίνετε αισθήματα ενοχής του αφηγητή απέναντι στη μητέρα του;
-«Και δεν εφανταζόμην ...και πόσας πικρίας έμελλον ακόμη να ποτίσω τη μητέρα μου δια της ξενιτείας εκείνης, δι ης ήλπιζον να την ανακουφίσω»,  (σελ. 144 σχολικού βιβλίου).
-«Επί πολλά έτη όχι μόνον βοήθειαν, αλλ’ ουδέ μίαν επιστολήν κατώρθωσα να τη στείλω», (σελ. 144).
-«Και όταν, μετά μακράν απουσίαν, επέστρεψα εις τον οίκον μας, ήμην εις θέσιν να εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, ως προς την μητέρα μου καν, η οποία ήτο τόσον ολιγαρκής», (σελ. 145).
-«...Επερίμενε προκλητικώς την απάντησίν μου. Αλλ’ εγώ δεν ετόλμησα να προφέρω λέξιν…», (σελ. 146).
-«Και λαβών εφίλησα την παγεράν αυτής χείρα προς εξιλέωσιν», (σελ. 147).

6. Μπορείτε να εντοπίσετε το δραματικό στοιχείο που υπάρχει στο περιεχόμενο και στον τρόπο αφήγησης;
Ως προς τον τρόπο αφήγησης: Το δραματικό στοιχείο εντοπίζεται στα διαλογικά μέρη της ενότητας και στην αυτούσια μεταφορά σε ευθύ λόγο των φράσεων της μητέρας.
Ως προς το περιεχόμενο:
Το δραματικό στοιχείο οξύνεται απ’την αναφορά της  προσδοκίας / βεβαιότητας της μητέρας για τη θετική θέση που θα πάρει ο Γιωργής στο θέμα της Κατερινιώς επιστρέφοντας, σε συνδυασμό με την άρνησή του που ακολουθεί.
Επιπλέον, με τη σύγκρουση μητέρας και αφηγητή προβάλλει ένα αδιέξοδο δραματικό που θα ωθήσει στην εκμυστήρευση της μητέρας.
Η επιβράδυνση της αφήγησης, όταν ο αφηγητής περιγράφει με λεπτομέρειες το πώς θα επιθυμούσε την αδερφή του, επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη.
Η προσήμανση για την αποκάλυψη του μυστικού με τη φράση της μητέρας: «...η αμαρτία μου βλέπεις δεν εσώθηκεν ακόμη».
Η οξύτατη αγωνία του Γιωργή, όταν η μητέρα του παραδέχεται ότι έχει ένα μυστικό που βαραίνει την ψυχή της.

7. Πώς υπηρετεί την εξέλιξη του μύθου η σύγκρουση μητέρας και γιου της και πώς την ερμηνεύετε; 
Η σύγκρουση αφηγητή - μητέρας του οδηγεί σε αδιέξοδο. Η μητέρα πια δεν έχει καμιά στήριξη. Είναι λοιπόν υποχρεωμένη, αν θέλει να βρει από κάποιον κατανόηση και συμπαράσταση, να αποκαλύψει το μυστικό της και αυτό θα κάνει. ΄Ετσι, λοιπόν , η σύγκρουση μεταξύ τους λειτουργεί ως προς την οικονομία του κειμένου, αφού οδηγεί στην αποκάλυψη του αμαρτήματος της μητέρας.
΄Οσον αφορά στην ερμηνεία της, η σύγκρουση δικαιολογείται απ’ την άγνοια του αφηγητή. Ο Γιωργής δεν γνωρίζει τα κίνητρα της μητέρας, ακριβώς γιατί αγνοεί το αμάρτημά της. ΄Ετσι, αδυνατεί να κατανοήσει τη στάση της και έρχεται σε ρήξη μαζί της για το θέμα της δεύτερης υιοθεσίας. Αυτή η άγνοια είναι στην ουσία ο λόγος των περισσότερων συγκρούσεων μεταξύ των άλλων μελών της οικογένειας και της μητέρας.

2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. «Παραμόνευεν εις τους δρόμους, ερωτώσα τους διαβάτας μη με είδον πουθενά». Σε ποια συναισθηματική κατάσταση βρισκόταν η μητέρα;
 Η μητέρα σηκώνει μόνη της το σταυρό του μαρτυρίου της. Τα παιδιά της αρνούνται να τη βοηθήσουν στην ανατροφή της δεύτερης υιοθετημένης κόρης, αφού, μη γνωρίζοντας τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί και κατά συνέπεια τα κίνητρά της, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη στάση της. Το μόνο της στήριγμα θεωρεί ότι είναι ο Γιωργής. Αλλά και αυτός λείπει στα ξένα. Η αδημονία της λοιπόν να έρθει σε επαφή μαζί του, να μάθει νέα του, είναι λογική.
Πέραν του προσωπικού αυτού παράγοντα, το κυριότερο είναι ότι το παιδί της λείπει πολλά χρόνια στα ξένα, κι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει λάβει ούτε μια επιστολή απ’ αυτό. Φοβάται λοιπόν για το παιδί της. Ανησυχεί για την τύχη του. Αγωνιά σαν μάνα που ’χει χρόνια ν’ ακούσει κάτι για το γιο της. Θα λέγαμε ότι βρίσκεται σε απόγνωση πια. Αυτό δηλώνει εν τέλει η ενέργειά της να στέκει στους δρόμους και να ρωτά περαστικούς.

2. Ποια είναι η αντίδραση της μητέρας στις διαδόσεις εις βάρος του γιου της και πώς την ερμηνεύετε;
 Η αντίδραση της μητέρας είναι διττή. Απ’ τη μια, εξεγείρεται και καταριέται όσους διαδίδουν αρνητικές φήμες για το παιδί της. Απ’ την άλλη προσεύχεται, ώστε, αν είναι αλήθεια, να ανατραπεί η αρνητική κατάσταση του γιου της. Ακόμη, προσπαθεί με κάθε μέσο να μάθει νέα του.
 Η ερμηνεία της: Η αντίδρασή της ερμηνεύεται πρωτίστως απ’ την αγάπη που είναι λογικό να τρέφει μια μάνα για το παιδί της. ΄Ετσι, από τη μια πλευρά δεν θέλει να πιστέψει όσα άσχημα ακούγονται γι’αυτό και επιτιθέμενη σε όποιον το κατηγορεί το υπερασπίζεται. Επιπλέον, πρέπει να προστατέψει και την τιμή, το όνομα της οικογένειάς της. Γι’ αυτό άλλωστε επιτίθεται φραστικά σ’ όποιον της μεταδίδει τέτοιες ειδήσεις. ΄Ισως οι κατάρες της να αποτελούν ένα είδος μηχανισμού άμυνας με τον οποίο προσπαθεί να αντέξει τον πόνο και να προστατέψει και τον εαυτό της.
Ωστόσο, μέσα της εξακολουθεί να φοβάται ότι μπορεί να είναι αληθείς αυτές οι φήμες. Ο μόνος τρόπος αντίδρασης και βοήθειας στο παιδί της είναι τώρα η προσευχή. Τέλος, η απουσία επικοινωνίας με το παιδί της για χρόνια, την έχει οδηγήσει σε απόγνωση. Ο φόβoς της και η αγωνία της έχουν πια κορυφωθεί. ΄Ετσι ερμηνεύεται το ότι περιφέρεται στους δρόμους και ρωτά να μάθει νέα για τον ξενιτεμένο γιο της.

3. Ποια συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή ανιχνεύεται στη φράση «Δόσ’ του πίσου αν μ’ αγαπάς»;
Το άγχος, η αγωνία του, η μεγάλη θέληση να φέρει στο σπίτι μια κόρη με τις αρετές που επιθυμούσε ο ίδιος, αλλά και η απογοήτευση και η αντιπάθεια που του προκαλεί το Κατερινιώ, όλα αυτά εκφράζονται με την φράση αυτή που έχει και τη μορφή ικεσίας.
Κυρίως όμως τη φράση πρέπει να την ερμηνεύσουμε από μιαν άλλη άποψη, καθώς ακόμη δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η σχέση του με τη μητέρα του. Στο ποτάμι, όπου η μάνα τον έσωσε, έγινε βέβαια μια μερική αποκατάσταση. Δεν είναι όμως ακόμη τελείως βέβαιος για την αγάπη της˙ η προσευχή που είχε ακούσει στην εκκλησία ίσως να ηχεί ακόμη -μετά από τόσα χρόνια- στ’ αυτιά του. ΄Ισως λοιπόν να θέλει, να ζητά αυτή την επιβεβαίωση, όταν της ζητά ν’ αρνηθεί κάτι που για κείνη έχει μεγάλη αξία, για να του αποδείξει την αγάπη της προς αυτόν.

4. «΄Οχι δεν είναι ξένο το παιδί, είναι δικόμου»: Τι είναι αυτό που κάνει τη μητέρα να θεωρεί «δικό της παιδί» την Κατερινιώ, αν και είναι υιοθετημένο;
Τα επιχειρήματα που φέρει η μητέρα για να πείσει ότι το παιδί είναι δικό της είναι τα εξής:
~Το πήρε πολύ μικρό, τριών μόλις μηνών .
~Του έβαζε το στήθος της στο στόμα του για να το ξεγελάσει όταν έκλαιγε.
~Το τύλιγε στα σπάργανα των παιδιών της.
~Το κοίμιζε στην κούνια τους.
Τα επιχειρήματα, που χρησιμοποιεί η μητέρα για ν’ αντικρούσει ότι το παιδί αυτό είναι ξένο, είναι βέβαια πειστικά, καθώς το μεγάλωμα και η έγνοια κάνουν κάποιον γονέα και όχι η γέννα από μόνη της. Ωστόσο, αυτό που περισσότερο κάνει τη μάνα να θεωρεί δικό της το παιδί είναι η θέλησή της να εξιλεωθεί μέσω αυτού. Πρέπει να το νιώσει λοιπόν δικό της κι ας μην είναι, πρέπει να το αναθρέψει σαν δικό της κι ας μην το έχει γεννήσει η ίδια. Μόνο έτσι ίσως να συγχωρεθεί για το αμάρτημά της και να λυτρωθεί.

5. Ποιο είναι το πρότυπο της ιδανικής γυναίκας για τον αφηγητή, όπως αναδύεται μέσα απ’ την περιγραφή της ιδανικής αδερφής;
Στην ενότητα αυτή, ο αφηγητής περιγράφοντας στη μητέρα του πως θα επιθυμούσε να είναι η αδερφή του, προκειμένου να την πείσει να παραιτηθεί απ’ την υιοθεσία της Κατερινιώς, μας δίνει αδρά το δικό του πρότυπο γυναίκας.
Τα χαρακτηριστικά λοιπόν που πρέπει να έχει η γυναίκα για τον αφηγητή είναι καταρχάς μια χαρούμενη όψη. Επίσης, πρέπει να είναι καλοσυνάτη και να έχει τη δυνατότητα με τις φροντίδες της να διώχνει απ’ τους άλλους τη μελαγχολία και τις κακές μνήμες. Να είναι όμoρφη, κομψή, συμπαθητική. ΄Ομως δεν αρκούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά˙ για να είναι ολοκληρωμένη μια γυναίκα θα πρέπει να είναι επιπλέον έξυπνη και καλλιεργημένη, κι ακόμη να είναι επιδέξια.

6. Να περιγράψετε τις ψυχικές διακυμάνσεις της μητέρας, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσής της με τον αφηγητή για το Κατερινιώ;
Μετά την αρνητική θέση που πήρε ο αφηγητής απορρίπτοντας το Κατερινιώ και ζητώντας απ’ την μητέρα του να παραιτηθεί απ’ την υιοθεσία, η μητέρα εκπλήσσεται δυσάρεστα. Ακόμη χειρότερα: δοκιμάζει μια απερίγραπτη θλίψη, αφού νιώθει προδομένη, ακόμη και από το σίγουρο στήριγμά της.
Στη συνέχεια ανακτά εν μέρει την ψυχραιμία της, επιστρατεύει τη λογική της αλλά και το έντονο ύφος της και επιχειρηματολογεί. Μια επιχειρηματολογία που στοχεύει βέβαια να πείσει, απευθυνόμενη όμως περισσότερο στο συναίσθημα του δέκτη στοχεύει να πείσει προκαλώντας τη συγκίνηση.
΄Οταν πια αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορούν να πείσουν τα επιχειρήματά της, λυγίζει ψυχικά. Ομολογεί ότι κι αυτή ήθελε να είναι καλύτερη η Κατερινιώ. Στην ουσία παραιτείται απ’ την προσπάθειά της να πείσει επιστρέφοντας στη θλίψη και την πίκρα, σε αδιέξοδο. ΄Ετσι, παίρνει πια την απόφαση να αποκαλύψει το μυστικό της.
7. «Και το έκαμεν ο Θεός τέτοιο, δια να δοκιμάσει την υπομονή μου, και να με συγχωρέση»: Πώς δικαιολογεί η μητέρα την υποχρέωσή της να αναθρέψει ένα "ανάξιο " παιδί;
Θεωρεί ότι είναι θέλημα Θεού το γεγονός ότι το παιδί που υιοθέτησε είναι "ανάξιο". Είναι τέτοιο το βάρος της ενοχής της, που πιστεύει ότι ο Θεός έπλασε έτσι το παιδί, εξαιτίας της, ακριβώς για να την ταλαιπωρήσει περισσότερο και να την δοκιμάσει. Είναι έτσι μια ευκαιρία γι’ αυτήν να εξιλεωθεί, να πληρώσει την αμαρτία της και τελικά να συγχωρεθεί απ’ το Θεό και να καταπραΰνει τη συνείδησή της.

Ε΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
(«Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν... και εγώ εσιώπησα».)
2.1. Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
l. Ποιος είναι ο ρόλος της εγκιβωτισμένης αφήγησης στην εξέλιξη του μύθου; 
Με την εγκιβωτισμένη αυτή αφήγηση του «αμαρτήματος» -που είναι και η μεγαλύτερη αναδρομική αφήγηση στο κείμενο- από την ίδια τη μητέρα, λύνεται η απορία σχετικά με το αίνιγμα που έχει θέσει ήδη ο τίτλος. Η μητέρα αποκαλύπτει το μυστικό της αφηγούμενη λεπτομερώς και ευθύγραμμα τα γεγονότα της μοιραίας νύχτας. ΄Ετσι λύνεται το μυστήριο. Ο αναγνώστης αλλά και ο Γιωργής μπορεί να ερμηνεύσει τώρα την προσκόλληση της μητέρας στην Αννιώ, την άδικη στάση της έναντι των άλλων παιδιών, την υπερβολική φροντίδα της στα υιοθετημένα κορίτσια της. Με την εγκιβωτισμένη λοιπόν αφήγηση, που είναι και το πιο σημαντικό, δραματικό και συγκλονιστικό μέρος του διηγήματος, ο μύθος ξετυλίγεται, με την έννοια ότι ο αναγνώστης και ο Γιωργής γίνονται τώρα γνώστες της πραγματικότητας, απεγκλωβίζονται απ’ την πλάνη, ερμηνεύουν όσα έχουν ήδη διαδραματιστεί και βιώνουν το δράμα που αποκαλύπτεται σ’όλη του τη διάσταση. Πρέπει μάλιστα να προσέξουμε ότι στην κορυφαία αυτή στιγμή του δράματος ο αφηγητής παραχωρεί το λόγο στην μητέρα, στο πρόσωπο που βίωσε το φοβερό αυτό γεγονός και που μπορεί να το αποδώσει με τον πιο άμεσο τρόπο.

2. Με ποια εκφραστικά μέσα αισθητοποιεί ο συγγραφέας τα αισθήματα ενοχής της μητέρας;
«Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν, ως κατάδικος»: Εικόνα, μεταφορά και παρομοίωση, σελ.147 σχολικού βιβλίου.
«…όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του με την συναίσθησιν τρομερού τινός εγκλήματος»: Εικόνα, σελ. 147.
«Γιατί, αν το μάθαινεν ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου»: Μεταφορά, σελ. 149.
«Τρία χρόνια επέρασαν, χωρίς να φάγω ψωμί να πάγη στην καρδιά μου: Μεταφορά, σελ. 150.
«Σαν εγεννήθηκε το παιδί…., τότε πια ήρθεν η καρδιά στον τόπο της»: Μεταφορά, σελ. 150.
«Ευχαριστώ σε, η αμαρτωλή, που εσήκωσες την εντροπή...»: Μεταφορά, σελ. 150.
«Χωρίς να δύναται να κοιμήσει τον έλεγχον της συνειδήσεώς της...»: Μεταφορά, σελ. 152.

3. Πώς λειτουργούν τα θαυμαστικά στη σκηνή της συνειδητοποίησης του θανάτου του βρέφους;
Πρωτίστως δηλώνουν αδυναμία της ίδιας και του πατέρα να πιστέψουν το γεγονός. Αποδίδουν την έκπληξη που ένιωσαν απ’ το απροσδόκητο συμβάν. Φορτίζουν συναισθηματικά το λόγο τους. Επιπλέον, αυτή η έμφαση στο απρόσμενο, στην έκπληξη, στην απορία, στην αδυναμία συνειδητοποίησης του τραγικού συμβάντος, έμμεσα αποενοχοποιεί ως ένα βαθμό τη μητέρα, μειώνεται η ευθύνη της. Είναι ένα γεγονός που συνέβη αναμφίβολα αθέλητα και τόσο μα τόσο απροσδόκητα.

4. Το ρήμα "κουράζομαι" επαναλαμβάνεται, σε διάφορους τύπους, τέσσερις φορές. Ποια είναι η λειτουργία του;
«-Κουράσθης, βλέπω, γυναίκα!
-Ναι, Μιχαλιό. Κουράσθηκα... ...Αύριο ξεκουράζομαι πάλι...
...Μα ήμουν πολύ κουρασμένη και δεν μπορούσα να κρατηθώ...»
Η επανάληψη του ρήματος δεν είναι τυχαία. Σκοπεύει να τονίσει τη σωματική αδυναμία της μάνας. Είναι λοιπόν ένας τρόπος να τονιστεί η κούραση, να επισημανθεί ένα άλλοθι, μια δικαιολογία. Και είναι σημαντικό το ότι το άλλοθι αυτό, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, πιστοποιείται και απ’ τον πατέρα. Την τελευταία φορά μάλιστα που χρησιμοποιείται η λέξη φανερώνει και το σκοπό της επανάληψής της. Δεν μπορούσε να κρατηθεί ξύπνια απ’ την κούραση και γι’ αυτό έφερε το μικρό στo κρεβάτι της. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η επανάληψη λειτουργεί σαν αιτιολόγηση που ελαφρύνει τη θέση της μητέρας.

5. Τα συναισθήματα του αφηγητή-παιδιού προς τηνΑννιώ αλλά και η συμπεριφορά των γονέων του προς αυτόν δίνονται μέσα απ’ την οπτική γωνία της μητέρας του. Γιατί κατά τη γνώμη σας, ο συγγραφέας επέλεξε αυτήν την τεχνική;
Ο αφηγητής-παιδί βίωνε μια μεγάλη εσωτερική σύγκρουση: απ’ τη μια η αγάπη του για την αδερφή του και, απ’ την άλλη, η ζήλεια του γι’ αυτήν λόγω της μεροληπτικής στάσης της μητέρας του και της στέρησης της μητρικής στοργής. Άλλωστε, για την απόρριψή του (βλ. προσευχή μάνας στην εκκλησία) απ’ τη μητέρα του, έστω και ασυνείδητα, είναι λογικό και ερμηνεύσιμο ψυχολογικά να μεταφέρει μέρος της ευθύνης στην αδερφή του.
Γνωρίζει, ωστόσο, ότι τα συναισθήματα αυτά είναι προσβλητικά για τον ίδιο. Δεν θέλει να δεχθεί ότι οι γονείς του τον παραμελούν και τον αδικούν, ούτε βέβαια ότι ζηλεύει ή κακίζει την αγαπημένη, άρρωστη αδερφή του. Νιώθει ενοχές όταν συνειδητοποιεί κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό άλλωστε προσπαθεί αρχικά να ωραιοποιήσει τις σχέσεις αλλά και την εν γένει οικογενειακή κατάσταση, αποκρύπτοντας έτσι τα αρνητικά συναισθήματά του. Γίνεται τώρα αντιληπτό γιατί ο λόγος παραχωρείται στο σημείο αυτό στη μητέρα. Αυτή μπορεί να εκφράσει την πραγματικότητα. Ο λόγος της αποκαθιστά την αλήθεια και αποδίδεται η αντικειμενική διάσταση των πραγμάτων.

6. Τι δηλώνει η σιωπή του αφηγητή στο τέλος του διηγήματος;
Η σιωπή του αφηγητή δείχνει ότι η λυτρωτική απόπειρα απέτυχε. Κι αφού απέτυχε κι αυτή δεν μένει άλλη ελπίδα κάθαρσης. Ας σημειωθεί ότι η ατελέσφορη προσπάθεια αποενοχοποίησης δεν αφορά μόνο τη μητέρα του αλλά και τον ίδιο. Ούτε αυτός λοιπόν κατορθώνει να γλιτώσει απ’ τις ενοχές του για τις σκέψεις και τα συναισθήματα που είχε αναπτύξει για την αδερφή και την μητέρα του, και, ίσως, για το γεγονός ότι δεν γεννήθηκε κορίτσι (όπως θα ήθελαν οι γονείς του) αλλά και γιατί δεν πήρε τη θέση της Αννιώς στο θάνατο. Έτσι, στο τέλος του διηγήματος βρισκόμαστε μπροστά σε αδιέξοδο.

7. Πώς συνδέεται το τέλος του διηγήματος με τον τίτλο του;
Ο τίτλος αποτελεί ένα αίνιγμα, θέτει άτυπα το ερώτημα γύρω από το ποιο είναι το αμάρτημα της μητέρας, καλλιεργεί την απορία και το μυστήριο. Από την άλλη, το τέλος του διηγήματος απαντά στο πρόβλημα, λύνει το αίνιγμα και τις απορίες του αναγνώστη.΄Ετσι, η δομή λειτουργεί κυκλικά.

2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
1. «Τι φωνάζεις έτσι βρε βώδι;»: Ποιοι λόγοι υπαγορεύουν αυτήν την αντίδραση του πατέρα;
 Ο πατέρας είναι ένας απλός άνθρωπος του χωριού, ευαίσθητος, που αγαπάει και προσέχει τη γυναίκα του. Είναι όμως και κοινωνικός˙ υπολογίζει σοβαρά την κοινή γνώμη, το τι θα πει ο κόσμος. Γι’ αυτό και αντιδρά έτσι, προσπαθώντας να μη μαθευτεί το γεγονός απ’ τις φωνές της γυναίκας του. Την εξήγηση μάλιστα θα μας τη δώσει λίγες γραμμές πιο κάτω ο λόγος του πατέρα («΄Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσεις τη γειτονιά, να πει ο κόσμος, πως εμέθυσες κι επλάκωσες το παιδί σου;»), αλλά και της μάνας («Γιατί αν το μάθαινε ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα απ’ το κακό μου»).
Επειδή λοιπόν υπολογίζει αρκετά την κοινή γνώμη, αλλά και επειδή θέλει να προστατεύσει τη γυναίκα του απ’ αυτήν, ο πατέρας προσπαθεί να σταματήσει τις φωνές της, έστω και μ’ αυτόν τον άκομψο τρόπο.
Επιπλέον, η συμπεριφορά αυτή δικαιολογείται, απ’ τη στιγμή που ο πατέρας δεν συνήθιζε να μιλά μ’ αυτόν τον τρόπο στη γυναίκα του και από την ένταση της στιγμής, από την ανάγκη άμεσης παύσης των κραυγών της μάνας, απ τον πόνο, την ανείπωτη θλίψη, το φόβο. Μ’ ένα λόγο: απ’ την έντονη συναισθηματική -ψυχολογική φόρτιση της στιγμής.

2. «Η αμαρτία είναι αμαρτία»: Πώς αντιλαμβάνεται η μητέρα την αμαρτία;
Η μητέρα μπορεί να συμφωνεί ότι δεν έπρεπε να μάθει ο κόσμος το αμάρτημά της, γιατί τότε δε θα ’χε που να σταθεί, όμως αμέσως ακολουθεί η φράση της: «Αλλά τι τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία». Αυτό υποδηλώνει ότι η ίδια δεν γλύτωσε απ’ την αμαρτία. Το γεγονός ότι δεν το έμαθε ο κόσμος δεν σήμανε στην ουσία και τη λύτρωσή της.  Η αμαρτία την βάραινε ακόμη μέσα της. Κι αυτό πρέπει να προσέξουμε: η Δεσποινιώ θεωρεί ότι η αμαρτία πληρώνεται με την ενοχή, τις τύψεις, την αυτοτιμωρία, με τίμημα δηλαδή εσωτερικό που θέτει ο ίδιος ο άνθρωπος στον εαυτό του, ανεξάρτητα με τη λειτουργία το εξωτερικού κόσμου, του κοινωνικού περιβάλλοντος.
Η απόκρυψη λοιπόν της αμαρτίας δεν φέρει την κάθαρση. Το τίμημα θα πληρωθεί και θα ’ναι βαρύ. Το μέγεθος της αμαρτίας και το βάρος που θα κληθεί να σηκώσει ο άνθρωπος ορίζεται απ’ τον αυστηρότερο κριτή, τη συνείδησή του. Ακόμη και η συγχώρεση από τον ανώτερο θρησκευτικό λειτουργό, τον Πατριάρχη, δεν μπορεί να προσφέρει την εξιλέωση και τη λύτρωση στη μητέρα, που θα συνεχίσει να βασανίζεται σε όλη της τη ζωή.

3. Γιατί η μητέρα θεωρεί την «παίδεψι» από την Κατερινιώ «παρηγοριά κι ελαφρο- σύνη»;
 Η απάντηση δίνεται μέσα από τα λόγια της μητέρας: «Γιατί όσο περισσότερο τυραννηθώ και χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θα με παιδέψη ο Θεός για το παιδί που πλάκωσα».
 Μ’ άλλα λόγια η Δεσποινιώ βιώνει την «παίδεψι», μια διαδικασία αυτοτιμωρίας, ως ξεπλήρωμα του χρέους της. Θεωρεί ότι όσο πιο ανάξιο είναι το παιδί που μεγαλώνει, όσο πιο πολλά βάσανα της προσθέτει, τόσο πιο εύκολα θα γλυτώσει απ’ την ενοχή της και -κυρίως- τόσο ευκολότερα θα τη συγχωρέση ο Θεός. Ας θυμηθούμε και τα λόγια της στην δ΄ ενότητα, σελ. 146: «Και το έκαμε ο Θεός τέτοιο, δια να δοκιμάσει την υπομονή μου, και να με σχωρέση».
Θα πρέπει, ωστόσο, να εννοεί τη συγχώρεση στην άλλη ζωή, καθώς, όπως φαίνεται στην αντίδρασή της έπειτα από την εξομολόγησή της από τον Πατριάρχη, σ’ αυτή την ζωή τίποτα δεν μπορεί να ελαφρύνει την ψυχή της. Η «παίδεψι» λοιπόν και η συγχώρεση είναι ανάλογα μεγέθη για τη Δεσποινιώ. (Βλέπε και απάντηση ερώτησης 2.2.1. (δ' διδακτική ενότητα).

4. Πώς ερμηνεύεται τελικά η ανάγκη της μητέρας να υιοθετεί κορίταια;
~ Λειτουργούν ως υποκατάστατα των δικών της χαμένων θυγατέρων: «…Θαρρούσα πως το είχα δικόμου...», σελ. 151, σχολικό βιβλίο.
~ Ξεχνάει -όσο αυτό είναι δυνατό- εκείνα τα κορίτσια που έχασε, αποκοιμίζει τον πόνο της:  «...και ξεχνούσα κείνο πώχασα», σελ.151.
~ Καταπραΰνει τις ενοχές της, προσπαθεί μέσω των υιοθεσιών να ημερώσει τη συνείδησή της: «...κι ημέρωνα τη συνείδησή μου», σελ. 151.
~ Θεωρεί ότι με τις υιοθεσίες ξεπληρώνει την αμαρτία της απέναντι στο Θεό, ότι θα τη συγχωρέσει πιο εύκολα: «Και το έκαμε ο Θεός τέτοιο, δια να δοκιμάσει την υπομονή μου, και να με σχωρέση», σελ. 146.

5. Ο αφηγητής πιστεύει στο «απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος της μητρός». Ποια είναι η δική σας άποψη;
Ο αφηγητής στην προσπάθειά του να ανακουφίσει την ψυχή της μητέρας του, να ξαλαφρώσει τη συνείδησή της, διατυπώνει κάποια επιχειρήματα. Το κυριότερο έχει να κάνει με το «απρομελέτητον και αβούλητον του αμαρτήματος της μητρός». Θεωρεί δηλαδή ότι το μέγεθος της αμαρτίας εξαρτάται και από την πρόθεση, την προμελέτη του ανθρώπου που το διέπραξε. Και έτσι είναι. Το βάρος της αμαρτίας απ’ τη διάπραξη ενός εγκλήματος ορίζεται όχι μόνο απ’ το αποτέλεσμα, το έγκλημα αυτό καθ’ εαυτό, αλλά κυρίως από την πρόθεση του δράστη. ΄Οταν αυτή απουσιάζει, η αμαρτία -το ηθικό βάρος της- μειώνεται. Τότε μιλάμε για έγκλημα εξ αμελείας. Κι αυτό λαμβάνεται υπόψη στην κρίση όχι μόνο του δικαστηρίου αλλά και της συνείδησης των ανθρώπων (ηθική και νομική ελάφρυνση).
Ας σκεφτούμε πως κρίνουμε, πως αξιολογούμε ηθικά έναν άνθρωπο που άθελά του παρέσυρε και σκότωσε με το όχημά του έναν πεζό, και με τι ηθικά μέτρα και σταθμά κρίνουμε κάποιον που εσκεμμένα -προσχεδιασμένα χτύπησε και αφαίρεσε τη ζωή ενός συνανθρώπου του. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το αβούλητο και απρομελέτητο του αμαρτήματος αποτελεί σημαντικό ελαφρυντικό για το δράστη, τόσο έναντι του δικαστηρίου και της συνείδησης των συνανθρώπων του, όσο βέβαια και έναντι του φιλεύσπλαχνου Θεού. Άλλωστε, ο σκληρότερος τιμωρός για κάθε ευσυνείδητο άνθρωπο είναι ο ίδιος του ο εαυτός, και αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας

6. Λυτρώνεται τελικά η μητέρα από τις ενοχές; Να αιτιολογήσετε την απάντηοή σας.
Τα λόγια της μητέρας στην τελευταία παράγραφο του κειμένου, μετά την εξομολόγηση από τον Πατριάρχη είναι χαρακτηριστικά του ατελέσφορου της προσπάθειάς της να λυτρωθεί, όπως χαρακτηριστικά είναι και τα δάκρυα που κυλάνε στα μάτια της αμέσως μετά.
Aυτό που κατάφερε ίσως ήταν να απαλλαχθεί από το φόβο της τιμωρίας του Θεού. ΄Ομως «η αμαρτία είναι αμαρτία» γι’ αυτήν. Από τη συνείδησή της δεν θα μπορέσει να απαλλαγεί παρά τα καταπραϋντικά λόγια του σοφού Πατριάρχη. Aυτός άλλωστε «δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του!». Τα τελευταία αυτά λόγια δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες.

7. Θα θεωρούσατε τη μητέρα τραγικό πρόσωπο; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας.
Σχετικά με την ευθύνη της: ΄Οσο κι αν μπορεί να της αποδοθεί κάποια αμέλεια, που στοίχισε τελικά τη ζωή του παιδιού της, η αμέλεια αυτή είναι μέσα στα πλαίσια της καθημερινής δραστηριότητας και είναι δεδομένη για τους περισσότερους γονείς σε κάποιες στιγμές της ζωής τους. Ποια μάνα δεν έχει πιεί ένα-δυο ποτήρια κρασί κατά τη διάρκεια της ανατροφής του μωρού της; Ωστόσο αυτό που μένει, και είναι αναμφίβολα τραγικό, είναι ότι μια μάνα σκότωσε το παιδί της.
Επιπλέον, πρόκειται για ένα σίγουρα τραγικό πρόσωπο, αν σκεφτούμε ότι είναι χτυπημένη αδυσώπητα απ’ τη μοίρα˙ μετά το θάνατο του μωρού της, έχασε και τον άντρα της, που αποτελούσε το στήρηγμά της στη ζωή, και έμεινε μόνη, με τέσσερα παιδιά, το ένα από τα οποία ασθενικό, και με το βαρύ φορτίο του «αμαρτήματος» στην ψυχή της. Η φροντίδα που δείχνει στην Αννιώ, το πως συντηρεί την οικογένειά της μετά το θάνατο της Αννιώς, αλλά και οι υιοθεσίες, αναδεικνύουν ένα πολύ ευαίσθητο, συναισθηματικό και με συναίσθηση του χρέους και της ευθύνης άτομο. Ακόμη, το γεγονός ότι δεν απαλλάσσεται από την ενοχή της ούτε μετά τα λόγια του Πατριάρχη, μας κάνει να νιώσουμε απέραντη συμπάθεια γι’ αυτήν και τελικά να την αποενοχοποιήσουμε στη συνείδησή μας.
Αυτό που ίσως δεν θα μπορούσαμε να της συγχωρέσουμε, παρόλο που γνωρίζουμε τα γεγονότα, είναι ότι δεν κατόρθωσε να μην τραυματίσει ψυχικά τα άλλα παιδιά της, να κρατήσει κάποιες στοιχειώδεις ισορροπίες όσον αφορά την έκφραση των συναισθημάτων της προς τα παιδιά της. Κι αυτό το στοιχείο όμως, η "κατ’ ανάγκην" αρνητική συμπεριφορά απέναντι στα άλλα παιδιά της και η σύγκρουσή της με αυτά (δεύτερη υιοθεσία), όσο και αν αποτελεί το μεγαλύτερο «αμάρτημά» της επιτείνει την τραγικότητα του ρόλου της.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1. Ιω. Πολέμη: Η μάνα
Ο Δήμος ο σκληρόκαρδος
Με χέρια αφορεσμένα
Κτυπά και δέρνει αλύπητα
Τη μάνα που τον γέννα

Ως που μια μέρα η δύστυχη,
Μες του καημού το βάρος,
Πικρά τον καταράστηκε:
-Που να σε κόψει ο Χάρος!

Το λόγο δεν απόσωσε
Να κι η κατάρα πιάνει,
Να τον κι ο Χάρος πούρχεται
Με κοφτερό δρεπάνι.

Τα κόκκαλά του τρίζουνε
τα μάτια αλλοιθωρίζουν,
 τα παγωμένα χνώτα του
 Του λιβανιού μυρίζουν.

-Κυρά, το Χάρο εφώναξες;
εμένα λένε Χάρο
πούναι τον, μάννα, πούναι τον
το γυιο σου να τον πάρω;

-Παράκουσες, κυρ Χάροντα,
μα τη ζωή του Δήμου!
Εγώ για μένα σ’ έκραξα,
όχι για το παιδί μου!
                                      (Εξωτικά 1905)
α) Ποιο είναι και πού οφείλεται το αθέλητο "αμάρτημα " της μάνας; β) Με ποιο τρόπο ζητά να εξιλεωθεί; γ) Να συγκρίνετε τη μητέρα του διηγήματος του Βιζυηνού με τη μάνα του παραπάνω ποιήματος.
α) Το αμάρτημά της είναι ότι καταράστηκε το παιδί της, κάλεσε το Χάρο να το πάρει (Πού να σε κόψει οΧάρος). Οφείλεται στην έντονη ψυχική κατάσταση που βρέθηκε όταν ο γιος της τη χτύπησε αλύπητα (α΄ στροφή).
β) Ζητά να εξιλεωθεί θυσιάζοντας τον εαυτό της για χάρη του παιδιού της, προτιμά να πάρει την ίδια ο Χάρος παρά το γιο της ( στ΄ στροφή).
γ) Ομοιότητες:
Και οι δύο μητέρες έκαναν κάτι αθέλητα. Για τη Δεσποινιώ δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία για το αβούλητο της αμαρτίας της. Όμως, και στο ποίημα του Ι. Πολέμη, η μάνα ξεστομίζει μια κατάρα πάνω στην οργή της, μια κατάρα που βέβαια δεν την εννοούσε, που σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να "πιάσει ".
Και οι δύο μητέρες νιώθουν υπεύθυνες γι’ αυτό που έκαναν. Η ενοχή και ο φόβος της τιμωρίας του Θεού βασανίζει τη Δεσποινιώ. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μάνα στο εν λόγω ποίημα. ΄Οταν έρχεται ο Χάρος να πάρει το παιδί της, τότε συνειδητοποιεί το μέγεθος της ευθύνης της, του αμαρτήματός της, και γι’ αυτό άλλωστε επιλέγει να θυσιάσει τον εαυτό της αντί του παιδιού της.
Και οι δύο μητέρες προσπαθούν να επανορθώσουν. Η μάνα στον Βιζυηνό, έμμεσα βέβαια, κυρίως με τη γέννηση της Αννιώς και την υπερβολική προς αυτήν φροντίδα αλλά και με τις υιοθεσίες των κοριτσιών. Η μάνα στον Πολέμη προσφέροντας τον εαυτό της στο Χάρο αντί του παιδιού της.
Διαφορές:
Η μάνα στο ποίημα δεν περνά στο στάδιο των αδιάλειπτων προσπαθειών εξιλέωσης, όπως η Δεσποινιώ.
Η μάνα στο ποίημα λειτουργεί ενστικτωδώς, ακαριαία / δεν είχε τα χρονικά περιθώρια να συνειδητοποιήσει το αμάρτημά της ή να τυραννηθεί απ’ τη συνείδησή της.
Η Δεσποινιώ δεν έχει τη δυνατότητα απόλυτης επανόρθωσης.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι τα κοινά στοιχεία είναι πολλά, και προκύπτουν από το γεγονός ότι η μάνα για το παιδί της μπορεί να κάνει τα πάντα.

2. Γ. Βιζυηνού: Νοσταλγία
Εψές ο ήλιος έδυνε στην άγια μου πατρίδα
κ’ ένα του δώκαν φίλημα σε θλιβερήν αχτίδα
Να μου το φέρ’ εμένα.
Θέλω να δω τη μάνα μου, τα’ αδέρφια μ’ να φιλήσω,
στον τάφο του πατέρα μου θέλω να προσκυνήσω,
βαρέθηκα τα ξένα.

Μικρό μικρό μ’ ωρφάνεψε η αλύπητή μου μοίρα,
μικρό μικρό της ξενητειάς το μονοπάτι πήρα,
με χείλη πικραμένα.
Μα τώρα πια τα χόρτασα της ξενητειάς τα κάλλη,
αν είναι και παράδεισος θα την αφήσω πάλι,
βαρέθηκα τα ξένα.
………………………………………………….          
                                                            
              (απόσπασμα, Βοσπορίδες Αύραι)
Ποια αυτοβιογραφικά στοιχεία του Βιζυηνού που επισημάνατε στο διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου» υπάρχουν και στο ποίημα «Νοσταλγία»;
-Ο ξενιτεμός από μικρή ηλικία.
-Ο νόστος για την πατρίδα.
-Η αγάπη και η νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα.
-Η ορφάνια του από πατέρα στην παιδική του ηλικία.
-Η αναγνώριση της αξίας αρκετών στοιχείων των κοινωνιών όπου ξενιτεύτηκε («αν και είναι
παράδεισος» (Νοσταλγία) Αλλά την αδελφήν ταύτην την εφανταζόμην...όπου έζων μέχρι
 τώρα» (Το αμάρτημα της μητρός μου, σελ. 145)].

3. Γ. Βιζυηνού: Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου;
-Ω, ο αρίσκος! Ανέκραξεν η μήτηρ μου μετ’ απεριγράπτου πόνου. Τίνος το λέγεις, παιδί μου; Αμ , ο φτωχός ούτε ακούει, ούτε μιλεί πλέον! Είναι τρελός ο καημένος
...εκείνος δεν τρώγει παρά ξερό ψωμί, δεν φορεί παρά αυτά που βλέπεις, και κοιμάται κατά γης μες’ στην αχυρώνα. Και δεν θέλει να φύγη από κοντά μου ό, τι κι αν κάμουν. Μόνο σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μια παράξενη φωνή –Για το Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! Άλλο απ’ αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίστος ο Κιαμήλης!...
 ...Κείνος, βλέπεις, άφησε την μητέρα του και ήλθεν εις εμένα. Κουβαλεί νερό, πάγει εις τον μύλον, πάγει τα ψωμιά του στο φούρνο, σκάφτει τα’ αμπέλια, σκουπίζει την αυλή, καλλιεργεί τα λουλούδια πάνω στον τάφο του Χρηστάκη μας˙ ως και το κανδήλι θέλει να τ’ ανάφτη με το χέρι του!
                                                                                                                        (απόσπασμα)
Να συγκρίνετε την αντίδραση του Κιαμήλη και της μητέρας μετά τον ακούσιο φόνο.
Ο Κιαμήλης στο διήγημα αυτό σκότωσε το Χρηστάκη χωρίς να ξέρει ότι είναι γιος της γυναίκας που τον είχε περιθάλψει και του είχε σώσει τη ζωή. Ο Κιαμήλης έμαθε την αλήθεια μετά από χρόνια, αντίθετα με τη μητέρα του Χρηστάκη που δεν το έμαθε ποτέ.
Και ο Κιαμήλης και η Δεσποινιώ προσπαθούν να κρύψουν το μυστικό τους, να μη μάθει κανείς το φόνο που διέπραξαν .
΄Ενα άλλο κοινό στοιχείο είναι η προσπάθεια και των δύο να εξιλεωθούν, να λυτρωθούν. Η Δεσποινιώ κάνει τα πάντα για την άρρωσιη Αννιώ και, μετά το θάνατό της, οδηγείται σε δύο διαδοχικές υιοθεσίες. Ο Κιαμήλης γίνεται πιστός υπηρέτης της γυναίκας της οποίας το γιο σκότωσε, προσπαθώντας έτσι να της ξεπληρώσει το κακό που της έκανε.

4. Γ. Βιζυηνού: Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου;
-Διες εσύ! Είπε, πώς περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Δεν θα γυρίσει το παιδί μου, έλεγα, δεν θα προφθάση να έλθη πίσω, και θ’ αποθάνω, και θα μείνουν τα μάτια μου ανοιχτά, από την λαχτάρα που έχουν να το διούνε!΄Ολ’ ημερίτσα παραφύλαγα τους δρόμους και ρωτούσα τους διαβάτας. Και όταν εβράδυαζεν, άφην’ ανοιχτή την θύρα έως τα μεσάνυχτα. Μη σφαλείς, Μιχαήλε, μπορεί να έλθ’ ακόμη. Και δεν θέλω να έλθη το παιδί μου και να βρει κλειστή την θύρα μου. Φθάνει που είναι τόσα χρόνια έρημο και ξένο, ας μην έρθει και στο χωριό του να του φανή πως δεν έχει κανέναν εις τον κόσμο, που να φυλάγη τον ερχομό του. Σαν επλάγιαζα, σ’ έβλεπα στον ύπνο μου, και μ’ εφαίνετο πως άκουα την φωνή σου, κ’ εσηκωνόμουν και άνοιγα την θύρα: ήλθες, παιδί μου; ΄Ηταν ο αγέρας, που σβυντζίνιζε στον δρόμο.
                                                                                                                                     (απόσπασμα)
Να αναζητήσετε τις αναλογίες στη συμπεριφορά της μητέρας.
Η αναλογία βρίσκεται στο γεγονός ότι η μάνα αναμένει με αγωνία την επιστροφή του γιου της απ’ τα ξένα. Στο «Το Αμάρτημα της μητρός μου» επικαλείται συχνά το γιο της που λείπει στα ξένα. Τρεις φορές μάλιστα αναφέρει στα αδέρφια του την υπόσχεση που της είχε δώσει, πριν φύγει. Ανάλογα συμπεριφέρεται και στο «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου;». Η επιθυμία της να δει ξανά το γιο της παρουσιάζεται διακαής. Τα βράδια ανοίγει την πόρτα, ώστε αν γυρίσει το παιδί της να τη βρει ανοιχτή και να νιώσει ότι τον περίμενε.
΄Ενα πιο συγκεκριμένο κοινό σημείο στη συμπεριφορά της μάνας είναι ότι βγαίνει στους δρόμους και ρωτά τους διαβάτες να μάθει νέα για το παιδί της (βλέπε: σελ.144 σχολικού βιβλίου, «Το αμάρτημα της μητρόςμου»).

ΤΕΛΟΣ