Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Λογοτεχνία Γθρ΄: Αλ. Παπαδιαμάντης, "Όνειρο στο κύμα" (1900)


1.   Το Όνειρο στο Κύμα ανήκει στα «αυτοβιογραφικά» διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τα οποία συνδέονται με τα εφηβικά του χρόνια στη Σκιάθο. Αναφερθείτε σε συγκεκριμένες μνήμες και βιώματα του συγγραφέα που διακρίνετε σ’ αυτό το διήγημα.
 Συγκεκριμένες μνήμες και βιώματα:
ήταν φτωχός
σε ηλικία 18 ετών ήταν ευτυχισμένος στον τόπο του
αισθανόταν απόλυτη ελευθερία στα βουνά του νησιού του
ένιωθε κυρίαρχος του τόπου του
ήταν δυστυχής στο αστικό περιβάλλον, προφανώς της Αθήνας, όπου ένιωθε περιορισμένος και καταπιεσμένος
            Το κεντρικό περιστατικό με τη Μοσχούλα δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν είναι πραγματικό βίωμα του συγγραφέα, κι ούτε έχει σημασία. Άλλωστε, στο διήγημα εκφράζονται ιδέες με καθολικότερη ισχύ που αφορούν βασικά προβλήματα του ανθρώπου. Ο χρόνος, ο χώρος - το σκηνικό των δύο κόσμων (φυσικού και αστικού), η θρησκευτικότητα, η φυσιολατρία του ομοδιηγητικού αφηγητή, αποτελούν αναμφίβολα στοιχεία της προσωπικότητας του Αλ. Παπαδιαμάντη. Στην αυτοβιογραφικότητα του διηγήματος συνηγορούν ακόμη η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η συμμετοχή του αφηγητή στα δρώμενα, με πρωταγωνιστικό μάλιστα ρόλο.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το κείμενο θεωρείται από μια μεγάλη μερίδα της κριτικής αυτοβιογραφικό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε ποτέ βοσκός, ούτε έμαθε γράμματα στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών και βέβαια δεν σπούδασε ποτέ δικηγόρος. Είναι άλλωστε λάθος, σύμφωνα με τη θεωρία της λογοτεχνίας να ταυτίζουμε τον συγγραφέα με τον αφηγητή του. Κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελε ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος με το ευφυές λογοτεχνικό τέχνασμα των εισαγωγικών, αποποιείται κάθε σχέση με τον αφηγητή του· ο ίδιος δεν θέλει να είναι παρά ο αντιγραφέας του κειμένου, όπως εξάλλου σημειώνει στο τέλος του.
 Το πιο φρόνιμο θα ήταν να πούμε ότι ο Παπαδιαμάντης προσδίδει στον αφηγητή του στοιχεία της προσωπικότητάς του, και αντλεί από την παρακαταθήκη των βιωμάτων του, όπως κάθε μεγάλος συγγραφέας, προκειμένου το έργο του να πείθει για την αλήθεια του. Επομένως είναι πιο πολύ βιωματικός συγγραφέας ο Παπαδιαμάντης, παρά αυτοβιογραφικός. Γι’ αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι έζησε αυτά που γράφει, γιατί  ακριβώς αντλεί από πράγματα οικεία τα οποία μπορεί να τα διαχειριστεί με τρόπο πειστικό. Το βέβαιο είναι ότι εκείνος που αυτοβιογραφείται είναι ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη και με αυτή την έννοια το κείμενο είναι σίγουρα αυτοβιογραφικό.

2. Η χριστιανική πίστη, η φυσιολατρία και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου θεωρούνται βασικά γνωρίσματα του έργου του Παπαδιαμάντη. Μπορείτε να τα επισημάνετε στο συγκεκριμένο διήγημα;
α. Χριστιανική Πίστη
            Στο διήγημα είναι διάχυτο το στοιχείο της θρησκευτικότητας που αφορά βέβαια τη χριστιανική πίστη.
Η αναφορά του αφηγητή στην ιστορία του πατέρα Σισώη που, ακολουθώντας κυκλική πορεία, απ’ την αγνότητα οδηγείται στο αμάρτημα και τελικά στη λύτρωση καταλήγοντας στο μοναχικό βίο.
Η αναφορά στο Κοινόβιο και τις ιερατικές σχολές.
Η αναφορά στους πρωτόπλαστους (Εύα), στους μοναχούς, σε διατάξεις του Δευτερονομίου.
Οι λέξεις «παιδίσκη», «φραγγέλιον» και «σχοίνιασμα» απαντώνται στην Αγία Γραφή. Γενικότερα η γλώσσα και το ύφος του διηγήματος έχουν εκκλησιαστική επίδραση.
Συμβολισμοί που παραπέμπουν στην Καινή Διαθήκη (του γεωργού, του καλού ποιμένα, της αμπέλου)
Η παραβολή του «απολωλότος προβάτου» (κατά Λουκά Ευαγγέλιο) υποβάλλεται με την απώλεια της κατσίκας και την αναζήτησή της απ’ τον βοσκό.
Η σύγκριση της Μοσχούλας με τη γυναίκα του «Άσματος» του Σολομώντα.
Εκτός από τα παραπάνω θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί και στο ηθικοθρησκευτικό στοιχείο, που αναδύεται όταν ο ήρωας αντιμετωπίζει εσωτερικές συγκρούσεις και διλήμματα σχετικά με τον πειρασμό - αμαρτία απ’ τη μια, και την ερωτική επιθυμία, απ’ την άλλη.
β. Φυσιολατρία
Ο Παπαδιαμάντης στο συγκεκριμένο διήγημα μας προσφέρει εκπληκτικές εικόνες και  λυρικότατες περιγραφές του φυσικoύ περιβάλλοντος. Με την περιγραφική του δεινότητα εξιδανικεύει στα μάτια μας τη φύση, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύει  και την αγάπη του γι’ αυτήν. Σε δύο σημεία μάλιστα ο αφηγητής δείχνει να ταυτίζεται με τη φύση (σελ. 163 και 170 του σχολικού βιβλίου)
 Δεν είναι όμως μόνο η απόδοση του φυσικoύ κάλλους που πιστοποιεί τη φυσιoλατρία του Αλ. Παπαδιαμάντη. Είναι κυρίως η ευδαιμονία, η ελευθερία, η αγνότητα, που συνδέονται απ’ το συγγραφέα άρρηκτα με τη φύση και παράλληλα η έκπτωση, η φθορά και η δυστυχία, που επέρχονται όταν ο άνθρωπος αποξενώνεται απ’ αυτή.
γ. Pεαλιστική απεικόνιση
 Αν και ο ρεαλισμός κυριαρχεί περισσότερο στις αναφορές του συγγραφέα στο αφηγηματικό παρόν (στην αρχή και στο τέλος του διηγήματος, όπου κρίνει τη ζωή του στο αστικό περιβάλλον), ωστόσο και στo κύριο μέρος, όπου αναφέρεται στη φυσική του ζωή ως έφηβος και δεσπόζει το στοιχείο του ρομαντισμού, ανιχνεύονται ρεαλιστικά στοιχεία, που έχουν να κάνουν με τη ζωή των απλών ανθρώπων της υπαίθρου. Τέτοια είναι ο βοσκός που ζει ανέμελος με το κοπάδι του, η στάση των αγροφυλάκων που εκμεταλλεύονταν τη θέση τους για οφέλη, η πτωχή χήρα που φρόντιζε το χωράφι της για να καρπωθεί απ’ αυτό ό,τι έμενε απ’ τις ασυδοσίες των βοσκών και των μισθωτών του δημοσίου. Τέλος, άξια λόγου είναι η αναφορά του συγγραφέα στις γεωργικές εργασίες (σπορά, θερισμός).

3. Το Όνειρο στο Κύμα θεωρείται από κάποιους μελετητές ηθογραφικό διήγημα, πλησιάζει όμως και στην ψυχογραφία. Μπορείτε να εντοπίσετε ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία στο κείμενο;
Ηθογραφικό είναι το διήγημα που απεικονίζει τα ήθη, τα έθιμα, τους χαρακτήρες των ανθρώπων και την καθημερινή ζωή της υπαίθρου. Σύμφωνα με την Ελ. Πολίτου - Μαρμαρινού διακρίνονται δύο είδη ηθογραφίας:
α) η ωραιοποιημένη, ειδυλλιακή αναπαράσταση, με έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου και
β) η ρεαλιστική και νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια με τις μικρές κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά με τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές της.
Το Όνειρο στο Κύμα έχει, αναμφίβολα, στοιχεία ηθογραφίας, σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς της. Η ωραιοποιημένη ειδυλλιακή αναπαράσταση της φυσικής ζωής δεσπόζει σε όλο το κύριο μέρος του διηγήματος με τις ασύλληπτες σε ομορφιά περιγραφές, την ξένοιαστη και αγνή ζωή του νεαρού βοσκού που βιώνει την ευτυχία μέσα στην ελευθερία, την ομορφιά και τη μαγεία της φύσης. Ακόμη, η αναφορά στις γεωργικές εργασίες αλλά και η περισσότερο ρεαλιστική και συνάμα χιουμοριστική οπτική του αφηγητή στους αγροφύλακες, την «πτωχή χήρα» και τη Μοσχούλα αποδίδουν το ηθογραφικό στοιχείο του έργου.
 Από την άλλη, ο Παπαδιαμάντης δεν είναι εκφραστής μιας ρηχής ηθογραφίας. Απεναντίας επεκτείνεται, εμβαθύνει και απεικoνίζει πολλά κοινωνικά στοιχεία, αλλά και ψυχογραφεί, σχολιάζει, ανιχνεύει τους χαρακτήρες και τους παρoυσιάζει ανάγλυφα με τους πόθους, τις αδυναμίες, τα κίνητρα και τα συναισθήματά τους.
Στο Όνειρο στo Κύμα επαληθεύονται τα παραπάνω. Ο συγγραφέας άλλοτε άμεσα  και άλλοτε έμμεσα μας παρουσιάζει την κλιμάκωση των σκέψεων και των συναισθημάτων του νεαρού βοσκού ιδιαίτερα απ’ τη στιγμή που η κοπέλα πέφτει στη θάλασσα. Μάς δίνει τις εσωτερικές του συγκρούσεις, τα διλήμματα που αντιμετωπίζει. Αιτιολογεί αποφάσεις του ή μας εμφανίζει την προσπάθειά του να τις δικαιολογήσει. Έτσι, διαγράφεται ένα ψυχογραφικό πορτραίτο του ήρωα, ενδεικτικό της τάσης του Αλ. Παπαδιαμάντη προς την ψυχογραφία.
4. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε θαυμάσιος ζωγράφος της ελληνικής φύσης προικισμένος με ιδιότυπη ποιητική και λυρική διάθεση. Ποια χωρία του διηγήματος Όνειρο στο κύμα πιστεύετε ότι επαληθεύουν την παραπάνω άποψη;
Ενδεικτικά χωρία:
σελ. 163: «Ήμην ωραίος έφηβος. ..φραγγέλιον».
σελ. 168:  «Μίαν εσπέραν ...Αύγουστον μήνα ».
σελ. 169: «Εγύρισα οπίσω ...όλον τον αιγιαλόν».
σελ. 171: «Την αναγνώρισα ...κολυμβά».
5. Η σύνθεση των έργων του Παπαδιαμάντη είναι συνήθως απλή: έχουν περιορισμένη δράση, ανύπαρκτη πλοκή και ελάχιστα πρόσωπα. Ο συγγραφέας συνηθίζει να κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη με ένα απρόοπτο περιστατικό. Ισχύει η παραπάνω διαπίστωση στο συγκεκριμένο διήγημα και πώς;
Το Όνειρο στο Κύμα επαληθεύει πράγματι την παραπάνω διαπίστωση. Η δράση είναι όντως περιορισμένη. Περισσότερο εσωτερική (συναισθήματα, σκέψεις, διλήμματα, συγκρούσεις) παρά εξωτερική. Η τελευταία ανιχνεύεται στις κινήσεις του βοσκού κυρίως μετά το βέλασμα της κατσίκας του έως τη διάσωση της κοπέλας.
Από την άλλη, η πλοκή είναι στοιχειώδης, απλή, χωρίς στοιχεία στα οποία να αξίζει να σταθεί κανείς με προσοχή. Μια απλή ιστορία, ένα τυχαίο περιστατικό ξετυλίγεται μπροστά μας. Ας ακούσουμε και τον ίδιο το συγγραφέα: «Ουδαμού σχεδόν θα ευρήτε, ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου». Τέλος, τα πρόσωπα πέραν του ήρωα είναι η Μοσχούλα, ο πατέρας της, ο πατήρ Σισώης. Αναφορά σύντομη κάνει σε μια «πτωχή χήρα» και στους αγροφύλακες.
Ωστόσο, ο Αλ. Παπαδιαμάντης θα χρησιμοποιήσει ένα απρόοπτο περιστατικό που θα κινήσει το ενδιαφέρον μας. Πρόκειται για το κολύμπι της Μοσχούλας. Η θέα του γυμνού κοριτσιού σε συνδυασμό με τις ηθικόθρησκευτικές αξίες του νεαρού βοσκού (οι οποίες την καθιστούν αμαρτία) είναι η απαρχή της δραματικής αντίθεσης. Όμως, αυτό από μόνο του δεν θα ήταν αρκετό για να προκαλέσει την αγωνία και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το δραματικό απρόοπτο είναι στην ουσία το βέλασμα της κατσίκας. Απ’ το σημείο αυτό αρχίζει ουσιαστικά η δράση. Δράση εσωτερική, που έχει να κάνει με τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα (να προστατεύσει την υπόληψή του και πώς ή να σώσει το κορίτσι) που καλείται να αντιμετωπίσει ο νεαρός βοσκός, αλλά και εξωτερική, με την απόφασή του (έπειτα απ’ το δεύτερο απρόοπτο, δηλαδή την εμφάνιση της βάρκας που τρομάζει τη Μοσχούλα) να πέσει στη θάλασσα για να σώσει την κόρη .

6. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη θεωρείται προσωπική, ένα κράμα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία. Μπορείτε να δώσετε χαρακτηριστικά παραδείγματα από το συγκεκριμένο έργο;
Λόγια στοιχεία: ήμην, τας αίγας, θυγάτηρ, οιονεί, υπέφωσκεν. 
Λαϊκά στοιχεία: ξάρμενα, χωράφι, γίδια, φασκιές, μποστάνια, τσαρούχια, ζωντανά πράγματα (=ζώα)
Στοιχεία Εκκλησιαστικά: παιδίσκη, εσχοινιάσθη, σχοίνισμα, φραγγέλιον, εις το όνομα του Πατρός  και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, κωλυόμενος να ιερατεύει, μοναχός και διάκονος, Εύα

7. «Παράλληλα με το μεταφυσικό κακό, την πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, υπάρχει στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη και το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία…». Μπορείτε να επισημάνετε τα θέματα αυτά στο διήγημα Όνειρο στο Κύμα;
Η πάλη με τους πειρασμούς και την αμαρτία είναι διάχυτη, κυριαρχεί στην ψυχή του νεαρού βοσκού απ’ τη στιγμή που αντιλαμβάνεται την παρουσία της γυμνής κοπέλας στη θάλασσα. Απ’ τη μια, οι εμπεδωμένες θρησκευτικές και ηθικές αξίες τον αναγκάζουν να τραπεί σε φυγή, απ’ την άλλη, η ομορφιά, το γυμνό σώμα της έφηβης, το ερωτικό πάθος τον κυριεύει. Τελικά, υποκύπτει στον πειρασμό όσο κι αν προσπαθεί να δικαιολογήσει την επιλογή του.
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης είναι και άριστος κοινωνικός παρατηρητής και δεν διστάζει να στηλιτεύσει την κοινωνική αδικία. Στο συγκεκριμένο έργο το κοινωνικό κακό απεικονίζεται, στην αρχή και στο τέλος του κειμένου με την αποστροφή του αφηγητή για το δυστυχισμένο παρόν που βιώνει στο αστικό περιβάλλον. Οι ανώτερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και η ανάπτυξη του πολιτισμού κατέστρεψαν τη σχέση ανθρώπου - φύσης και διέφθειραν την αγνή ψυχή του ανθρώπου. Ο Ι.Κ. Κολύβας γράφει σχετικά: «Η δυσφορία προς την ανθρώπινη κοινωνία και τους περιορισμούς που επιβάλλει, καθώς και η αμφισβήτηση της παιδείας που αλλοτριώνει...». Και στη δεύτερη ενότητα όμως -έμμεσα αυτή τη φορά- ο Αλ. Παπαδιαμάντης θα καταγγείλει την κοινωνική αδικία και ανισότητα παρουσιάζοντας απ’ τη μια τους φτωχούς βιοπαλαιστές αγρότες και απ’ την άλλη τον πλούσιο κύριο Μόσχο που ζει απομονωμένος στην απέραντη ιδιοκτησία του. Κι ακόμη θα στηλιτεύσει, αστειευόμενος έστω, τις αυθαιρεσίες των λειτουργών του κράτους (αγροφύλακες).

8. Ποιο πρότυπο ζωής προβάλλεται στο συγκεκριμένο διήγημα;
Στο κείμενο δεσπόζει η αντίθεση ανάμεσα στην αποστροφή του αφηγητή για τη ζωή της αστικής κοινωνίας και στη νοσταλγία του για τη ζωή και τη φύση. Έτσι, θα λέγαμε ότι το πρότυπο ζωής που προβάλλεται έχει να κάνει με τη φυσική ζωή, το φυσικό κάλλος, την αγνότητα, την ελευθερία, την ειρηνική ζωή και την τάση φυγής απ’ τα δεινά της αστικής κοινωνίας.





Α΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Ενότητες 1η – 3η («Ήμην ...πετμέζι»)
1. Πώς χαρακτηρίζεται το είδος της συγκεκριμένης αφήγησης με βάση την οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα;
Η αφήγηση γίνεται σε α΄ πρόσωπο ενικού. Ο αφηγητής είναι δρων πρόσωπο της ιστορίας (δραματοποιημένος-ομοδιηγητικός) και μάλιστα πρωταγωνιστής των όσων αφηγείται (αυτοδιηγητικός). Ο αυτοδιηγητικός αφηγητής έχει εσωτερική προοπτική, ωστόσο, υπάρχει κάποια ιδιοτυπία στην αφήγηση που προκύπτει  από την χρονική απόσταση ανάμεσα στο κεντρικό γεγονός και στο αφηγηματικό παρόν.
Ο Παπαδιαμάντης προκρίνει δυο χρονικά απομακρυσμένες στιγμές. Η πρώτη αναφέρεται στην εφηβική ηλικία του ήρωα, ενώ η δεύτερη δηλώνει το πέρασμα στην ωριμότητα. Υπογραμμίζεται κάποιο γεγονός που συνέβη στην πρώτη περίοδο και σχετίζεται από τον αφηγητή με την ιδιωτική πλευρά της ύπαρξής του και το εξομολογείται. Έτσι η αφήγηση βρίσκεται ανάμεσα στο απομνημόνευμα και την εξομολόγηση. Από τη χρονική απόσταση προκύπτει η διφυία της αυτοδιηγητικής αφήγησης. Το εγώ της αφήγησης έχει διπλή υπόσταση:

εγώ της ιστορίας                               εγώ της αφήγησης
ο εαυτός που βιώνει                         ο εαυτός που αφηγείται
ο νεαρός βοσκός                               ο ώριμος βοηθός δικηγόρου

Οι δυο αυτές πλευρές του εγώ χωρίζονται από ένα χρονικό διάστημα (εφηβεία - ωριμότητα). Το θέμα είναι κατά πόσο ταυτίζονται αυτά τα δύο εγώ. Αυτός που έζησε το παρελθόν και αυτός που το αφηγείται είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο. Αυτός που έζησε το παρελθόν, είδε τα γεγονότα, ενώ αυτός που τα αφηγείται έχει επιπλέον και τη δυνατότητα να τα σχολιάσει, λόγω ωριμότητας. Έτσι, η φωνή είναι μια, αφού ο ίδιος άνθρωπος βιώνει και αφηγείται, αλλά υπάρχει διαφορά στην προοπτική ανάμεσα στα δύο εγώ. Ο λόγος ανήκει στο εγώ που αφηγείται, εκτός από λίγες περιπτώσεις που παραχωρεί το λόγο στον εαυτό του ως ήρωα. Όταν μιλά το εγώ της αφήγησης δεν περιορίζεται στην απλή αναμετάδοση αλλά σχολιάζει, κρίνει, ερμηνεύει, εφοδιάζοντάς μας με περισσότερες πληροφορίες από αυτές που περιμένουμε. Όταν τα γεγονότα παρουσιάζονται από την προοπτική του ήρωα, ο οποίος έχει λιγότερη πληροφόρηση, και πολύ πιο περιορισμένες εμπειρίες, παραλείπονται πληροφορίες, ενισχύεται όμως η ένταση, η αγωνία και το μυστήριο.

2. Στο διήγημα αυτό ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί την τεχνική της αναδρομικής αφήγησης. Σε ποιο χώρο τοποθετούνται τα γεγονότα του παρόντος και σε ποιον του παρελθόντος;
Τα γεγονότα του παρελθόντος διαδραματίζονται στη Σκιάθο. Αυτό φανερώνουν κάποια τοπωνύμια (Ξάρμενο, Πλατάνα, Μέγας Γιαλός, Κλήμα) και η αναφορά στη Μονή του Ευαγγελισμού. Τα γεγονότα του παρόντος τοποθετούνται σε μια αστική κοινωνία όπου ζει και εργάζεται ο ώριμος αφηγητής. Προφανώς είναι η Αθήνα, γιατί είναι ο χώρος όπου έζησε ο Αλ. Παπαδιαμάντης αλλά και γιατί εκεί υπήρχε την εποχή εκείνη  Πανεπιστήμιο.

3. Πώς λειτουργεί στο κείμενο η εγκιβωτισμένη αφήγηση η οποία αναφέρεται στον πατέρα Σισώη;
 Αρχικά η αφήγηση αυτή βοηθάει στο να καταδειχθεί η πορεία του αφηγητή ως το παρόν. Να φωτιστεί το πώς έφτασε στη τωρινή του ζωή (δικηγόρος στην Αθήνα, δυστυχής). Αυτό όμως που πρέπει να προσεχθεί είναι ότι η ιστορία του πατέρα Σισώη και του αφηγητή έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, μα διαφορετική κατάληξη. Είναι σαφής η αναλογία των δύο ιστοριών: ο πατέρας Σισώης απ’ τη θρησκευτική και αγνή ζωή που βίωνε (μοναχός και διάκονος) έχει πέσει στην αμαρτία καθώς παντρεύεται μια Τουρκοπούλα. Στη συνέχεια μετανοεί και επιλέγει τη ζωή του μοναχού φθάνοντας στη λύτρωση. Ο νεαρός βοσκός διάγει κι αυτός έναν αγνό βίο στη φύση. Όμως, ο πειρασμός της γυμνής κόρης τον νικά. Αμαρτάνει, λοιπόν, υποκύπτοντας στο γυναικείο πειρασμό. Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτός επιλέγει όχι τη μετάνοια και τη λύτρωση, αλλά τη ζωή στο άστυ, εμμένοντας στην ανάμνηση του πειρασμού, μια επιλογή που την πληρώνει με τη δυστυχία του στο υπόλοιπο της ζωής του.
Συμπερασματικά, η εγκιβωτισμένη αφήγηση δείχνει σαν παρέκβαση, σαν μια άσχετη με το θέμα παρένθεση. Στην ουσία όμως μας δίνει σοβαρές αναλογίες ανάμεσα στον ηθικό βίο του Σισώη και του βοσκού, αλλά και το δρόμο της λύτρωσης που ο ένας βρίσκει μέσα απ’ τη μετάνοια κι άλλος όχι.

4. Πώς περιγράφεται η Μοσχούλα και με ποιους εκφραστικούς τρόπους προβάλλεται η ομορφιά της;
Πρόκειται αναμφίβολα για μια αριστουργηματική περιγραφή. Μια ποιητική, λυρικότατη περιγραφή που παρουσιάζει την κόρη σα θεά, την εξιδανικεύει, τη μυθοποιεί. Σε τρία μάλιστα σημεία του έργου ο Αλ. Παπαδιαμάντης με την περιγραφική του δύναμη μας δίνει την ονειρική -όπως την πλάθει- εικόνα της Μοσχούλας (σελ. 165-166, 171, 173-174 σχ. βιβλίου). Η ομορφιά της προβάλλεται με πλήθος εκφραστικών μέσων:
επίθετα: ωραία, μελαχροινή, ηλιοκαυμένην, ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα, αμαυράν και χρυσίζουσαν (κόμην ), εύγραμμον (τράχηλον ), τορνευτούς (βραχίονες). 
παρομοιώσεις: παρομοιάζεται με τη νύμφη του Άσματος (σελ. 165) ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού (σελ. 165), πλέουσα ως πλέει ναυς μαγική (σελ. 174).
μεταφορές: Ο λαιμός της καθώς έφεγγε και υπέφωσκεν…, οι οφθαλμοί σου περιστεραί (σελ. 166), θερμόαιμος (σελ. 165), ποταμός από μαργαρίτας (σελ. 171 ), ήταν όνειρον-θαύμα (σελ. 173), τους βραχίονας τους τορνευτούς (σελ. 173), ναυς των ονείρων (σελ. 174).
τριμερές ασύνδετο: ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα (σελ. 173), ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν (σελ. 174), ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον…(σελ. 174).
υπερβολή: απείρως λευκότερον (σελ. 166).
σύγκριση : ο λαιμός. ..ήτον απείρως λευκότερος από τον χρώτα του προσώπου της (σελ. 166).
οξύμωρο: την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν (σελ. 173).

5. Σε ποια σημεία του κειμένου διακρίνετε το χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζουν το συγγραφέα - αφηγητή;
σελ. 162: ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασην (ειρωνεία).
σελ. 162: μεγάλην προκοπήν, εννοείται. δεν έκαμα  (αυτοσαρκασμός).
σελ. 162: εξακολουθώ να εργάζομαι ως βοηθός ακόμη  (αυτοσαρκασμός).
σελ. 164: Εγώ χωρίς ποτέ να οργώσω ή να σπείρω, το εθέριζα εν μέρει (χιούμορ).
σελ. 164: Ήσαν τρομεροί ανταγωνισταί δι’ εμέ (σαρκασμός, χιούμορ).
σελ. 166-167: οι αετοί δεν κατεδέχοντο να μας επισκέπτωνται συχνά…τρωθείς από τα κάλλη… (χιούμορ).
 σελ. 170: ήτον δι’ εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας… (χιούμορ).
σελ. 172: Κανείς δεν με είχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εις τα βουνά μου (αυτοσαρκασμός)
σελ. 175: δεν είχα μάθει ακόμη να κλέπτω ζωντανά (ειρωνεία)
σελ. 175: αλλά δεν της είχε κόψει και την γλώσσαν δια να μη βελάζει (ειρωνεία και χιουμοριστική διάθεση)

6. Ποιες πληροφορίες μας δίνει ο αφηγητής για τον εαυτό του; Τι υπογραμμίζει ιδιαίτερα περιγράφοντας κάθε φάση της ηλικίας του (νεαρή και ώριμη); 
Οι πληροφορίες που μας παρέχει ο αφηγητής για τον εαυτό του αναφέρονται σε δύο περιόδους της ζωής του, στην εφηβεία του και στην ώριμη πια φάση της ζωής του μετά τα τριάντα του χρόνια.
α.  Περιγράφοντας τον εαυτό του στην εφηβεία μας δίνει τα εξής στοιχεία:
ήταν φτωχός
έβοσκε γίδια
ήταν αγράμματος
ήταν ελεύθερος
ήταν ευτυχής
ζούσε μια "φυσική" ζωή
ήταν ωραίος, με ψηλό και ευλύγιστο σώμα
β. Για την ώριμη φάση της ζωής του μαθαίνουμε ότι:
αφού σπούδασε, έγινε δικηγόρος
δεν πέτυχε επαγγελματικά (δεν έκανε μεγάλην προκοπήν)
δεν είχε οικονομική άνεση (περιωρισμένος και ανεπιτήδειος)
δεν είχε προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξης (ουδέ δύναμαι να ωφεληθώ)
ένιωθε ταπεινωμένος (θέσιν οιονεί αυλικού)
είχε λίγα δικαιώματα (στενή δικαιοδοσία) 
αισθανόταν ότι ασφυκτιά στο αστικό περιβάλλον
νοσταλγούσε τη ζωή στη φύση
Έμφαση δίνεται, από τη μια, στην αίσθηση ελευθερίας, στην εξαιρετική του φυσική κατάσταση και στην ευδαιμονία που βίωνε ως έφηβος βοσκός και, από την άλλη, στην ανελευθερία και τη δυστυχία που νιώθει κατά την ωριμότητά του στην πόλη.

7. α) Πώς βλέπει ο αφηγητής την «παρούσα» κατάστασή του και ποια ψυχική διάθεση του δημιουργεί η κατάσταση αυτή; Ποια είναι τα βαθύτερα αίτιά της; β) Γιατί ο αφηγητής παρομοιάζει τον εαυτό του με σκύλο δεμένο;
α) Η «παρούσα» κατάστασή του προσδιορίζεται από την επαγγελματική του αποτυχία, την οικονομική του στενότητα, την αδυναμία του να δράσει ελεύθερα, την ταπείνωση. Έτσι, αισθάνεται απογοήτευση, πικρία και κυρίως ανελεύθερος, καταπιεσμένος και εγκλωβισμένος. Τα αίτια αυτής της ψυχικής του κατάστασης είναι η αδυναμία του πια να βιώσει τα ευχάριστα συναισθήματα της νιότης του. Είναι η αποξένωση του απ’ το φυσικό περιβάλλον, το οποίο ήταν η πηγή της ευδαιμονίας του όταν ήταν έφηβος. Ελευθερία, κυριαρχία, αγνότητα και κάλλος, όλα έχουν γίνει πια ανάμνηση. Τη θέση τους πήρε ο περιορισμός, η ανάγκη να υπηρετεί τον εργοδότη του, να ζει ασφυκτικά σ’ ένα αστικό περιβάλλον, όπου η σωτηρία της ψυχής του είναι ανέφικτη.
β) Με την παρομοίωση αυτή ζωντανεύει στα μάτια μας την αίσθηση της ταπείνωσης, της ανελευθερίας, του περιορισμού και της ασφυξίας που βιώνει, ώριμος πια, ως δικηγόρος στο εργασιακό του περιβάλλον στο άστυ.
Η παρομοίωση αποτελεί και προσήμανση καθώς μας προετοιμάζει για τον πνιγμό της αγαπημένης του κατσίκας με το κοντό σκοινί. Ο παραλληλισμός είναι φανερός. «Πνίγεται» κι ο ίδιος στην ώριμη φάση της ζωής του, όπως πνίγηκε η κατσίκα του.

8. Σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούνται τα δεδομένα της αφήγησης και ποιος κοινωνικός προβληματισμός διαφαίνεται στις δύο πρώτες ενότητες; Να αναφερθείτε σε συγκεκριμένα χωρία.
Στις δύο πρώτες ενότητες η αφήγηση κινείται αρχικά στο κοινωνικό πλαίσιο του αστικού κέντρου με την οργάνωση και τους περιορισμούς που αυτή επιφέρει, αλλά και σ’ αυτό της «φυσικής» ζωής, όπου οι άνθρωποι βιώνουν την ελευθερία δίπλα στη φύση ασχολούμενοι με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Μέσα κυρίως από αυτό το δεύτερο πλαίσιο αναδύεται ο κοινωνικός προβληματισμός. Μην ξεχνάμε ότι ο Παπαδιαμάντης ποτέ δεν αρνήθηκε το ρεαλισμό ακόμη και το νατουραλισμό. Παρατηρεί λοιπόν «κοινωνικά» τη ζωή και στηλιτεύει την κοινωνική αδικία και ανισότητα, τη διάκριση φτωχών και πλουσίων, τη διαφθορά της εξουσίας. Από τη μια, οι φτωχοί εργάτες του αγρού, κι απ’ την άλλη, ο κυρ Μόσχος μέσα στο απέραντο κτήμα του, σε θέση βασιλιά, απομονωμένος και ασφαλής στον πύργο που ύψωσε (βλ. σελ.163-164-165 σχολ. βιβλίου: Όλα εκείνα ...εβρέχετο από το κύμα).
Αλλά ο κοινωνικός προβληματισμός εντοπίζεται και στην πρώτη ενότητα μέσα στην αντίθεση μεταξύ ευτυχίας στη φύση και δυστυχίας στο αστικό περιβάλλον, όπου οι οργανωμένες μορφές κοινωνικής ανάπτυξης συντελούν στην έκπτωση του ανθρώπου από την αγνότητα και την ελευθερία στην αμαρτία και την ταπείνωση.

9. Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής περιγράφει τόσο εκτενώς το κτήμα του κυρ Μόσχου;
Προφανώς ο αφηγητής με την εκτενή αυτή περιγραφή θέλει να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στον πλούσιο άρχοντα κυρ Μόσχο και τους φτωχούς ανθρώπους της υπαίθρου. Μια αντίθεση που θα πυροδοτήσει τον προβληματισμό περί κοινωνικής αδικίας και ανισότητας. Επίσης, η εξέχoυσα οικονομική και κοινωνική θέση του κυρ Μόσχου καθιστά ακόμη πιο μακρινό, πιο ανέφικτο το πλησίασμα της Μοσχούλας. Η πληροφορία ότι το κτήμα βρεχόταν από τη θάλασσα αποτελεί προοικονομία, καθώς θα αξιοποιηθεί αργότερα με το θαλάσσιο μπάνιο της Μοσχούλας κάτω από το βλέμμα του νεαρού βοσκού.

10. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση του αφηγητή με τη φύση; Σε ποια χωρία προβάλλεται εντονότερα η σχέση αυτή;
Πρόκειται για μια σχέση εξιδανικευμένη. Ο αφηγητής λατρεύει τη φύση, όπως δείχνει με τις πανέμορφες περιγραφές της. Δεν αποτελεί γι’ αυτόν η φύση απλό αισθητικό ερέθισμα. Είναι πηγή ζωής, ομορφιάς, αγνότητας και αθωότητας. Αισθάνεται κυρίαρχος μέσα σ’ αυτήν (Όλα εκείνα ήσαν δικά μου ), ευδαιμονεί. Θα λέγαμε ότι αγγίζει τα όρια της ταύτισης (Εφαινόμην κι εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους). Όλα αυτά διαφαίνονται κυρίως στις σελ. 163-164 του σχολ. βιβλίου: Η τελευταία ...κτήμα ιδικού μου, όπου ο Αλ. Παπαδιαμάντης με την περιγραφική του δεινότητα μας φανερώνει -αν μη τι άλλο- τη φυσιoλατρία του. Άξια λόγου είναι βέβαια και η ταύτισή του με τη φύση (σελ. 170).
Σύμφωνα με τον Οδ. Ελύτη «ο τρόπος που παρατηρεί ο Παπαδιαμάντης τη φύση συνιστά ένα είδος θρησκείας. Ο συγγραφέας μεταφέρει στη γλώσσα των αισθημάτων όλα τα στοιχεία της φύσης, ανασύροντας ένα δικό του, προσωπικό ήθος». 

11. Πώς ερμηνεύετε τις ομωνυμίες α) κοριτσιού-κατσίκας και β) κυρ Μόσχου- Μοσχούλας;
α) Ομωνυμία κοριτσιού - κατσίκας
 Η ομωνυμία κοριτσιού-κατσίκας αποτελεί στοιχείο προοικονομίας. Με βάση την αξιοποίηση αυτής της ομωνυμίας ο συγγραφέας θα επιτύχει την πρώτη προσέγγιση των δύο παιδιών (όταν ο βοσκός φωνάζει την κατσίκα του και απαντάει η κόρη).  Πέραν αυτού ο βοσκός προβάλλει στην κατσίκα τα συναισθήματά του για την κοπέλα. Γι’ αυτόν η κόρη-Μοσχούλα αποτελεί όνειρο και μάλιστα απραγματοποίητο, άπιαστο. Έτσι, η ελάχιστη μορφή έκφρασης των συναισθημάτων του, και εκτόνωσης τους επιτυγχάνεται -με την ομωνυμία αυτή- στην κατσίκα-Μοσχούλα. Είναι σαφώς ένας μηχανισμός υποκατάστασης συναισθημάτων .
Η Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη γράφει : «...Η υποκατάσταση όμως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις ομοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγμάτων σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα και περισσότερο το αποτέλεσμα μιας επίμονης επιλογής. [...] Η σωτηρία της μιας συνεπάγεται τη θυσία της άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη μια δε συμβιβάζεται με την αγάπη προς την άλλη. Ό,τι με την ομωνυμία σήμαινε πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ’ έναν ενιαίο κόσμο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Ο κόσμος φανερώνει τη θραυσματικότητά του».
β) Η ομωνυμία κοριτσιού - κυρ Μόσχου
Ο κυρ Μόσχος εκπροσωπεί τον πολιτισμό και την τάξη αρχόντων. Η ομωνυμία Μόσχου - Μοσχούλας δηλώνει τη στενή σχέση τους όσον αφορά το συμβολισμό τους. Και η Μοσχούλα - έξω και πέρα απ’ τη μαγική μορφή της και το εξιδανικευμένο κάλλος της- κατ’ επέκταση ανήκει σ’ αυτόν τον αλλοτριωμένο κόσμο, ζει στο απομονωμένο της βασίλειό χωρίς ελευθερία και γεμάτη φόβους. Στο τέλος μάλιστα δείχνει να εξελίσσεται σε μια συνηθισμένη γυναίκα που κουβαλά όπως όλες το προπατορικό αμάρτημα.
Επίσης, εθιμοτυπικό στοιχείο αποτελεί στις κλειστές κοινωνίες η γυναίκα να παίρνει το όνομα του άντρα (εδώ η κόρη, καθώς σύζυγος δεν υπάρχει).

12. Πώς βλέπει ο νεαρός βοσκός τη Μοσχούλα; Ανταποκρίνεται το κορίτσι στα συναισθήματά του;
Ο έφηβος βοσκός θαμπώνεται απ’ την ομορφιά της Μοσχούλας. Η περιγραφή της -λυρικότατη - αναφέρεται σε κάτι εξωπραγματικό, μυθικό. Εκπέμπει μαγεία το νεαρό κορίτσι. Είναι για το βοσκό κάτι το εξιδανικευμένο. Έτσι δικαιολογείται η έλξη που ασκεί σε αυτόν . Ο ερωτικός πόθος γι’ αυτήν κυριαρχεί στην ψυχή του. Κι επειδή μοιάζει με απλησίαστο αγαθό, με άπιαστο όνειρο, ο νεαρός βοσκός προβάλλει τα συναισθήματά του γι’ αυτήν στην αγαπημένη του κατσίκα.
  Απ’ την άλλη, η Μοσχούλα δείχνει μέσα απ’ τις δύο προσεγγίσεις των νέων (σελ. 167-168) ότι ανταποκρίνεται -στο βαθμό που της επιτρέπει η αγωγή της, οι αρχές της και η θέση της- στα συναισθήματα του νεαρού ποιμένα. Απαντά στο κάλεσμα του βοσκού έστω κι αν δεν απευθυνόταν σ’αυτήν και, μετά την απότομη απάντηση του νεαρού, δείχνει τη δυσαρέσκειά της.
Η δεύτερη προσέγγιση μάλιστα υποκινείται απ’ την ίδια. Αυτή του φωνάζει. Τολμηρή, λοιπόν, αν αναλογιστούμε την εποχή και τα ήθη, η κόρη. Τον καλεί μάλιστα να της παίξει με τη φλογέρα του ένα τραγούδι. Κι όταν ο βοσκός της κάνει το χατίρι, τον αμείβει με δώρα. Γεγονός, που -αν μη τι άλλο- δείχνει ότι δεν της ήταν αδιάφορος.

13. Πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη συμπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;
Ο βοσκός ξεχωρίζει την πιο χαριτωμένη κατσίκα του, που του θυμίζει, ακριβώς γιατί είναι χαριτωμένη, την κοπέλα, και προβάλλει σε αυτήν τα συναισθήματά του για την κοπέλα. Γι’ αυτόν η κόρη-Μοσχούλα αποτελεί όνειρο και μάλιστα απραγματοποίητο, άπιαστο. Έτσι, η ελάχιστη μορφή έκφρασης των συναισθημάτων του, και εκτόνωσης τους επιτυγχάνεται -με την ομωνυμία αυτή- στην κατσίκα-Μοσχούλα. Είναι σαφώς ένας μηχανισμός υποκατάστασης συναισθημάτων .

Β΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Ενότητες 4η  – 6η («Μιαν εσπέραν ...το ταλαίπωρον ζώον»)
1. Το φυσικό στοιχείο εκπροσωπεί στο διήγημα του Παπαδιαμάντη την επιστροφή προς την αγνότητα και εκφράζει τη νοσταλγία του συγγραφέα για την πατρίδα του. Μπορείτε να επαληθεύσετε την άποψη αυτή με παραδείγματα απ' το κείμενο;
Ενδεικτικά παραδείγματα που επαληθεύουν κατά τον Παπαδιαμάντη ότι η φύση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστροφή στην αγνότητα, αλλά και έκφραση της νοσταλγίας του για την πατρίδα αποτελούν:
α) Η 1η  παράγραφος του κειμένου, όπου περιγράφει το ευτυχισμένο παρελθόν της εφηβείας του στη φύση, αναφέροντας μάλιστα ότι ήταν η τελευταία φορά που ένιωσε ευτυχής.
β) Στις σελ. 163-164 (του σχολ. βιβλίου) μας περιγράφει τη «φυσική ζωή» του, όπου δεσπόζει η ελευθερία, η κυριαρχία του στο περιβάλλον, η ξεγνοιασιά και η αθωότητά του.
γ) Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που πιστοποιεί τη σχέση του φυσικού στοιχείου με τη νοσταλγική διάθεση του συγγραφέα είναι η τελευταία φράση του αφηγητή: Ώ! ας ήμουν ακόμη βοσκός εις τα όρη... 
δ) Αντίστροφα, θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο και για τα χωρία όπου ο συγγραφέας επισημαίνει τη διαφθορά, την κατάπτωση που βιώνει στο παρόν μέσα στο αστικό περιβάλλον. Ενδεικτικά είναι τα λόγια του για κυνέρωτες, λυκοφιλίες και ιδιοτελείς περιπτύξεις, όπως και η τελευταία παράγραφος του κειμένου.
Πέραν των παραδειγμάτων όμως ας δούμε τι γράφει η Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη περί αγνότητας, όπως αυτή συνδέεται με το φυσικό στοιχείο (σύμβολο της προπτωτικής αγνότητας, η φυσική ζωή): «Τι σημαίνει π. χ. φυσικός άνθρωπος [. ..]; Στο κλασικό ειδύλλιο σημαίνει αυτός που ζει σ’ ένα παραδεισένιο περιβάλλον σε οργανική και αρμονική σχέση με τη φύση, άρα με «ησυχία», που είναι και αποτέλεσμα μετριοπάθειας και έλλειψης φιλοδοξίας. «Κατά φύσιν άνθρωπος» στην Χριστιανική ορολογία σημαίνει προ-πτωτικός άνθρωπος, με κύρια χαρακτηριστικά τη δυναμική ενότητα ανάμεσα στον υλικό κόσμο και το σώμα του, το σώμα του και την ψυχή του, την ψυχή του και το Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο στοιχείο του κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην «ησυχία» χωρίς ποτέ να οδηγεί στο πάθος, γίνεται στο χριστιανισμό το αίτιο της διάλυσης αυτής της δυναμικής ενότητας. Η αγάπη προς το ποίμνιο (Μοσχούλα-κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη μπροστά στην αθωότητα με την οποία προσεγγίζεται το μυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα-κοπέλα). [...] Αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του «υπέρ των προβάτων», θυσιάζει το ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του (δηλ. την αθωότητά του). Ακόμη περισσότερο, η ονειρώδης ανάμνησις της λουόμενης κόρης [...] που τον ακολουθεί γίνεται το αίτιο της οριστικής απώλειας του εδεμικού παραδείσου. ..».
Γ. Φαρίνου -Μαλαματάρη, "Η Ειδυλλιακή Διάσταση"

2. Ποια στοιχεία «ειδυλλιακά» (βουκολικά, ποιμενικά) μπορείτε να επισημάνετε στην ενότητα αυτή;
η περιγραφή του γιαλού με τα βράχια
η μεταφορά του κοπαδιού στο γιαλό για τα κρίταμα και τις αρμυρήθρες
ο βοσκός επιβάλλει την τάξη στο κοπάδι με το σφύριγμά του
το περιλαίμιο της Μοσχούλας -κατσίκας και τα κουδούνια των τράγων
η περιγραφή του δειλινού
 το άντρο και οι θαλάσσιες θηλυκές θεότητες
 η ευθύνη και η φροντίδα του βοσκού για τα ζώα του
 ο διαφαινόμενος έρωτας του βοσκού για την κοπέλα

3. Με ποια εκφραστικά μέσα μεταδίδει ο συγγραφέας - αφηγητής τα συναισθήματα θαυμασμού και την έκσταση που νιώθει ο βοσκός στη θέα της  «λουόμενης» Μοσχούλας;
Παρομοιώσεις: από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν (σελ. 171), λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας (σελ. 173), ως πλέει ναυς μαγική ( σελ. 174).
Τριμερή ασύνδετα: Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα (σελ. 173), Ήτον πνοή, ίνδαλμα, όνειρον        (σελ. 174), Ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν (σελ. 174).
Μεταφορές: όνειρον, θαύμα, πνοή, νηρηίς, νύμφη, σειρήν (σελ. 173-174), τους βραχίονας τους τορνευτούς (σελ. 173), ναυς των ονείρων (σελ. 174 ).
Οξύμωρο: την αμαυράν κι όμως χρυσίζουσαν (σελ. 173)
Ασύνδετα: την οσφύν της, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της (σελ. 174), το στέρνον της, τους κόλπους της (σελ. 174).
Να σημειωθεί ακόμη ο πλούτος των επιθέτων όπως και η επανάληψη της λέξης όνειρον και παραγώγων της.

4. Στο διήγημα αυτό το όνειρο συνυφαίνεται με την πραγματικότητα. Πώς γίνεται η μετάβαση από το όνειρο στην πραγματικότητα και αντίστροφα;
Μια αρχική επισήμανση που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι η μετάβαση απ’ το όνειρο στην πραγματικότητα και αντίστροφα επιτυγχάνεται με τη διαδοχική μεταφορά από το παρελθόν στο παρόν (παρελθόν = όνειρο, παρόν = πραγματικότητα ). Απ’ την άλλη, και μέσα στη χρονική βαθμίδα του παρελθόντος, όνειρο και πραγματικότητα διαδέχονται το ένα το άλλο σε βαθμό που συχνά είναι ασαφή τα όρια τους. Εδώ η μετάβαση απ’ το ρεαλιστικό στο ονειρικό στοιχείο γίνεται με λυρικές περιγραφές και εικόνες, με τη ρυθμικότητα της γλώσσας, τα πλούσια εκφραστικά σχήματα, τις επαναλήψεις, τον πλούτο των επιθέτων , τη χρήση ηχοποίητων λέξεων (μορμυρίζον, ψελλίζoν ), με τα τριμερή ασύνδετα που προσδίδουν ποιητικότητα κ.ά.. Ενδεικτική είναι και η χρήση της λέξης όνειρο, καθώς και άλλων παρεμφερών λέξεων (μαγεία, θαύμα, πλάνη, γοητεία). Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και στοιχεία αντλημένα από λαϊκές παραδόσεις (ο τάπητας του ήλιου), από τη μυθολογία (το άντρο των νυμφών) και από τη Βίβλο (Άσμα Ασμάτων). Όλα αυτά λοιπόν αποτελούν μέσα με τα οποία ο συγγραφέας μεταβαίνει στο ονειρικό στοιχείο αισθητοποιώντας το.
Μιλώντας βέβαια για τα μέσα μετάβασης θα πρέπει. να αναφέρουμε τα δύο δραματικά απρόοπτα: το σφοδρόν πλατάγισμα (σελ. 171), το οποίο οριοθετεί τη μετάβαση του βοσκού στο όνειρο και το βέλασμα της κατσίκας (σελ. 174), που τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ήχους (πλατάγισμα, βέλασμα)

5. Στις περιγραφές του Παπαδιαμάντη υπάρχουν επιδράσεις από το ρομαντισμό. Ποια στοιχεία της «σκηνογραφίας» συμβάλλουν σ’ αυτή την εντύπωση;
Η εποχή κατά την οποία δρα συγγραφικά ο Αλ. Παπαδιαμάντης βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στον φθίνοντα ρομαντισμό και τον ανατέλλοντα ρεαλισμό. Το Όνειρο στο κύμα αγγίζει περισσότερο το ρομαντισμό (χωρίς να στερείται ρεαλιστικά και ηθογραφικά στοιχεία).
Η σκηνογραφία, λοιπόν, προδίδει την επίδρασή που δέχθηκε ο συγγραφέας απ’ το ρομαντισμό, καθώς είναι εμπλουτισμένη με στοιχεία όπως η νύχτα, η σελήνη, ο φλοίσβος του κύματος, ο βράχος, τα κύματα που χορεύουν , η ουρά της λαμπράς αλουργίδος κ.ά. Γενικότερα τα στοιχεία της εξιδανίκευσης, της φυγής απ’ την πραγματικότητα και της υπερβολής στις περιγραφές μαρτυρούν την επιρροή που άσκησε ο ρομαντισμός στον Παπαδιαμάντη.

6. Η περιoρισμένη δράση και οι σύντομοι διάλογοι των ηρώων του Παπαδιαμάντη συμπληρώνονται με εκτεταμένες ψυχολογικές αναλύσεις από τον αφηγητή. Σε ποια σημεία διακρίνετε αυτή την τεχνική του συγγραφέα και ποιο είναι το αισθητικό αποτέλεσμα;
 Εμφανή στοιχεία ψυχογραφικής προσέγγισης μπορεί να ανιχνεύσει κανείς στο τέλος της α΄ ενότητας (σελ. 162), όπου αιτιολογεί τη δυστυχία του παρόντος, όπως και στην αρχή της δεύτερης (σελ. 163), όπου αναλύει και ερμηνεύει έμμεσα την ευτυχία του παρελθόντος. Κυρίως όμως στη δ΄ ενότητα, όπου διεισδύει στην ψυχή του νεαρού βοσκού αποκαλύπτοντάς μας τα διλήμματα, τις συγκρουσιακές  καταστάσεις που βιώνει, καθώς και την προσπάθεια δικαιολόγησης της απόφασής του. Παρόμοια κατάδυση θα κάνει στις αρχές της ε΄ ενότητας (αναφέρεται στις  πονηρές σκέψεις του) και στο τέλος της στ ΄, όπου περιγράφει την ψυχική του κατάσταση κατά τη «σύλληψη» του ονείρου. Τέλος, διλήμματα και ψυχολογικές  προσεγγίσεις θα βρούμε στην τελευταία ενότητα, στην οποία από την προοπτική του ώριμου αφηγητή παρουσιάζεται να κάνει τον απολογισμό του.
 Με τις ψυχολογικές αυτές αναλύσεις ο συγγραφέας απεγκλωβίζεται απ’ τα όρια της ρηχής ηθoγραφίας και τoυ ρoμαντισμoύ. Παρoυσιάζoντας ανάγλυφα τα πάθη, τις αδυναμίες, τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα συναισθήματα του ήρωα, δίνει βάθος στο έργο του. Ταυτόχρονα ενεργοποιεί ψυχικά και τον αναγνώστη. Τώρα πάλλεται κι αυτός συναισθηματικά, βιώνει την αγωνία, το δίλημμα, έχοντας σαν πυξίδα την ψυχολογική ανάλυση του αφηγητή. Θα λέγαμε ότι δεν αφήνει τον αναγνώστη αμέτοχο σε μια επιδερμική ανάγνωση.

7. α) Ποια διλήμματα αντιμετωπίζει το βοσκόπουλο στην προσπάθειά του να διαφύγει την προσοχή της Μοσχούλας; Γιατί ήρθε στο νου του ο πατήρ Σισώης;  β) Τελικά τι δίνει τη λύση στην αποφασιστικότητά του;
α) Τα διλήμματα του βoσκoύ:
Αρχικά σκέφτεται να φύγει όσο πιο αθόρυβα γίνεται. Απορρίπτει όμως αυτή την επιλογή γιατί υπήρχε πιθανότητα να τον δει η Μοσχούλα και τρομαγμένη να τον κατηγορήσει για ανηθικότητα, (δια σκοπούς αθεμίτους, σελ. 172).
Έπειτα, σκέφτεται να την ειδοποιήσει , να της πει ότι βρέθηκε τυχαία, να μη φοβάται κι ότι θα φύγει αμέσως. Απορρίπτει κι αυτή τη σκέψη με τη δικαιολογία ότι ήταν σκαιός και άτολμος, ότι δεν είχε λάβει μαθήματα κοσμιότητας. Στην ουσία είναι δύσκολο να ξεφύγει απ’ τον γλυκό πειρασμό.
Τρίτη επιλογή: να παραμείνει στη θέση του ώσπου να φύγει η Μοσχούλα που λογικά δεν θα αργούσε. Αρχικά την απορρίπτει με το σκεπτικό ότι δεν πρέπει να έρθει αντιμέτωπος με τον πειρασμό, ενθυμούμενος τη συμβουλή του πατέρα Σισώη. Ωστόσο, τελικά αυτή θα προτιμήσει.
Τέταρτη επιλογή: Να πέσει στη θάλασσα και να φύγει κολυμπώντας προς την αντίθετη πλευρά χωρίς να γίνει αντιληπτός. Δεν θα επιλέξει την τελευταία λύση γιατί η προσπάθειά του θα ήταν χρονοβόρα, κοπιαστική, επικίνδυνη κι ακόμη γιατί θα έθετε σε κίνδυνο την κατσίκα του και το κοπάδι, καθώς θα καθυστερούσε αρκετά.

Ο βοσκός αντιμετωπίζει λοιπόν διλήμματα, μια εσωτερική σύγκρουση που επί της ουσίας είναι:


                                                            να μην εκτεθεί στη Μοσχούλα
από τη μια η ηθική του υπόληψη      
                                                            να μην υποκύψει στον πειρασμό

                                                                  η θέα του, γυμνού κοριτσιού
        από την άλλη  η επιθυμία του                                   και
                                                                   η απόλαυση του πειρασμού.

 Να αντισταθεί λοιπόν στον πειρασμό, υπακούοντας στις ηθικές του αρχές ή να υποκύψει σ’ αυτόν αμαρτάνοντας, βιώνοντας όμως έτσι την απόλαυση που του προκαλεί;
Τα λόγια του πατέρα Σισώη (να αποφεύγει πάντα το γυναικείο πειρασμό) έρχονται στη σκέψη του γιατί αποτελούν τον πυρήνα της ηθικής του, τη φωνή της συνείδησής του. Μια φωνή που τον καλεί να επιτελέσει το ηθικό του χρέος, να μην έρθει αντιμέτωπος με τον πειρασμό. Απ’ την άλλη, ο πατέρας Σισώης είχε ζήσει μια παρόμοια κατάσταση και εσωτερική σύγκρουση. Υπέκυψε στο γυναικείο πειρασμό και, αντιλαμβανόμενος το αμάρτημά του, μετανόησε και γύρισε στο δρόμο του Θεού για να λυτρωθεί. Συμπερασματικά, ο πατέρας Σισώης ήταν ο δάσκαλός του, ο φορέας της ηθικής του και κυρίως ο άνθρωπος που είχε βιώσει μια ίδια σχεδόν εσωτερική μάχη. Ήταν λογικό λοιπόν να θυμηθεί τα λόγια του.
β) Η λύση στα διλήμματα:
 Ο πειρασμός αποδεικνύεται πιο δυνατός απ’ τη φωνή της συνείδησής του και την ηθική του. Αυτό που απασχολεί το βοσκό καθώς συνειδητοποιεί ότι θα υποκύψει σ’ αυτόν είναι να βρει μια επαρκή δικαιολογία για να νιώσει καλύτερα. Όταν τη βρίσκει λύνεται και τυπικά το δίλημμα: δεν υπήρχε άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω... Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος. Δηλαδή, ναι μεν υπάρχει πειρασμός, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Στο κάτω-κάτω είχε καθαρή τη συνείδησή του, δεν ήταν κάτι που είχε προσχεδιάσει ούτε θα υπέκυπτε στον πειρασμό αφού συνειδητά (εν συνειδήσει) ήταν απονήρευτος. Και στη συνέχεια που υποκύπτει (έκυψα να ίδω): περιέργεια κι όχι ερωτικό πάθος ήταν η αιτία. Προφάσεις του νεαρού βοσκού, αγωνιώδης προσπάθεια να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα (για τη δική του ηθική).

8. Πιστεύετε ότι το βοσκόπουλο σκέφτεται και δρα λογικά στη συγκεκριμένη περίσταση; Τι εννοεί με τη φράση ήμην εν συνειδήσει αθώος;
 Αν πραγματικά ήθελε να ξεφύγει απ’ τον πειρασμό χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την υπόληψή του, είχε την ευκαιρία να το κάνει όταν η Μοσχούλα κολύμπησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό υπαγορεύει η λογική. Όμως το συναίσθημα, το ερωτικό πάθος, τον συνεπήρε. Λειτούργησε με το θυμικό λοιπόν κι όχι με τη λογική. Λογική θεωρείται η απόρριψη της πρώτης, δεύτερης και τέταρτης επιλογής, όχι όμως και της τρίτης. Θα μπορούσε να παραμείνει στη θέση του ώσπου να φύγει η Μοσχούλα που λογικά δεν θα αργούσε, χωρίς να την κοιτάει κρυφά. Ο πειρασμός όμως αποδεικνύεται πιο δυνατός απ’ τη φωνή της συνείδησής του και την ηθική του. Αυτό που απασχολεί το βοσκό, καθώς συνειδητοποιεί ότι θα υποκύψει στον πειρασμό, είναι να βρει μια επαρκή δικαιολογία για να νιώσει καλύτερα. Όταν τη βρίσκει λύνεται και τυπικά το δίλημμα: δεν υπήρχε άλλη αίρεσις, ειμή να περιμένω... Άλλως ήμην εν συνειδήσει αθώος. Δηλαδή, ναι μεν υπάρχει πειρασμός, αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Στο κάτω-κάτω είχε καθαρή τη συνείδησή του, δεν ήταν κάτι που είχε προσχεδιάσει ούτε θα υπέκυπτε στον πειρασμό αφού συνειδητά (εν συνειδήσει) ήταν απονήρευτος. Υποσυνείδητα, ωστόσο, τον βασανίζει το τι να κάνει ώστε να δει τη Μοσχούλα χωρίς να γίνει αντιληπτός.

9. Πώς αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας την ιδανική ομορφιά;
Η ιδανική ομορφιά για το συγγραφέα ενυπάρχει στο αρμονικό δέσιμο φύσης-ανθρώπου. Καθώς σκηνοθετεί για μας ένα παραδείσιο φυσικό τοπίο, εντάσσει σ’ αυτό το κάλλος ενός γυμνού δεκαεξάχρονου κοριτσιού. Έτσι μόνο το ωραίο ολοκληρώνεται. «Το γυναικείο κάλλος είναι το μέγιστον κάλλος της φυσικής ωραιότητας, την οποία παρατηρεί και μετ’ έρωτος περιγράφει ο Παπαδιαμάντης. Φυσικά και δεν έχει αυτή η θέαση, ενατένιση και περιγραφή καμία σχέση με την πορνογραφία», λέει σχετικά ο Φώτης Δημητρακόπουλος.
Εξαγιάζει φύση και γυναικείο σώμα ο Αλ. Παπαδιαμάντης, της προσδίδει μια μυθική, μαγική, εξωπραγματική ομορφιά. Ομορφιά που ντύνεται με το ονειρικό στοιχείο, αιθέρια, ασύλληπτη, ερωτική, αγνή, πηγή ευτυχίας, κατάφαση στη ζωή.
10.  Πώς συνδέεται η ενότητα αυτή με τον τίτλο του διηγήματος Όνειρο στο κύμα;
Στην ενότητα αυτή ο συγγραφέας, με εξαιρετικό λυρισμό, απ’ τα στοιχεία της πραγματικότητας μεταβαίνει στη διάσταση του μυθικού, του ιδεατού, του εξωπραγματικού. Η περιγραφή του φυσικoύ τοπίου και ιδίως του γυμνού κοριτσιού αποκτά ονειρική υπόσταση. Η λουόμενη Μοσχούλα προβάλλεται ως ενσάρκωση του ονείρου. Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα  και, ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστο και όνειρον επιπλέον εις το κύμα, μας λέει. Άρα, καθώς στην ενότητα αυτή το ονειρικό στοιχείο κυριαρχεί, είναι εμφανής η σχέση της με τον τίτλο του διηγήματος Όνειρο στο κύμα.

11. Ποια είναι η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή και πώς εναλλάσσονται τα συναισθήματά του στην ενότητα; Να απαντήσετε σχολιάζοντας ιδιαίτερα τη φράση Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια.
Αρχικά μαγεύεται απ’ τη φύση και τη θάλασσα. Νιώθει μάλιστα, καθώς κολυμπά, ότι γίνεται ένα μ’ αυτήν, ότι ταυτίζεται. Πρόκειται αναμφίβολα για ευδαιμονική κατάσταση. Το συναίσθημα ευθύνης απέναντι στο κοπάδι τού διακόπτει αυτή τη συναισθηματική του έξαρση και τον επαναφέρει στην πραγματικότητα. Αμέσως,  ακούει ένα σφοδρόν πλατάγισμα και αντιλαμβάνεται ότι η Μοσχούλα έπεσε στη θάλασσα να κολυμπήσει. Ακολουθεί μια σύντομη αλλά απολαυστική για τον ψυχισμό του θέαση: του όμορφου κοριτσιού να κολυμπά. Όμως μέσα του τώρα παλεύουν τα συναισθήματα και οι σκέψεις του. Εσωτερικές συγκρούσεις και διλήμματα αναφύονται. Να αντισταθεί στον πειρασμό για χάρη των αρχών του και να χάσει το «απόλυτο» θέαμα ή να ενδώσει απολαμβάνοντας τη θέα του γυμνού κοριτσιού, υπακούοντας έτσι στην ερωτική του επιθυμία και προδίδοντας τις αξίες του; Και πως θα δικαιολογηθεί στη συνείδησή του αν υποκύψει στον πειρασμό;
 Υποκύπτει και χαίρεται, ευτυχεί παραδομένος στην ονειρική ομορφιά που αντικρίζει. Μαγεία, κάλλος απλησίαστο, ερωτική έλξη, συνθέτουν το ψυχικό του τοπίο τώρα. Είναι χαμένος, χάσκει εκστασιασμένος απ’ το θέαμα που βλέπει και τα συναισθήματα που του δημιουργεί. Αισθάνεται ότι έχει υπερβεί τα όρια του αισθητού, του πραγματικού. Βιώνει μια πρωτόγνωρη κατάσταση. Δεν μπορεί να σκεφτεί τα επίγεια. Έχει την ψευδαίσθηση ότι ζει στα επουράνια. Στην ουσία όμως βιώνει κάτι το απόλυτα επίγειο. Κάπου-κάπου η φωνή της συνείδησής του ακούγεται, αλλά δεν τον κάμπτει. Όμως κι αυτή η απόλαυση διακόπτεται όταν ακούει το βέλασμα της κατσίκας του και, ταραγμένος καθώς τρέχει προς το μέρος της, γίνεται αντιληπτός απ’ τη γυμνή κοπέλα. Φόβος για το ζωντανό του, και νέα διλήμματα ακολουθούν .

12. Πώς συνδέεται η «παγίδευση» του ήρωα με την παγίδευση της αίγας;
Ο ήρωας «παγιδεύεται» εσωτερικά (δίλημμα: πειρασμός - αρχές) πριν ακόμη η κατσίκα κινδυνεύσει. Ωστόσο, η εξωτερική «παγίδευση», η αποκάλυψή του και το δίλημμα (να φύγει ή να πέσει να τη σώσει) λαμβάνει χώρα απ’ τη στιγμή που η κατσίκα καθώς «σχοινιάζεται» βελάζει. Ο βοσκός χωρίς να το σκεφθεί τρέχει να τη σώσει. Έτσι όμως γίνεται αντιληπτός απ’ την κοπέλα που κολυμπά αμέριμνη, και  «παγιδεύεται», θα λέγαμε, κι αυτός.

Γ΄ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Ενότητες 7η –8η  («Δεν ηξεύρω ...τα όρη»)
1. Ποιο «δραματικό απρόοπτο» συμβαίνει στην ενότητα αυτή; Πώς επιδρά στην εξέλιξη της ιστορίας;
Το «δραματικό απρόοπτο» που συμβαίνει σ’ αυτή την ενότητα είναι η εμφάνιση μιας αλιευτικής βάρκας. Η Μοσχούλα που ήδη είχε φοβηθεί απ’ την παρουσία του νέου, τώρα τρομάζει και κινδυνεύει σοβαρά πια να πνιγεί.
            Το γεγονός αυτό παίζει σημαντικό ρόλο στην πλοκή του έργου. Κατ’ αρχήν, ο νεαρός βοσκός ξεπερνά ένα ακόμη δίλημμά του: να πέσει στη θάλασσα να βοηθήσει τη Μοσχούλα που είχε φοβηθεί απ’ την παρουσία της βάρκας, ή να τρέξει να φύγει; Τι θα ήταν προτιμότερο για τη Μοσχούλα; Με την εμφάνιση της βάρκας και το ταυτόχρονο βούλιαγμα της Μοσχούλας στο νερό το δίλημμα λύνεται ακαριαία. Δεν υπάρχουν περιθώρια για σκέψεις. Ο ήρωας πέφτει στο νερό. Η εξέλιξη της δράσης κορυφώνεται και τελικά βιώνει την επαφή με το γυμνό σώμα του κοριτσιού καθώς το σώζει. Συλλαμβάνει με τα ίδια του τα χέρια το όνειρο, κάτι που θα τον σημαδέψει στην υπόλοιπη ζωή του.

2. Σε ποιο σημείο της αφήγησης παρατηρείται επιβράδυνση και ποια η λειτουργία της στο κείμενο;
Σε όλο το διήγημα, επιβραδύνσεις αρκετές παρατηρούμε, όταν ο συγγραφέας επιδίδεται σε εκτενείς περιγραφές. Στη συγκεκριμένη ενότητα, στοιχεία επιβράδυνσης μπορούμε να θεωρήσουμε κάποιες λεπτομέρειες που παραθέτει ο συγγραφέας, όπως αυτές που αναφέρονται στην πτώση του στη θάλασσα, στο βάθος της και στη σύσταση του βυθού, στις δίνες που σχηματίζονται όταν κάποιος βουλιάζει στο νερό κ.ά.
Η λειτουργία της σύντομης -είναι αλήθεια- αυτής επιβράδυνσης έχει να κάνει με την πρόθεση του συγγραφέα να ζωντανέψει στα μάτια μας τις συντεταγμένες, τις παραμέτρους της δραματικής σκηνής. Ταυτόχρονα, βέβαια, επιτείνεται και η αγωνία του αναγνώστη που αδημονεί να μάθει την κατάληξη της δραματικής αυτής εξέλιξης.

3. Ποια στοιχεία της αφήγησης δίνουν ερωτικό χαρακτήρα στο διήγημα;
Τον ερωτικό χαρακτήρα στο διήγημα προσδίδει κυρίως η αφηγηματική τεχνική της περιγραφής. Ο συγγραφέας με πλούσια εκφραστικά μέσα περιγράφει τη γυμνή έφηβη να κολυμπάει. Έτσι, η αμεσότητα, η παραστατικότητα και ο αισθησιασμός χρωματίζουν το έργο. Βοηθητικό ρόλο στην ανάδειξη του αισθησιακού στοιχείου διαδραματίζουν η ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιεί, ο έντονος λυρισμός και ο κόσμος του ονείρου και της φαντασίας στον οποίο μας εισάγει ο συγγραφέας.

4. Το διήγημα κλείνει με την ίδια φράση με την οποία αρχίζει. Ποια είναι η σημασία του κυκλικού αυτού σχήματος για το διήγημα;
Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. Έτσι αρχίζει το διήγημα. Και κλείνει: Ώ! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη! Εμφανές λοιπόν το σχήμα του κύκλου. Ο Αλ. Παπαδιαμάντης διαλέγει αυτόν τον τρόπο για να μας μεταδώσει την αίσθηση  της ολοκλήρωσης, του τέλους. Ταυτόχρονα υποδηλώνεται και το τέλος της σύγκρουσης αλλά και της ελπίδας. Ο αφηγητής είναι τελεσίδικα εγκλωβισμένος στο δυστυχισμένο παρόν του. Η βούληση για μια φυσική, αγνή και ευτυχισμένη ζωή θα παραμείνει στο επίπεδο της νοσταλγίας.

5. Ταυτίζεται ο αφηγητής με το συγγραφέα στο διήγημα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήματος (Δια την αντιγραφήν).
Ο Αλ. Παπαδιαμάντης (συγγραφέας) αρνείται την ταύτισή του με τον αφηγητή με τη φράση που θέτει στο τέλος της αφήγησης: Δια την αντιγραφήν. Ακόμη και τα εισαγωγικά στα οποία κλείνει την αφήγηση αυτόν το σκοπό έχουν: να δείξουν ότι ο συγγραφέας μας μεταφέρει αυτολεξεί την αφήγηση ενός άλλου.
Από την άλλη, το διήγημα κατατάσσεται στα αυτοβιογραφικά του Παπαδιαμάντη, καθώς έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ο αφηγητής ως πρωταγωνιστής συμμετέχει στα δρώμενα. Ας σημειωθεί ότι για το κεντρικό περιστατικό με τη Μοσχούλα δεν είμαστε βέβαιοι αν ήταν πραγματικό βίωμα, κι ούτε έχει σημασία. Άλλωστε, στο διήγημα εκφράζονται ιδέες με καθολικότερη ισχύ που αφορούν βασικά προβλήματα του ανθρώπου. Ο χρόνος, ο χώρος - το σκηνικό των δύο κόσμων (φυσικού και αστικού), η θρησκευτικότητα, η φυσιολατρία του ομοδιηγητικού αφηγητή, αποτελούν αναμφίβολα στοιχεία της προσωπικότητας του Αλ. Παπαδιαμάντη. Στην αυτοβιογραφικότητα του διηγήματος συνηγορούν ακόμη η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και η συμμετοχή του αφηγητή στα δρώμενα, με πρωταγωνιστικό μάλιστα ρόλο.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το κείμενο θεωρείται από μια μεγάλη μερίδα της κριτικής αυτοβιογραφικό, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε ποτέ βοσκός, ούτε έμαθε γράμματα στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών και βέβαια δεν σπούδασε ποτέ δικηγόρος. Είναι άλλωστε λάθος, σύμφωνα με τη θεωρία της λογοτεχνίας να ταυτίζουμε τον συγγραφέα με τον αφηγητή του. Κάτι τέτοιο δεν θα το ήθελε ούτε ο συγγραφέας, ο οποίος με το ευφυές λογοτεχνικό τέχνασμα των εισαγωγικών, αποποιείται κάθε σχέση με τον αφηγητή του· ο ίδιος δεν είναι παρά ο αντιγραφέας του κειμένου.
 Το πιο φρόνιμο θα ήταν να πούμε ότι ο Παπαδιαμάντης προσδίδει στον αφηγητή του στοιχεία της προσωπικότητάς του, και αντλεί από την παρακαταθήκη των βιωμάτων του, όπως κάθε μεγάλος συγγραφέας, προκειμένου το έργο του να πείθει για την αλήθεια του. Επομένως είναι πιο πολύ βιωματικός συγγραφέας ο Παπαδιαμάντης, παρά αυτοβιογραφικός. Γι’ αυτό δημιουργεί την εντύπωση ότι έζησε αυτά που γράφει, γιατί  ακριβώς αντλεί από πράγματα οικεία και μπορεί να τα διαχειριστεί με τρόπο πειστικό. Το βέβαιο είναι ότι εκείνος που αυτοβιογραφείται είναι ο αφηγητής του Παπαδιαμάντη και με αυτή την έννοια το κείμενο είναι σίγουρα αυτοβιογραφικό.


6. Πώς δικαιολογείται ο φόβος της Μοσχούλας στη θέα του βοσκού και της βάρκας;
Η Μοσχούλα είναι μια καλοαναθρεμμένη κόρη που ζει απομονωμένη κατά κάποιο τρόπο στον πύργο του θείου της, μεγαλωμένη με αξίες και αρχές συντηρητικές. Είναι μόλις δεκαέξι ετών άλλωστε. Είναι λογικό κολυμπώντας γυμνή να απεύχεται οποιοδήποτε βλέμμα πάνω της. Όταν λοιπόν αντιλαμβάνεται την παρουσία του νεαρού βοσκού, αλλά και της βάρκας αργότερα, φοβάται. Φοβάται λόγω της γύμνιας της, αισθάνεται ότι θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Επιπλέον, είναι βράδυ. Δεν μπορεί να έχει εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που δεν γνωρίζει, πολύ περισσότερο όταν αυτοί την κοιτάζουν να κολυμπά γυμνή. Φόβος, ενοχή, ντροπή, όλα μαζί ζωγραφίζουν το ψυχικό τοπίο του γυμνού κοριτσιού μέσα στη νύχτα, όταν συνειδητοποιεί ότι κάποιοι το βλέπουν .

7. Πώς χαρακτηρίζετε το βοσκόπουλο από την αντίδρασή του στον ενδεχόμενο πνιγμό της Μοσχούλας; Πώς ερμηνεύετε τον πολλαπλασιασμό των δυνάμεών του;
 Ακαριαία, χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις ενεργεί ο νεαρός βοσκός όταν, μετά την εμφάνιση της βάρκας, διαγράφεται ο κίνδυνος πνιγμού της Μοσχούλας. Όλα τα διλήμματα αναιρούνται. Χωρίς καμιά αναστολή, αστραπιαία, πέφτει στο νερό για να τη σώσει. Δεν σκέφτεται ούτε την υπόληψή του, ούτε την αποφυγή του πειρασμού, ούτε ακόμη την αγαπημένη του κατσίκα. Το μόνο που τον απασχολεί είναι πώς θα σωθεί η Μοσχούλα: (ω! ας έζη και ας ήτον ευτυχής).Το ερωτικό πάθος εξαϋλώνεται, εξιδανικεύεται. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Λειτουργεί λοιπόν με πνεύμα αυτοθυσίας. Δεν θέλει να επιδειχθεί ούτε να επωφεληθεί ερωτικά.
Η αγνότητα, η σεμνότητα και ο ηρωισμός λοιπόν αναδεικνύονται στην αντίδραση του νεαρού βοσκού, που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή σε έξαρση, σε κατάσταση υπερέντασης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο οργανισμός ενεργοποιεί κάθε ικμάδα δύναμης, εξαντλεί κάθε περιθώριο, κάθε δυνατότητα. Επιπλέον, παλεύει για ένα υπέρτατο σκοπό, τη ζωή της Μοσχούλας. Υπάρχει σοβαρό κίνητρο. Έτσι, επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις. Η κούραση, η εξάντληση και ο μόχθος εκείνες τις στιγμές δεν γίνονται αισθητά. Αντίθετα, τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος αισθάνεται ότι ξεπερνά τα όρια του, ότι είναι πιο δυνατός από ποτέ.

8. Ποιο είναι το όνειρο στο κύμα και ποια σημασία είχε για την υπόλοιπη ζωή του βοσκού;
 Όνειρο στο κύμα ήταν η λουόμενη κοπέλα. Το γυμνό κορίτσι που κολυμπά και εκστασιάζει το νεαρό βοσκό με τα κάλλη του. Ο βοσκός θαμπωμένος μπροστά στο πρωτόγνωρο θέαμα, πλημμυρισμένος από ευτυχία, αισθάνεται ότι ζει ένα όνειρο. Το όνειρο παίρνει σάρκα και οστά όταν το βοσκόπουλο, μετά τον κίνδυνο να πνιγεί η κόρη, πέφτει στη θάλασσα και έρχεται σ’ επαφή με το γυμνό σώμα της κοπέλας προσπαθώντας να τη διασώσει.
Το όνειρο αυτό σημάδεψε τη ζωή του νεαρού βοσκού. Η απόλαυσή του ώθησε τον ήρωα στην αμαρτία. Υπέκυψε στον πειρασμό παραβιάζοντας τον ηθικό κώδικα. Κι όχι μόνο αυτό: η ανάμνηση αυτού του ονείρου τον συνόδευσε μετέπειτα και τον εγκλώβισε στα εγκόσμια, μη επιτρέποντάς του να υλοποιήσει τον αρχικό του στόχο, να στραφεί στο μοναχισμό. Έτσι, έγινε η αιτία να εκπέσει απ’ την αγνότητα, την αθωότητα και την ευδαιμονία της «φυσικής ζωής» στην αμαρτία και τελικά στη δυστυχία που βιώνει στο παρόν, αδυνατώντας να σώσει την ψυχή του.

9. Ποια γνώμη εκφράζει ο συγγραφέας - αφηγητής εμμέσως για τις γυναίκες με τη φράση είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι;
Πρόκειται για έκφραση μιας υποτιμητικής για τις γυναίκες άποψης. Είναι ασήμαντη, λέει, χωρίς τίποτε ιδιαίτερο (απλή) κόρη της Εύας. Δηλαδή φέρει τις αδυναμίες και τα ελαττώματα της πρωτόπλαστης. Όπως όλαι: Εδώ γενικεύει. Όλες οι γυναίκες είναι έτσι. Είναι απόγονοι της Εύας και φορείς των αμαρτιών της. Απόλυτος και ισοπεδωτικός εδώ ο αφηγητής. Άδικος, θα λέγαμε, απέναντι στο γυναικείο φύλο, εκφραστής ενός μισογυνισμού. Οφείλουμε να πούμε όμως ότι η θέση αυτή πηγάζει ως ένα βαθμό από την εκκλησιαστική του παιδεία, όσο κι αν αυτό ξενίζει, κι ακόμη ότι δεν είναι πάγια θέση του Αλ. Παπαδιαμάντη.

10.  Γιατί ο αφηγητής μετρίως ελυπήθη  για το θάνατο της κατσίκας του;
Συγκρατημένα λυπήθηκε για τον πνιγμό της κατσίκας του γιατί ως αντιστάθμισμα έζησε και απόλαυσε ένα άπιαστο όνειρο, βιώνοντας τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του. Επίσης, έσωσε την κοπέλα θυσιάζοντας την κατσίκα. Άξιζε λοιπόν ως ένα βαθμό το τίμημα αυτό, ο χαμός της κατσίκας του.
Απ’ την άλλη, ως ώριμος αφηγητής πια, τοποθετημένος στο παρόν, εστιάζει το ενδιαφέρον του στην έκπτωσή του, στη δυστυχία του. Ο πνιγμός της κατσίκας του περνά σε δεύτερη μοίρα. Η απώλεια της ευδαιμονίας, της αθωότητας και της ελευθερίας που του πρόσφερε η ζωή στη φύση, σε αντιπαράθεση με το αφόρητο και καταπιεστικό παρόν που βιώνει, είναι αυτά που του στοιχίζουν πιο πολύ.

11. Ποιος είναι ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας στο διήγημα; Τι συμβολίζει το «σχοίνιασμά» της;
Ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας:
α. Ο νεαρός βοσκός προβάλλει σ’ αυτήν τα συναισθήματά του για την κοπέλα καθότι η τελευταία αποτελεί άπιαστο όνειρο.
β. Με την ομωνυμία κόρης - κατσίκας επιτυγχάνεται η πρώτη προσέγγιση των νέων, όταν φωνάζοντας την κατσίκα, του απαντά η κοπέλα.
γ. Σχεδόν πριν από κάθε αναφορά στην κοπέλα υπάρχει αναφορά στην κατσίκα.
δ. Το απροσδόκητο βέλασμα της αίγας θα αποτελέσει το δραματικό απρόοπτο που θα βοηθήσει στην εξέλιξη της δράσης και θα εντείνει την αγωνία του αναγνώστη.
ε. Ένα απ’ τα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ήρωας είναι ποια απ’ τις δύο: την αίγα ή την κοπέλα πρέπει να σκεφθεί και να σώσει; Ο πειρασμός θα κερδίσει και θα επικυρωθεί έτσι η έκπτωσή του στη δυστυχία.
Το σχοίνιασμα:
α. Το σχοινί παγιδεύει την αίγα. Παγιδεύει όμως και τον ήρωα που τρέχει ενστικτωδώς προς το μέρος της, αφού τον αφήνει εκτεθειμένο απέναντι στη Μοσχούλα, η οποία αντιλαμβάνεται την παρουσία του.
β. Η λύση της σύγκρουσης που βίωσε με την επιλογή του να απολαύσει το θέαμα και τελικά να σώσει την κοπέλα αντί για την κατσίκα οδήγησε στο σχοίνιασμα της κατσίκας, στον πνιγμό της. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ενδίδει στον πειρασμό και πέφτει στην αμαρτία, πληρώνοντας με τη δυστυχία του αυτή την επιλογή του. Έτσι, το σχοίνιασμα της κατσίκας οδήγησε την ίδια στον πνιγμό αλλά και τον ήρωα στο αποπνικτικό και αφόρητο παρόν. Και οι δύο «πνίγηκαν».

12. Πώς συσχετίζεται, κατά τη γνώμη σας, η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις της λουόμενης κόρης με την απόφαση του βοσκού να μη γίνει κληρικός;
Η ονειρώδης εκείνη ανάμνησις εγκλώβισε τον ήρωα στα εγκόσμια. Το όνειρο που είχε βιώσει τον συνόδευσε στην πορεία της ζωής του και δεν τον άφησε να εκπληρώσει το όνειρό του να γίνει κληρικός, γιατί του αποκάλυψε τη μαγεία, τα κάλλη της γυναίκας και γενικότερα τους επίγειους πειρασμούς. Αυτό διαφαίνεται και στα λόγια του Σισώη που μεταφέρει ο ώριμος αφηγητής: αν ήθελαν να με κάμουν καλόγερον, δεν έπρεπεν να με στείλουν έξω από το μοναστήρι....

13.  Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της τελικής ευχής του συγγραφέα Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!... και πώς συνδέεται η ευχή αυτή με τη φράση Δια την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολυβογράμματα;
Με τη φράση Ω! ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!… δηλώνεται η νοσταλγία  του ήρωα για την πατρίδα του, για τη φυσική ζωή που βίωνε ως έφηβος, ελεύθερος, και αγνός. Η φράση με την οποία κλείνει ο αφηγητής τo διήγημα έπεται -όχι τυχαία- της αναφοράς της παραβολής που παραπέμπει στο δυστυχισμένο παρόν του. Απ’  την άλλη, η φράση του Δια την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολυβογράμματα είναι ενδεικτική της άποψης του αφηγητή για τη μόρφωση, την οποία θεωρεί ως το κύριο αίτιο για την απώλεια της σωτηρίας. Τα ολίγα κολυβογράμματα, παραπέμπουν στην απλή, ανέμελη και ευδαιμονική ζωή του κατά την εφηβεία του ως ποιμένα, τότε που ένιωθε ευτυχής μέσα στη φύση. Διαφαίνεται λοιπόν η σύνδεση των δύο φράσεων: Εκεί στα όρη με τα ολίγα κολυβογράμματα ήταν ευτυχής, αθώος, ελεύθερος. Ενώ τώρα, στο άστυ, με τα πολλά γράμματα που γνωρίζει είναι δυστυχής και ανελεύθερος. Διακρίνεται συνεπώς ξεκάθαρα η αντινομία: απλότητα, αθωότητα, αναλφαβητισμός είναι συνυφασμένα με την ευτυχία ενώ πολιτισμός, γνώσεις, περιορισμοί του αστικού βίου με τη δυστυχία.

14. Βρίσκετε κάποια νοηματική σχέση ανάμεσα στην ψυχική διάθεση του ήρωα του διηγήματος Όνειρο στο κύμα και στη φράση-κατακλείδα του διηγήματος Έρως – ήρως: «Κατέστειλε το πάθος, επραύνθη, κατενύγη, έκλαυσε και εφάνη ήρως εις τον έρωτά του -έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας»; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας;
Η σχέση αυτή έχει να κάνει με την εξιδανίκευση του έρωτα, την αναγωγή του σε διάθεση προσφοράς και μόνο. Πράγματι, ο νεαρός βοσκός στο διήγημα Όνειρο στο κύμα όταν έρχεται σ’ επαφή με το κορίτσι αποβάλλει κάθε ερωτικό συναίσθημα ή, καλύτερα, το εξαϋλώνει μέσα απ’ την αγνή του πρόθεση. Μ’ ένα πνεύμα ηρωισμού, αυτοθυσίας και αγνότητας καθηλώνεται στην προσπάθειά του να σώσει την κοπέλα. (Ω! ας έζη και ας ήτον ευτυχής).
Τον ίδιο ψυχικό προσανατολισμό διακρίνουμε και στη φράση-κατακλείδα του διηγήματος Έρως-ήρως, όπου γίνεται λόγος για «αγνόν» έρωτα, για καταστολή του πάθους αλλά και για έρωτα «φιλανθρωπίας».

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
1. Αλ. Παπαδιαμάντη: Η νοσταλγός
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανο, κοντόν, εώς τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ’ ας εμάντευε της τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη.  Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κι εκάθησε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημα.
...Η χάρις του λυγερού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποία εφόρη. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο μ’ ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελάχιστην συγκίνησην. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδιάν του νέου.

ΕΡΩΤΗΣΗ:  Να συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω απόσπασμα με τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα. Ποια στοιχεία της γυναικείας εμφάνισης φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα ο συγγραφέας;
Και οι δύο νέες περιγράφονται από τον Αλ. Παπαδιαμάντη ως πρότυπα ομορφιάς. Υπάρχουν αρκετές ομοιότητες όπως η περιγραφή - αναφορά στις κνήμες, στο λαιμό, στα μαλλιά τους (κατσαρά εδώ, βόστρυχοι στο Όνειρο στο κύμα). Είναι ακόμη χαρακτηριστική η αναφορά του συγγραφέα στο λευκό χρώμα (αποδίδεται στις κνήμες της Λιαλιώς και στις ωμοπλάτες της Μοσχούλας), όπως και η χρήση κοινών λέξεων στις περιγραφές των δύο κοριτσιών (τραχηλιάν, τορνευτάς, αμαυρά, ωχράς).
Τα στοιχεία της γυναικείας εμφάνισης τα οποία χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης  από το συγγραφέα και αποτελούν κοινό παρανομαστή των δύο περιγραφών είναι οι κνήμες, ο λαιμός, τα σγουρά μαλλιά. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα δίνει έμφαση ακόμη στο πρόσωπο και μάλιστα  στα μάτια και τα χείλη. Κάτι που δεν γίνεται στο Όνειρο στο κύμα. Δικαιολογημένα, αφού βλέπει από μακριά και στο μισοσκόταδο τη Μοσχούλα και συνεπώς δεν μπορεί να δει τις λεπτομέρειες του προσώπου.
Επιπρόσθετα, απ’ την περιγραφή της Μοσχούλας βλέπουμε να εκτιμά και τις  ωμοπλάτες, τους βραχίονες, το στέρνο, τους κόλπους, τη  μέση.

2. Στ. Μυριβήλη: Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια
Κοιμήθηκε άσκημα. Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας να ΄τανε μια  φαντασία του πολύ έντονη, που του ‘ρθε ζωντανή σα να είδε. Τόνε κράτησε ταραγμένο κάμποσο, ακόμα και σα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Ήτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ κολυμπούσε ξένιαστη. Δεν το ΄ξερε πως κάποιος είναι και την παραφυλάει, και σέρνει τη ματιά του πάνω της, κρυμμένος κάπου. Ήταν ολόγυμνη, κι απορούσε ο Δρίβας πώς έγινε κ’ ήξερε κατά λεπτώς όλες τις μυστικές λεπτομέρειες αυτού του κορμιού. Έπαιζε στην ακρογιαλιά. 'Έριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα. Αυτός, κουλουριασμένος πίσω από έναν βράχο, την έβλεπε, ήταν γεμάτος απ' τη θωριά της. Σα νά ΄ταν όλο το κορμί του σκεπασμένο με μάτια, πεινασμένα από ερωτική περιέργεια. Ένιωθε όλη τη ντροπή για το κάμωμά του, και μαζί την αχορταγιά της όρασής του.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχει επισημανθεί ότι το απόσπασμα αυτό θυμίζει το Όνειρο στο Κύμα. Ποια στοιχεία του περιεχομένου των δύο κειμένων επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;
Αρχικά το όνειρο εδώ και το ονειρικό στοιχείο στο Όνειρο στο Κύμα συνδέουν τα δύο κείμενα. Έχουμε ακόμη αρκετά στοιχεία περιεχομένου κοινά στα δύο διηγήματα. Στον Μυριβήλη η Σαπφώ κολυμπά ξέγνοιαστη, όπως και η Μοσχούλα στο διήγημα του Παπαδιαμάντη. Και στις δύο ιστορίες κάποιος παραφυλάει, κρυμμένος πίσω από βράχους, ο Δρίβας στη μια, ο βοσκός στην άλλη. Τα κορίτσια είναι ολόγυμνα. Το ερωτικό στοιχείο χαρακτηρίζει και τα δύο κείμενα. Τέλος, η εσωτερική σύγκρουση είναι κοινός τόπος για το Δρίβα και το βοσκό: Ο πειρασμός απ’ τη μια και η ενοχή απ’ την άλλη. Θα λέγαμε λοιπόν ότι τα δύο κείμενα είναι παράλληλα όσον αφορά τουλάχιστον το περιεχόμενό τους.


ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1. Να περιγράψετε τον ήρωα του διηγήματος Όνειρο στο κύμα: το χαρακτήρα, τις στάσεις και τις αντιδράσεις του, τις ηθικές και θρησκευτικές αρχές του.
Ο ήρωας, ένας νεαρός βοσκός είναι ένας ωραίος έφηβος, απλός και αμόρφωτος άνθρωπος που απολαμβάνει την ευτυχία της φυσικής ζωής του. Αισθάνεται καθημερινά την κυριαρχία του στο περιβάλλον, είναι ελεύθερος, φτωχός, ολιγαρκής και αυτάρκης. Ανέμελος, χωρίς προβλήματα και βασανιστικούς στοχασμούς˙ και, ως καλός ποιμένας, υπεύθυνος απέναντι στο κοπάδι του. Στις ερωτικές προσεγγίσεις δείχνει άτολμος, άπειρος, αμήχανος. Η αθωότητα και η αγνότητά του τον γεμίζουν συστολή. Ενδίδει έπειτα από αρκετές εσωτερικές συγκρούσεις στον πειρασμό αλλά δεν παρεκτρέπεται Αρχικά η ερωτική επιθυμία τον συνεπαίρνει. Έτσι παρακάμπτει τις αρχές του. Όμως όταν το κορίτσι κινδυνεύει να πνιγεί το ερωτικό στοιχείο υποχωρεί. Η αυτοθυσία, ο ηρωισμός, η ανιδιοτέλεια και η αγνότητα παίρνουν τη θέση του. Τον ενδιαφέρει μόνο η σωτηρία του κοριτσιού.
Όσον αφορά τις ηθικοθρησκευτικές του αρχές, αυτές ορίζουν ξεκάθαρα το καλό και το κακό. Η σαρκική απόλαυση, ακόμη και η θέα του γυμνού κοριτσιού που γεννά την ερωτική επιθυμία συνιστούν αμαρτία. Πρέπει να αποφεύγει κάθε πειρασμό: Η ανθρώπινη ζωή είναι υπέρτατη αξία, όπως διαφαίνεται απ’ την αντίδρασή του όταν κινδυνεύει να πνιγεί η Μοσχούλα. Αυτές οι αξίες που συνθέτουν την αθωότητα και την αγνότητα του νεαρού βοσκού θα αναμετρηθούν και θα νικηθούν ως ένα βαθμό από τον γλυκό πειρασμό που θα αντιμετωπίσει.
Υπάρχει όμως κι ο ώριμος αφηγητής. Δυστυχισμένος, επαγγελματικά αποτυχημένος, κατέχει θέση αυλικού, νιώθει ταπεινωμένος. Ανελεύθερος, περιορισμένος και καταπιεσμένος μακριά από τη φύση. Απ’ τη θέση που βρίσκεται πια, εξιδανικεύει τη φυσική ζωή, υποτιμά τις γυναίκες και την αξία των γραμμάτων. Μορφωμένος αλλά απογοητευμένος και δυστυχής, αισθάνεται να ασφυκτιά και νοσταλγεί την ποιμενική ζωή της νιότης.

2. Πώς εμφανίζεται το θέμα του έρωτα στο συγκεκριμένο διήγημα;
 Έχει τη μορφή απραγματοποίητου ονείρου στo κύμα, ενός έρωτα ανολοκλήρωτου και ενός πόθου ανικανοποίητου που επιδρά καθοριστικά στην ψυχή του ανθρώπου. Αποτελεί μια εξιδανικευμένη νοσταλγική ανάμνηση.

3. Είναι, κατά τη γνώμη σας, πρωτότυπη η ιστορία που διαβάσατε; Ποια στοιχεία του παραμυθιού διακρίνατε στην ιστορία αυτή και ποια της καθημερινής πραγματικότητας;
α. Είναι μια απλή ποιμενική ιστορία χωρίς ιδιαίτερη πλοκή, με λίγα πρόσωπα και, θα λέγαμε, κοινότοπη, καθώς ο ποιμενικός βίος και ο έρωτας του βοσκού συναντώνται συχνά στη βουκολική λογοτεχνία. Πρωτότυπη γίνεται λόγω του αφηγηματικού τρόπου.
β. Στοιχεία παραμυθιού:
Περιεχομένου - Μορφής:
Το ονειρικό στοιχείο.
Η περιγραφή.
Η εξιδανικευμένη φύση.
Ο έρωτας.
Ο δραματικός ενεστώτας.
Ο βοσκός με το κοπάδι του.
Κάποιοι λαϊκοί τύποι της γλώσσας.

    Στοιχεία καθημερινής ζωής:
Τέτοια στοιχεία βρίσκουμε στις αναφορές του αφηγητή στο παρόν, όπου ζει καταπιεσμένος στο άστυ, εργάζεται σ’ ένα δικηγορικό γραφείο, βιώνει κυνέρωτες και λυκοφιλίες.
Ακόμη, όταν αναφέρεται στη ζωή του ως εφήβου και ποιμένα, μας μιλά για τις εργασίες και τις συνήθειες των ανθρώπων της υπαίθρου.
Κατάφερε ο συγγραφέας να κρατήσει το ενδιαφέρον σας και πώς;
Παρότι πρόκειται για μια απλή, κοινότοπη ιστορία, χωρίς σπουδαία πλοκή και με ελάχιστα πρόσωπα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραμένει ζωντανό. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή προοπτικής ώριμου αφηγητή-νεαρoύ βοσκού, τα διλήμματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις (η εσωτερική δράση αναπληρώνει το έλλειμμα της εξωτερικής), τα δραματικά απρόοπτα που προωθούν την εξέλιξη, τις περιγραφές που συνιστούν επιβράδυνση κι έτσι επιτείνουν την αγωνία.
Στο κείμενο αυτό προβάλλεται το πάθος του συγγραφέα για τη θάλασσα. Τι συμβολίζει, κατά τη γνώμη σας, η θάλασσα στο διήγημα αυτό; 
Σύμφωνα με μια ερμηνεία, η θάλασσα συμβολίζει στο διήγημα αυτό τη μυστική ένωση του ήρωα με την αγαπημένη του και τη φευγαλέα εκπλήρωση της επιθυμίας του.
Είναι αληθοφανές το διήγημα αυτό; Θα μπορούσε, κατά την άποψή σας, μια τέτοια εμπειρία να δράσει καθοριστικά στο μέλλον ενός ανθρώπου;
Το Όνειρο στο κύμα έχει γραφεί κάτω απ’ την επίδραση του ρομαντισμού, κυρίως. Τα στοιχεία ρομαντισμού λοιπόν που κυριαρχούν στο διήγημα στερούν αρκετά απ’ την αληθοφάνεια του έργου. Η αγνότητα, η μαγεία, το ονειρικό στοιχείο, η εξιδανικευμένη φύση, η ωραιοποίηση του έρωτα, τα απίθανα απρόοπτα, όλα αυτά απομακρύνουν απ’ την πραγματικότητα το έργο. Ωστόσο, αληθοφανές το διήγημα είναι στα σημεία που αναφέρεται στην αστική κοινωνία και τις συνθήκες της. Εκεί ανιχνεύουμε στοιχεία ρεαλισμού που συνάδουν με την αληθοφάνεια.
 Η εμπειρία που μας αφηγείται ο Αλ. Παπαδιαμάντης σημάδεψε τον ήρωα και άλλαξε τη ζωή του. Σήμερα όμως, δύσκολα θα μπορούσε να λειτουργήσει καθοριστικά στη ζωή ενός ανθρώπου. Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει σε μια εποχή με διαφορετικές αξίες και αρχές, με άλλα πρότυπα κι άλλη κοσμοθεωρία. Όσο κι αν ο έρωτας είναι αρχέγονο στοιχείο, η αντιμετώπισή του διαφοροποιείται από εποχή σε εποχή. Πολύ περισσότερο σε μια εποχή υλιστική, όπου δεσπόζει ο πρακτικισμός και το λειτουργικό πνεύμα. Όπου, σε τελική ανάλυση, οι ερωτικές εμπειρίες ακόμη και στην εφηβεία δεν σπανίζουν, στερούνται μάλιστα συχνά (όχι πάντα) τη μαγεία, την αγνότητα και την ανιδιοτέλεια που αναδύεται στον έρωτα του Παπαδιαμάντη.

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου

1. α) Ο Παπαδιαμάντης κάνει το καθετί, για να μας πείσει ότι ο αφηγητής / ήρωας δεν είναι ο ίδιος, ότι το κείμενο δεν είναι αυτοβιογραφικό. Πρώτον, τοποθετεί όλο το κείμενο μέσα σε εισαγωγικά (εισαγωγικά χρηαιμοποιούμε, όταν μεταφέρουμε τα λόγια κάποιου άλλου). Δεύτερον, στο τέλος του κειμένου σημειώνει σε παρένθεση: «(Δια την αντιγραφήν)» και από κάτω βάζει την υπογραφή του. Είναι σαν να μας λέει ότι όχι μόνο δεν είναι ο αφηγητής / ήρωας αλλά ούτε καν ο συγγραφέας˙ είναι απλώς ο αντιγραφέας του κειμένου που έγραψε ο αφηγητής / ήρωας / συγγραφέας. Είναι, επομένως, ο αφηγητής που πρωταγωνιστεί και μετά συγγράφει σε πρώτο πρόσωπο κομμάτια της ζωής του, αποτιμώντας την με μια διάθεση απολογητική, εξομολογητική. Αυτή την αφήγηση, στην οποια ο αφηγητης είναι συγχρονως και ο ηρωας την ονομάζουμε ομοδιηγητική / αυτοδιηγητική. Επιπλέον, την ονομάζεται αφήγηση με εσωτερική εστίαση γιατί ο αφηγητής είναι ένα από τα πρόσωπα της ιστορίας και γι’ αυτό έχει περιορισμένο γνωστικό πεδίο -για παράδειγμα, δεν ξέρει την ιστορία από την πλευρά της Μοσχούλας.
Την ιστορία, βέβαια, την αφηγείται από την οπτική γωνία δύο χρονικών στιγμών: αυτής κατά την οποία βίωνε τα γεγονότα και του ώριμου αφηγητή. Πρόκειται δηλαδή για αφήγηση διφυή (Εγώ της ιστορίας -Εγώ της αφήγησης).
β) Ούτε για μια στιγμή δεν μας δημιουργείται αμφιβολία ότι ο αφηγητής βίωσε τα γεγονότα με τον τρόπο που τα περιγράφει. Η αμεσότητα της αφήγησης και ο εξομολογητικός τόνος μας πείθουν για την ειλικρίνεια των λεγομένων.
γ) Τελικά, το κείμενο είναι αυτοβιογραφικό του Παπαδιαμάντη ή όχι; Εξωκειμενικές πληροφορίες για τη ζωή του Παπαδιαμάντη μας επιτρέπουν να διαφοροποιήσουμε τον ήρωα από τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο. Για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης δεν υπήρξε ποτέ βοσκόπουλο, δεν έμαθε γράμματα στα δεκαοκτώ του χρόνια, ούτε φοίτησε στη Νομική Σχολή. Ωστόσο, αναγνωρίζουμε κοινά στοιχεία ανάμεσα στο πλαστό, επινοημένο πρόσωπο της ιστορίας και τον Παπαδιαμάντη : το φυσικό τοπίο, ο χρόνος (η ιστορία αναφέρεται στο καλοκαίρι του 187..., όταν ο βοσκός ήταν δεκαοκτώ χρονών˙ ο Παπαδιαμάντης ήταν σε αυτή την ηλικία στα 1869), η θρησκευτικότητα, η αγάπη για τη φύση, η μετάβαση στην Αθήνα, ο εγκλεισμός σε γραφεία, η νοσταλγία για το νησί. Θα λέγαμε δηλαδή ότι ο Παπαδιαμάντης δομεί μια πλαστή ιστορία με πολύ οικεία σε αυτόν υλικά˙ ότι ο αφηγητής είναι ένα πλάσμα που κατασκευάστηκε με λέξεις, ενώ ο συγγραφέας Παπαδιαμάντης υπάρχει έξω από το κείμενο ως πραγματικό πρόσωπο με αληθινή ζωή. Γι’ αυτό και περισσότερο θεωρείται βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας.

2. Σε δύο σημεία είναι πολύ έντονη η παρουσία του ονειρικού στοιχείου: όταν ο νέος κολυμπά και όταν βλέπει τη νέα να κολυμπά. Και στις δύο περιπτώσεις δεν αφήνεται στην ευχαρίστηση αυτού που βιώνει και αισθάνεται. Στην πρώτη περίπτωση είναι η υπευθυνότητα και η αγάπη για τα ζώα του που τον βγάζουν νωρίτερα από τη θάλασσα. Στη δεύτερη περίπτωση είναι πάλι τα ίδια στοιχεία, κυρίως όμως ο φόβος για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν η κοπέλα αντιλαμβανόταν την παρουσία του και η αγωγή του: οι γυναίκες είναι πειρασμός. Αυτά τα στοιχεία τον εξαναγκάζουν σε μια διαρκή είσοδο και έξοδο από το όνειρο στην πραγματικότητα και αντιστρόφως.

3. Οι δύο ιστορίες, του νεαρού βοσκού και του Σισώη, παρουσιάζουν αναλογίες. Και οι δύο διακατέχονται από μια θρησκευτικότητα που τους ωθεί σε μια εξιδανικευμένη αντιμετώπιση του έρωτα. Ωστόσο, ο Σισώης βίωσε τον έρωτά του, κάτι που το αισθάνθηκε σαν αμαρτία που απαιτεί εξιλέωση, καθαρμό, και που επιτυγχάνεται με την επαναφορά του στη μοναστική ζωή. Η ζωή του διαγράφει έναν κύκλο: μοναχός -κοσμικός βίος –μοναχός˙ ή αλλιώς: σωτηρία -απώλεια -σωτηρία. Στο νεαρό βοσκό ο κύκλος δεν ολοκληρώνεται: φυσικός άνθρωπος -κοσμικός βίος. Για τον νέο ο έρωτας μένει όνειρο και πόθος ανεκπλήρωτος, που όμως δοκιμάζει τον ηθικό του κόσμο (γι’ αυτό η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο παίζει το ρόλο της εξομολόγησης που θα οδηγήσει στη λύτρωση). Και είναι ακριβώς αυτή η δοκιμασία και η μη λύτρωση, καθώς και η αίσθηση της φυλακής στην πόλη που τον κάνει στο τέλος να εκφράζει την επιθυμία να είχε παραμείνει βοσκός. Εκείνο το οποίο δεν μας λέει είναι αν θα ήθελε να ήταν ακόμη βοσκός στα όρη, έχοντας βιώσει το «όνειρο στο κύμα» ή χωρίς αυτό.

4. Η «δέση» του διηγήματος γίνεται σταδιακά. Στις ενότητες 1-2 δίνονται ο τόπος, ο χρόνος η ηλικία. η ιστορία του πατέρα Σισώη με τις αναλογίες προς την ιστορία και τη θρησκευτικότητα του αφηγητή, την ευδαιμονική παράσταση του παρελθόντος. Στις ενότητες 3-5 πλέκεται το εγκώμιο για την ομορφιά της νέας και δίνονται στοιχεία για τον έρωτα του νέου και τη δική της διακριτική ανταπόκριση, για τη σχέση του με τη φύση και τον εαυτό του, για τα διλήμματα και τη βιοθεωρία του νέου, δηλαδή του αφηγητή-ήρωα. Στην 7η  ενότητα απρόοπτες εξελίξεις επιτρέπουν στον νέο να έχει μιαν απτική εμπειρία του κοριτσιού. Το διήγημα κλείνει με την ανάμνηση του ανολοκλήρωτου έρωτα. Το όλο διήγημα κινείται ανάμεσα σε αντιθέσεις, χρονικές (τότε -τώρα), πολιτισμικές (φυσική ζωή -πολιτισμός, φύση-άστυ ), ηθικές (έρωτας και ελευθερία -αμαρτία και απαγόρευση).
Ωστόσο, η καθαυτό δράση στο διήγημα αρχίζει τη στιγμή που ο νέος κατεβάζει τα κατσίκια στη θάλασσα, για να «αλμυρίσουv». Από εκεί και πέρα τα στάδια που προάγουν την υπόθεση είναι:
Πέφτει στη θάλασσανα κάνει μπάνιο.
Την ώρα που ετοιμάζεται να φύγει, ακούει έναν παφλασμό στη θάλασσα.
Ψάχνει τρόπους διαφυγής. Κάτω από τη συναισθηματική φόρτιση δεν βρίσκει κανέναν.
Βελάζει η δεμένη κατσικούλα.
Ορμάει να της κλείσει το στόμα, τον βλέπει η Μοσχούλα. Η κοπέλα τρομάζει.
Εμφανίζεται μια βάρκα. Η Μοσχούλα τρομάζει ακόμη περισσότερο και βουλιάζει.
Ο νέος βουτάει στη θάλασσα και τη σώζει.

5. «Δια την σωτηρίαν της ψυχής μου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολλυβογράμματα», κρίνει εκ των υστέρων, δηλαδή αφού είχε μορφωθεί, ο αφηγητής, θυμίζοντας τη φράση από την Αγία Γραφή «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Γιατί όμως έφτασε στο συμπέρασμα αυτό;
Η μόρφωση που έλαβε ο νεαρός τον οδήγησε σε υπηρεσία δουλική, σε αφύσικη και ανελεύθερη ζωή, σε στενότητα οικονομική, εργασιακή, πνευματική. Η ζωή του θυμίζει την πτώση του πρώτου ανθρώπου από τον Παράδεισο, όπου ζούσε σε πλήρη αρμονία με τη φύση, τον Θεό, τον εαυτό του. Τι είναι αυτό που προκάλεσε την πτώση του; Το γεγονός ότι δοκίμασε από το μήλο του δέντρου της γνώσης του καλού και του κακού. Είναι όμως απαραίτητο η μόρφωση να οδηγεί σε μια τέτοια κατάσταση; Μόνο αν είναι «υλική»˙ γιατί η ουσιαστική, πνευματική μόρφωση επιτρέπει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει την αξία αυτού που έχει αλλά δεν καταλαβαίνει ότι έχει. Η μετάβαση από τη φυσική κατάσταση στην πνευματική, που δίνει η ουσιαστική γνώση˙ είναι το «δώρο» που χαρίζει ο Θεός στον άνθρωπο εξορίζοντάς τον από τον Παράδεισο, όπου απολάμβανε οτιδήποτε υπήρχε εκεί, χωρίς όμως να το έχει επιλέξει και χωρίς να συνειδητοποιεί την αξία του. Είναι η δυνατότητα να επιλέξει ο άνθρωπος μόνος του την κατάσταση του Παραδείσου, αφού πρώτα γνωρίσει το αντίθετό του, η ευκαιρία να δράσει ελεύθερα και συνειδητά.
Γιατί όμως δεν τα κατάφερε ο ήρωας να μετασχηματίσει τη γνώση σε πνευματική ελευθερία; Ποιος ξέρει. Ίσως η αδυναμία του. Ίσως το γεγονός ότι έφυγε σε μεγάλη ηλικία από το νησί του και δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στην πόλη. Ίσως η θρησκευτική του παιδεία. Ίσως...Εξάλλου, αν θεωρήσουμε τον νέο του βουνού ένα παιδί της ζούγκλας, ένα δικό μας Μόγλη, που ανακαλύπτεται και οδηγείται στον πολιτισμό, αν θυμηθούμε έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που μεταφέρθηκαν και στον κνηματογράφο, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την αδυναμία του να προσαρμοστεί στον πολιτισμό.


6. Πώς λειτουργεί το όνειρο στον αφηγητή; Λυτρωτικά ή βασανιστικά; Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι του είναι μια σταθερή ανάμνηση, δεν το ξέχασε και ούτε θα το ξεχάσει, όχι μόνο για τη μαγεία του αλλά και για τη μοναδικότητά του: «Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίο ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανώφελης ζωής μου!» (σ. 177. Ανώφελη χαρακτηρίζει τη ζωή του, και το όνειρο σαν ένα επεισόδιο που της έδωσε νόημα. Εξάλλου, είναι δυνατό να θεωρήσουμε ότι λειτουργεί βασανιστικά, όταν χρησιμοποιεί φράσεις όπως: «η ονειρώδης ανάμνησις της λουομένης κόρης» (σ. 178). Λυτρωτική λοιπόν η ανάμνηση της κόρης, γλυκιά.
Από την άλλη όμως είναι και βασανιστική. Όχι μόνο γιατί έθεσε σε δοκιμασία τον ηθικό του κόσμο αλλά και γιατί δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα αν το επεισόδιο εκείνο, το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να βγάλει από το μυαλό του την κόρη, τον έκανε να μην γίνει μοναχός, τη στιγμή που ως μοναχός όφειλε να έχει καθαρό το μυαλό από οτιδήποτε αφορούσε στη γυναίκα. Και πάλι όμως, ως ώριμος αφηγητής και κρίνοντας τα πράγματα εκ των υστέρων, διατυπώνει την άποψη ότι ακριβώς η ανάμνηση του ονείρου θα έπρεπε να τον κάνει να γίνει μοναχός, προφανώς γιατί ο τρόπος που το βίωσε δεν ήταν πονηρός αλλά αθώος και ότι η επαφή εκείνη δεν είχε καμιά σχέση με τις επαφές των ανθρώπων όπως τις γνώρισε στην πόλη: υποκριτικές, ψεύτικες, ύπουλες, συμφεροντολογικές.
Επομένως, η ανάμνηση του ονείρου δοκιιμάζει συνέχεια τον ηθικό του κόσμο –γι’ αυτό άλλωστε δεν έγινε μοναχός. Ωστόσο, το όνειρο αποτελεί καταφύγιο μέσα στη μιζέρια του. Ο ιδεαλισμός του και το ανέφικτο της προσέγγισης του ιδεατού τον οδηγούν αφενός στην ενοχή, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, και στην αναχώρηση από τη ζωή, αφετέρου στην καλλιτεχνική αναπαράσταση (γράφει ένα διήγημα) εκείνου του κομματιού της ζωής που λειτουργεί μέσα του σαν φωτεινός σηματοδότης.

7. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι διάχυτη στα σχόλια που ήδη παραθέσαμε, κυρίως όμως εμπεριέχεται στην απάντηση της 9ης ερώτησης. Εδώ θα συνοψίσουμε παραθέτοντας συγκεντρωτικά ορισμένα στοιχεία.
Η εξωτερική περιγραφή του νέου δίνεται στην πρώτη παράγραφο της σελίδας 161 και στις δύο πρώτες της σελίδας 163 (αντίθετα, δεν δίνεται κανένα στοιχείο για την εξωτερική εμφάνιση του ώριμου αφηγητή). Ο νέος ζει στη φύση, σε απόλυτη αρμονία με τα στοιχεία της φύσης, τον Θεό, τον εαυτό του, με μια φοβερή αίσθηση ελευθερίας -όλα αυτά τον καθιστούν ευτυχισμένο.΄Εχει θρησκευτική αγωγή, είναι υπεύθυνος, όχι ιδιαίτερα κοινωνικός (αναπόφευκτο αυτό λόγω των ελάχιστων επαφών του με ανθρώπους), με διαμορφωμένες απόψεις για τις γυναίκες, αθώος και απονήρευτος, ονειροπόλος, φοβισμένος αλλά και θαρραλέος τη στιγμή που χρειάζεται.
Αντίθετα, ο ώριμος αφηγητής έχει τα ακριβώς αντίθετα στοιχεία. Βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με τον εαυτό του, γιατί ζει με τρόπο που δεν του αρέσει. Δεν συμπαθεί τους ανθρώπους που συνάπτουν σχέσεις από υπολογισμό και είναι γεμάτος αρνητικά συναισθήματα για τον εργοδότη του και αμφιβολίες για το τι προκάλεσε τη μεταστροφή στη ζωή του. Αντικοινωνικός και δειλός, καθόλου ικανοποιημένος με τον εαυτό του, παρόλο που το μικρό χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο μορφώθηκε δείχνει άνθρωπο με θέληση και ικανότητες. Όλα αυτά βέβαια είναι φυσικό να τον καθιστούν δυστυχισμένο.

8. Στην τελευταία ενότητα ο αφηγητής διατυπώνει την εξής άποψη για την ώριμη Μοσχούλα: «Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τι γίνεται τώρα [. ..]». Ξαφνιάζεται όμως ο αναγνώστης με την υποθετική κρίση που διατυπώνει για την ενήλικη Μοσχούλα: «είναι απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι». Πώς η «αγνή κόρη» της προηγούμενης ακριβώς σελίδας μετατρέπεται σε κληρονόμο των αδυναμιών της Εύας; Ο αφηγητής είναι βέβαιος ότι η ενηλικίωση είναι συνυφασμένη με την απώλεια της αθωότητας.
Πρόκειται για κρίση γενικευτική που προδίδει την ανεξίτηλη σφραγίδα της θρησκευτικής του εκπαίδευσης αλλά και την αδυναμία του να βιώσει τον έρωτα στις πραγματικές του διαστάσεις. Και τα δυο λειτουργούν απωθητικά μέσα του για το σύνολο των γυναικών, στις οποίες, προφανώς, βλέπει μόνο τις αδυναμίες τους (θυγατέρες της Εύας). Εξάλλου, η γενικευτική κρίση που διατυπώνει -πέρα από το να είναι άδικη, ακριβώς επειδή είναι γενικευτική- προδίδει και τη δική του ανασφάλεια, τη δική του αδυναμία να  βγει έξω από το ιδεατό κουκούλι που έχει πλέξει.
Ωστόσο, η αντιπαραβολή αυτή υποβάλλει την αγνότητα με την οποία είχε βιώσει το άγγιγμα της κόρης, χωρίς ίχνος πονηριάς και χωρίς καμιά διάθεση εκμετάλλευσης και αξιοποίησης του γεγονότος με όποιον τρόπο.

9. Σε όλο το κείμενο διάχυτη είναι η αντινομία του φυσικού (ποιμενικού) βίου με τον κοινωνικό (αστικό) βίο. Τα παραθέτουμε σε αντιθετικά ζεύγη:
νησί -πόλη
βοσκός στα όρη -δικηγόρος στην Αθήνα
ελευθερία -δέσμευση / σκλαβιά
ευτυχία –δυστυχία
παράδεισος -κόλαση
ταύτιση με τη φύση -αποξένωση στην πόλη
αίσθηση ενότητας και αρμονίας -κατακερματισμένος κόσμος
σωτηρία ψυχής -απώλειά της
κινητοποίηση των αισθήσεων -κινητοποίηση της λογικής
κόρη -Εύα
άδολο -υπολογισμός
ανθρωπιά -δίκαιο του ισχυροτέρου
όνειρο - εγρήγορση

10. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι ιδιαίτερα ποιητική, κυρίως στις περιγραφές της φύσης και του κοριτσιού. Και τελικά, το Όνειρο στο κύμα μοιάζει να είναι ποίημα μεταμφιεσμένο σε διήγημα. Τα στοιχεία που οδηγούν σε αυτήν τη σκέψη είναι:
Η κατάργηση της χρονικότητας στη γραμμική, ευθύγραμμη, εξελικτική της πορεία από ένα χρονικό σημείο σε ένα άλλο. Η αντίστοιχη παρατήρηση στο διήγημα του Βιζυηνού οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το παρελθόν βιωνόταν ως ένα συνεχές παρόν. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και εδώ.
Η κατάργηση της σχέσης αιτίας-αποτελέσματος, με την οποία ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο. Με άλλα λόγια: Τι είναι αυτό που προκάλεσε τη μεταστροφή στη ζωή του νέου; ΄Ηταν το όνειρο στο κύμα που την καθόρισε ή θα συνέβαινε ακόμη κι αν δεν του είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο; Μήπως το τυχαίο περιστατικό του παρελθόντος φορτίζεται με επιπλέον νοήματα, καθώς λειτουργεί ως άξονας ερμηνείας του παρόντος και σύγκρισής του με το παρελθόν; Μήπως δηλαδή η απέχθεια για το παρόν ωραιοποιεί το παρελθόν; Τελικά ποια είναι η αιτία και ποιο το αποτέλεσμα; Το περισσότερο που υπάρχει μέσα στο διήγημα είναι σχέσεις αναλογίας, ομοιότητας ή διαφοράς και αντιστοιχίας. Για παράδειγμα, οι εμπειρίες του πατέρα Σισώη και του νέου, ο πνιγμός της κατσίκας από το κοντό σκοινί και ο «πνιγμός» του προλύτου και εργαζόμενου, ο δεμένος στην αυλή του αφέντη του σκύλος και ο δεμένος στην υπηρεσία ενός μεγαλοδικηγόρου αφηγητής.
Ακριβώς επειδή η σκέψη ελευθερώνεται από την αιτιοκρατική σκέψη, ο αφηγητής μας δίνει εξαιρετικούς- πεζούς στίχους, στους οποίους συνδέονται όσα η λογική σχέση δεν θα συσχέτιζε ποτέ. Για παράδειγμα, οι περιγραφές της φύσης και της της κοπέλας είναι ποιητικότατες.
Ο Παπαδιαμάντης «θεάται τον κόσμο σαν ποιητής και κατόρθωσε ως δημιουργός να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!) πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης» (Σχολ. βιβλίο σελ. 249)

Eργασίες σχολικού βιβλίου
1. Πρώτη ερμηνεία: Αντιμετωπίζει το διήγημα ως αλληγορία της έκπτωσης του ανθρώπου από μια αρχική κατάσταση ευδαιμονίας σε μια δυστυχισμένη ανώφελη ζωή.
Δεύτερη ερμηνεία: Εντοπίζει στο «΄Ονειρο στο κύμα» την εκδήλωση της αντίθεσης φύσης και πολιτισμού.
Τρίτη ερμηνεία: Διαπιστώνει στο διήγημα ταλάντευση ανάμεσα στο υψηλό και το αισθησιακό, στην παραίσθηση και την υπερβατικότητα. 
Τέταρτη ερμηνεία: Αντιμετωπίζει το «΄Ονειρο στο κύμα» ως αντιπαράθεση της ευτυχισμένης εφηβείας στη φθορά της ωριμότητας.
Πέμπτη ερμηνεία: Υποστηρίζει ότι αντιπροσωπεύει την καταστολή της επιθυμίας, το στραγγάλισμα μιας εφηβικής φαντασίωσης, την αμφιταλάντευση ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, τη φυσική ζωή και την τεχνητή.
Η πρώτη, η δεύτερη και η τέταρτη ερμηνεία παρουσιάζουν συγγενή στοιχεία και είναι μάλλον πιο κοντά στο θεματικό περιεχόμενο και τις ιδέες που διαπραγματεύεται ο Παπαδιαμάντης στο «Όνειρο στο κύμα». Η αισθητική και ψυχαναλυτική προσέγγιση, χωρίς να μπορεί να θεωρηθούν αυθαίρετες, προϋποθέτουν μια συγκεκριμένη σκοπιά του ερμηνευτή-αναλυτή. Το διήγημα φιλτράρεται μέσα από μια ειδική οπτική με συγκεκριμένα κριτήρια, αισθητικά - ψυχαναλυτικά αντίστοιχα, αλλά τελικά έτσι ορισμένες πλευρές του μένουν στη σκιά, αγνοούνται. Για παράδειγμα, στην αισθητική προσέγγιση, απομονώνεται και εξετάζεται το όνειρο και η πραγματικότητα, δηλαδή το υψηλό και το αισθησιακό, με αφαίρεση σειράς στοιχείων που αναφέρονται στη σχέση: φυση, φυσικός άνθρωπος - κοσμική ζωή, πολιτισμός, αστικό περιβάλλον. Όμως τα στοιχεία αυτά είναι κεντρικά στην κοσμοθεωρία του Παπαδιαμάντη και κρίσιμα για την κατανόηση του συγκεκριμένου διηγήματος. Αντίστοιχα, στην πέμπτη ερμηνεία, το στοιχείο της καταστολής ή το στραγγάλισμα της εφηβικής φαντασίωσης δεν μπορούν να αποδοθούν παρά μόνο στον ενήλικα αφηγητή και όχι στον έφηβο βοσκό. Και οι δύο αυτές ερμηνείες οδηγούνται στην απόλυτη ταύτιση αφηγητή-ήρωα, κάτι που δε συμβαίνει στο διήγημα.

2. Καταρχήν, υπάρχει συγγένεια στη φιλοσοφία των δύο συγγραφέων, Παπαδιαμάντη και Σολωμού, όσον αφορά στο θέμα φύση - άνθρωπος. Και οι δύο βλέπουν τη φύση στην ενότητά της, το παραδείσιο στοιχείο κυριαρχεί στις περιγραφές τους, καθώς και η εξιδανίκευση της ανθρώπινης ζωής˙ στον Παπαδιαμάντη στο στάδιο του φυσικού ανθρώπου, στο Σολωμό στη μορφή της «Φεγγαροντυμένης».
Κοινό στοιχείο, επίσης, είναι η αναπόληση των περασμένων -οι ήρωες και των δύο έργων αναφέρονται σε παλιά βιώματά τους-, καθώς και η σχέση ψυχικού -σωματικού έρωτα, με μια όμως αντιστροφή. Στο «΄Ονειρο στο κύμα» έχουμε μετάβαση από το όνειρο στα επίγεια, ενώ στον «Κρητικό» η «Φεγγαροντυμένη» μαθαίνει στον άντρα-ήρωα ότι ο επίγειος έρωτας είναι ο δρόμος για τον ουράνιο.
Άλλα κοινά στοιχεία της περιγραφής και στα δύο έργα είναι η σκηνή στη θάλασσα: στο «΄Ονειρο στο κύμα» ο βοσκός σώζει τη Μοσχούλα από τον πνιγμό, στον «Κρητικό» ο άντρας προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του, αλλά τελικά μεταφέρει στην ακτή το νεκρό της σώμα. Επίσης, το συγκεκριμένο περιστατικό και στις δύο περιπτώσεις καθορίζει τη μετέπειτα ζωή του ήρωα. 

3.  Η θάλασσα είναι, πρώτα πρώτα, το κοινό σκηνικό όπου εκτυλίσσεται η κύρια δράση και των δύο διηγημάτων˙ πρόκειται ωστόσο για μια θάλασσα διαφορετική. Ενώ στο «΄Ονειρο στο κύμα» διαβάζουμε έναν ύμνο του υγρού στοιχείου, «Το μοιρολόγι της Φώκιας» μας μιλάει για μια θάλασσα πένθιμη, κοντά σε ένα κοιμητήριο, που ξεβράζει ακόμη και οστά από ανακομιδές ανθρώπινων σκελετών.
Και στα δύο διηγήματα κοινό στοιχείο είναι το πρόσωπο του βοσκού. Η λειτουργία του όμως είναι διαφορετική. Στο «΄Ονειρο στο κύμα» ο βοσκός είναι ο ήρωας, το κεντρικό πρόσωπο, στο «Μοιρολόγι της φώκιας» είναι πρόσωπο-κλειδί για τη ροή της αφήγησης, αλλά τα κεντρικά πρόσωπα είναι η γρια-Λούκαινα και η μικρή Ακριβούλα.
Επιμέρους σκηνές παρουσιάζουν ομοιότητες: ο βοσκός που κρύβεται στους θάμνους, το κορίτσι που πέφτει στη θάλασσα και ο βοσκός που «ήκουσεν τον πλαταγισμόν».
Ωστόσο, επί της ουσίας, η ατμόσφαιρα των δύο διηγημάτων είναι διαμετρικά αντίθετη. Στο «΄Ονειρο στο κύμα» κυριαρχεί το ονειρικό, ποιητικό στοιχείο -είναι ένα διήγημα που μιλάει με πολλούς τρόπους για τον έρωτα. «Το μοιρολόγι της Φώκιας» χαρακτηρίζεται από θλίψη: το πένθιμον του τόπου, το πένθιμο μοιρολόγι της γριάς, η κόρη που τελικά πνίγεται.
Παρόλ’ αυτά όμως στους δύο τελευταίους στίχους από «Το μοιρολόγι της φώκιας», γύρω από το άψυχο σώμα της Ακριβούλας, διαβάζουμε την ίδια σκέψη του συγγραφέα. Εδώ είναι εκτεθειμένη σε πρώτο επίπεδο, στο «΄Ονειρο στο κύμα» απορρέει μέσα από τα διλήμματα του αφηγητή και την ύστερη κατάσταση της ζωής του: «Σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ’οι καημοί του κόσμου».



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

            Κάθε λογοτεχνικό κείμενο προϋποθέτει έναν συγγραφέα, που είναι ο παραγωγός του, και έναν αναγνώστη, που είναι ο αποδέκτης του και καταναλωτής του. Ο πραγματικός  συγγραφέας είναι ένα ιστορικό πρόσωπο, υπαρκτό, που απευθύνεται στον αναγνώστη μεταφέροντάς του το μήνυμα, δηλαδή το λογοτεχνικό κείμενο.

ΠΟΜΠΟΣ                                                                              ΔΕΚΤΗΣ
Συγγραφέας - Παραγωγός                                              Αναγνώστης - Καταναλωτής
Κωδικοποιεί                                                                          Αποκωδικοποιεί


                                                        ΜΗΝΥΜΑ
                                               Λογοτεχνικό κείμενο

Τι ονομάζουμε λογοτεχνική  αφήγηση (κείμενο)
Λογοτεχνική αφήγηση είναι η λογοτεχνική αναπαράσταση γεγονότων με το μέσο της γλώσσας. Το λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο έχει δύο όψεις :
την ιστορία, δηλαδή το αφηγηματικό περιεχόμενο, το σύνολο των γεγονότων και
την αφήγηση της ιστορίας, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται τα γεγονότα σε κείμενο. Η αφήγηση είναι μια διαδικασία συνθετική, συνεπώς πολύπλοκη.
Την ιστορία τη συνάγουμε έμμεσα, μέσα από το κείμενο. Ο τρόπος που επιλέγει ο συγγραφέας για να οργανώσει το κείμενο και να παρουσιάσει μια σειρά γεγονότων, που αποτελούν το μύθο (την υπόθεση), ώστε να προκύψει μια ενδιαφέρουσα αφήγηση, είναι αυτό που ονομάζουμε πλοκή. Όμως η αφήγηση δεν είναι μόνο πλοκή. Εκτός από την πλοκή υπάρχουν κι άλλοι βασικοί συντελεστές, που αποτελούν τα συστατικά στοιχεία της αφήγησης:
Ο φορέας της αφήγησης                      ο αφηγητής
Η οπτική γωνία μέσα από την οποία εκτίθενται τα γεγονότα           η εστίαση
Ο χρόνος
Ο χώρος
Τα αφηγηματικά  πρόσωπα, οι ήρωες

Η συσχετική λειτουργία όλων αυτών των  παραπάνω συντελεστών είναι που καθιστά ένα έργο αφηγηματικό και αυτούς εξετάζουμε κατά την ερμηνευτική προσέγγισή του.
 Κάθε έργο αποτελεί  έναν κόσμο ολόκληρο, ένα κλειστό κύκλωμα που λέγεται αφηγηματικό σύμπαν. Είναι η μυθοπλασία. Κατά τη μελέτη του έργου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι ακόμη κι αν έχει ως αφετηρία του γεγονότα παρμένα από την τρέχουσα πραγματικότητα ή τη ζωή του συγγραφέα, αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Εκείνο που μας ενδιαφέρει σε ένα αφήγημα είναι το αν μας πείθει για τη δική του εσωτερική αλήθεια, αν είναι αληθοφανές.

Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ  ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ
Κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης μπορούμε να συναγάγουμε κάποια στοιχεία για το συγγραφέα. Όμως ο φορέας της αφήγησης είναι άλλος και αυτός κυρίως μας ενδιαφέρει. Ο συγγραφέας επιστρατεύει ένα πρόσωπο που δρα διαμεσολαβητικά ανάμεσα σ’ αυτόν και τον αναγνώστη. Το πρόσωπο αυτό είναι o αφηγητής. Ο αφηγητής είναι πρόσωπο πλασματικό, δηλαδή δημιούργημα του συγγραφέα και βρίσκεται μέσα στη μυθοπλασία. Αυτός φαίνεται να οργανώνει, να εποπτεύει και να μεταφέρει την αφήγηση στον αναγνώστη. Ο αφηγητής έχει στη διάθεσή του δυο τρόπους αφήγησης:
Την υποκειμενική αφήγηση, όταν ακούμε μόνο αυτόν να μιλάει σε τρίτο πρόσωπο και να μεταφέρει σε πλάγιο λόγο το λόγο των άλλων προσώπων. Η υποκειμενική αφήγηση λέγεται και διήγηση.
Την αντικειμενική αφήγηση, όταν παραχωρεί το λόγο στα πρόσωπα, πριμοδοτώντας το διάλογο ή το μονόλογο – αποδίδει δηλαδή σε ευθύ λόγο το λόγο των προσώπων. Σ’ αυτή την περίπτωση το κείμενο πλησιάζει προς το θεατρικό έργο και λέμε ότι περιέχει έντονο το δραματικό ή θεατρικό στοιχείο. Η αντικειμενική αφήγηση λέγεται και μίμηση.


ΑΦΗΓΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΑΦΗΓΗΤΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΥΝΕΠΩΣ, ΑΦΗΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ.


Εφόσον δεν υπάρχει αφήγημα χωρίς αφηγητή εκείνο που ποικίλει σε ένα κείμενο είναι ο βαθμός παρουσίας του αφηγητή και η οπτική γωνία από την οποία βλέπει και αφηγείται τα γεγονότα της ιστορίας. Η οπτική γωνία, δηλαδή το πρίσμα μέσα από το οποίο ο αφηγητής βλέπει την ιστορία που παρουσιάζει λέγεται εστίαση. Μπορούμε να διακρίνουμε τρία είδη εστίασης:
τη μηδενική εστίαση
την εσωτερική εστίαση
την εξωτερική εστίαση
Μηδενική εστίαση έχει το αφήγημα στο οποίο εξιστορεί ένας αφηγητής παντογνώστης ή θεός. Ονομάζεται έτσι γιατί γνωρίζει τα πάντα για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που παρουσιάζει. Η προοπτική του είναι πανοραμική. Βλέπει παντού και τα βλέπει όλα. Γνωρίζει τα πάντα, ακόμη και τις βαθύτερες σκέψεις των ηρώων του, αλλά και τα συναισθήματά τους. Ο αφηγητής αυτός γνωρίζει πολύ περισσότερα από τα πρόσωπα της ιστορίας του.
Εσωτερική εστίαση  έχει το αφήγημα στο οποίο εξιστορεί ένας αφηγητής άνθρωπος. Αυτός έχει περιορισμένη γνώση του κόσμου που παρουσιάζει, γνώση η οποία δεν είναι μεγαλύτερη από των υπόλοιπων προσώπων της ιστορίας. Ξέρει ό,τι του επιτρέπουν να μάθει οι αισθήσεις του. Ο αφηγητής άνθρωπος συμμετέχει στη δράση είτε ως απλός μάρτυρας παρατηρητής είτε ως πρωταγωνιστής, γι’ αυτό λέγεται δραματοποιημένος αφηγητής. Την εσωτερική εστίαση εισηγείται στη νεοελληνική πεζογραφία κυρίως ο Γ. Μ. Βιζυηνός.
Εξωτερική εστίαση έχει το αφήγημα στο οποίο εξιστορεί ένας αφηγητής που γνωρίζει μόνο εξωτερικά την ιστορία που αφηγείται. Αυτός περιγράφει ότι βλέπει αλλά δεν έχει πρόσβαση στη συνείδηση των ηρώων του. Είναι ένας απλός παρατηρητής, που λειτουργεί όπως  ο κινηματογραφικός φακός και γι’ αυτό λέγεται και αφηγητής κάμερα. Η γνώση του αφηγητή αυτού για τα γεγονότα είναι μικρότερη από αυτή των προσώπων.

O ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ
Η χρονικότητα είναι βασικός συντελεστής σε κάθε λογοτεχνική αφήγηση. Κάθε ιστορία εντάσσεται μέσα στο χρόνο, δηλαδή έχει μια ορισμένη διάρκεια. Ο χρόνος της ιστορίας είναι ακριβώς ο χρόνος που διαρκούν τα γεγονότα μιας ιστορίας συνολικά, στη φυσική τους ακολουθία, και αντιστοιχεί στο χρόνο του ρολογιού (δηλαδή μετριέται σε στιγμές, ώρες, μέρες, μήνες χρόνια ).           
 Τα γεγονότα της ιστορίας τοποθετούνται στο παρελθόν και είναι συντελεσμένα. Η εξιστόρησή τους γίνεται από τον αφηγητή αναδρομικά, εκ των υστέρων, μέσα από το συγγραφικό παρόν. Αυτή η χρονική απόσταση των γεγονότων από την αφήγησή τους γίνεται φανερή από τους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων που χρησιμοποιεί ο αφηγητής. Ας προσέξουμε πώς αρχίζει το διήγημα του Γ. Μ. Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» : «Άλλην αδελφήν δεν είχομεν παρά μόνον την Αννιώ. Ήτον η χαϊδεμμένη της μικράς ημών οικογενείας και την ηγαπώμεν όλοι…»
Ο αφηγητής έχει τη δυνατότητα να παραθέτει τα παρελθόντα αυτά γεγονότα στη φυσική σειρά με την οποία έγιναν. Συχνά όμως, κατά την αφήγησή του, ανατρέπει αυτή τη σειρά για να υπηρετηθούν οι ανάγκες της πλοκής ˙ συνεπώς, ανατρέπεται και ο χρόνος στην αφήγηση. Πολλές φορές, ο αφηγητής ξεκινά μια αφήγηση από ένα γεγονός μέσα στην ιστορία (in medias res), αφήνοντας την αρχή της σκοτεινή και προχωρά με αναδρομές στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν (αναλήψεις) ή και προβολές στο μέλλον (προλήψεις). Έτσι έχουμε τους  λεγόμενους αναχρονισμούς με τους οποίους διαταράσσεται η γραμμική πορεία του χρόνου της ιστορίας και η αφήγηση αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Ο χρόνος της αφήγησης αντιδιαστέλλεται, επομένως, από το χρόνο της ιστορίας. Χρόνος  της αφήγησης είναι ο τρόπος που οργανώνεται ο χρόνος της ιστορίας στο κείμενο.