Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Κ. Π. Καβάφης (1863-1933): Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή• 595 μ.Χ.



Γιος πλούσιου εμπόρου, ένατο και τελευταίο παιδί της οικογένειας. Από το 1872, οπότε και πέθανε ο πατέρας, μέχρι το 1885 έζησε στην Αγγλία, στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια. Στο μεταξύ χάθηκε η περιουσία της οικογένειας. Γλωσσομαθής και πολύ μορφωμένος, αν και ποτέ δεν σπούδασε, εργάστηκε ως υπάλληλος στο «Γραφείο Αρδεύσεων της Αιγύπτου» (1892-1922).
1886-1893: ποιήματα, που αργότερα αποκηρύσσει, επηρεασμένα από τους Φαναριώτες και τον αθηναϊκό ρομαντισμό. Πρόκειται για ποιήματα μελαγχολικά, γραμμένα στην καθαρεύουσα.
1893-1899: ποιήματα επηρεασμένα από το συμβολισμό (Κεριά, Η Πόλις, Περιμένοντας τους βαρβάρους κτλ.).
1899: ποιητικός ρεαλισμός, απαλλαγμένος από τις επιδράσεις του συμβολισμού και του ρομαντισμού.
Τα ποιήματά του κατανέμονται σε τρεις θεματικούς κύκλους, ιστορικό, φιλοσοφικό, ηδονιστικό ή αισθησιακό, οι οποίοι όμως πολλές φορές επικαλύπτονται. Τα ιστορικά πρόσωπα μπορεί να είναι πραγματικά ή πλαστά από τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, ενώ φωτίζονται όχι οι μεγάλες, οι ηρωικές στιγμές τους αλλά οι πολύ προσωπικές στιγμές της καθημερινότητάς τους. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα ποιήματα Περιμένοντας τους βαρβάρους (1904), Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον (1911), Αλεξανδρινοί Βασιλείς (1912) ... Στα φιλοσοφικά αναδεικνύεται κυρίως το στοιχείο του διδακτισμού και έννοιες υψηλές και καθολικές (χρέος, μοίρα, ύβρις). Ποιήματα όπως Θερμοπύλες (1903), Πόλις (1910), Μάρτιαι Ειδοί (1911), Η διορία του Νέρωνος (1918) είναι φιλοσοφικά. Στα ηδονικά, παρόλο τον ξεκάθαρα ομοφυλοφιλικό ερωτισμό, το φύλο του ερωτικού αντικειμένου δεν είναι σαφές. Σε τελευταία ανάλυση, για τον Καβάφη το πρόσωπο είναι η αφορμή για να ξεσηκωθούν συναισθήματα από τα βάθη της μνήμης, απομεινάρια μιας νιότης μακρινής. Εδώ ξεχωρίζουν τα ποιήματα Επέστρεφε (1912), Θυμήσου σώμα (1918), Σ’ ένα βιβλίο παληό, Ρωτούσε για την ποιότητα (1930).
Οι στίχοι είναι ελεύθεροι, ιαμβικοί, ανισοσύλλαβοι, ανομοιοκατάληκτοι, με χασμωδίες, προσεγμένοι στη στίξη, στην παύση, στις περιόδους. Η γλώσσα είναι δημοτική με λόγια στοιχεία και πολίτικους ιδιωματισμούς, με λέξεις συχνά «αντιποιητικές», καθημερινές και καθόλου μουσικές.
Από τα ποιήματά του Καβάφη απουσιάζουν τα καλολογικά στολίδια, τα «σπουδαία» εκφραστικά μέσα και τα σχήματα λόγου, όπως επαναφορές, πολυσύνδετα, επίθετα -όσα επίθετα υπάρχουν λειτουργούν απολύτως συμπληρωματικά στο νόημα· λείπουν ακόμη ο σταθερός αριθμός στίχων και η ομοιοκαταληξία. Αντίθετα, οι επαναλήψεις και οι ταυτολογίες, που μπορούμε να πούμε ότι καθιστούν το νόημα χαλαρό, προσδίδουν στο ποίημα το χαρακτήρα του πεζού. Η διαύγεια της σκέψης, η σαφήνεια, η ακριβολογία, η απουσία λυρικών εξάρσεων και η λιτότητα εκφραστικών μέσων ωθούν τον αναγνώστη να προσέξει περισσότερο τον στοχασμό, το φιλοσοφικό βάθος, τις ψυχολογικές αλήθειες. Και ακόμη: ειρωνεία, ρεαλισμός, έλλειψη ρητορισμού και στόμφου, υπαινικτικότητα, διάθεση διδακτική, διάλογος που προσδίδει δραματικότητα / θεατρικότητα χαρακτηρίζουν γενικά την ποίηση του Καβάφη. Όλα αυτά τα στοιχεία συντείνουν στο χαρακτηρισμό της ποίησής του ως πεζολογικής που αναδεικνύει την ουσία της ζωής μέσα από τις λεπτομέρειές της.


Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.

Ο τίτλος του ποιήματος είναι από τους εκτενέστερους που έγραψε ποτέ ο Καβάφης. Σε αυτόν προσδιορίζονται το πρόσωπο που μιλά –ή υποτίθεται πως μιλά–, ο τόπος και ο χρόνος. Όλα αυτά τα στοιχεία υποδεικνύουν μια συγκεκριμένη κατάσταση (μελαγχολία) ενός συγκεκριμένου προσώπου (Ιάσων Κλέανδρος), έστω και φανταστικού, σε ένα συγκεκριμένο τόπο μάλλον σε παρακμή (Κομμαγηνή), καθώς σε τέσσερις περίπου δεκαετίες από το 595 μ.Χ. θα έπεφτε στα χέρια των Αράβων (638 μ.Χ). Ο Καβάφης δηλαδή παραθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα πείσουν τον αναγνώστη ότι πρόκειται για υπαρκτό ποιητή του παρελθόντος.
Ωστόσο, από την ανάγνωση του ποιήματος συνειδητοποιούμε ότι ο φανταστικός ποιητής Ιάσων Κλέανδρος ταυτίζεται με τον Καβάφη, ότι, στην ουσία, το πρόβλημα (η μελαγχολία) είναι του ίδιου του Καβάφη, ότι είναι αυτός που τελικά συνομιλεί με την ποίηση προσωποποιώντας την (στ. 4-9) στην πόλη του Αλεξάνδρεια και κατά το έτος 1921, σε μια εποχή δηλαδή παρακμής, αντίστοιχης με της Κομμαγηνής. Ο Ιάσων Κλέανδρος είναι το προσωπείο και το άλλοθι του Καβάφη, πίσω από τα οποία καλύπτει τα δικά του συναισθήματα και προβλήματα, τις δικές του προσδοκίες.
Ποιο είναι το πρόβλημα που προκάλεσε τον Καβάφη σε αυτόν τον διάλογο με την ποίηση, που στην ουσία είναι ένας εσωτερικός μονόλογος του ποιητή με τον εαυτό του; Είναι το πέρασμα του χρόνου, η φθορά του σώματος και της μορφής, η προσδοκία του αναπόφευκτου τέλους (Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά). Ο ποιητής βιώνει αυτή την κατάσταση οδυνηρά, κάτι που μεταδίδει στον αναγνώστη με την παρομοίωση της κατάστασης με πληγή από φρικτό μαχαίρι, την οποία επαναλαμβάνει δύο φορές (στ. 2 και 7) και μέσω της οποίας κάνει απτή την κατάστασή του. Η γήρανση του σώματος αισθητοποιείται μέσα από την παρομοίωση: οι αυλακιές των ρυτίδων σημάδια από μαχαίρι, αλλά και οι ρυτίδες μαχαιριά στην ψυχή του ποιητή.
Πόσο μπορεί να βοηθήσει η τέχνη της ποίησης τον ίδιο τον ποιητή στην αντιμετώπιση της κοινής για όλους υπαρξιακής αγωνίας; Πόσο μπορεί να τον βοηθήσει η ικανότητά του να δημιουργεί χρησιμοποιώντας τη φαντασία και τον λόγο; Πόση ικανοποίηση μπορεί να του προσφέρει το κάθε ποίημα που δημιουργεί, βοηθώντας τον να ξεχάσει τη φθορά που οδηγεί στον αναπόφευκτο θάνατο; Όσο μπορεί να βοηθήσει ένα φάρμακο σε μια μόνιμη πληγή· πρόσκαιρα δηλαδή και για λίγο. Την ικανοποίηση που φέρει κάθε φορά η ποιητική δημιουργία την ακολουθεί η επαναφορά στην πραγματικότητα και την αλήθεια. Πόσο πρόσκαιρη είναι η ικανοποίηση φαίνεται από το γεγονός ότι ο Ιάσων που υποτίθεται ότι διαλέγεται με τον εαυτό του και την ποίηση δεν ξέφυγε από την τύχη του κάθε ανθρώπου: έχει πεθάνει. Πράγματι λοιπόν, η ποίηση, όπως και κάθε μορφή τέχνης, προσδίδει στον δημιουργό, αλλά και σ’ αυτόν που προσλαμβάνει το δημιούργημα, μια μόνο πρόσκαιρη αίσθηση αιωνιότητας και ότι ο θάνατος μπορεί να παταχθεί.
Και πάντως, για μια ακόμη φορά ο Καβάφης μας δηλώνει τα μέσα της ποιητικής του δημιουργίας, που λειτουργούν και ως φάρμακα στο πρόβλημά του: είναι η φαντασία και ο λόγος. Αλλά ο λόγος όχι μόνο ως γλώσσα «που πραγματοποιεί τη σύλληψη», ως λέξεις που καθιστούν απτή τη σύλληψη του ποιητή (διαφορετικά θα έμενε στον νου του) αλλά και ως λογική ικανότητα που οργανώνει το υλικό που συλλαμβάνεται «με τη δύναμη της φαντασίας». 

Ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1. Το πρόβλημα που θίγει εδώ ο ποιητής είναι κατά πόσο η ποιητική τέχνη μπορεί να αντιπαλέψει την αίσθηση της φθοράς που βιώνει ο ίδιος, την αίσθηση ότι το πεπερασμένο τον αφορά, ειδικά τώρα που είναι 58 ετών, ότι ο θάνατος δεν είναι πια μια υπόθεση που αφορά τους άλλους (είναι μια αίσθηση που έχει συνήθως ο νέος άνθρωπος). Για τον Καβάφη η τέχνη είναι ένα καταφύγιο που του επιτρέπει να λησμονεί μόνο για λίγο την αίσθηση ενός χρόνου που περνά από πάνω του αμετάκλητα (για τον Καρυωτάκη η ποίηση ήταν το πιθανό καταφύγιο που θα τον απάλλασσε από την οδύνη που προκαλεί στον ποιητή η συσσώρευση των ερεθισμάτων από τον εξωτερικό κόσμο).
Η συγκεκριμενοποίηση του προσώπου του ποιητή (του δίνει όνομα, άρα υπόσταση) καθιστά τον πόνο του ποιητή όχι ένα πρόβλημα θεωρητικό αλλά πρόβλημα που αφορά συγκεκριμένο άτομο. Ωστόσο, ο ρεαλισμός που πετυχαίνει ο Καβάφης μέσα από την υπόσταση του φανταστικού ποιητή Ιάσωνα δεν αφήνει περιθώρια για ελπίδα. Γιατί ο Ιάσων είναι ένα πρόσωπο του παρελθόντος που δεν υπάρχει πια. Επομένως, η ποίηση μόνο πρόσκαιρα απάλυνε την οδύνη που του προκαλούσε το πέρασμα του χρόνου. Η ποίηση δεν μπόρεσε να του χαρίσει αιώνια ζωή. Εξάλλου, ο ποιητής, πέρα από δημιουργός, είναι και καθημερινός άνθρωπος με απόλυτη επίγνωση των προβλημάτων και της δυνατότητας να επιλυθούν, όπως και της δύναμης που έχει η ποίηση. Πρόκειται για δύναμη όχι απεριόριστη και μάλλον αμφίβολη· γι’ αυτό ο ποιητής χαρακτηρίζει τα φάρμακα της ποίησης δοκιμές. Η όποια υπερνίκηση του χρόνου είναι μόνο πνευματική.
Με το τέχνασμα ενός υποτιθέμενα υπαρκτού ποιητή, ο Καβάφης τοποθετεί τον ρόλο της ποίησης σε ένα επίπεδο ρεαλιστικό, χωρίς να τις προσδίδει ιδιότητες και ικανότητες που δεν έχει, ή να εναποθέτει σε αυτήν προσδοκίες που η ποίηση δεν είναι σε θέση να υλοποιήσει. Αντίθετα, αν ο τίτλος έμενε γενικός –Μελαγχολία Ποιητού–, αν ο ποιητής δεν ήταν συγκεκριμένος, αν δεν γνωρίζαμε ότι έχει ήδη πεθάνει, και μάλιστα προ πολλού, τότε θα αφηνόταν μια ελπίδα για το μέλλον, ότι δηλαδή η ποίηση μπορεί να απαλλάξει τον ποιητή από τη μελαγχολία που του προκαλεί η σκέψη της φθοράς, ότι μπορεί να τον απαλλάξει από την ίδια τη φθορά. Επιπλέον, αν στη θέση του τίτλου και του περιεχομένου του ποιήματος ο Καβάφης τοποθετούσε έναν αληθινό ποιητή, τότε το πρόβλημα θα αφορούσε μόνο το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η αναγωγή του σε ένα φανταστικό το καθιστά πρόβλημα του οποιουδήποτε ποιητή, και του Καβάφη ειδικότερα.
2. Το ποίημα αποτελείται από δύο δυσανάλογες ως προς το μέγεθός τους στροφές. Στην πρώτη ο Καβάφης εκθέτει το πρόβλημα του Ιάσωνα και τον ρόλο που μπορεί να παίξει η ποίηση στην άμβλυνσή του. Η δεύτερη στροφή αποτελείται από τρεις στίχους που επαναλαμβάνουν τα βασικά μοτίβα τα πρώτης: το γήρασμα πληγή από φρικτό μαχαίρι (στ. 2, 7), η ποίηση είναι φάρμακο που μπορεί να γιάνει την πληγή (στ. 5, 8), πρόσκαιρα όμως (στ. 6, 9).
Το πρώτο ενικό πρόσωπο υποδηλώνει ότι ο Καβάφης υποδύεται τον ρόλο του Ιάσωνος σαν ηθοποιός σε ρόλο θεατρικό. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο υποδηλώνει τη συνομιλία του ποιητή με την ίδια την ποίηση, μέσω της οποίας προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τα γεράματα και με την αγωνία του θανάτου. Στην ουσία δεν πρόκειται για συνομιλία αλλά για μονόλογο εσωτερικό σε μια μικτή γλώσσα (καθαρεύουσα, δημοτική) χωρίς λογοτεχνικά στολίδια, σε ιαμβικό ελεύθερο στίχο. Ο Καβάφης προσωποποιεί/μυθοποιεί την ποίησή του, βάζοντας το πρόβλημά του απέναντί του, αποδίδοντας στην ποίηση οντότητα, νοημοσύνη και γνώση. Αντίστοιχα, τα κεφαλαία γράμματα στις λέξεις Τέχνη, Φαντασία, Λόγος φανερώνουν ότι και σε αυτές αποδίδει ξεχωριστή ύπαρξη.
Ο λόγος του στο ποίημα είναι αντιρομαντικός και αντιρητορικός, όπως αντιρομαντικό και αντιρητορικό είναι και το πρόβλημά του. Μόνο τρεις μεταφορές «στολίζουν» το ποίημα: Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι, φάρμακα […] της ποιήσεως, νάρκης του άλγους δοκιμές.
3. [Η τέχνη] ξέρει να σχηματίζει μορφήν της Καλλονής, όπως ακριβώς η τέχνη του έφτιαξε τη μορφή του Καισαρίωνα και σκιαγράφησε τον εσωτερικό του κόσμο, συμπληρώνοντας τα κενά που άφησε η ιστορία μιλώντας για τον Καισαρίωνα (σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα). Τελικά, ποιο ρόλο παίζει η ποίηση στη ζωή του ποιητή, αλλά και γενικά στη ζωή; Επηρεάζει η τέχνη τη ζωή ή μήπως είναι μια πολυτέλεια στο περιθώριο της ζωής; Η άποψη του Καβάφη είναι ότι η τέχνη λειτουργεί συμπληρωματικά με τη ζωή. Στα ιστορικά ποιήματά του, λ.χ., ο Καβάφης συμπληρώνει με τη φαντασία του λεπτομέρειες που η ιστορία δεν παραδίδει, όπως αυτές αναδύονται μέσα του σύμφωνα με τη δική του φιλοσοφία και στάση ζωής, σύμφωνα με τις δικές του προσδοκίες. Εξάλλου, στον τελευταίο στίχο του ποιήματος Εκόμισα εις την τέχνην έγραφε: συνδυάζουσα [η Τέχνη] εντυπώσεις, / συνδυάζουσα τες μέρες.
Αλλά η τέχνη λειτουργεί συμπληρωματικά στη ζωή και για έναν άλλο λόγο: γιατί επιβιώνει, και είναι ακριβώς αυτή η επιβίωση που εμπλουτίζει τη ζωή με την αίσθηση της αιωνιότητας.  

Εργασίες σχολικού βιβλίου
1. Αν θα θέλαμε να ορίσουμε τι είναι ποίηση και ποιος ο ρόλος της, θα βρισκόμαστε μπροστά σε ποικίλες δυσκολίες, καθώς οι ίδιοι οι λειτουργοί της ποίησης δεν μπορούν να αποφασίσουν. Η αναποφασιστικότητα αυτή φαίνεται και από τα δεκατρία αγωνιώδη ερωτήματα του Καρούζου για τα ποιήματα και από τη θέση του για τη στρατευμένη τέχνη (προτελευταίος στίχος). Μόνο στον τελευταίο στίχο ποιητής δίνει τον δικό του ορισμό της ποίησης και του ποιήματος: ενθύμια φρίκης. Και ο Καρούζος, όπως ο Εγγονόπουλος, ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, θεωρεί την ποίηση μέσο υπόμνησης φρικτών ενθυμημάτων και μηνυμάτων, μπορεί ιστορικών και κοινωνικών (π.χ., πόλεμος), μπορεί προσωπικών (π.χ., υπαρξιακά ερωτήματα). Πού συναντιέται ο Καρούζος με τον Καβάφη; Στο σημείο που λέει: Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα; / είναι γάζες επίδεσμοι / παρηγόρια ή διαλείμματα; Αντίστοιχα, ο Καβάφης είχε δηλώσει ότι η ποίηση κάπως ξέρει από φάρμακα που κατευνάζουν για λίγο τον πόνο. Ό,τι προσδοκά ο ποιητής είναι η λύτρωση μέσα από την ποίησή του, η απαλλαγή από την πίεση των αναμνήσεων και από τη φθοροποιό ροή του χρόνου, η μετάπλαση των αγωνιών και των παραλογισμών της ζωής σε βίωμα γαλήνιας. Ωστόσο, Καρούζος και Καβάφης καταλήγουν περίπου στο ίδιο συμπέρασμα: η ποίηση μόνο πρόσκαιρα λυτρώνει· σε τελευταία ανάλυση, περισσότερο από το να λυτρώνει, θυμίζει στον ποιητή ό,τι τον πληγώνει.   
2. Ο αμνός που θυσιάζεται είναι ο ίδιος ο ποιητής, ενώ πάνω στο τραπέζι, που λειτουργεί σαν βωμός, υπάρχει το όργανο της θυσίας, το μαχαίρι. Η επιγραφή πάνω στον πίνακα δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι ο Εγγονόπουλος διαλέγεται με τον Καβάφη, ότι δίνει τη δική του εικαστική εκδοχή (όπως το έκανε και με το ποίημα του Αναγνωστάκη Στον Νίκο Ε… 1949, ζωγραφίζοντας το Εμφύλιος πόλεμος 1949).
Ο πίνακας δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο Εγγονόπουλος γνωρίζει πολύ καλά τόσο την αρχαία ελληνική μυθολογία όσο και την Αγία Γραφή. Στην αρχαιότητα, σε περιπτώσεις ανθρωποθυσίας συχνά ένα ζώο λειτουργούσε ως υποκατάστατο· για παράδειγμα, ο Αγαμέμνονας θυσίασε τελικά ένα ελάφι που έστειλε η Άρτεμη αντί για την κόρη του Ιφιγένεια. Η ίδια όμως υποκατάσταση έγινε και στη θυσία του Ισαάκ.
Το ερώτημα είναι γιατί θυσιάζεται ο ποιητής και ποιος είναι ο θύτης. Τα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να έχουν μονοσήμαντη απάντηση. Από τη μια θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο ποιητής θυσιάζει τον ίδιο του τον εαυτό, εξαφανίζει το εγώ του, για να μιλήσει για όσα οι άνθρωποι δεν μπορούν να μιλήσουν, για όσα βιώνουν αλλά δεν συνειδητοποιούν (αγωνίες, θλίψη, αντινομίες κ.τ.λ.). Ο ποιητής, φέρνοντας μηνύματα από το εσώτερο είναι του Ανθρώπου, του επιτρέπει να αρθεί πάνω από τον εαυτό του (εγώ) και να συναντήσει τον Άνθρωπο (σε ποιες θυσίες υποβάλλεται ο ποιητής σκαλίζοντας όσα οι υπόλοιποι δεν αντέχουν μας το είπε καθαρά ο Καρυωτάκης στο ποίημα [Είμαστε κάτι ...]). Πρόκειται δηλαδή για αυτοθυσία.
Μπορεί ακόμη να υπονοείται η απομόνωση στην οποία καταδικάζουν οι άνθρωποι τους ποιητές, γενικά τους καλλιτέχνες, προκειμένου να μην ακούν τις αλήθειες που διατυπώνουν. Μπορεί όμως να είναι η θυσία του «εγώ» στο «εμείς», μια θυσία που πετυχαίνει ο άνθρωπος μέσω της τέχνης. Γιατί η τέχνη καταφέρνει και βγάζει τον άνθρωπο από τον περίκλειστο χώρο του εαυτού του και τον κάνει να συναντά τους άλλους, τον Άνθρωπο, το «εμείς», τον καθιστά δεκτικό σε εσωτερικά και εξωτερικά μηνύματα.

ΠΑΡΑΔΕIΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Δομή του κειμένου, επαλήθευση ή διάψευση μιας κρίσης με βάση το κείμενο, εκφραστικά μέσα και τρόποι του κειμένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηματικές λειτουργίες, επιλογές του δημιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):
1. Τι πετυχαίνει ο ποιητής με τον τόσο εκτενή και πλούσιο σε λεπτομέρειες τίτλο του ποιήματος;
Το πρώτο πρόσωπο που χρησιμοποιεί ο Καβάφης μέσα στο ποίημα στρέφει το βλέμμα του αναγνώστη στον ίδιο, καθιστώντας το θέμα του ποιήματος προσωπική ιστορία του Αλεξανδρινού. Αν ο τίτλος ήταν απλώς «Μελαγχολία του ποιητού» θα ταυτίζονταν το ποιητικό υποκείμενο με τον ποιητή. Για τούτο ο Καβάφης σπεύδει να χρεώσει τη μελαγχολία και την οδύνη, στο φανταστικό ποιητή Iάσωνα Κλεάνδρου. Ο εκτενής τίτλος μπαίνει για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, για να αποστασιοποιηθεί ο ποιητής από τον ήρωά του. Πράγματι, μια χρονολογική ένδειξη, ένα όνομα, μια πόλη, αρκεί για να εξασφαλιστεί το άλλοθι. Ο τίτλος, λοιπόν,  μας μεταφέρει μέσα στον ιστορικό χρόνο και τόπο και ορίζει το ψευδοϊστορικό πλαίσιο και τον αφηγητή, προσφέροντας έτσι ιστορικό άλλοθι στον ποιητή.
Βρισκόμαστε στα βάθη της Ασίας -στην Κομμαγηνή, χώρα ανατολικά της Συρίας- και όχι βέβαια στις μέρες μας αλλά σε πολύ μακρινούς καιρούς, το 595 μ.Χ. Καμιά σχέση με τον Καβάφη και τα συναισθήματά του. Καθώς μάλιστα με τον τίτλο ο ποιητής αποστασιοποιείται απ’ το προσωπικό του πρόβλημα, το καθιστά ξένο, πιο αντικειμενικό, επομένως και πιο αληθινό. Από την άλλη, καθώς ο Iάσωνας Κλεάνδρου είναι ανύπαρκτο ιστορικά πρόσωπο, θα μπορούσε δηλαδή να είναι οποιοσδήποτε ποιητής, σε οποιαδήποτε εποχή, ο Καβάφης προσδίδει στο μήνυμά του -η ποίηση ως μέσο καταπράυνσης του γήρατος και της ασχήμιας- διαχρονική ισχύ.
2. Το ποίημα αποτελείται από δύο δυσανάλογες ως προς το μέγεθος στροφές. Ποιο είναι το περιεχόμενό τους και πώς συνδέονται μεταξύ τους;
Στην πρώτη στροφή ο ποιητής εκφράζει την οδύνη του, τον πόνο του. Διατυπώνει το πρόβλημα και τις ελπίδες για τη λύτρωσή του από αυτό. Στη δεύτερη στροφή κάνει την τελική του επίκληση προς την Ποίηση. Η σύνδεση των δύο στροφών επιτυγχάνεται με την επανάληψη της φράσης «Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι».
3. Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται παραστατικά ο «αναλγητικός» ρόλος της ποίησης;
Επανάληψη: Η λέξη «φάρμακα» χρησιμοποιείται στους στίχους 5 και 8.
Μεταφορά,
       Π ροσωποποίηση                                          «Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της ποιήσεως» (στ.8)
       Προστακτική (Δηλώνει ικεσία)

β΄ενικό πρόσωπο (αποστροφή στην ποίηση): «Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως» (στ. 4)
                                                                                «Ξέρεις ...» ( στ. 5)
                                                                                «Τα φάρμακά σου φέρε ...( στ. 8)
Αναστροφή και υπερβατό: «νάρκης του άλγους δοκιμές» (στ. 6), αντί: δοκιμές νάρκης του άλγους
4. Στο ποίημα διατυπώνεται μία επίκληση. Ποιος μιλάει και ποιον επικαλείται;
 Η επίκληση εκφράζεται από τον φανταστικό ποιητή Iάσωνα Κλεάνδρου το 595 μ.Χ. Πίσω όμως απ’ τον Iάσωνα βρίσκεται ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής. Ο Iάσωνας Κλεάνδρου, ιστορικά ανύπαρκτο πρόσωπο, αποτελεί το προσωπείο πίσω απ’ το οποίο κρύβεται ο Κ. Καβάφης. Επιλέγει δε να αποδώσει την επίκληση σ’ ένα άλλο πρόσωπο, γιατί θέλει να καταστήσει το πρόβλημά του πιο αληθινό, να το παρουσιάσει πιο αντικειμενικά, να του προσδώσει διαχρονικότητα και καθολικότητα μέσα απ’ το ιστορικό βάθος του τίτλου.
Ο ποιητής επικαλείται την Τέχνη της Ποιήσεως. Πιστεύει ότι η ποίηση είναι αυτή που μπορεί να του δώσει λίγη ανακούφιση, μια μικρή παρηγοριά για να αντέξει το γήρας και τις συνέπειές του στο σώμακαι την ψυχή. Θυμίζουμε ότι το ποίημα το γράφει ο Κ. Καβάφης το 1918, σε ηλικία 55 ετών, ηλικία αρκετά μεγάλη για τις αντιλήψεις της εποχής. Επικαλείται λοιπόν την ποίηση, της ζητά να του προσφέρει τα φάρμακά της για να καταπραΰνει τον πόνο του, να απαλύνει τους φόβους του για το επερχόμενο γήρας.
2.2. Σχολιασμός ή σύντομη ανάπτυξη χωρίων του κειμένου:
            1. Ποια επίδραση έχει το γήρας στην όψη και την ψυχική διάθεση του Ιάσωνος;
 Η φθορά του σώματος και της μορφής που επέρχεται με το πέρασμα του χρόνου αρχίζει να γίνεται ορατή στον Iάσωνα. Βλέπει αλλά και αισθάνεται τα πρώτα σημάδια του γήρατος. Η λάμψη, η φρεσκάδα, η ομορφιά των χαρακτηριστικών χάνονται σταδιακά. Αυτό τον τρομοκρατεί, τον πανικοβάλλει. Δεν έχει συμφιλιωθεί με τη φθορά, την ανημποριά και την ασχήμια. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τα αντέξει, να τα υπομείνει. «Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά» (στ. 3) μας λέει. Έτσι, βιώνει αυτή την κατάσταση ως «πληγή από φρικτό μαχαίρι», στίχος που επαναλαμβάνεται για να καταστήσει ολοφάνερη την επίδραση που έχει στον ποιητή το γήρασμα του σώματος και της μορφής. Το γήρας προκαλεί στον ποιητή ψυχικό πόνο και για να τον αντιμετωπίσει θα  προστρέξει στην ποίηση˙ γνωρίζει ωστόσο ότι αυτή μόνο «για λίγο» και «κάπως» θα τον ανακουφίσει. Η ποίηση παρουσιάζεται λοιπόν ως παυσίπονο και όχι ως φάρμακο που θεραπεύει οριστικά.
 2. Γιατί ο Ιάσων προστρέχει στην ποίηση;
Για τον ποιητή η Ποίηση αποτελεί βάλσαμο που κάνει «να μη νιώθεται η πληγή». Άλλωστε, από μόνη της η πράξη της δημιουργίας είναι μέγιστη απόλαυση και ευτυχία, όπως αναφέρει η Σόνια Ιλίνσκαγια (Κ. Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα, Κέδρος 1983, σελ. 215). Πολύ περισσότερο για τον Κ. Καβάφη, καθώς, όπως είναι γνωστό, ο Αλεξανδρινός μέσα απ’ την Τέχνη του ξαναζεί το παρελθόν του και ευτυχισμένες στιγμές, «υλοποιεί» τα οράματά του, φαντασιώνεται σκηνές που θα ήθελε να βιώσει. Άρα, με την ποίηση γνωρίζει την ευτυχία, την αυτοδικαίωση, την εκτόνωση, τη χαρά της δημιουργίας. Γι’ αυτό προστρέχει σ’ αυτήν˙ γιατί, με όλα αυτά, η Ποίηση κατορθώνει να τον ταξιδέψει στο μαγικό της κόσμο, όπου τα προσωπικά προβλήματα περνούν σε δεύτερη μοίρα. Με τη δύναμη της Φαντασίας αλλά και του ποιητικού Λόγου, που δίνει σάρκα και οστά στις συλλήψεις του, ξεπερνά για λίγο τις άσχημες, αρνητικές σκέψεις, τους φόβους του και απαλύνεται ο πόνος του. Ας τονιστεί ξανά ότι ο Κ. Καβάφης με την ποιητική φαντασία του πλάθει ονειρεμένες σκηνές της νιότης ή αναπαριστά άλλες πραγματικές. ΄Ετσι, -έστω και για λίγο- βρίσκει ανακούφιση και παρηγοριά από το πρόβλημα που θίγεται στο ποίημα, το γήρασμα του σώματος και της μορφής.
3. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα φάρμακα της ποίησης; Πώς μπορούν να βοηθήσουν τον ήρωα στη μάχη με τα γηρατειά;
Βλ. απάντηση προηγούμενης ερώτησης (2.2.2).
4. «Που κάμνουνε -για λίγο- να μη νιώθεται η πληγή»: Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η δράση των φαρμάκων της τέχνης της ποίησης είναι σύντομη σε διάρκεια;
Η ποίηση -και η Τέχνη γενικότερα- δύναται να βοηθήσει τον ποιητή να ξεχαστεί για λίγο, να ευτυχήσει μέσα απ’ τη χαρά της δημιουργίας, να εκτονωθεί με την αισθητοποίηση του πάθους του, να ξεπεράσει την αίσθηση του γήρατος μέσα απ’ όλα αυτά, αλλά και με την ανάπλαση και αναβίωση των χαρών της νιότης.
Αυτά όμως δεν κρατούν πολύ. Η πραγματικότητα είναι αμείλικτη και επιβάλλεται, έστω κι αν τα φάρμακα της Ποίησης την παρακάμπτουν προσωρινά. Ο ποιητής λοιπόν δεν έχει αυταπάτες. ΄Εχει συνειδητοποιήσει ότι η φθορά απ’ το πέρασμα του χρόνου είναι αναπόφευκτη, ότι δεν γιατρεύεται οριστικά. Αντιλαμβάνεται ότι η δράση των φαρμάκων της Ποίησης είναι πρόσκαιρη, προσωρινή˙ η ποίηση παρουσιάζεται λοιπόν ως παυσίπονο και όχι ως φάρμακο που θεραπεύει οριστικά. 
5. Γιατί νομίζετε ότι χαρακτηρίζονται τα φάρμακα της ποίησης ως δοκιμές;
Ο Κ. Καβάφης χαρακτηρίζει «δοκιμές» τα φάρμακα της Ποίησης, δηλαδή απόπειρες, προσπάθειες. Ο ποιητής, συνειδητοποιώντας ότι η Ποίηση μόνο «κάπως» και μόνο «για λίγο» μπορεί να τον βοηθήσει, χρησιμοποιεί τη λέξη αυτή ακριβώς για να τονίσει τον προσωρινό χαρακτήρα αυτής της βοήθειας. Προσπάθειες λοιπόν να ναρκωθεί η πληγή του, όχι λύση, όχι οριστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Αυτό μπορεί να περιμένει μόνο ο ποιητής ότι απ’ την ποίηση.

3. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Ου. Σαίξπηρ: Σονέτο 77
Τα νιάτα πώς διαβαίνουν θα σου πει ο καθρέφτης
και το ρολόι πώς φεύγουν οι ακριβές στιγμές σου
τη σκέψη σου οι λευκές σελίδες θα κρατήσουν,
 κι απ’ ό, τι γράψεις ένα δίδαγμα θα πάρεις.

Πιστά ρυτίδες ο καθρέφτης θα σου δείξει,
που κάποιους τάφους ανοιχτούς θα σου θυμίσουν,
και θα σε μάθει αργός ο ίσκιος στο ρολόι
πώς προχωρεί προς την αιωνιότητα ο Χρόνος.

Πρέπει να εμπιστευθείς σε τούτα τα’ άδεια φύλλα
όσα η ανάμνησή σου δεν μπορεί να σώσει
και κάποτε θα δεις μεγάλα αυτά τα τέκνα
της σκέψης σου, που έτσι ξανά θα τη γνωρίσεις.

΄Οσες φορές κοιτάξεις τον καθρέφτη, το ρολόι,
 θα ωφεληθείς και θα γεμίζουν οι σελίδες.
Ερώτηση
Πώς συνδέονται ο Χρόνος, τα Γηρατειά και η Ποίηση στο παραπάνω ποίημα; Να το παραβάλετε με το ποίημα του Καβάφη Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή˙ 595 πΧ.
            Οι σκέψεις, η δυνατότητα δημιουργίας, οι πνευματικές κατακτήσεις αλλά και τα βιώματα, οι «ακριβές στιγμές», αποτυπώνονται μέσα στις «λευκές σελίδες», μέσα στην ποίηση. Η Ποίηση είναι αυτή που θα τα διασώσει στο πέρασμα του χρόνου. Θα κρατήσει ζωντανά όλα αυτά τα στοιχεία που κινδυνεύουν να σβηστούν απ’ τον αμείλικτο χρόνο. Κι έτσι, ο δημιουργός αργότερα θα είναι σε θέση να γνωρίσει καλύτερα ό,τι έπραξε, ένιωσε, σκέφτηκε. Να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Να ξαναζήσει κάτι από τα νιάτα του και τις «ακριβές στιγμές» του.
Στο ποίημα αυτό λοιπόν, το ρολόι και ο καθρέφτης γίνονται οι αδιάψευστοι μάρτυρες της φθοράς που επιφέρει ο χρόνος, των γηρατειών και του επερχόμενου θανάτου (ανοιχτούς τάφους φέρνουν στη θύμηση του ποιητή), ενώ η ποίηση είναι ο θεματοφύλακας της νιότης, της δημιουργίας, της αυτογνωσίας. Λυτρωτικός ο ρόλος της κι εδώ, όπως και στο εξεταζόμενο ποίημα του Κ. Καβάφη, όπου με τα φάρμακά της ανακουφίζει, καταπραΰνει τον πόνο του ποιητή απ’ τις πληγές που επέφερε ο χρόνος.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
1. Μπορεί η ποίηση να βοηθήσει τον άνθρωπο να νικήσει τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος; Να αναπτύξετε τις απόψεις σας σε σύντομο κείμενο.
            Αν μιλάμε κυριολεκτικά, τότε σαφώς και η ποίηση -όπως άλλωστε και τίποτε άλλο- δεν μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να νικήσει το χρόνο και τη φθορά που επιφέρει. «Το γήρασμα του σώματος και της μορφής» είναι αναπόφευκτο. Ωστόσο, όσο κι αν τα νιάτα, η δύναμη, η ομορφιά, είναι επιθυμητά για πάντα, το πρόβλημα εστιάζεται στην ψυχή του ανθρώπου. Δεν είναι τα γηρατειά αυτά καθ’ εαυτά που λυγίζουν τον άνθρωπο, δεν είναι οι ρυτίδες και η απώλεια της φρεσκάδας˙ είναι η στάση του, η ψυχολογική του στάση απέναντι σ’ αυτά. Είναι ο φόβος και ο πανικός που τον καταβάλλουν όταν συνειδητοποιείτη φθορά. Είναι η λύπη και ο πόνος που πηγάζουν από την αδυναμία του να βιώσει τις χαρές της νιότης. Είναι τελικά η αδυναμία του να συνυπάρξει, να συμφιλιωθεί με τη νέα κατάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται σταδιακά.
Αν λοιπόν αντιμετωπίσουμε ως τέτοιο -ψυχολογικό- το πρόβλημα, η Ποίηση δύναται να καταστεί αρωγός στην προσπάθεια του ανθρώπου να αντιμετωπίσει -όχι να νικήσει- τη φθορά. Μέσω αυτής ο δημιουργός εκτονώνει τα πάθη του, τις αδυναμίες, τις φοβίες του. Μέσα από τη δημιουργία ξεφεύγει από τις βασανιστικές σκέψεις που γεννά η φθορά και τα γηρατειά.
Πέραν αυτών, με την ποίηση κατορθώνει να αναπλάσει πολλές στιγμέςτου παρελθόντος -κάτι που το ξέρει πολύ καλά ο Κ. Καβάφης- να αναβιώσει ευτυχισμένες σκηνές, να ξαναζήσει χαρές και ηδονές της νιότης. ΄Ετσι, λειτουργεί ως φάρμακο η ποίηση. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε, ότι δεν πρόκειται για νίκη, αλλά για παροδική, πρόσκαιρη ανακούφιση.
Θα μπορούσαμε να δούμε το ζήτημα και από μια άλλη άποψη˙ η ποίηση, όπως και κάθε μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας, νικάει το χρόνο, αν σκεφτούμε ότι το αληθινό έργο μένει στο χρόνο˙ μαζί λοιπόν με το καλλιτεχνικό δημιούργημα ο δημιουργός κερδίζει και αυτός την αιωνιότητα.
2. Συμμερίζεστε την οδύνη του Ιάσωνα ή πιστεύετε ότι τα γηρατειά -όπως άλλωστε και κάθε περίοδος της ανθρώπινης ζωής- επιφυλάσσουν και ευχάριστες στιγμές; Να δικαιολογήσετε την άποψή σας.
.Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο σκέλος. Τα γηρατειά λοιπόν, πέραν του ότι αποτελούν ψυσική εξέλιξη της ωρίμανσης του ανθρώπου, είναι μια ηλικία, όπου ο άνθρωπος, κατασταλαγμένος πια, ατενίζει περισσότερο το παρελθόν παρά το μέλλον .Υ πάρχει όμως και το παρόν που μπορεί να του δώσει πολλές χαρές. 'Εχ- οντας σχεδόν ολοκληρώσει τη δημιουργική του δρα~ριότητα σε όλα τα πεδία, απολαμβάνει τους καρπούς των προσπαθειών του. Υπερηφανεύεται για την οι- κογένειά του, τα παιδιά του, ίσως και τα εγγόνια του. Μικροχαρές της καθημερι- νότητας μέσα ~ν οικογενειακή ζωή του χαρίζουν ευτυχία. Απαλλαγμένος πια από τα πάθη του βιώνει με ηρεμία το υπόλοιπο της ζωής του. Αναπολεί το παρελθόν και αισθάνεται ότι με τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει μπορεί να προσφέρει τα διδάγματά του, τη σοφία του. Και βέβαια, όσο η ψυχή του είναι γεμάτη δίψα για ζωή, όσο αισθάνεται ακόμη ότι έχει δικαίωμα σε αυτήν , μπορεί και την χαίρεται. Με όλα αmά θέλουμε να πούμε ότι τα γηρατειά -εφόσον δεν συνοδεύονται από
σοβαρές ασθένειες ή έντονη μοναξιά- μπορεί να επι~λάσσoυν πολλές χαρές και ευτυχισμένες στιγμές σε όποιον τα βιώνει, αρκεί βέβαια να συμφιλιωθεί με τις αδυ- ναμίες που η ηλικία αυτή συνεπάγεται.
Από την άλλη, δεν μπορούμε να μη δικαιολογήσουμε την οδύνη του Iάσωνα Κλεάνδρου. 'Ενας ποιητής, ένας άνθρωπος καλύτερα, στο σούρουπο της ζωής του συνειδητοποιεί τα δεινά που ο χρόνος φέρει. Αισθάνεται το σώμα του να γερνάει, το πρόσωπό του να χάνει τη λάμψη και την ομορφιά του. Καταλαβαίνει πια ότι η νεότητα έ~γε οριστικά, ότι οι ηδονές της νιότης δεν θα ξανάρθουν .Ν ιώθει τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν. Ώλα αmά λοιπόν τον καταβάλλουν. Πρόκειται για μια κρίσιμη ηλικία (55 ετών είναι ο Καβάφης όταν γράφει αmό το ποίημα) κατά την οποία ο άνδρας μεταβαίνει αργά αλλά σταθερά από το στάδιο της ωρίμανσης σε αmό της γήρανσης. Δικαιολογείται έτσι η οδύνη ως ένα βαθμό. Ώχι απόλmα όμως, καθώς κάθε άνθρωπος οφείλει να συνειδητοποιεί τη θέση του μέσα στο χρό- νο και να συμφιλιώνεται -mo μέτρο που αmό είναι δυνατό- με τη φθορά που επέρ- χεται. Μόνο έτσι μπορεί να απολαμβάνει τη ζωή του ως το τέλος της.
0 Συμπερασματικά, η οδύνη του Ιάσωνα, αν και δικαιολογείται, δεν αναιρεί την αλήθεια σύμφωνα με την οποίαο άνθρωπος μπορεί να απολαμβάνει αρκετά πράγματα στα γηρατειά του.
3 .Ο Ι άσων Κλεάνδρου είναι ένα ανύπαρκτο ιστορικά πρόσωπο που θεωρείται συχνά από τους μελετητές ως προσωπείο του ποιητή. Ποια στοιχεία του ποιή- ματος συνηγορούν, κατά τη γνώμη σας, υπέρ αυτής της άποψης;
Απάντηση Ο Iάσων Κλεάνδρου αποτελεί αναμφίβολα προσωπείο του Κ. Καβάψη. Κι αmό γιατί ο Καβάψης δεν θέλει να προσωποποιήσει το πρόβλημά του. Δεν επιθυμεί να φανερώσει την προσωπική του πληγή. Αντίθετα, θέλει να αποστασιοποιηθεί από αmό, να το κάνει να φανεί ξένο προς αmόν και, κατά συνέπεια, πιο αντικει- μενικό, πιο αληθινό. Γι ' αmό χρεώνει, από τον τίτλο κιόλας, τη μελαγχολίασ' έναν ., ανύπαρκτο ιστορικά ποιητή. 'Ετσι, μάλιστα, εξυπηρετείται και ο διδακτισμός που διέπει τον μεγάλοποιητή. Αποδίδει δηλαδή στα λεγόμενά του, μέσα από τα βάθη της ιστορίας, όπου μας αιχμαλωτίζει με τις λεπιομέρειες του τίτλου, διαχρονική και καθολική ισχύ -αξία, φορώντας ο ίδιος το προσωπείο του Iάσωνα Κλεάνδρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου