Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Λογοτεχνία Γ΄θρ: «Κρητικός» του Διονυσίου Σολωμού

«Κρητικός» του Διονυσίου Σολωμού (1798-1857)
Προσοχή:
Α. Να μελετάτε πάντα την εισαγωγή σελ. 15 και τα συνοδευτικά κείμενα σελ. 279-294.
Β. Για τα εκφραστικά σχήματα να μην ξεχνάτε ότι:
·         Η μεταφορά αποτελεί βασικό μέσο έκφρασης των συναισθημάτων και σκέψεων του αφηγητή.
·         Η παρομοίωση προσδίδει παραστατικότητα στις εικόνες που σχηματοποιούνται κατά την αφήγηση.
·         Από κει και πέρα κάθε σχήμα λόγου αξιολογείται στο συγκεκριμένο στίχο όπου εντοπίζεται.
Γ. Σε κάθε απάντηση να κάνετε παραπομπές από τα συγκεκριμένα αποσπάσματα που εξετάζονται
Δ. Να αφομοιώνετε δημιουργικά το υλικό σας και να μην αποστηθίζετε έτοιμες απαντήσεις.

Εισαγωγή Ι
ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ που δέχτηκε ο Σολωμός:
1. Ιταλικός κλασικισμός
2. Ευρωπαϊκός ρομαντισμός και γερμανικός ιδεαλισμός
3. Δημοτικά τραγούδια
4. Κρητική Λογοτεχνία («Ερωτόκριτος» του Βιντσέντζου Κορνάρου)
5. Χριστιανική φιλολογία (Ευαγγελικά και πατερικά κείμενα)
6. Αρχαία ελληνική λογοτεχνία και γραμματεία («Οδύσσεια» του Ομήρου και θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα)
7. Διαφωτισμός (φιλελεύθερες ιδέες του ποιητή)
8. Επτανησιακή σχολή (Θέματα: φύση, πατρίδα, γυναίκα, θρησκεία και Γλώσσα: δημοτική γλώσσα)
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ του ρομαντισμού
1. φανταστικό στοιχείο (κυριαρχία φαντασίας)
2. συναίσθημα
3. μυστηριακό και οραματικό στοιχείο
4. φύση
5. υποβλητική σκηνογραφία
6. ηρωισμός και αγώνας για την ελευθερία
7. εξιδανικευμένος έρωτας
8. αποσπασματικότητα
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (σχολικό εγχειρίδιο, σελ. 281-3): Γενικό χαρακτηριστικό της ποίησης του Σολωμού που αποδίδεται: α) στην ασθένεια του ποιητή (Πολυλάς), β) στο πάθος του ποιητή για τελειότητα (Φτέρης), γ) σε συνθετική αδυναμία του ποιητή (Παλαμάς), δ) στην επίδραση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού του 19ου αι. και κυρίως του γερμανικού ρομαντισμού (Βελουδής).
Από τους παραπάνω λόγους προκρίνεται περισσότερο ο τελευταίος.
Ο «Κρητικός» είναι ένα έργο με αρχή, μέση και τέλος. Το κεντρικό θέμα παρουσιάζει συνοχή και ολοκληρώνεται στα όρια του ποιήματος. Οι πρώτοι στίχοι είναι τυπικοί στίχοι αρχής και ο τελευταίος δίνει το τέλος της αφήγησης. Από την άλλη το ποίημα αρχίζει με το απόμακρο ακρογιάλι και τελειώνει με την άφιξη του ήρωα στο γιαλό (σχήμα κύκλου). Επιπλέον το κεντρικό θέμα του ποιήματος παρουσιάζει απόλυτη συνοχή, ενώ το θέμα και η λυρικότητα του ποιήματος ολοκληρώνονται. Επομένως δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόσπασμα. Η αρίθμηση 18-22 είναι συμβατική και δηλώνει ότι ο Σολωμός σκόπευε να προσθέσει κι άλλες ενότητες πριν τη 18. Όπως διαφαίνεται από τα Αυτόγραφά του ο ποιητής σχεδίαζε να συνθέσει ένα μεγάλο έργο (1000 στίχοι), το οποίο θα αποτελούνταν από 8 ποιήματα, 4 λυρικά και 4 σατιρικά. Ένα από τα λυρικά ήταν ο «Κρητικός» (Η φαρμακωμένη στον Άδη, Ο Φυλακισμένος, Όραμα του Λάμπρου). Και στα τέσσερα το ζευγάρι αντιμετωπίζει μια δοκιμασία. Το ένα μέλος του ζευγαριού αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου ενεργή δράση, ενώ η ιστορία διαδραματίζεται κυρίως στο φυσικό τοπίο. Τέλος, η σημαντικότερη σκηνή διαδραματίζεται σε ατμόσφαιρα έκστασης.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ (σχ. εγχ. σελ. 287)
Το ποίημα είναι αφηγηματικό, λυρικό και δραματικό.
1. Αφηγηματικό: υπάρχει ένας επινοημένος αφηγητής που μένει ζωντανός ως το τέλος για να αφηγηθεί την ιστορία του. Είναι ο κεντρικός ήρωας κι αφηγείται ένα βίωμα που του σημάδεψε τη ζωή. Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός και αφηγείται σε α΄ πρόσωπο τα γεγονότα που έλαβαν χώρα όταν ναυάγησε. Η αρχή της αφήγησης γίνεται in medias res. Επιπλέον στον «Κρητικό» αναγνωρίζουμε ένα βασικό χαρακτηριστικό του αφηγηματικού είδους στο επίπεδο της «αφηγημένης ιστορίας» που είναι το μοτίβο της «δοκιμασίας». Η δοκιμασία του ήρωα (βλέπε παρακάτω) αποτελεί διαρθρωτικό άξονα της δράσης.
2. Λυρικό: ο αφηγητής εξωτερικεύει τον εσωτερικό του κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Χαρακτηριστικό είναι ο πλούτος των εκφραστικών μέσων που προσδίδουν στο λόγο ποιητικότητα και ιδεαλισμό. Τέλος λυρισμό προσδίδει και η μουσικότητα του στίχου που επιτυγχάνεται με την ομοιοκαταληξία που χαρίζει στο ποίημα μελωδικότητα και ρυθμό.
3. Δραματικό: το ποίημα έχει τη μορφή δραματικού μονολόγου μέσα στον οποίο ενσωματώνεται και διάλογος (π.χ. με τις ψυχές των νεκρών). Ο αφηγητής χρησιμοποιεί το α΄ ενικό πρόσωπο, ενώ σε κάποια σημεία απευθύνεται σε ένα υποθετικό ακροατήριο (αποστροφές σε β΄ πρόσωπο). Επίσης η ύπαρξη προσώπων (ήρωας -κορασιά), οι ενδείξεις για την προσωπικότητα του αφηγητή ως δρώντος προσώπου και η σκηνοθετική διάσταση του χώρου αποτελούν στοιχεία για να χαρακτηριστεί το ποίημα ως δραματικό, καθώς απουσιάζει η δράση.
Ασκήσεις:
1.Ποια χαρακτηριστικά του ρομαντισμού εντοπίζετε στο 1ο απόσπασμα του ποιήματος; Να επιβεβαιώσετε την απάντησή σας δίνοντας παραπομπές στο κείμενο.
2. Ποια κοινά στοιχεία εντοπίζετε ανάμεσα στο 1ο απόσπασμα του ποιήματος και στο ακόλουθο απόσπασμα από το ποίημα «Ο Πόρφυρας» του Δ. Σολωμού; Για την απάντησή σας να λάβετε υπόψη και το εισαγωγικό σημείωμα του Πολυλά στο απόσπασμα:
Νέος Άγγλος στρατιώτης εκατασπαράχτηκε από έναν πόρφυρα —έτσι ονομάζεται εις την Κέρκυρα το θαλασσινό τέρας, το λεγόμενο και σμπρίλιος, σκυλόψαρο, και με το αρχαίο του όνομα, σωζόμενον ακόμη, καρχαρίας, το γαλλιστί requin— ενώ κολυμπούσε μέσα εις το λιμένα της Κέρκυρας και την ακόλουθην ημέρα τα κύματα έβγαλαν εις το ακρογιάλι του Κάστρου ένα απομεινάρι από το σώμα. Το πραγματικό αυτό συμβεβηκός είναι η υπόθεση τούτου του ποιήματος . . . Τα Αποσπ. 5 - 7 είναι εις το στόμα του κολυμπιστή, εις τη στιγμή όπου λατρεύει τες ομορφιές της φύσης, ολίγο πριν απαντήσει το τέρας του πελάγου.
«Κοντά ’ναι το χρυσόφτερο και κατά δω γειρμένο,
 π’ άφησε ξάφνου το κλαδί για του γιαλού την πέτρα,
 και κει γρικά της θάλασσας και τ’ ουρανού τα κάλλη,
 και κει τραβά τον ήχο του μ’ όλα τα μάγια πὄχει.
 Γλυκά ’δεσε τη θάλασσα και την ερμιά του βράχου,
και τ’ άστρο κράζει πάρωρα, και πρέπει να προβάλει. [...]
Φύση, χαμόγελ’ άστραψες κι εγίνηκες δική του·
ελπίδα, τὄδεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πὄχεις·
νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης.
Γύρου κοιτά να τον ιδεί . . . . . . .
 κοντά ’ναι κει στον νιον ομπρός ο τίγρης του πελάγου.
Κι αλιά! μακριά ’ναι το σπαθί, μακριά ’ναι το τουφέκι! [...]



Εισαγωγή ΙΙ
ΧΡΟΝΟΣ (σχ. εγχ., σελ. 287)
Μέσα από την αφήγηση του κεντρικού επεισοδίου, ο ποιητής φροντίζει έντεχνα, με αναδρομές στο παρελθόν (αναλήψεις) και ανοίγματα στο μέλλον (προλήψεις) να παρουσιάσει ταυτόχρονα όλη την ιστορία του ήρωα, πριν και μετά το ναυάγιο. Ο μύθος λοιπόν αναπτύσσεται σε τέσσερα χρονικά επίπεδα:
1. Ο χρόνος του ναυαγίου και της υπερφυσικής εμπειρίας του Κρητικού: απ. 1 (18), απ.3/ στ. 1-14, απ.4/ στ. 1-12, 17-28, 37-38, απ.5/ στ. 1-4, 21-24, 43-58.
2. Προηγούμενη ζωή του Κρητικού στην Κρήτη (αναδρομική αφήγηση): απ.2/στ.2-3, απ.4/στ.14-16, απ.5/ στ. 5-6, 15-20, 25-42.
3. Η ζωή του Κρητικού ως πρόσφυγα-ζητιάνου μετά το ναυάγιο και το χαμό της κόρης (πρόδρομες αφηγήσεις): απ. 2/στ.4, απ.5/ στ.7-14.
4. Οραματισμός της έσχατης Κρίσης. Υπερβατικό και μεταφυσικό μέλλον. Ο χρόνος γίνεται άχρονος και ο χώρος καθαγιάζεται (πρόδρομη αφήγηση): απ2/στ. 5-18.
Ο Δ. Μαρωνίτης διακρίνει το αφηγηματικό υλικό του «Κρητικού» σε «4 εποχές»:
Η πρώτη εποχή περιλαμβάνει τα «ευθύγραμμα επεισόδια»: ναυάγιο, νηνεμία, Φεγγαροντυμένη, ήχο, θάνατο κόρης.
Η δεύτερη τις «παλίνδρομες» (βρεφική, εφηβική ηλικία, μάχες, εκπατρισμός) και τις «πρόδρομες μνήμες» (τα μετά το ναυάγιο και το θάνατο της κόρης).
Η τρίτη το μοτίβο της έσχατης κρίσης.
Η τέταρτη το «ρημαγμένο παρόν» του αφηγητή.

Το μοτίβο της δοκιμασίας (σχ. εγχ.,σελ. 287)
Το κεντρικό θέμα πλέκεται γύρω από την τριπλή δοκιμασία του Κρητικού:
1. τη φυσική (μέσα στη θάλασσα ως ναυαγός προσπαθώντας να σώσει την αρραβωνιαστικιά του)
2. την ηρωική (αγώνες εναντίον των Τούρκων)
3. ηθική/ μεταφυσική (Έσχατη Κρίση)
1. Από την αρχή του ποιήματος τίθεται το θέμα της δοκιμασίας του Κρητικού μέσα στη φύση, καθώς παλεύει με τα κύματα, για να σωθεί ο ίδιος και η αγαπημένη του. Ξαφνικά η θάλασσα ηρεμεί κι εμφανίζεται ως συμπαραστάτης του ήρωα η φεγγαροντυμένη (πλαστικό σύμβολο). Ο ήρωας προσηλώνεται στη μυστηριώδη μορφή και αμελεί την αγαπημένη. Η θεϊκή μορφή συμβάλλει στη διάσωση του ήρωα με το δάκρυ που θα αφήσει στο χέρι του, το οποίο τον μεταμορφώνει. Δεν κατορθώνει όμως να σώσει την αγαπημένη του. Έτσι η φεγγαροντυμένη αποτελεί παραπλανητικό περισπασμό. Το ίδιο και ο ήχος (μουσικό σύμβολο) που κυριαρχεί το φυσικό τοπίο και σαγηνεύει τον αφηγητή.
2. Οι αγώνες που έδωσε ο Κρητικός για την ελευθερία της πατρίδας του συνιστούν την ηρωική δοκιμασία. Σε διάφορα σημεία του έργου μέσω των αναδρομικών αφηγήσεων: 2 (19): στ. 2-3, 5 (22): στ. 6, 17-20 και 36-42 διαφαίνεται το πολεμικό ήθος του αφηγητή και η φιλοπατρία του. Οι αγώνες αυτοί σε κάποιες περιπτώσεις είχαν νικητήρια έκβαση, αλλά τελικά οι συνέπειες για τον Κρητικό ήταν αρνητικές: απώλεια της οικογένειας και των συντρόφων του, εκπατρισμός, προσφυγιά.
3. Στο 2(19) κυριαρχεί σε μια πρόδρομη αφήγηση ο οραματισμός του Κρητικού αναφορικά με την έσχατη Κρίση. Αυτή αποτελεί την τελευταία και σημαντικότερη δοκιμασία του ήρωα, κατά την οποία ο ίδιος θα κριθεί μαζί με την αγαπημένη του.

Η ΘΕΜΑΤΙΚΗ του «Κρητικού» (τα θέματα της Επτανησιακής σχολής):
Ο Σολωμός με έντεχνο τρόπο συμπυκνώνει σ’ αυτό το ποίημα την αγάπη για την πατρίδα, τη χριστιανική πίστη, τη φύση και τον έρωτα για μια γυναίκα. Άλλωστε τα θέματα της Επτανησιακής σχολής συνοψίζονται στη λατρεία για την πατρίδα, τη θρησκεία, τη γυναίκα και τη φύση.
Στη συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση τα θέματα αυτά αναδεικνύονται ως εξής:
α) πατρίδα: Ήδη από τον τίτλο «Κρητικός» αντιλαμβανόμαστε την αναφορά του ποιητή στα πραγματικά γεγονότα της Κρητικής επανάστασης (1823-1824). Ο ήρωας του ποιήματος είναι ένας Κρητικός πρόσφυγας που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του και αναπολεί μνήμες του παρελθόντος. Στο στίχο μάλιστα 40 συναντάμε τον πιο πατριωτικό και εθνικό στίχο της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης: «Κι εφώναζα: «ω θεϊκιά κι όλη αίματα πατρίδα».
Η πατρίδα θεωρείται αξία και ύψιστο ιδανικό για το οποίο κανείς αξίζει να αγωνιστεί και να πεθάνει.
β) Η θρησκεία: Το μεγαλύτερο μέρος του αποσπάσματος 2 (19) είναι αφιερωμένο στη Δευτέρα Παρουσία και στη μεταθανάτια τελική κρίση. Εδώ ο ποιητής με την αναφορά στο θάνατο των αγαπημένων προσώπων και στον πόνο που έχει αυτός προκαλέσει, προετοιμάζει τη συνάντηση με την αγαπημένη του. Η επίκληση στη Σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας μας μεταφέρει στη στιγμή της έσχατης κρίσης, όπου το σκηνικό («θύρα της Παράδεισος», «Κοιλάδα») στήνεται σύμφωνα με τα όσα η χριστιανική πίστη διδάσκει. Σαφείς γίνονται οι επιρροές από το Ευαγγέλιο, αλλά και την Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Η θεϊκή μορφή της Φεγγαροντυμένης θυμίζει έντονα το Χριστό ιδιαίτερα με το στίχο: «Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει».
Τέλος, χριστιανικό μοτίβο μπορεί να θεωρηθεί η αδιάκοπη δοκιμασία του Κρητικού, ώσπου να φτάσει στην ηθική τελείωση και στην πραγματική αυτογνωσία.
γ) Η γυναίκα: Στο θεματικό άξονα του έργου συναντάμε τον έρωτα του ήρωα προς την αγαπημένη του και την αγωνιώδη προσπάθειά του να τη γλιτώσει από το θάνατο. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι επιτυχής, ο έρωτας όμως επιβιώνει και ολοκληρώνεται στην άλλη ζωή. Ο ήρωας προσμένει πως θα συναντήσει την αγαπημένη την ώρα της έσχατης κρίσης και ο έρωτάς τους θα γίνει έτσι αιώνιος. Μ’ αυτό τον τρόπο ο έρωτας ανάγεται σε αιώνια αξία.
Ταυτόχρονα στην περιγραφή της Φεγγαροντυμένης αισθητή γίνεται η παρουσία του έρωτα. Ο κρητικός μαγνητίζεται από το βλέμμα της και κυριεύεται από τη μορφή της. Ιδιαίτερα στο 4 (21): στ.14-16 καταδεικνύεται το γυναικείο αρχέτυπο ή βίωμα της πρώτης παιδικότητας που έμεινε χαραγμένο στη μνήμη και που συνδυάζει την αγαπημένη, τη θεά του έρωτα, την Παναγία και τη μητέρα.
δ) Η φύση (σχ. εγχ. σελ.291)
Το ποίημα κυριαρχείται από τη φύση και τον κόσμο του σύμπαντος (επιρροή από το γερμανικό ρομαντισμό). Οι εικόνες που χρησιμοποιεί ο ποιητής από το φυσικό χώρο είναι διάχυτες στο ποίημα, αφού μάλιστα η εικονοπλασία αποτελεί  βασικό μέσο της ποιητικής του έκφρασης.
Η φύση παρουσιάζεται αντιθετικά·:από τη μια είναι άγρια, βάρβαρη κι από την άλλη όμορφη και γαλήνια. Από τη μια αποτελεί πεδίο που δρουν φυσικές δυνάμεις που στοχεύουν στην εξάντληση των σωματικών και ηθικών αντοχών του ήρωα και από την άλλη υπάρχουν υπερφυσικές δυνάμεις που εμφανίζονται ήσυχα και γαλήνια, όταν η φύση δημιουργεί τις κατάλληλες ευνοϊκές συνθήκες για να αποπερατώσει με επιτυχία την προσπάθειά του. Με άλλα λόγια η φύση παρουσιάζεται ως αρνητική, δηλ. άλογη βία και ως θετική ως αρχέτυπο του κάλλους και του αγαθού.
Η φύση ως «αντίμαχη δύναμη» πολεμά τον άνθρωπο με δύο τρόπους:
α) παραλύει την αντίσταση ή την προσπάθειά του ενάντια σε φυσικά εμπόδια κυριεύοντας την ύπαρξή του με τη μαγευτική ακτινοβολία των αξιών των οποίων είναι φορέας
β) την ηθική θέληση του ανθρώπου που παλεύει έναν αγώνα χαμένο έρχεται να διαβρώσει το ακαταμάχητο κάλεσμα για ζωή και επίγεια ευδαιμονία που ακτινοβολεί η φύση.
Η εξιδανικευμένη φύση μαγεύει τον ήρωα με τη Φεγγαροντυμένη και με τον ήχο που ακούγεται -δύο εικόνες εξαίσιες (οπτική και ακουστική)-, οι οποίες όμως δημιουργούν μια στάση αδράνειας και απάθειας με αποτέλεσμα να τον ωθούν να εγκαταλείψει τον επιδιωκόμενο στόχο του: τη διάσωση της κοπέλας. Τελικά ο Κρητικός κατορθώνει μέσα από την πάλη του με τη φύση να οδηγηθεί στην ηθική ολοκλήρωση.

Ασκήσεις:
1.Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, «οι ρηματικοί τύποι στο Σολωμό υπηρετούν τη διάσπαση του χρόνου σε λειτουργικά επίπεδα, καθιστώντας τις ενλλαγές παρελθόντος – παρόντος – μέλλοντος δομικό γνώρισμα της ποίησης και της ποιητικής του». Να επιβεβαιώσετε την παραπάνω άποψη με βάση το 1ο απόσπασμα του «Κρητικού».
2. Να αναλύσετε το μοτίβο της δοκιμασίας όπως παρουσιάζετε στο ακόλουθο απόσπασμα από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» (Σχεδίασμα Β, 6ο απόσπασμα) και να εντοπίσετε ομοιότητες και διαφορές με τον τρόπο που παρουσιάζεται στο 1ο απόσπασμα του «Κρητικού».
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη τής ειπε: "Όχι, παιδί μου· άφησε νά ΄μπει η μυρωδιά απο τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε".
Κι έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι εγιόμισε το δωμάτιο.
Και η πρώτη είπε: "Και το αεράκι μας πολεμάει"
Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' ονειρό της.
Και μία είπε: "Μου εφαινότουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποιά μικρά, ποιά μεγάλα, κι ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή".


Εισαγωγή ΙΙΙ
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Η Φεγγαροντυμένη είναι ένα αιθέριο σώμα με γυναικείες ιδιότητες για την υλοποίηση του οποίου συνεργάζονται το φως (πάνω κόσμος) και το υγρό στοιχείο (κάτω κόσμος), που είναι καθοριστικός παράγοντας για τη δημιουργία της ζωής. Συνασπίζει τις τρεις υποστάσεις του φυσικού: την εξωτερική φύση, τον ηθικοπνευματικό χαρακτήρα του ανθρώπου και το Θεό.
Συμβολίζει την ομορφιά της ζωής και της φύσης και συγκεκριμένα αποκτά τις εξής διαστάσεις:
1. μεταφυσική διάσταση, ως νεράιδα (η πρασινομαλλούσα νεράιδα των ελληνικών παραδόσεων), σύμβολο της ιδανικής ομορφιάς, της Ζωής και της Φύσης, εξιδανικευμένη μορφή της ανθρώπινης ζωής, η ουράνια μορφή της θεάς Αφροδίτης, η Παναγία, η θρησκεία, μια φυσική θεότητα, η Ελευθερία, η Ελλάδα, το πνεύμα της γης, φαινόμενο της υπερβατικής σωματικότητας που αισθάνεται ο ποιητής, όταν βιώνει τη φύση, ψυχή της κορασιάς στον Κρητικό.
Το τελευταίο ισχυροποιείται από το γεγονός πως, αν προσέξουμε τα τελευταία δίστιχα της πρώτης και δεύτερης ενότητας, θα παρατηρήσουμε ότι ομοιοκαταληκτούν: βγαίνει/φεγγαροντυμένη/αρραβωνιασμένη/πεθαμένη
2. παραπέμπει στον κόσμο των ιδεών, ως αναπαράσταση της θρησκείας, αναφορά στις πλατωνικές ιδέες της ομορφιάς-καλοσύνης-δικαιοσύνης, ενσάρκωση της ουράνιας αγάπης.
3. αποτελεί ως μορφή διακειμενικό στοιχείο, καθώς αποτελεί κοινό τόπο του ιταλικού κλασικισμού και συναντάται ως πνεύμα, ιδέα ταύτισης θεού-φύσης στον ευρωπαϊκό ρομαντισμό.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: για τις ερμηνευτικές απόψεις σχετικά με τη Φεγγαροντυμένη μελέτησε στο σχολικό εγχειρίδιο τις σελ. 289-290 και για τη διακειμενικότητα της μορφής τη σελ. 292.
Ο Κρητικός και η αρραβωνιαστικιά
Το ερωτικό ζευγάρι του «Κρητικού» είναι ανώνυμο. Ο ποιητής ονομάζει τον ήρωα Κρητικό και την αγαπημένη του «αρραβωνιασμένη» ή «κόρη». Η αγαπημένη του Κρητικού είναι συνεχώς αφανής εκτός από τη 2ο απόσπασμα στο οποίο είναι το κεντρικό πρόσωπο. Σε όλο το ποίημα βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τον αγαπημένο της, αφού η ζωή της εξαρτάται άμεσα από τη σωματική και ψυχική αντοχή του αγαπημένου της. Τον κεντρικό ρόλο στο ποίημα κατέχει ο Κρητικός όντας ο βασικός ήρωας-πρωταγωνιστής. Ακολουθώντας την πορεία του ποιήματος παρατηρούμε έναν άντρα που από πολεμιστής γίνεται ζητιάνος. Τα λόγια του Κρητικού χαρακτηρίζονται από μια παράδοξη ηρεμία. Κατά άλλους, ο ήρωας καταλήγει να είναι ο ίδιος ο ποιητής.
Η ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Το ποίημα αποτελείται συνολικά από 134 στίχους, από τους οποίους οι 28 αναφέρονται στο κεντρικό επεισόδιο, οι 28 σε συμβάντα έξω από το κεντρικό επεισόδιο, 46 στην οπτασία της φεγγαροντυμένης και 32 στον μαγικό ήχο. Το χειρόγραφο ήταν ατιτλοφόρητο, ενώ τον τίτλο έδωσε ο Πολυλάς. Το ποίημα έχει τη μορφή δραματικού μονολόγου του κεντρικού προσώπου, το οποίο αφηγείται με δραματικό τρόπο την τελευταία και καίρια δοκιμασία της ζωής του. Κεντρικός άξονας της αφήγησης είναι η δοκιμασία: οι πολεμικοί αγώνες, η απώλεια των συντρόφων, ο εκπατρισμός, το ξεκλήρισμα της οικογένειας, το ναυάγιο, ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς.
Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η δημοτική εμπλουτισμένη με λαϊκά και ιδιωματικά στοιχεία (π.χ. τύποι της επτανησιακής και κρητικής διαλέκτου) σε συνδυασμό με καταλήξεις ή λέξεις της καθαρεύουσας, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί «ένα είδος μεικτό, αλλά νόμιμο» που θα χρησιμοποιεί όλο τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας. Παρά την παρουσία άφθονων επιθέτων και ουσιαστικών, κυριαρχούν τα ρήματα που κάνουν το λόγο ρωμαλέο. Καμιά λέξη δεν είναι επιτηδευμένη, αντίθετα οι λέξεις είναι απλές και γνωστές. Είναι γλώσσα ζωντανή, φυσική και αληθινή με σπάνια εικονοπλαστική δύναμη χωρίς ναρκισσισμούς και με αξιοπρόσεχτη λιτότητα.
Στοιχεία αρχαιοπρεπή: ποιήσει, φρενίτης……
Επτανησιακό και κρητικό ιδίωμα: ανεί τσ’ αγκάλες, πέλαο, ζαλεύουν, αγρίκαα……
Ο Σολωμός υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας, την οποία θεωρούσε ως αξία ισοδύναμη με αυτήν της ελευθερίας και της πατρίδας. Στον «Κρητικό» ο ποιητής αναδεικνύει την εκφραστική και ποιητική δύναμη της δημοτικής γλώσσας.
Η ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΚΗ (σχολ. εγχ. σελ. 293)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με ομοιοκατάληκτα δίστιχα (ομοιοκαταληξία ζευγαρωτή). Αυτό δείχνει την επιρροή από το δημοτικό τραγούδι, ενώ ο συγκεκριμένος τύπος ομοιοκαταληξίας παραπέμπει στην κρητική ποίηση (π.χ. «Ερωτόκριτος», «η θυσία του Αβραάμ»). Κάθε στίχος έχει ολοκληρωμένο και αυτοτελές νόημα και δεν υπάρχουν διασκελισμοί («απηρτισμένος»). Χωρίζεται σε ημιστίχια με τομή στην όγδοη συλλαβή (όπως στο δημοτικό τραγούδι) και πολύ συχνά το δεύτερο ημιστίχιο επαναλαμβάνει, συμπληρώνει ή προεκτείνει το νόημα του πρώτου ή δημιουργεί αντίθεση. Υπάρχουν πολλές συνιζήσεις, ενώ δεν υπάρχουν χασμωδίες. Πολλές φορές δυο στίχοι συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Ο στίχος χαρακτηρίζεται από εσωτερική ρυθμικότητα, μελωδικότητα και ποικιλία.
Ο ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο «Κρητικός» είναι το μόνο ποίημα του Δ. Σολωμού, όπου από την αρχή έως το τέλος μιλά ένας επινοημένος αφηγητής, που αντίθετα με τους περισσότερους, μένει ζωντανός ως το τέλος για να πει την ιστορία του. Άρα, είναι δραματοποιημένος ή ομοδιηγητικός αφηγητής και έχει εσωτερική οπτική εστίαση. Πέραν της αφήγησης ο ποιητής χρησιμοποιεί το διάλογο και την περιγραφή. Καθώς ο Κρητικός περνά τα σκαλοπάτια της δοκιμασίας φυραίνει το κορμί του, όμως οξύνεται η όραση και η ακοή του και η φωνή του γίνεται τελικά έναρθρη μουσική.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ (σχ. εγχ. σελ. 15 και 285 )
Ο Δ. Σολωμός μετά από τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» για κάθε ελληνικό ποίημα που επιχειρεί να γράψει, βασίζεται σε ένα ιστορικό γεγονός. Στον «Κρητικό» το ιστορικό υπόβαθρο αποτελεί η Επανάσταση που εκδηλώθηκε στο νησί το 1823- 1824 και η οποία καταπνίγηκε από τους Τούρκους με τη συμβολή των Αιγυπτίων. Τον Απρίλιο του 1824 παρά τον ηρωικό τους αγώνα, η αντίσταση των Κρητών έχει οριστικά καμφθεί και περίπου 10.000 από αυτούς επιβιβάστηκαν σε πλοία και έφυγαν για να σωθούν. Οι περισσότεροι βρήκαν οικτρό θάνατο από τους κανονιοβολισμούς του τουρκικού στόλου και από τις κακουχίες στις ακτές της Πελοποννήσου. Η δράση βέβαια του «Κρητικού» συνδέεται χαλαρά με τα προαναφερθέντα ιστορικά γεγονότα.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1 (18): Η έκκληση
Η ποιητική αφήγηση αρχίζει in medias res. Ο Κρητικός ανακαλεί στη μνήμη του τον εαυτό του ως ναυαγό στη μέση του πελάγους, ενώ είναι νύχτα και βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από τη στεριά. Κάνει έκκληση στο αστροπελέκι να φωτίσει τη θάλασσα και σαν απάντηση πέφτουν τρία αστροπελέκια πολύ κοντά στην κόρη (στ.3-4). Τα γεγονότα τοποθετούνται σε ένα απέραντο σκηνικό. Η φύση παρουσιάζεται ως πεδίο που δρουν άλογες φυσικές δυνάμεις και η όλη σκηνή δημιουργεί δέος με την προβολή της μεγαλοπρέπειας της φύσης που δίνεται με οπτικοακουστικές εικόνες (αστραπές, βρόντημα). Ο άνθρωπος αποδεικνύεται ανίσχυρος μπροστά της (επίπεδο 1).
Στ.1: η απόσταση που χωρίζει τον ήρωα από τη στεριά τονίζεται με τα 8 –α- του στίχου, το διπλό –α- στο «Εκοίταα» και τη χασμωδία «μακριά ακόμη».
Στ.2-3: ευθύς λόγος: επίκληση στο αστροπελέκι που τονίζει την απόγνωση του ήρωα.
·         Ευφημισμός: αστροπελέκι μου καλό.
·         Προσωποποίηση.
·         Ο αριθμός 3.
·         Πλεονασμός: ξαναφέξε πάλι: απελπιστική θέση ήρωα, επιθυμία να δει φως. Προσπάθεια επικοινωνίας με τη φύση.
Στ.5-6: χρήση πληθυντικού αριθμού: απεραντοσύνη πλάσης και αίσθηση δέους στον αναγνώστη με την τρομερή ακουστική και οπτική εικόνα. Η ομοιοκαταληξία «Αντήχαν- αν είχαν» και η παρήχηση του χ δημιουργεί την αίσθηση της ηχούς. Στο στ.5 υπερβατό σχήμα.
Γραμματολογικές επιρροές : Ερωτόκριτος, δημοτικό τραγούδι.

Ασκήσεις:
1. Ο Κρητικός είναι ποίημα λυρικό και αφηγηματικό. Στην ενότητα 1 [18] να επισημάνετε:  α) τον τρόπο που αρχίζει η αφήγηση, β) τα πρόσωπα, γ) τον τόπο που βρίσκονται, δ) τη σκηνοθετική εικονοπλασία.
2. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους (σε μία παράγραφο 80 – 100 λέξεων):
«Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!»
Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ’ ἄλλο
Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο·













Ενδεικτικές απαντήσεις (1ο απόσπασμα):
1. Ποίημα λυρικό: Η λυρικότητα ενός κειμένου βασίζεται στη γλώσσα, το ρυθμό, την ποιητική έκφραση (εκφραστικά μέσα, σχήματα λόγου) και κυρίως την αποτύπωση προσωπικών συναισθημάτων και βιωμάτων. Ο Σολωμός επιλέγει ως μέτρο της σύνθεσής του το ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο που είναι παρμένο από τις γνησιότερες πνευματικές δημιουργίες της ελληνικής λογοτεχνίας, τα δημοτικά τραγούδια. Με τη γλώσσα του ποιήματος να μιλά κατευθείαν στην ψυχή του Έλληνα αναγνώστη ή ακροατή, ο ποιητής επιλέγει για ήρωά του ένα πρόσωπο που αγωνίζεται για την ελευθερία της πατρίδας του και για τη σωτηρία της αγαπημένης του, δημιουργώντας έτσι ένα πρόσωπο που γρήγορα κερδίζει τη συμπάθεια του αναγνώστη, ο οποίος συμπάσχει με τον βασανιζόμενο ήρωα και με τις περιπέτειές του. Με τα στοιχεία αυτά να υποβοηθούν τη πρόσληψη του κειμένου ο Σολωμός προχωρά στο ξεδίπλωμα της ιστορίας του, η οποία από την αρχή εκδηλώνει το λυρικό της χαρακτήρα.
Οι λυρικοί ποιητές, ιδιαίτερα οι Γερμανοί Ρομαντικοί, τους οποίους είχε υπόψη ο Σολωμός, εκφράζουν το υπέρτατο άπλωμα της ψυχής και τη σύζευξή της με το άπειρο του σύμπαντος. Ο λυρικός ποιητής υμνεί τον κόσμο επιστρέφοντας στο παρελθόν και συνδέοντας το συναίσθημα με τη φύση. Στη λυρική σύνθεση ο λόγος και το μέτρο είναι αδιαχώριστα.
Ποίημα αφηγηματικό: Το ποίημα είναι αφηγηματικό, καθώς αποτελεί τη διήγηση γεγονότων από έναν δραματοποιημένο αφηγητή. α) Η αφήγηση ξεκινά in medias res, εφόσον δεν βρισκόμαστε στην αρχή των γεγονότων, αλλά σ’ ένα μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Ενώ, η μη παρουσίαση βασικών λεπτομερειών δημιουργεί την εντύπωση μιας απότομης αφηγηματικής εκκίνησης (ex abrupto). Ο ποιητής κατορθώνει μ’ αυτό τον τρόπο να προσελκύσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη εισάγοντάς τον απευθείας στις εντυπωσιακές συνθήκες του αρχικού σκηνικού. Συνάμα, απ’ την πρώτη κιόλας λέξη του ποιήματος γίνεται εμφανές πως η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται από έναν δραματοποιημένο, ομοδιηγητικό πρωτοπρόσωπο αφηγητή. Επιλογή που ενισχύει την αίσθηση του προσωπικού βιώματος και άρα της αλήθειας όσων πρόκειται να ακουστούν. β) Τα πρόσωπα της ιστορίας, όπως αυτά παρουσιάζονται στην πρώτη ενότητα, είναι δύο. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής∙ ο Κρητικός, όπως δηλώνεται η ταυτότητά του στον τίτλο του ποιήματος, και η κορασιά, η αγαπημένη γυναίκα, που βρίσκεται μαζί του παραδομένη στη θαλασσοταραχή. γ) Η απόσταση από το ακρογιάλι υποδεικνύει ως τόπο δράσης το μέσο του πελάγους, όπου το πρωταγωνιστικό ζευγάρι έχει βρεθεί ύστερα από κάποιο ναυάγιο. δ) Στην πρώτη ενότητα στήνεται το εντυπωσιακό σκηνικό της ιστορίας με τη χρήση εικόνων οπτικών και ηχητικών. Οι ήρωες βρίσκονται μακριά από το ακρογιάλι, άρα μέσα στη θάλασσα, και μάλιστα υπό έντονες καιρικές συνθήκες που μας ωθούν να υποθέσουμε μια έντονη τρικυμία. Τα τρία αστροπελέκια που πέφτουν με «βρόντημα μεγάλο» κοντά στην κοπέλα δημιουργούν μια ηχητική εικόνα εξαιρετικής έντασης, η οποία ενισχύεται με την αναφορά στα πέλαγα, στα βουνά, στις ακρογιαλιές και στον ουρανό που αντηχούν σε όλη τους την έκταση το βρόντημα αυτό των αστραπών. Άλλωστε, η ίδια αναφορά μας παρουσιάζει ένα ευρύ σκηνικό, στο οποίο όλη η πλάση βρίσκεται υπό το κράτος της φυσικής μανίας.   

2. Ο ήρωας προσφωνεί και συνάμα προσωποποιεί το αστροπελέκι «αστροπελέκι μου καλό», θέλοντας να το εξευμενίσει, για να αξιοποιήσει την ισχυρή αυτή δύναμη της φύσης προς όφελός του. Η φύση εδώ δείχνει την αρνητική της όψη στον ήρωα, ο οποίος αποκαλώντας το αστροπελέκι καλό καταφεύγει σ’ έναν συνειδητό ευφημισμό, καθώς το σκοτάδι που επικρατεί παντού δεν του επιτρέπει να γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται, ενώ το φως του εχθρικού αστροπελεκιού, θα του δώσει την ευκαιρία να δει καθαρότερα. Τα τρία αστροπελέκια που θα πέσουν δημιουργούν την παράδοξη συνέργεια ενός καταστροφικού φαινομένου με τον αδύναμο και παραδομένο στα κύματα ήρωα. Το φως από τα αστροπελέκια, παράλληλα, θα λειτουργήσει ως μέσο ανάδειξης της κορασιάς, ώστε με φυσικό τρόπο ο ποιητής να μας παρουσιάσει τα δύο βασικά πρόσωπα της ιστορίας.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι στους στίχους αυτούς εκφράζεται η επίδραση που έχει δεχτεί ο Σολωμός από τη δημοτική ποίηση μέσα από τη θεματική της ανά τρία σύνθεσης (τρία αστροπελέκια).

































ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2 (19): Το μεταφυσικό όραμα (σχολ. εγχ. σελ. 288- 289)
Στ.1: αποστροφή: ο Κρητικός διακόπτει προσωρινά την αφήγησή του κάνοντας έκκληση στους υποθετικούς ακροατές για να τον πιστέψουν σε όσα θα τους πει. Αυτά είναι τόσο εξωπραγματικά, ώστε, για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ακροατών δίνει όρκο.
Στ.2-4: Ο όρκος.
Δομή του όρκου: σύνθεση ανά τρία (επιρροή από το δημοτικό τραγούδι). Κάθε στίχος παρουσιάζει ένα από τα ιδανικά στα οποία ορκίζεται. Κάθε στίχος έχει την τυπική αρχή «Μα…». Έχει ανιούσα διαβάθμιση, έτσι ως σημαντικότερο/ ιερότερο αναδεικνύεται η αγαπημένη.
Ρόλος του όρκου: α. να πείσει ότι όσα θαυμαστά θα πει είναι αληθή, β. δίνει πληροφορίες για το παρελθόν του ήρωα, γ. αναδεικνύει τις αξίες που όριζαν το ήθος του ήρωα: γενναιότητα, συντροφικότητα, έρωτας, δ. προϊδεάζει τον αναγνώστη για το θάνατο της κόρης.
Στον όρκο συναντάμε θεματικά μοτίβα που ανιχνεύονται σε όλο το έργο:
α. το θέμα της πατρίδας και της αγωνιστικότητας: ο αφηγητής έχει αγωνιστεί για την πατρίδα του με γενναιότητα σε αγώνες που του έφεραν λαβωματιές, αλλά και απώλειες των συντρόφων του.
β. το θέμα του θανάτου: αναφορά γίνεται τόσο στο θάνατο των συντρόφων όσο και στο θάνατο της αγαπημένης, ο οποίος, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο αφηγητής, είχε καταλυτική επίδραση στον ψυχικό του κόσμο.
στ.2:ορκίζεται στις λαβωματιές του από τις μάχες (επίπεδο 2) , μεταφορά.
στ.3: έπειτα στις ψυχές των συντρόφων και των συμπολεμιστών του (επίπεδο 2), μεταφορά.
στ.4: και τέλος στο ιερότερο αγαθό του, την αγαπημένη του, «που του έκαψε την ψυχή τον κόσμο απαρατώντας» (επίπεδο 3), μεταφορά και περίφραση. Προϊδεασμός: διαφαίνεται ότι τελικά ο Κρητικός δεν κατάφερε να σώσει την κόρη από τη μανιασμένη θάλασσα.
Στ.5-18: συνομιλία με τους αναστημένους νεκρούς.
Η αναφορά στο θάνατο της αγαπημένης συνειρμικά οδηγεί τον αφηγητή σε μια παρέκβαση εσχατολογικού χαρακτήρα. Ξέρει ότι η ψυχή της εγκατοικεί στον Παράδεισο και ότι θα την ξανασυναντήσει την ώρα της έσχατης Κρίσης. Η παρέκβαση τοποθετείται σε παρένθεση (πρόδρομη αφήγηση, επίπεδο 4).
Χαρακτηριστικά του μεταφυσικού τοπίου: κατά την περιγραφή του μεταφυσικού τοπίου χρησιμοποιούνται στοιχεία του επίγειου κόσμου (λουλούδια, πρωί, τραγούδια, θύρα, κοιτάζει…). Έτσι ο κόσμος των νεκρών μοιάζει με τον επίγειο και οι νεκροί μοιάζουν με τους ζωντανούς: μιλάνε, κινούνται, βλέπουν, έχουν συναισθήματα (το ίδιο και στα δημοτικά τραγούδια). Το παραδείσιο τοπίο εγκοσμιώνεται (σχολ. εγχ. σελ. 289)
Η κόρη: στην ενότητα αυτή η κόρη έχει κυρίαρχο ρόλο. Παραμένει όμως ανώνυμη και οι ενέργειες και τα συναισθήματά της δίνονται από τους άλλους.
Τα θεματικά μοτίβα:
α. θρησκεία: σε όλη την ενότητα ανιχνεύονται θρησκευτικές αντιλήψεις που σχετίζονται με την πίστη στη μεταθανάτια ζωή (Σάλπιγγα, κοιλάδα Ιωσαφάτ, Παράδεισος, Ανάσταση, ενσάρκωση αναστημένων, κάψιμο κόσμου και δημιουργία νέου ουρανού, «γέεννα του πυρός»).
β. έρωτας: είναι το κεντρικό θέμα της ενότητας. Ο έρωτας ξεπερνά τη θνητή μορφή του και αποκτά υπερκόσμιες δυνάμεις, καθώς μετατοπίζεται σε ένα μεταφυσικό χωροχρόνο.
γ. γυναίκα: παρουσιάζεται εξιδανικευμένη (στοιχείο του κλασσικισμού και του ρομαντισμού).
Η εικονοπλασία: βασικό χαρακτηριστικό της ενότητας αποτελεί η πλούσία εικονοποιΐα. Οπτικές και ακουστικές εικόνες αναπαριστούν με παραστατικότητα το μεταφυσικό τοπίο: ο ήχος της Σάλπιγγας, ο ήρωας που σπεύδει στην κοιλάδα Ιωσαφάτ, η συνομιλία του με τους αναστημένους, η κόρη που τραγουδάει, ο καπνός που βγαίνει από τη γη…
Στ.5: Ο Κρητικός απευθύνεται στη Σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας και την καλεί να λαλήσει (προσωποποίηση). Ο ίδιος ανοίγει το σάβανο της νεκρής αγαπημένης του, ώστε αυτή να αναστηθεί και να μπορέσει να τη βρει. Μεταβαίνει στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ όπου βρίσκονται οι σκιές των αναστημένων νεκρών αναζητώντας την καλή του (δραματικός ενεστώτας).
Στ.6: η ανάγκη να βρει την καλή του όσο γρηγορότερα γίνεται αισθητοποιείται με τη μεταφορά «σχίζω δρόμο» και τη χρήση του ρήματος «κράζω» (δραματικός ενεστώτας). Στ.5-6: πολυσύνδετο σχήμα: και…και…
Στ.7-18: διάλογος ανάμεσα στον ήρωα και τους αναστημένους. Κατά το πρότυπο των δημοτικών τραγουδιών χρησιμοποιείται το σχήμα υποφορά- ανθυποφορά: «Μην είδετε»… «την είδαμε».
Στ.7-10: ο ήρωας δηλώνει την επιθυμία του να δει την κόρη (στ. 7) και βεβαιώνει ότι η αγάπη του για αυτήν είναι το μόνο πράγμα που έμεινε αναλλοίωτο (στ.10), καθώς όλος ο κόσμος αλλάζει (στ.9). Απευθύνει μάλιστα και ευχές στις αναστημένες ψυχές, για να τον βοηθήσουν (στ.8). Στο στ.7 σχήμα κατεξοχήν που τονίζει την ομορφιά της κόρης και μεταφορά «την κοιλάδα αγιάζει»: που τονίζει την ηθική τελειότητά της.
Στ.11-18: Οι αναστημένοι απαντούν ότι την είδαν νωρίς το πρωί «στη θύρα της Παράδεισος» αγνή και δροσερή να ψάλλει ύμνους αναστάσιμους και να λαχταρά τη στιγμή που η ψυχή θα ξανασυναντήσει το σώμα της. Μάλιστα την είδαν και πριν από λίγο πάλι να είναι βιαστική και να αναζητά κάποιον.
Στ.11: «της τρέμαν τα λουλούδια»: μεταφορά που τονίζει την αγνότητα της κόρης.
Στ. 12/13: διαφαίνεται η ευφρόσυνη διάθεση της κόρης. Χαίρεται για την Ανάσταση.
Στ.14: τονίζεται η ανυπομονησία της να ενσαρκωθεί.
Στ.15: Ο ουρανός είχε σαστίσει καθώς ακουγόταν η φωνή του Θεού (προσωποποίηση).
Στ.17/18: τονίζεται η ανυπομονησία της κόρης να βρει κάποιον, φυσικά τον Κρητικό.
Όπως και ο έρωτας του Κρητικού, έτσι και ο έρωτας της κόρης παραμένει αλώβητος και σφοδρός.
Γραμματολογικές επιρροές: Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, δημοτικό τραγούδι, Αποκάλυψη (δες και σχόλια στο σχολ. εγχειρ. Σελ. 18).
Ασκήσεις:
1.«Ο Σολωμός σίγουρα ήταν ποιητής πάθους και ο τόνος της ποίησής του (εκτός από τις σάτιρες) είναι πάντα εξηρμένος· αλλά το πάθος του ήταν για το υψηλό, το αιώνιο, το πνευματικό, το ιδανικό, το υπερβατικό. Ποτέ δεν έγραψε το είδος εκείνο της προσωπικής, εξομολογητικής ποίησης που χαρακτηρίζει τους περισσότερους Άγγλους ρομαντικούς, ούτε και αφέθηκε σε γαλήνιες αναπολήσεις και ρεμβασμούς. Ποτέ δεν θέλησε να εκφράσει στην ποίησή του την προσωπική του θλίψη και μελαγχολία.»  [Πήτερ Μάκριτζ] Να αιτιολογήσετε αυτή την άποψη αντλώντας στοιχεία από την ενότητα 2 [19].
2. Ενώ στα λόγια του Κρητικού οι φυσικοί προσδιορισμοί υποχωρούν, για να ντυθούν στην υπερβατική τους έκφραση, στην αγγελική απόκριση —με την παρουσία και την κάθοδο της κόρης— το παραδείσιο τοπίο εγκοσμιώνεται. [Δ. Ν. Μαρωνίτης] Να αιτιολογήσετε αυτή τη διαπίστωση.
3. Στο δεύτερο μέρος, που είναι σε παρένθεση, η λυρική αφήγηση ανάγεται σε επίπεδο μεταφυσικό. Γιατί; Με ποιους διαλέγεται ο αφηγητής - ήρωας; Τι τους ρωτά και τι του απαντούν; Η απάντηση τους τι είδους γνωρίσματα της κόρης αναδεικνύει; Ποια στοιχεία φανερώνουν τα αισθήματα της προς τον ήρωα;
4. Στους στίχους 7-14 (2η ενότητα) η φύση συνενώνεται με το πνεύμα. Πώς επιτυγχάνεται αυτό;
5. Σύμφωνα με την Ελένη Τσαντσάνογλου, ένα από τα γνωρίσματα του σολωμικού έργου είναι ότι ο ποιητής συνθέτει τη φυσική και τη μεταφυσική πραγματικότητα.
α) Να εντοπίσετε και να σχολιάσετε δύο εικόνες του κειμένου που να επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη.
β) Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο ποιητής επιλέγει να αναγάγει στο απόσπασμα 2 [19.] τη λυρική του αφήγηση σε επίπεδο μεταφυσικό;
6. Στο παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά «Ο Όρκος» ο Μάνθος (ήρωας της Κρητικής επανάστασης των ετών 1866-1869, που έχει σκοτωθεί στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου) απευθύνεται στην ετοιμοθάνατη αγαπημένη του. Να συγκρίνετε ως προς το περιεχόμενο το απόσπασμα αυτό του Μαρκορά με την ενότητα 2 [19] του «Κρητικού».
Ἄκου, Εὐδοκιά! – Σὰν ἔπαψαν στὸ οὐράνιο περιγιάλι
Τοῦ φτάσιμού μας ᾑ χαραίς – ὠιμέ! – τὰ μύρια κάλλη,
Ποῦ μ’ ἕνα βλέμμα ἐξάνοιξα τριγύρου σκορπισμένα,
Χλωμὰ καὶ κρύα μοῦ φάνηκαν, θυμούμενος ἐσένα.
Ἐπῆρα δρόμο μακρυνό. Σὰν πότε θὰ σὲ φέρῃ
Στὴν ἀγκαλιά μου ὁ Θάνατος ρωτοῦσα κάθε ἀστέρι,
Καὶ ὀμπρὸς ἀπέρναα κ’ ἔκανα σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
Τὸ ἀγαπητό σου τ’ ὄνομα γλυκὰ νὰ ἠχολογήσῃ.
Σὲ πλάγι οὐράνιο, ποῦ ψυχὴ δὲν ἤτανε κἀμμία,
Θλιμμένος χάμου ἐκάθισα. Στὴ μοναξιὰ τὴ θεία
Τὰ πρῶτα τῆς ἀγάπης μας εὐτυχισμένα χρόνια
Μοῦ φτερουγιάζανε ὀμπροστά, σὰν τόσα χελιδόνια.
Στὰ μέρη, ποὖχαν μᾶς ἰδῇ τόσαις φοραὶς ἀντάμα,
Ὁ νοῦς μου ξαναγύριζε – κ’ ἰδὲς θαυμάσιο πρᾶμα! –
Ὅ,τι θωροῦσε ὁ λογισμὸς ἔπαιρνε σῶμα ὀμπρός μου,
Ὁποῦ δὲν εἶναι πρόσκαιρο, σὰν τ’ ἄλλα ἐδῶ τοῦ κόσμου.
..................................................................................................
Ὤ! πᾶμε, ἀγάπη μου γλυκειά! πᾶμε, ὁ καιρὸς μᾶς βιάζει!
Δὲν εἶναι χόρτο ἢ λούλουδο ποῦ ἐκεῖ νὰ μὴ σὲ κράζῃ·
Ἐκεῖ ἀπὸ χρόνια ἡ μάννα σου καὶ ὁ δοξαστός σου κύρης
Τὴ θεία φτεροῦγα τῆς ψυχῆς ἀκαρτεροῦν νὰ γύρῃς.
Πᾶμε! – ὁ καλὸς Ἡγούμενος, οἱ Κρητικοί μας ὅλοι
Θὰ ἰδῇς ποῦ θἄρχωνται συχνὰ στ’ὡραῖο σου περιβόλι,
Καὶ θ’ἀγροικήσῃς ἀπ’ αὐτούς, ποῦ γύρω μαζωμένοι
Στὴ χλωρασιὰ θὰ κάθωνται, τί μάχαις ἔχουν γένῃ,
Καὶ πόσα ἐβάψαν αἵματα κάθε βουνὸ τῆς Κρήτης,
Πρὶν σκύψῃ πάλε στὸ ζυγὸ τὴν ἔρμη κεφαλή της.

Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Ο Όρκος του Μαρκορά, Εκδόσεις Κανάκη, σσ. 140-141.
1. Εὐδοκιά: το όνομα της αγαπημένης του Μάνθου
2. ᾑ χαραίς: οι χαρές
3. ποῦ: που
4. ἐξάνοιξα: είδα, διέκρινα
5. ἀπέρναα: περνούσα
6. ποὖχαν μᾶς ἰδῇ: που μας είχαν δει
7. Ὁποῦ: που
8. Ἡγούμενος: ο ηγούμενος του Αρκαδίου
9. χλωρασιά: βλάστηση, πρασινάδα

7. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε μία παράγραφο 60 – 80 λέξεων:
Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της,
Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά ’μπει στό κορμί της·

8. Να  μελετήσετε τη λειτουργία του όρκου στην παραλογή Του Νεκρού Αδελφού και να τη συγκρίνετε µε τη λειτουργία του όρκου στον Κρητικό.
[...] βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ‘ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.














Ενδεικτικές απαντήσεις (2ο απόσπασμα):
1. Ο Σολωμός δεν ενδιαφέρεται να εκφράσει με την ποίησή του προσωπικά του βιώματα, όπως με τρόπο -συχνά- έντονα απαισιόδοξο γινόταν από τους ρομαντικούς ποιητές. Η δική του στόχευση είναι η παρουσίαση και η σκιαγράφηση ιδανικών και υψηλών πνευματικών και ψυχικών προθέσεων, ώστε να αναδείξει με την ποίησή του την εσωτερική δύναμη των ανθρώπων, την αγνότητα και το ηθικό τους μεγαλείο.
Η θλίψη ή η χαρά του ίδιου του ποιητή δεν συνιστούν υλικό ικανό να εμπνεύσει και να στηρίξει τους μαχόμενους Έλληνες στη μεγάλη τους δοκιμασία, όπως ήθελε και προσπάθησε να το επιτύχει ο Σολωμός. Έτσι, στη δική του ποίηση προβάλλονται η αγωνιστικότητα, η ψυχική γενναιότητα, η ηθική βούληση και η αγάπη, στην ιδανική τους μάλιστα έκφανση, η οποία και μπορεί να υποδείξει στους ανθρώπους τις ιδιαίτερες δυνατότητες που έχουν, αν αποδεσμευτούν απ’ την προσήλωση στο επικαιρικό, το μικροπρεπές και το καθαρά ατομικό.
Ο ήρωας του ποιήματος, όπως προκύπτει απ’ τη δεύτερη ενότητα, είναι ένας αγωνιστής που έχει πολεμήσει σκληρά κι έχει δεχτεί πλείστες πληγές για χάρη της πατρίδας του∙ είναι ένας πιστός και αφοσιωμένος συμπολεμιστής και συμπατριώτης, αλλά κι ένας άντρας που αγαπά υπέρμετρα το ταίρι του. Κι είναι αυτές οι ποιότητες του χαρακτήρα του (η αφοσίωση, η φιλοπατρία, η συντροφικότητα κι η αγνή αγάπη), που θα του επιτρέψουν το πέρασμα σε μια μεταφυσική και υπέρλογη πραγματικότητα για χάρη της αγαπημένης τους. Με το πέρασμα, άλλωστε, στην υπερβατική -χρονικά και τοπικά- διάσταση του παραδείσιου τοπίου, καθίσταται σαφές πως ο Σολωμός -κινούμενος απ’ τη βαθιά του χριστιανική πίστη- αντικρίζει τον κόσμο (πνευματικό, σωματικό) ως μια ενότητα, που δε γνωρίζει χρονικούς ή άλλους περιορισμούς.
Ο ποιητής υποδεικνύει έμμεσα στους αποδέκτες του έργου του (στους δοκιμαζόμενους Έλληνες), πως δεν θα πρέπει να κάμπτονται ηθικά και ψυχικά απ’ τη θέαση της ζωής ως μιας πρόσκαιρης και συχνά επώδυνης δοκιμασίας, που δεν έχει κάποια άλλη συνέχεια ή ανταμοιβή∙ αλλά πως θα πρέπει να αντικρίζουν τις τωρινές δοκιμασίες ως μικρό μόνο κομμάτι μιας διαρκέστερης ύπαρξης, που κάποτε θα αποκτήσει την αγνότερη και ιδανικότερη έκφανσή της.
Έτσι, στην απόγνωση του παρόντος, που συχνά ωθεί τους ανθρώπους στην απελπισία ή σε πράξεις εγωιστικές (ή και ανήθικες), ο ποιητής αντιπαραθέτει τη δυνατότητα μιας διαχρονικής ύπαρξης, όπου οι άνθρωποι παρά τις τωρινές τους δοκιμασίες ή χάρη σε αυτές, θα βρουν τη δικαίωση και την ανταμοιβή τους.     

2. Ο Κρητικός αναφέρεται στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ, στον νέο ουρανό που αναδύθηκε ύστερα απ’ το κάψιμο της γης, αλλά και στην επερχόμενη κρίση των ψυχών, παρουσιάζοντας έτσι το υπερβατικό πλαίσιο της νέας κατάστασης στην οποία έχει βρεθεί. Ωστόσο, οι αχνοί αναστημένοι στην απόκρισή τους αποδίδουν το παραδείσιο τοπίο με προσδιορισμούς που αντλούνται από την εμπειρία του πραγματικού κόσμου (ψηλά, πρωί, στη θύρα, τραγούδια, έψαλλε). Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εγκοσμίωση του υπερβατικού (τοπικά και χρονικά) χώρου, ώστε να είναι περισσότερο οικείος στον αναγνώστη.
Με παρόμοιο τρόπο, άλλωστε, δίνονται οι αναφορές στον Κάτω Κόσμο, τον Παράδεισο και την Κόλαση, τόσο στα δημοτικά τραγούδια, όσο και στη Θεία Κωμωδία του Δάντη.

3. Η αφήγηση του ποιήματος περνά σ’ ένα μεταφυσικό επίπεδο, όπου ο ήρωας αναζητά την αγαπημένη του στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ, καθώς προετοιμάζεται η Έσχατη Κρίση και η ανάσταση των νεκρών. Το πέρασμα αυτό έρχεται σαφώς ως φανέρωμα της έντασης που έχει η δύναμη της αγάπης του ήρωα για την αρραβωνιαστικιά του, αλλά και ως έκφανση της βαθύτερης πνευματικότητας του ποιήματος.
Με την αναγωγή στο μεταφυσικό επίπεδο ο ποιητής επιτυγχάνει τα εξής: α) προσφέρει μια αίσθηση παρηγοριάς στον ήρωα του ποιήματος για την απώλεια της αγαπημένης του, β) προσφέρει κατ’ επέκταση την ελπίδα παραμυθίας και στους αναγνώστες για τις δικές τους δυσκολίες και απώλειες, γ) προετοιμάζει τους αναγνώστες για τις πρωτόφαντες δοκιμασίες του ήρωά του, καθώς μόνο υπό το βάρος εξαιρετικών δοκιμασιών θα αποτύγχανε να σώσει τη γυναίκα που αγαπά με τόση ένταση.
Συνάμα λαμβάνουμε υπόψη ότι ο Σολωμός επιχειρεί με τον Κρητικό να δημιουργήσει μια ποιητική σύνθεση όπου η συνείδηση του ήρωα δεν περιορίζεται στα γνωστά όρια της ανθρώπινης αντίληψης. Ο ήρωας μπορεί να ξεπεράσει χρονικούς και τοπικούς φραγμούς, αντικρίζοντας έτσι την ύπαρξή του στην ολότητά της. Ζωή, θάνατος και ανάσταση, παρουσιάζονται προσβάσιμα για τον Κρητικό, που μέσα από τις υπερβατικές του εμπειρίες, μέσα από τις υπεράνθρωπες δοκιμασίες που του τέθηκαν, έχει ξεπεράσει τη μικρότητα της ανθρώπινης ψυχής που μένει προσκολλημένη στα στοιχεία που της παρέχουν οι αισθήσεις κι έχει αρθεί σ’ ένα επίπεδο όπου η θέαση όλων των πιθανών εκφάνσεων της ύπαρξης είναι εφικτή. Η ποιητική αυτή δημιουργία, αφήνει κατά μέρους τα κοινά ανθρώπινα μέτρα, και αποδίδει στον ήρωα ελευθερία στην πληρότητά της. Ελευθερία από τον περιορισμό των αισθήσεων, ελευθερία της ψυχής από τα στενά όρια που θέτει ο εγκλεισμός της στο θνητό σώμα και παράλληλα πλήρη πνευματική αποδέσμευση από περιορισμούς που θέτει ο φόβος του ανθρώπου να διερευνήσει τη θεϊκή του υπόσταση.
Η δύναμη της αγάπης σε συνδυασμό με την εξαγνισμένη ψυχή του ήρωα, φέρνουν τον Κρητικό σε μια μεταφυσική αναζήτηση της αγαπημένης του, λίγες μόλις στιγμές προτού ξεκινήσει η Έσχατη Κρίση, στα όρια του Παραδείσου. Ο ήρωας, όμως, παρά την συγκλονιστική του επιθυμία να βρει την αγαπημένη του, δεν θα το κατορθώσει ή τουλάχιστον ο ποιητής δεν θα μας δώσει τη συνάντηση αυτή, που θα μείνει να εκκρεμεί.
Ο ήρωας θα βρει τους αχνούς αναστημένους (τις εγερθείσες σκιές των θανόντων) που αναμένουν, όπως και η αγαπημένη κόρη, την εν σαρκί ανάστασή τους.
Η μόνη ερώτηση που τους απευθύνει, που αποτελεί και τη μοναδική επιθυμία του ήρωα, είναι αν έχουν δει την ομορφιά που αγιάζει την Κοιλάδα. Ο τρόπος με τον οποίο ο ήρωας τονίζει την έξοχη ομορφιά της κοπέλας, όπως και η δήλωσή του πως την αγαπά, όπως πρώτα, και πως είναι έτοιμος να κριθεί μαζί της, αποκαλύπτουν τη δίχως όρια αγάπη του.
Οι αχνοί αναστημένοι απαντούν στον ήρωα πως την είδαν το πρωί (χρονικός προσδιορισμός που προσδίδει γήινη διάσταση σ’ έναν άχρονο κόσμο), με τα λουλούδια της αγνότητας, στη θύρα της Παράδεισος, όπου βγήκε με τραγούδια, ψέλνοντας με ζωηρή χαρά την Ανάσταση, ανυπομονώντας να μπει στο σώμα της. Κι ενώ παντού επικρατούσε αναστάτωση, με τους νεκρούς να περιμένουν εναγώνια την ανάσταση, την είδαν πάλι μόλις πριν λίγο να κοιτάζει εδώ κι εκεί αναζητώντας κάποιον.
Η απάντηση των αχνών αναστημένων τονίζει την αγνότητα (παρθενία) της κοπέλας, την ευδαιμονική προσμονή της για την Ανάσταση, που εξωτερικεύεται με τα τραγούδια και τη χαρά στη φωνή της, καθώς και την επιθυμία της να επιστρέψει στο σώμα της. Στο κλείσιμο, μάλιστα, της απάντησής τους βρίσκουμε και μια πληροφορία που ενδιαφέρει άμεσα τον ήρωα, η κοπέλα μοιάζει να αναζητά με αγωνία κάποιον.
Τα συναισθήματα, επομένως, της κοπέλας είναι εμφανή, καθώς η ανυπομονησία της να επιστρέψει στο σώμα της, δεν αποτελεί παρά έκφραση της επιθυμίας της να συναντηθεί ξανά με τον αγαπημένο της, τον οποίο αναζητά όπως την αναζητά κι εκείνος.

4. Ο ήρωας του ποιήματος περνά από το εφήμερο και το πρόσκαιρα εφικτό, στο αιώνιο της πνευματικής υπόστασης, με αφορμή ένα συναίσθημα που θα έπρεπε να παύει με το τέλος της ζωής. Ο Κρητικός ξεπερνά τα όρια της θνητής του ύπαρξης και συνεχίζει μια διαχρονική πορεία αναζήτησης της αγαπημένης του που τον οδηγεί μέχρι την αιώνια ύπαρξη. Μια ύπαρξη, όμως, διαφορετική και αποδεσμευμένη από τα ανθρώπινα πάθη και συναισθήματα, μια ύπαρξη που συνίσταται στην ελευθερία του πνεύματος, το οποίο έχει πια αποβάλει καθετί που το κρατούσε δέσμιο του σώματος.
Κι ενώ η αναζήτηση του ήρωα θα μπορούσε να παραμείνει σε μια κατάσταση πνευματικότητας, πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της Τελικής Κρίσης, οι νεκροί θα επανέλθουν στα σώματά του, σε μια εν σαρκί ανάσταση «Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της», ακολουθώντας μια αντίστροφη πορεία επιστροφής στην πρότερη γήινη υπόστασή τους και άρα επαναφοράς στη φυσική τους ύπαρξη.
Ο Σολωμός, επομένως, στη σύνθεσή του αυτή συνενώνει τη φύση, την αμιγώς θνητή ύπαρξη, με το πνεύμα, με την άυλη, δηλαδή, κι ελεύθερη από τα θνητά συναισθήματα ύπαρξη, τόσο με τη διατήρηση στον πνευματικό κόσμο ενός συναισθήματος αμιγώς φυσικού, όσο και με την επαναφορά των νεκρών στην πρότερη ύπαρξή τους, με την «εν σαρκί» ανάσταση.
Το γεγονός ότι ο ήρωας του ποιήματος αναζητά την αγαπημένη του στην κοιλάδα Ιωσαφάτ, στο χώρο όπου γίνεται η Τελική Κρίση, δείχνει αφενός την ένταση των συναισθημάτων του κι αφετέρου τη διάθεση του ποιητή να ενώσει εκ νέου το πνεύμα με τη φύση για να μπορέσει να εκφράσει με το σαφέστερο δυνατό τρόπο ότι ο ήρωάς του είναι απόλυτα αφοσιωμένος στην αγαπημένη του, στοιχείο που εξυπηρετεί την κατανόηση του ποιήματος, καθώς βοηθά τον αναγνώστη να αντιληφθεί το υπεράνθρωπο μέγεθος των δοκιμασιών που θα απαιτηθούν για να κάμψουν τη θέληση του Κρητικού.

5. α) Ο Σολωμός, έχοντας δεχτεί επιρροές από το κίνημα του Ρομαντισμού διανθίζει το έργο του με μεταφυσικές προεκτάσεις, οι οποίες δημιουργούν μια ιδιαίτερη σύνθεση με τη φυσική πραγματικότητα.
Η σύνθεση μεταφυσικής και φυσικής πραγματικότητας γίνεται αντιληπτή στα πλαίσια του 2ου αποσπάσματος, όπου ο ποιητής επιτρέπει τη διατήρηση ανθρώπινων συναισθημάτων στις ψυχές των αναστημένων, παρόλο που η κατάσταση του θανάτου οδηγεί εξορισμού στην αποβολή των δεσμών της ψυχής με κάθε γήινη διάστασή της. Χαρακτηριστική ως προς αυτό η εικόνα του ήρωα που «σχίζει δρόμο» και ρωτά τους αχνούς αναστημένους για την αγαπημένη του. Παρατηρούμε, έτσι, την εγκοσμίωση του παραδείσιου τοπίου, στο οποίο οι ψυχές των αχνών αναστημένων κινούνται, μιλούν, σκέφτονται και αισθάνονται, όπως όταν βρίσκονταν στη γη. Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα, η εικόνα της κόρης που τραγουδά με χαρά την Ανάσταση.
Στο ίδιο απόσπασμα η κόρη παρουσιάζεται να ανυπομονεί να μπει ξανά στο κορμί της, εικόνα που μας παραπέμπει στην εν σαρκί ανάσταση, στην επιστροφή δηλαδή των ψυχών στην πρότερη κατάστασή τους, όπου η μεταφυσική τους υπόσταση θα ενωθεί εκ νέου με τη φυσική, γήινη, υπόστασή τους.
β) - Το πέρασμα της αφήγησης σε μεταφυσικό επίπεδο, με τον ήρωα να αναζητά την αγαπημένη του ακόμη και μετά το θάνατό του, έρχεται να δώσει στον Κρητικό την ευκαιρία μιας ετεροχρονισμένης παραμυθίας με το να βρεθεί ξανά με την αρραβωνιαστικιά του, ο θάνατος της οποίας του είχε προκαλέσει ανείπωτο πόνο.
- Παράλληλα, η αναφορά σ’ αυτή την απροσδόκητη αναζήτηση στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ παρουσιάζει εμφατικά την αγάπη του ήρωα για την αρραβωνιαστικιά του και προϊδεάζει έτσι ο ποιητής τους αναγνώστες του για την ένταση των δοκιμασιών που θα απαιτηθούν, ώστε ο άντρας αυτός να μην κατορθώσει να σώσει την αγαπημένη του.
- Ο Σολωμός έχοντας κατά νου τους αφορισμούς του Πλάτωνα για τη διάθεση των ποιητών να παρουσιάζουν τους ήρωές τους δέσμιους του αισθητού κόσμου, έρχεται με τη δική του σύνθεση να προτάξει την ηθική απελευθέρωση του ήρωά του, μέσω υπέρμετρων δοκιμασιών, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να αποδεσμευτεί από την περιορισμένη αντίληψη των αισθήσεων και να κινηθεί πέρα από τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς.
- Η αφήγηση αυτή, επιπλέον, τονίζει την έντονη θρησκευτικότητα του ποιητή, που με άδολη πίστη διατηρεί στην ψυχή του την ελπίδα της ανάστασης των νεκρών και της υπερνίκησης του θανάτου. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι σε πολλές συνθέσεις του Σολωμού η αναφορά στο θάνατο ακολουθείται με αναφορά στην ανάσταση των νεκρών.

6. Οι δύο ποιητικές συνθέσεις παρουσιάζουν, ως προς το περιεχόμενο, αρκετές ομοιότητες, καθώς πραγματεύονται το θέμα της αγάπης που ξεπερνά τα όρια του χρόνου και διατηρείται ακέραιη ακόμη και μετά το θάνατο. Πιο συγκεκριμένα, ο Μάνθος που είναι ήδη νεκρός, απευθύνεται στην αγαπημένη του που είναι ετοιμοθάνατη, παρασταίνοντάς της τις ομορφιές του παραδείσου και λέγοντάς της πόσο εκείνος και οι δικοί της ανυπομονούν να τη δουν κοντά τους.
Τα δύο ποιήματα έχουν ως ιστορικό πλαίσιο γεγονότα που σχετίζονται με επαναστάσεις στην Κρήτη, βασίζουν την αφήγησή τους στις περιπέτειες ενός ερωτευμένου ζευγαριού και μεταθέτουν την εξέλιξη της ιστορίας σε μεταφυσικό επίπεδο παρουσιάζοντας τα πρόσωπα της ιστορίας στον παράδεισο. Η προσδοκία της επανένωσης του ζευγαριού, έστω και στη μεταθανάτια ύπαρξη, κατέχει κεντρικό ρόλο και προσδίδει μια συναισθηματική φόρτιση στα ποιήματα, καθώς οι ήρωες εκφράζουν την ένταση της αγάπης τους και ανυπομονούν να συναντηθούν ξανά.
Ο Μάνθος, μάλιστα, παρουσιάζεται να ρωτά με αγωνία κάθε αστέρι που βρίσκει στον ουρανό για το πότε θα έρθει και η αγαπημένη του εκεί, όπως ο Κρητικός ρωτούσε τις ψυχές των αχνών αναστημένων για το αν είδαν τη δική του αγαπημένη.
Η αγωνία που εκφράζουν τα πρόσωπα των ποιημάτων και οι περιγραφές του παραδείσιου τοπίου, αποτελούν σαφή στοιχεία εγκοσμίωσης, καθώς οι ποιητές αποδίδουν στις ψυχές των νεκρών και στον παράδεισο, χαρακτηριστικά της γήινης ύπαρξης.
Τα δύο κείμενα, βέβαια, παρουσιάζουν και κάποιες διαφοροποιήσεις, καθώς ενώ στον Κρητικό η κοπέλα είναι νεκρή και ο ήρωας καταφεύγει στην αναζήτησή της και στο πρόθυμο πέρασμά του στο χώρων των ψυχών για να τη βρει, στον Όρκο η ιστορία εξελίσσεται αντίστροφα. Η κοπέλα είναι ζωντανή και αναζητά τον αγαπημένο της που έχει όμως σκοτωθεί, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει.
Στον Κρητικό ο ήρωας θα μεταβεί αυτοβούλως στο μεταφυσικό επίπεδο της μεταθανάτιας ύπαρξης, ενώ στον Όρκο ο Μάνθος καλεί την αγαπημένη του να έρθει κοντά του στον παράδεισο, χωρίς φόβο, επιχειρώντας με τα λόγια του να παρηγορήσει την επιθανάτια αγωνία της.
Ο Κρητικός αναζητά την αγαπημένη του και μαθαίνει για τις πράξεις της από τους αχνούς αναστημένους, ενώ ο Μάνθος απευθύνει τα λόγια του απευθείας στην αγαπημένη του.
Επίσης, στον Όρκο που είναι εκτενέστερη η αναφορά στη μεταθανάτια ύπαρξη των ψυχών, ο Μαρκοράς έχει την ευκαιρία να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για τα εκεί πρόσωπα, παρουσιάζοντας τους γονείς της Ευδοκίας, αλλά και τους συντοπίτες και συναγωνιστές του Μάνθου.
Τέλος, η αφήγηση στον Όρκο δεν τοποθετείται λίγο προτού συμβεί η Έσχατη Κρίση, όπως γίνεται στον Κρητικό, δίνοντας έτσι στον Μάνθο το περιθώριο να παρουσιάσει στην αγαπημένη του πώς θα είναι η «ζωή» τους εκεί, όταν θα έρθει κι εκείνη κοντά του.

7. Η παρουσίαση της κοπέλας να τραγουδά με χαρά την ανάσταση, τονίζει το στοιχείο της εγκοσμίωσης, καθώς ο ποιητής αποδίδει στις ψυχές των νεκρών συναισθήματα και συνήθειες που είχαν όταν ακόμη βρίσκονταν ζωντανοί στη γη. Ενώ δίνει στην αναμονή της Έσχατης Κρίσης μια αίσθηση χαρμόσυνης προσμονής, που τονίζει την πίστη του ποιητή και τη θετική αντίληψή του για το κρίσιμο αυτό γεγονός. Η ανυπομονησία της κόρης να μπει ξανά στο κορμί της, θέτει το θέμα της εν σαρκί ανάστασης, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τη συνάντηση του ήρωα με την αγαπημένη του. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί πως η όλη εικόνα μας παραπέμπει στη μεταφυσική διάσταση που λαμβάνει η αφήγηση στο συγκεκριμένο απόσπασμα.

8. Ο όρκος στην παραλογή αποτελεί το στοιχείο που θα οδηγήσει την εξέλιξη των γεγονότων σ’ ένα υπερβατικό επίπεδο, όπου ο θάνατος κατανικείται και ο νεκρός ήρωας καθίσταται ικανός να βγει ξανά στη γη. Αποτελεί δραματικό στοιχείο που προωθεί τη συνέχεια της ιστορίας∙ δεν παρέχει ωστόσο νέες πληροφορίες, όπως ο όρκος του Κρητικού, μιας και ουσιαστικά η μητέρα υπενθυμίζει στο νεκρό γιο της τη δέσμευση που είχε αναλάβει απέναντί της. Ας προσεχθεί η ιδιαίτερη αξία που δινόταν σε παλαιότερες εποχές στους όρκους, διότι όπως στην παραλογή εμφανίζεται να έχει τόση δύναμη, ώστε να ανακαλέσει τον Κωνσταντή στον κόσμο των ζωντανών, έτσι και για τον Κρητικό συνιστά μια βαρύτατη βεβαίωση ειλικρίνειας.  Στον Κρητικό, λοιπόν, ο όρκος του ήρωα έρχεται ως διαβεβαίωση πως όλα όσα θα διηγηθεί είναι αληθινά. Η υπέρβαση της πραγματικότητας, μέσα από την εμφάνιση της θεϊκής φεγγαροντυμένης και του γλυκύτατου ήχου, έχει ήδη συντελεστεί, και ο ήρωας θέλει να πείσει τους ακροατές του πως οι εμπειρίες του είναι πραγματικές. Ο όρκος της παραλογής είναι η πηγή της υπέρβασης της πραγματικότητας, ενώ στον Κρητικό, ο όρκος έρχεται μετά τη βίωση των θαυμαστών εμπειριών, ως προσπάθεια πειθούς. Συνάμα, από τον όρκο του Κρητικού αντλούμε ουσιώδεις πληροφορίες για τον ήρωα που ορκίζεται σε όσα θεωρεί απολύτως σημαντικά από την ίδια του τη ζωή -και όχι στους Αγίους και στον ουρανό, όπως ο Κωνσταντής. Ορκίζεται, λοιπόν, ο Κρητικός στις λαβωματιές του αλλά και στους συντρόφους του που έχουν ήδη σκοτωθεί στην Κρήτη, γεγονός που αποκαλύπτει την έντονα αγωνιστική φύση του ήρωα, ο οποίος, όπως και σύντροφοί του, έχει αφιερώσει τη ζωή του στην απελευθέρωση της πατρίδας του. Η ταυτότητα του αγωνιστή θα ανατραπεί στην πορεία κι ο όρκος αυτός κάνει ακόμη πιο αισθητή την αλλαγή που θα επέλθει στον ήρωα ύστερα από την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης αλλά κι ύστερα από τη συνολική περιπέτεια που θα ζήσει. Επιπλέον, ο ήρωας ορκίζεται στην αγαπημένη του που πέθανε κι η απώλεια αυτή τον συγκλόνισε. Η αξία αυτής της αναφοράς είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς ήδη από τη στιγμή του όρκου μαθαίνουμε ότι η κοπέλα δε θα επιζήσει του ναυαγίου και παράλληλα γίνεται σαφές ότι ο ήρωας αφηγείται την ιστορία του σε κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή, όταν πια όλα έχουν τελειώσει και οι μεγάλες αλλαγές στη ζωή του έχουν συντελεστεί. Ο όρκος επομένως αποκαλύπτει τον αφηγηματικό χαρακτήρα του ποιήματος και τονίζει με εμφατικό τρόπο το ποιόν του ήρωα προτού βιώσει την απώλεια και φυσικά διατυπώνει την καταλυτική επίδραση που είχε στην ψυχολογία του ήρωα ο χαμός της κόρης.






























ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3 (20) : Η ανάδυση της φεγγαροντυμένης
Η αφήγηση επανέρχεται στις τραγικές στιγμές της τρικυμίας. Η καταιγίδα μαίνεται. Ξάφνου απέραντη γαλήνη απλώνεται στον ουρανό και τη θάλασσα, νηνεμία που προετοιμάζει την επιφάνεια μιας θεϊκής μορφής. Ένα ολόγιομο φεγγάρι ξεπροβάλλει κι η κόρη αγκαλιάζει χαρούμενη τον αγαπημένο της. Πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας σείεται το φεγγάρι. Από το σημείο αυτό αναδύεται η φεγγαροντυμένη.
Στ.1-10: η σιγή του κόσμου.
Στ1: ο στίχος συνδέει το απόσπ.3 με το απόσπ.1 στ.5/6 (επίπεδο 1).
Στ2: παραστατική εικόνα της θαλασσοταραχής (μεταφορά «σκίρτησε», παρομοίωση «σαν το χοχλό που βράζει»).
Στ.3: ξαφνικά η φύση γαληνεύει. Η επανάληψη «ησυχία» και η μεταφορά «πάστρα» καταδεικνύουν την απόλυτη γαλήνη, ενώ η αντίθεση των στίχων 2 και 3 τονίζει την απότομη κι αιφνίδια μεταβολή των συνθηκών. Ο ποιητής χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό μοτίβο της σιγής του κόσμου πριν από ένα φοβερό γεγονός ή πριν από την «επιφάνεια» θεϊκής μορφής.
Στ.4: η θάλασσα παρομοιάζεται με ευωδιαστό περιβόλι και πάνω στην επιφάνειά της αντικατοπτρίζονται τα αστέρια. Τονίζεται η νηνεμία.
Στ.5-6: ο αφηγητής αποδίδει την αλλαγή σε «κάτι κρυφό μυστήριο» που ανάγκασε τη φύση να αλλάξει και να δείξει το καλό της πρόσωπο (προσωποποίηση). Οι μυστηριακές δυνάμεις μεταμορφώνουν τη φύση σε χώρο που συνδυάζει το κάλλος («ομορφιά να στολιστεί»)και το αγαθό («το θυμό ν’ αφήσει»).
Στ.7-8: η απόλυτη γαλήνη και ακινησία της φύσης. Είναι πιο ήσυχα ακόμα κι από την πνοή του ανέμου ή το πέταγμα της μέλισσας (αποφατική παρομοίωση).
Στ.9: το σφιχταγκάλιασμα της κόρης. Η κίνηση της κόρης συμπίπτει με την ανάδυση της φεγγαροντυμένης. Ίσως «ήταν το τελευταίο επιθανάτιο σκίρτημά της, καθώς η ψυχή αποχωρίζεται πια το κορμί της», ίσως όμως να ήταν «ένα σημάδι χαρούμενης αντίδρασής της για το απρόσμενο γαλήνεμα της θάλασσας», όπως πιστεύει ο αφηγητής (πρωθύστερο).
Στ.10: το φως του φεγγαριού τρεμοπαίζει στα νερά της θάλασσας.
Στ.11-14: η εμφάνιση της φεγγαροντυμένης Με την αναφορά του φεγγαριού στο στ. 10 (λέξη- κλειδί) γίνεται η μετάβαση της αφήγησης στη φεγγαροντυμένη. Στ.11: ανάδυση της φεγγαροντυμένης. Το ρήμα «ξετυλίζει» υποδηλώνει την εκ των προτέρων παρουσία της θεϊκής μορφής στη θάλασσα. Στ.12: ο αφηγητής αποκαλεί τη μορφή «φεγγαροντυμένη» (πρωτότυπο κατασκευασμένο ουσιαστικοποιημένο επίθερο που εμπεριέχει μεταφορά) αποκαλύπτοντας ότι πρόκειται για θηλυκή οντότητα που είναι ενδεδυμένη το φως του φεγγαριού. Η χρήση του αόριστου άρθρου «μια φεγγαροντυμένη», όπως και του ρήματος «βρέθηκε» αφήνουν να εννοηθεί ότι όλοι γνωρίζουν ότι τέτοιες γυναικείες μορφές υπάρχουν και μπορούν να εμφανίζονται, όταν το θελήσουν. Στ13: τονίζεται η φωτεινότητά και η εντυπωσιακή της όψη («δροσάτο φως»: σχήμα συναισθησίας) και δηλώνεται η θεϊκή υπόστασή της (μεταφορά). Στ.14: η θεά έχει ολόμαυρα μάτια και χρυσά μαλλιά (αντίθεση). Οι δύο τελευταίοι στίχοι υποβάλλουν την αίσθηση του απόκοσμου και θαυμαστού. Γραμματολογικές επιρροές: Ερωτόκριτος, Σοφία Σολομώντος, Αποκάλυψη (δες και σχόλια στο σχ. εγχ. σελ. 20).
Ασκήσεις:
1. Στο 3ο απόσπασμα η αφήγηση επανέρχεται στην αρχική σκηνή. Να αναλύσετε: α) τη μεταστροφή των φυσικών συνθηκών και τις εκφράσεις που την αποδίδουν, β) τον όρο «κρυφό μυστήριο» σε σχέση με ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει.
2.  Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε μια παράγραφο (80-100 λέξεων).
- κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.
Ενδεικτικές απαντήσεις (3ο απόσπασμα):
1. α) Ο ήρωας επανέρχεται στο σκηνικό του ναυαγίου όπου μαίνεται ακόμη η θαλασσοταραχή και ξαφνικά η θάλασσα ησυχάζει απόλυτα. «Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα»: Ο ποιητής επαναλαμβάνει την έννοια της ησυχίας (ησύχασε-ησυχία), για να αποδώσει με έμφαση την ηρεμία που επικράτησε στην μέχρι τότε ταραγμένη θάλασσα (μοτίβο της σιγής του κόσμου). Επιπλέον, προχωρά ακόμη περισσότερο με μια παρομοίωση όπου τονίζει πως τα νερά ακινητοποιήθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντανακλούσαν τα αστέρια του ουρανού. Η θάλασσα γίνεται αίφνης ένας καθρέφτης του ουράνιου θόλου: «Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα».
Η φύση εξαναγκάζεται από κάποιο κρυφό μυστήριο να στολιστεί με κάθε ομορφιά και να εγκαταλείψει το θυμό της. Κι η ηρεμία της θάλασσας και του ουρανού, μάλιστα, είναι απόλυτη, καθώς δεν πνέει πια ούτε ο παραμικρός αέρας. Στοιχείο που μας το δίνει ο ποιητής με μια προσφιλή του παρομοίωση: «Δεν είν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας / Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας». Δεν υπάρχει στον ουρανό ούτε η ελάχιστη πνοή που θα δημιουργούσε το φτερούγισμα μιας μέλισσας καθώς πηγαίνει στον ανθό ενός λουλουδιού.
Η μοναδική κίνηση που είναι πια αισθητή είναι αυτή του φεγγαριού, καθώς η αντανάκλασή του στη θάλασσα, δίπλα στην κόρη, μοιάζει να σείεται.

β) Κάποιο κρυφό μυστήριο επιβλήθηκε στη φύση, λέει ο ήρωας, προετοιμάζοντας τους ακροατές/αναγνώστες, για κάποια ιδιαίτερη εξέλιξη. Αναφορά σε απόκρυφες δραστηριότητες συναντάται με θετική έννοια στους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, / Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου...», ενώ με αρνητική στη Σοφία του Σολομώντος όπου γίνεται λόγος για «τεκνοφόνους τελετάς ή κρυφά μυστήρια».
Το πέρασμα από τη φυσική εκδήλωση της καταιγίδας στην υπερφυσική εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, σηματοδοτεί το πέρασμα των περιπετειών του ήρωα σ’ ένα επίπεδο που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη στενή λογική. Ο αγώνας του ήρωα για τη διάσωση της αγαπημένης του, θα μετατραπεί πλέον σε μια πρωτόγνωρη δοκιμασία για την ηθική του ελευθερία, κατά την οποία ο ήρωας θα έρθει αντιμέτωπος με εκφάνσεις της φύσης που αντλούνται από το άπειρο κάλλος της κι από την εξουσία που μπορεί να ασκήσει σε κάθε πλάσμα που κινείται στα όριά της και που πολύ περισσότερο αποτελεί γέννημά της.
Ο μυστηριακός χαρακτήρας που δημιουργείται με την αναφορά στο κρυφό μυστήριο που εξουσιάζει τη φύση, είναι αναγκαίος για να δοθεί ομαλότερα το πέρασμα στην εμφάνιση της υπερκόσμιας μορφής. Ο αγώνας του ήρωα πλέον παύει να είναι μια εξωτερική πάλη με τα κύματα και τρέπεται σε μια εσωτερική διαμάχη, που θα θέσει σε δοκιμασία τις αρχές και αξίες του ήρωα και κυρίως την ηθική του δύναμη.
Το κρυφό μυστήριο ως προάγγελος της θεϊκής εμφάνισης συνιστά προφανώς έκφανση των ξεχωριστών δυνάμεων που κατέχει η Φεγγαροντυμένη, κι οι οποίες τις επιτρέπουν να κυριαρχεί απόλυτα στο φυσικό περιβάλλον.

2. Η εμφάνισης της θεϊκής μορφής εκλαμβάνεται από τον ήρωα ως το φανέρωμα ενός πλάσματος υπό μία έννοια γνωστού, όπως προκύπτει από τη χρήση του αόριστου άρθρου μία, σαν να πρόκειται δηλαδή για μία φεγγαροντυμένη από πολλές που ήδη υπάρχουν. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση των σχημάτων λόγου στην αρχική αυτή περιγραφή, η οποία περνά από το συνολικό «θωριά» στο ειδικότερο στα μάτια και τα μαλλιά. Ιδίως το σχήμα συναισθησίας (δροσάτο φως) με τη σύμφυρση δύο επιμέρους αισθήσεων, της αφής και της όρασης, υποδηλώνει την αφύπνιση όλων των αισθήσεων του ήρωα, μπροστά στην υπερβατική μορφή. Συνάμα, με την εικόνα αυτή δηλώνεται το αιθέριο της φεγγαροντυμένης, το γεγονός δηλαδή πως δεν αποτελεί μια αμιγώς γήινη μορφή με καθαρά υλική υπόσταση. Η αντίθεση ανάμεσα στα χρυσά μαλλιά και τα ολόμαυρα μάτια τονίζει το σκοτεινό και άρα απροσπέλαστο των ματιών της Φεγγαροντυμένης. Ενώ, η μεταφορά της λέξης φεγγαροντυμένη τονίζει πως η μυστηριακή γυναίκα είναι ενδεδυμένη με το φως του φεγγαριού, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει περισσότερο τη σύνδεση του φωτός με την υπόστασή της.  































ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 4 (21): Ποια είναι η φεγγαροντυμένη;
Στ 1-8: φεγγαροντυμένη, φύση και φως.
Στ.1: Η μυστηριακή γυναίκα κοιτάζει τα άστρα κι εκείνα ανταποκρίνονται στο βλέμμα της και γεμίζουν αγαλλίαση (προσωποποίηση). Η φεγγαροντυμένη βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση.
Στ.2: το φως των αστεριών δεν μπορεί να καλύψει το φως που αυτή εκπέμπει (μεταφορά). Τονίζεται η φωτεινότητα της μορφής, αλλά και οι υπερφυσικές της ιδιότητες.
Στ.3: πατά πάνω στη θάλασσα χωρίς να βυθίζεται, είναι αέρινη (μεταφορά).
Καταδεικνύεται η θεϊκή υπόσταση και οι θαυμαστές/ υπερφυσικές της ιδιότητες (δραματικός ενεστώτας).
Στ.4: είναι ψηλή, αέρινη (μεταφορά, δραματικός ενεστώτας)
Στ.5-6: πατώντας ανάλαφρα στη θάλασσα ανοίγει τα χέρια της να αγκαλιάσει ολόκληρη την πλάση. Είναι θελκτική (δραματικός ενεστώτας). Επισημαίνεται ότι η θεϊκή οντότητα διαθέτει και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό αισθητικές («πάσαν ομορφιά») και ηθικές ιδιότητες («πάσαν καλοσύνη», «ταπεινοσύνη»). Απηχεί το αρχαιοελληνικό ιδεώδες του καλού καγαθού «διηθημένο μέσα από τη χριστιανική σημασία των όρων» (δες σχόλιο 26, σελ. 21).
Στ.7-8: το φως που εκπέμπει η φεγγαροντυμένη μεταβάλλει τη νύχτα σε μέρα. Το φως αυτό και η μεταμορφωτική του δύναμη πιστοποιούν τη θεϊκή υπόσταση της μορφής (υπερβολή, αδιανόητο καθ’ υπερβολή: δάνειο από το δημοτικό τραγούδι, μεταφορά «πλημμυρίζει», παρομοίωση: η πλάση γίνεται ναός, δραματικός ενεστώτας).
Στους στ.1-8: η εικόνα της φωτοχυσίας δίνεται σε ανιούσα κλιμάκωση με τη συνδρομή του πολυσύνδετου και του δραματικού ενεστώτα (δες σχόλιο 28, σελ.21).
Στ.9-12: φεγγαροντυμένη και Κρητικός
Στ.9: ανάμεσα στη φεγγαροντυμένη και το ναυαγό αναπτύσσεται έντονη έλξη.
Στ.10: η φεγγαροντυμένη παρομοιάζεται με «πετροκαλαμίθρα» που έλκεται από τον Κρητικό και καρφώνει το βλέμμα της πάνω του (δραματικός ενεστώτας).
Στ.11: με το σχήμα άρσης –θέσης «όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ» τονίζεται το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει η φεγγαροντυμένη μόνο για το ναυαγό (δραματικός ενεστώτας).
Στ.12: και από την πλευρά του Κρητικού αναπτύσσεται έντονη έλξη, όπως δηλώνει και ο παρατατικός «την κοίταζα». Με το επίθετο «βαριόμοιρος» καταδεικνύονται: οι σκληρές εμπειρίες του παρελθόντος (μάχες, απώλεια οικογένειας και συντρόφων, εκπατρισμός), η δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται τώρα ως ναυαγός και τέλος οι ολέθριες συνέπειες από την επαφή του με τη φεγγαροντυμένη (θάνατος κόρης, τυραννικοί εφιάλτες).
Στ.13-20: η φεγγαροντυμένη ως ανάμνηση
Στ.13: ο Κρητικός νιώθει ότι έχει ξαναδεί τη φεγγαροντυμένη, αλλά δε μπορεί να προσδιορίσει πού ακριβώς. Γι’ αυτόν είναι κάτι οικείο αλλά αδιευκρίνιστο.
Στ.14-16: προκειμένου να προσδιορίσει την ταυτότητα της φεγγαροντυμένης ο Κρητικός κάνει τρεις υποθέσεις που σχετίζονται με την ως τώρα ζωή του (σύνθεση ανά τρία) (επίπεδο 2).
εικόνα σε εκκλησία: άμεση αίσθηση
ιδανικός έρωτας: σκέψη
ονειρική μορφή της βρεφικής ηλικίας (μητέρα): όνειρο
Οι τρεις εκδοχές συμπυκνώνουν αίσθηση-σκέψη–όνειρο, αλλά και εκφράζουν τις τρεις ισχυρότερες εκδοχές της αγάπης: αγάπη προς το θείο, ερωτική αγάπη, μητρική αγάπη.
Στ. 17-18: στην προσπάθειά του να διασαφηνίσει την ανάμνηση ο αφηγητής συμπεραίνει ότι αυτή ανάγεται στο απώτερο παρελθόν «μνήμη παλαιή», είναι ευχάριστη «γλυκιά» (μεταφορά), βρίσκεται στο υποσυνείδητο «αστοχισμένη». Παρουσιάζεται ξαφνικά και είναι ορμητική.
Ο ιδεαλισμός του Σολωμού (σχ. εγχ. σελ.22, σχόλιο 33): στους στ.13-18 ανιχνεύονται απηχήσεις πλατωνικών και αριστοτελικών απόψεων σχετικά με την αναγνώριση, στα πράγματα του κόσμου τούτου, ιδεών (προτύπων) που η ψυχή μας είχε αντικρίσει σε ένα προσωματικό της στάδιο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις είναι είδωλα των πραγματικών όντων, των ιδεών, οι οποίες κατοικούν στον ιδεατό κόσμο, όπου εγκατοικεί η ψυχή πριν την ενσάρκωσή της. Ο άνθρωπος επομένως γνωρίζει τα πράγματα, επειδή, όταν τα βλέπει, θυμάται τα πρότυπά τους δηλ. τις ιδέες. Η φεγγαροντυμένη είναι η ιδέα του αγαθού, την οποία ο Κρητικός γνώρισε στον κόσμο των ιδεών και την ξαναβλέπει μπροστά του.
Στ.19-20: η ορμητικότητα και η αιφνίδια εμφάνιση της ανάμνησης καταδεικνύεται με την παρομοίωση των στίχων: μοιάζει με το νερό που με ορμή ξεπηδά από τα έγκατα της γης (συνεκδοχή «θωρεί το μάτι», δραματικός ενεστώτας).
Στ.21-22: η αντίδραση του Κρητικού στην ανάμνηση δίνεται με τη μεταφορά «βρύση έγινε το μάτι μου», που δηλώνει τα πολλά κι έντονα δάκρυα που αναβλύζουν από τα μάτια του αφηγητή με αποτέλεσμα να χάσει προσωρινά από το οπτικό του πεδίο τη φεγγαροντυμένη.
Στ.23-28: το βλέμμα της φεγγαροντυμένης
Στ.23: τα μάτια της φεγγαροντυμένης έχουν θεϊκές ιδιότητες: ο Κρητικός τα νιώθει μέσα «στα σωθικά» του
Στ.24: τον κοιτάζουν έντονα, πυρετικά και τον εμποδίζουν να μιλήσει (μεταφορά «ετρέμαν», προσωποποίηση «δε μ’ άφηναν»)
Στ.25-26: μπορούν και αποκαλύπτουν ό,τι κρύβει ο Κρητικός στην καρδιά του
Στ.27-28: μπορούν και διαβάζουν τις σκέψεις του και ό,τι θα ήθελε ο ίδιος να πει με
λόγια (μεταφορά «διάβαζε», συνεκδοχή «με θλίψη του χειλιού μου»).
Όλα τα παραπάνω πιστοποιούν ότι η επικοινωνία φεγγαροντυμένης – Κρητικού είναι εσωτερική και γι’ αυτό και πιο ουσιαστική.
Στο σημείο αυτό διαφαίνεται η θρησκευτικότητα του Σολωμού.
Στ.29-38: οι πόνοι του Κρητικού
Στ.29: μεταφορά «φύτρωσαν οι πόνοι»
Στ. 30-36: τα βάσανα του Κρητικού δίνονται με ρεαλιστικές εικόνες που εκφράζουν την ψυχική συντριβή του ήρωα αλλά και την αγριότητα των Τούρκων: αιχμαλωσία αδελφών του, βιασμός και δολοφονία της αδελφής του, θανάτωση πατέρα και μάνας, εκπατρισμός του ίδιου (μεταφορές «εξεχειλίσανε», «τα βάθη της καρδιάς μου»). Στο
στ. 35: η αναφορά στην Κρήτη τον πλημμυρίζει νοσταλγία (στ.31-36: επίπεδο 2).
Στ. 37-38: επίκληση στη φεγγαροντυμένη
Στ. 37-38: επίκληση στη θεά να τον βοηθήσει να διασώσει το μοναδικό απομεινάρι του κόσμου του δηλ. την κόρη (μεταφορά «τρυφερό κλωνάρι»). Για να κερδίσει τη βοήθειά της τονίζει την τραγικότητα της θέσης του με τη μεταφορά «σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ»
Γραμματολογικές επιδράσεις: Ερωτόκριτος, Παλαιά Διαθήκη, Πλάτωνας.

Ασκήσεις:
1. Να παρακολουθήσετε την περιγραφή και την κίνηση της οπτασίας όπως αποδίδεται στο 4ο απόσπασμα.
2. Να εντοπίσετε ομοιότητες ανάμεσα στη Φεγγαροντυμένη του Κρητικού και την Αναδυομένη του ποιήματος «Ο Λάμπρος» του Δ. Σολωμού.
Απόσπασμα 32
Στην κορυφή της θάλασσας πατώντας
Στέκει, και δε συγχύζει τα νερά της,
Που στα βάθη τους μέσα ολόστρωτα όντας
Δεν έδειχναν το θείο ανάστημά της.
Δίχως αύρα να πνέη, φεγγοβολώντας
Η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της
Συχνότρεμε, σα νάχε επιθυμήσει
Τα ποδάρια τα θεία να της φιλήση.
3. Η φεγγαροντυμένη, λοιπόν, αποτελεί μια προσπάθεια σύστασης-σύνθεσης ενός πλάσματος φαντασιακού, μιας εικόνας ποιητικής, ενός σχήματος που δε θα είναι θεωρητικό [...], αλλά θα αποτελεί μιαν απόδοση-αναπαράσταση-ερμηνεία του αισθητού, το οποίο πλάσμα-εικόνα-σχήμα θα συνασπίζει τις τρεις υποστάσεις-διαστάσεις του φυσικού: την εξωτερική φύση, τον ηθικοπνευματικό χαρακτήρα του ανθρώπου και το Θεό... [Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Φως-Σώμα: Φως και Υπερβατική Σωματικότητα στο Ποιητικό Τοπίο του Σολωμού»] Να αιτιολογήσετε την παραπάνω άποψη με βάση την 4η ενότητα του ποιήματος.
4. Να σχολιάσετε σε μία παράγραφο (100-120 λέξεων) το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων.
«Τέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
Καταπώς στέκει στο Βορρά η πετροκαλαμίθρα,
Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει∙
Την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη.»
5. Να σχολιάσετε τις αφηγηματικές τεχνικές που εντοπίζετε στην 4η ενότητα.
6. Στο ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Αναδυομένη» έχουμε την εμφάνιση μιας υπερβατικής γυναικείας μορφής. Ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στη Φεγγαροντυμένη του Σολωμού και την Αναδυομένη του Σικελιανού;
«Αναδυομένη»
Στὸ ρόδινα μάκαριο φῶς, νά με, ἀνεβαίνω τῆς αὐγῆς,
μὲ σηκωμένα χέρια,
ἡ θεία γαλήνη μὲ καλεῖ τοῦ πέλαου, ἔτσι γιὰ νὰ βγῶ
πρὸς τὰ γαλάζια αἰθέρια·

μὰ ὢ ἄξαφνες πνοὲς τῆς γῆς ποὺ μὲς στὰ στήθια μου χυμᾶν
κι ἀκέρια με κλονίζουν!
Ὦ Δία, τὸ πέλαγο εἶν᾿ βαρὺ καὶ τὰ λυτά μου τὰ μαλλιὰ
σὰ πέτρες μὲ βυθίζουν!

Αὖρες τρεχάτε -ὦ Κυμοθόη, ὦ Γλαύκη,- ἐλᾶτε πιάστε μου
τὰ χέρια ἀπ᾿ τὴ μασκάλη.
Δὲ πρόσμενα ἔτσι μονομιᾶς παραδομένη νὰ βρεθῶ
μὲς στοῦ Ἥλιου τὴν ἀγκάλη...
7. Τρεις αντιπροσωπευτικές ερμηνευτικές απόψεις για τη Φεγγαροντυμένη είναι οι ακόλουθες: α) Ενσαρκώνει πλατωνικές ιδέες, β) Η Φεγγαροντυμένη είναι θεά, γ) Ενσαρκώνει την «(Ουράνια) Αγάπη». Να εξηγήσετε, με στοιχεία που θα αντλήσετε από το κείμενο, τις απόψεις αυτές.
8. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε μια παράγραφο 80-100 λέξεων:
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.
9. Να σχολιάσετε τους παρακάτω στίχους σε μια παράγραφο 100-120 λέξεων:
Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
Καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·
10. Να αναφερθείτε στις επιδράσεις που δέχτηκε ο Διονύσιος Σολωμός από τη δημοτική ποίηση και να γράψετε αντίστοιχα παραδείγματα από την 4η ενότητα.
11. Πώς γίνεται στον Κρητικό η µετάβαση από το φυσικό τοπίο στο µη φυσικό (στ. 1-8 του 4ου µέρους);
Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκεινα αναγαλλιάσαν.
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν.
Κι από το πέλαο, που πατει χωρίς να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει,
Κι ανει τς αγκάλες μ’ ερωτα και με ταπεινοσύνη,
Κι εδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις εγινε ναός που ολουθε λαμπυρίζει.
12. Να σχολιάσετε τους ακόλουθους στίχους σε μία παράγραφο (60-80 λέξεις).
«Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου»
13. Ποια είναι η θέση της Φύσης στο ποιητικό όραµα του Σολωµού και του Σικελιανού;
Άγγελος Σικελιανός «Μήτηρ Θεού»
Άνεµος φύσαγε γλυκός, από µακρά φτασµένος,
µε τη γαλήνια ευωδιά των κάµπων φορτωµένος.

Τα µύρα πλέαν ανάερα· αντίκριζε η ψυχή µου,
όθε κι αν γύριζε, γοργή, τη µυστική άθλησή µου.

Και ιδές… Ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογηµένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε µια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

Και µιαν ακοίµητη δροσιά κινούσαν, να µε ζώνει,
τ’ άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·

α, πώς σπαρτάρισε η καρδιά σαν ένιωσε τα µάγια
τα γλυκανάπνοα, σε σφιχτά να την κρατούν αρπάγια!

Πώς το ρουµπίνι πύρινο ζώνει ψηλά το στέµµα,
όµοια στο νου µου ολόγυρα µαζώχτη ξάφνου το αίµα

Και πάλι πισωδρόµισε γοργό, σα για να πάρει
χλωµάδα µεγαλύτερην απ’ το µαργαριτάρι…

Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι
η αχτίδα της το δάκρυ µου το βρήκε ωσάν πετράδι!
14. Ποια συναισθήματα γεννά στον αφηγητή - ήρωα η Φεγγαροντυμένη;
15. Να σχολιάσετε τους ακόλουθους στίχους (60-80 λέξεις)
Eχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
κι εδάκρυσαν τα μάτια της κι εμοιάζαν της καλής μου.






















Ενδεικτικές απαντήσεις (4ο απόσπασμα):
1. Η Φεγγαροντυμένη με τα ολόμαυρα μάτια και τα χρυσά μαλλιά κοιτάζει τα αστέρια προκαλώντας τους «χαρά» που δέχτηκαν το βλέμμα μιας τέτοιας παρουσίας∙ χαρά που εκφράζεται με την έντονη έκλυση φωτός από αυτά, η οποία όμως δεν επαρκεί για να σκεπάζει τη λαμπρότητα της θεϊκής μορφής. Η Φεγγαροντυμένη τότε, κι ενώ συνεχίζει να πατά στη θάλασσα, χωρίς να την αναταράζει, υψώνει το ανάστημά της και ανοίγει την αγκαλιά της, με έρωτα αλλά και με ταπεινοσύνη, δείχνοντας κάθε ομορφιά και καλοσύνη.
Το άνοιγμα των χεριών της Φεγγαροντυμένης, ακολουθεί μια θαυμαστή εκδήλωση της φύσης, καθώς η νύχτα πλημμυρίζει με φως μεσημεριού, κάνοντας τον κόσμο ολόγυρα να μοιάζει με ολοφώτιστος ναός.
Η Φεγγαροντυμένη τότε γυρίζει το κεφάλι της προς το μέρος του ήρωα, σαν να έχει μαγνητιστεί από την παρουσία του, δίνοντας το έναυσμα για μια έντονη εσωτερική επικοινωνία με τον έκθαμβο Κρητικό.

2. Η Αναδυομένη πατά στα νερά της θάλασσας, χωρίς να τα συγχύζει, χωρίς δηλαδή να τα ταράζει καθόλου, στοιχείο που αναδεικνύει το αιθέριο και ανάλαφρο της θεϊκής μορφής. Εικόνα που βρίσκει το ανάλογό της και στον Κρητικό με τη Φεγγαροντυμένη. Παράλληλα, η Αναδυομένη συνδέεται με το φως του φεγγαριού, με τρόπο όμως έμμεσο και όχι σε πλήρη συνάρτηση μαζί του, όπως η Φεγγαροντυμένη. Παρατηρούμε, δηλαδή, και σ’ αυτό το ποίημα την αντανάκλαση του φεγγαριού στη θάλασσα να τρέμει, όχι όμως για ν’ αναδυθεί μέσα απ’ αυτήν η θεϊκή μορφή, όπως στον Κρητικό, αλλά σε μια προσπάθεια να πλησιάσει τα πόδια της θεϊκής γυναίκας για να τα φιλήσει. Έτσι, το φως του φεγγαριού αποκτά εδώ ένα ρόλο εξάρτησης και εκούσιας υποταγής στη θεϊκή γυναίκα, όπως αντιστοίχως έχουν τ’ αστέρια στον Κρητικό. Προκύπτει, άρα, με αυτόν τον τρόπο, με την επιθυμία δηλαδή που μοιάζει να έχει το φως του φεγγαριού να φιλήσει τα πόδια της, η απόλυτη κυριαρχία της μορφή στη φύση γύρω της.
Παράλληλα, διαπιστώνουμε πως τα νερά της θάλασσας βρίσκονται σε πλήρη ηρεμία (ολόστρωτα), στοιχείο που μας παραπέμπει στην πλήρη ησυχία που επικράτησε στη θάλασσα λίγο προτού εμφανιστεί η Φεγγαροντυμένη. Έχουμε κι εδώ την απόλυτη απουσία ανέμου, όπως στον Κρητικό, υποδηλώνοντας με το μοτίβο της σιγής του κόσμου την ανάλογη ισχύ της υπερκόσμιας μορφής.

3. Ο Σολωμός δημιουργώντας την υποβλητική μορφή της Φεγγαροντυμένης επιχειρεί να συνδυάσει σε αυτή υπερβατικές αλλά και εγκόσμιες ιδιότητες στην ιδανική τους έκφανση. Επιδίωξη του ποιητή είναι η γυναικεία αυτή μορφή, παρά τη θεϊκή της υπόσταση, να διατηρεί τα ανθρώπινα εκείνα στοιχεία που θα την καθιστούσαν προσιτή και οικεία στον ήρωα, ώστε αυτός να μπορεί να αισθανθεί την αναγκαία οικειότητα που θα ξυπνούσε μέσα του μια έλξη ερωτική αλλά και πνευματική.
Έτσι η Φεγγαροντυμένη συνδυάζει τρία βασικά στοιχεία :α) την εξωτερική φύση, β) τον ηθικοπνευματικό χαρακτήρα του ανθρώπου και γ) το Θεό.
α) Η εξωτερική φύση της θεότητας συνίσταται σε αμιγώς ανθρώπινα στοιχεία, καθώς η Φεγγαροντυμένη είναι μια εξαιρετικά όμορφη γυναίκα με μαύρα μάτια, ξανθά μαλλιά και καμαρωτό παράστημα.
β) Ο ηθικοπνευματικός χαρακτήρας της θεϊκής μορφής αποδίδεται με την αναφορά στην ταπεινοσύνη που τη διακρίνει, παρά την εξαίσια ομορφιά της, και την καλοσύνη της, που είναι εμφανής όταν ανοίγει την αγκαλιά της. Η θεϊκή μορφή εμφανίζεται επίσης να έχει έρωτα, μια βαθιά δηλαδή αγάπη για την πλάση που την περιβάλλει.
γ) Ο Θεός ενυπάρχει σε μεγάλο βαθμό στη Φεγγαροντυμένη, η οποία εμφανίζεται να έχει δυνάμεις υπέρλογες. Το αιφνίδιο γαλήνεμα της φύσης, η αδυναμία των άστρων που ακτινοβολούν να καλύψουν τη λαμπρή παρουσία της, η ικανότητά της να πατά πάνω στα νερά της θάλασσας, η φωτοχυσία που φέρνει φως μεσημεριού μες στη νύχτα, είναι μερικά από τα στοιχεία που καθιστούν σαφές πως η γυναικεία αυτή μορφή έχει θεϊκή υπόσταση.

4. Ο ποιητής θέλοντας να τονίσει την έντονη ψυχική αλλά και σωματική έλξη που αισθάνεται ο ήρωας για τη θεϊκή μορφή, υποδηλώνοντας παράλληλα την αίσθηση της αμοιβαιότητας των συναισθημάτων, αξιοποιεί, όπως έχει γίνει σε πολλά κείμενα ήδη από την αρχαιότητα, το φαινόμενο του μαγνητισμού χρησιμοποιώντας την παρομοίωση με την πετροκαλαμίθρα. Έτσι, η Φεγγαροντυμένη στρέφεται προς τον ήρωα εξίσου μαγνητικά και άμεσα, όπως η βελόνα της πυξίδας στρέφεται προς το βορρά. Η αίσθηση πως η θεϊκή γυναίκα έλκεται από τον Κρητικό είναι βασικό στοιχείο προκειμένου ο ήρωας να αφεθεί ευκολότερα στη θελκτική παρουσία της, και να γίνει αποδέκτης συνάμα της θετικής επίδρασής της. Η χρήση του Παρατατικού στα ρήματα κοίταζα-κοίταζε δηλώνει τη διάρκεια αυτής της προσήλωσης∙ διάρκεια αναγκαία για να επιτευχθεί η μεταξύ τους επικοινωνία και να ισχυροποιηθεί το πνευματικό και ψυχικό τους δέσιμο.

5. Ο αφηγητής του ποιήματος είναι δραματοποιημένος, ομοδιηγητικός και μας αφηγείται την ιστορία του με εσωτερική εστίαση, γεγονός που δεν του επιτρέπει να έχει πλήρη γνώση των σκέψεων και προθέσεων των άλλων προσώπων που εμφανίζονται στην αφηγούμενη εμπειρία. Έτσι η Φεγγαροντυμένη παραμένει μια αινιγματική μορφή ακόμη και για τον αφηγητή.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, οπότε έχουμε μίμηση.
Στην 4η ενότητα έχουμε δύο αναδρομές. Η πρώτη αναδρομή γίνεται καθώς ο ήρωας επιχειρεί να θυμηθεί που και πότε έχει ξαναδεί τη μορφή της Φεγγαροντυμένης, ενώ η δεύτερη παρέχει στον ήρωα την ευκαιρία να μας μιλήσει για την τύχη της οικογένειάς του και τη δραματική φυγή του από την πατρική γη της Κρήτης.
Στην ενότητα αυτή κυριαρχεί η αφήγηση, έχουμε όμως και στοιχεία περιγραφής σε ό,τι αφορά την παρουσία της θεϊκής μορφής, καθώς και εσωτερικό μονόλογο τόσο όταν ο ήρωας αναλογίζεται που μπορεί να έχει δει ξανά τη θεϊκή μορφή, όσο και τη στιγμή που αναφέρεται στα βαθιά συναισθήματα που του προκαλεί η αίσθηση πως η Φεγγαροντυμένη μπορούσε να δει στα βάθη της ψυχής του (στίχοι 23 έως 28).

6. Η αναδυομένη του Σικελιανού είναι ένα πλάσμα της θάλασσας που υποκύπτει στο κάλεσμα της θείας γαλήνης του πελάγους, κι αποφασίζει να αναδυθεί στην επιφάνεια. Η αρμονική της ανάδυση όμως, θα κλονιστεί από τους γήινους ανέμους που θα παρασύρουν την εύθραυστη αυτή παρουσία και θα την τραβήξουν βίαια στο φως του ήλιου. Ο ποιητής εδώ συνθέτει μια ανεστραμμένη εικόνα της πραγματικότητας, καθώς για την αναδυομένη ο φυσικός της κόσμος είναι τα βάθη της θάλασσας, ενώ η επιφάνεια της θάλασσας αποτελεί έναν εχθρικό κόσμο στον οποίο «βυθίζεται», χωρίς να το θέλει. Έτσι, ενώ για εμάς βύθισμα θα σήμαινε η διαδρομή προς τα εσώτερα σκοτεινά σημεία της θάλασσας, για την αναδυομένη βύθισμα σημαίνει η αντίστροφη πορεία που την ωθεί στον ανοίκειο κόσμο της επιφάνειας, όπου κυριαρχεί ο ήλιος και οι άνεμοι. Η ιδιαίτερη αυτή μορφή πανικόβλητη από την ξαφνική της έξοδο προς τον κόσμο του ήλιου, ζητά βοήθεια από τις αύρες για να τη συγκρατήσουν και να την επαναφέρουν στο φυσικό της χώρο. Στο κάλεσμα για βοήθεια της αναδυομένης εντοπίζουμε ενδιαφέρουσες μυθολογικές αναφορές: η Κυμοθόη ήταν μία από τις 50 Νηρηίδες, τις θαλάσσιες νύμφες που κατοικούσαν στο βυθό της θάλασσας, ενώ η Γλαύκη αποτελεί τη θηλυκή μορφή που παίρνει ο θαλάσσιος δαίμονας Γλαύκος, ο οποίος είναι σύντροφος των Νηρηίδων.
Η γυναικεία μορφή που πλάθει ο Σικελιανός, επομένως, είναι αδύναμη απέναντι στη φύση και αφήνεται έρμαιο στις πνοές της γης που την τραβούν στο εχθρικό για εκείνη φως του ήλιου. Σε πλήρη αντίθεση βρίσκεται η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού, η οποία εμφανίζεται πανίσχυρη, με δυνάμεις που ξεπερνούν κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα και της προσδίδουν θεϊκή υπόσταση. Τη βλέπουμε έτσι, να πατά πάνω στο νερό της θάλασσας, χωρίς καν να το σουφρώνει και να ακτινοβολεί με τέτοια ένταση, ώστε να πλημμυρίζει τη νύχτα με φως μεσημεριού. Ό,τι η αναδυομένη αδυνατεί να ελέγξει και να διαχειριστεί -τις πνοές της γης και το φως του ήλιου-, η Φεγγαροντυμένη το ελέγχει πλήρως και χωρίς να ζητά τη βοήθεια κανενός, εμφανίζεται να κυριαρχεί στο περιβάλλον γύρω της. Ο Σικελιανός δημιουργεί μια ευάλωτη γυναικεία μορφή, που βιώνει την έκπληξη της ξαφνικής της εξόδου στον κόσμο έξω από τη θάλασσα, ενώ ο Σολωμός παρουσιάζει μια γυναικεία μορφή με απροσμέτρητες δυνάμεις, η οποία όχι μόνο δε νιώθει φόβο για ό,τι συναντά μετά την εμφάνισή της, αλλά κατορθώνει να επιβληθεί σε όλο το φυσικό περιβάλλον.

7. α) Η τελειότητα που διακρίνει τη Φεγγαροντυμένη τόσο ως προς την εξωτερική της εμφάνιση, όσο και ως προς την ποιότητα των συναισθημάτων της «Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, / Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη», μας δημιουργεί την αίσθηση ότι ο Σολωμός καθιστά τον ήρωά του προνομιακό θεατή της ομορφιάς και της αρτιότητας της φύσης, στην ιδανική της μορφή. Μια τόσο εξαίσια παρουσία, με απόλυτη καλοσύνη και ομορφιά, δημιουργεί εύλογους συσχετισμούς με τη θεωρία του Πλάτωνα για τον κόσμο των Ιδεών, όπου καθετί βρίσκεται στην τέλεια και ιδανική του μορφή. Την εκτίμηση, άλλωστε, του Σολωμού για τις απόψεις του Πλάτωνα, τη μαρτυρά και ο μαθητής του Ιάκωβος Πολυλάς, στα Προλεγόμενα.
Τη σκέψη ότι ο Σολωμός παρουσιάζει στον Κρητικό ιδεατές μορφές, όπως αυτές θα βρίσκονταν στον κόσμο των Ιδεών, υποστηρίζει και ο EHorwath: «Τι άλλο από καθαρά πλατωνικές ιδέες ενσαρκώνονται στη μορφή της Φεγγαροντυμένης; [...] η ομορφιά, η καλοσύνη, η δικαιοσύνη... με μια λέξη οι Ιδέες. Κοντά στη Φεγγαροντυμένη [...] παρουσιάζεται κι ένα άλλο ον του ίδιου υπερφυσικού κόσμου [...]. Θα τ’ ονόμαζα αρμονία. Εννοώ τον ουράνιο ήχο, που ακούει εκστατικός ο Κρητικός [...].

β) Η υπερβατική παρουσία της Φεγγαροντυμένης, με τη δύναμη να επιβάλλεται στο φυσικό περιβάλλον «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν, / Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν», και με τις εκδηλώσεις εκείνες της δύναμής της που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα «Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει», «Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει, / Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.», η ικανότητά της να διαβάζει τις πιο μύχιες σκέψεις του ήρωα, και φυσικά η προσφώνηση του Κρητικού «Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω·», καθιστούν σαφή τη θεϊκή της υπόσταση.
Η ερμηνεία βέβαια αυτή αποκτά διαφορετικές προεκτάσεις, ανάλογα με τα σημεία στα οποία δίνει κάθε μελετητής έμφαση: i) Έχουμε, έτσι, την άποψη ότι η Φεγγαροντυμένη είναι η Αφροδίτη, με βάση την απόλυτη ομορφιά της θεϊκής μορφής, αλλά και με το συσχετισμό της Φεγγαροντυμένης με την Αναδυομένη Αφροδίτη στο «Λάμπρο» του Σολωμού. Την άποψη αυτή επισημαίνει και ο Π. Μάκριτζ: «Ας θυμηθούμε τη «φεγγαροντυμένη» στο Λάμπρο, όπου η περιγραφή της μοιάζει πολύ με του Κρητικού και που ο Σολωμός είχε πει ότι είναι η Αφροδίτη.»
ii) Υπάρχει, επίσης, η ερμηνεία ότι πρόκειται για εμφάνιση της Παναγίας, λόγω του χριστιανικού ανιμισμού που συνοδεύει την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, αλλά και της πιθανότητας που εκφράζει ο Κρητικός να έχει δει παλιότερα τη μορφή αυτή ζωγραφισμένη σε κάποιο ναό. Η αγάπη, άλλωστε, που προσλαμβάνει ο ήρωας από τη θεϊκή γυναίκα, δημιουργεί συσχετισμούς με την αγάπη της Παναγίας προς το Χριστό. Εντούτοις, η ερμηνεία αυτή είναι παρακινδυνευμένη, καθώς ο Κρητικός έχει και ερωτικά συναισθήματα για τη θεϊκή μορφή. Ενδεικτική ως προς αυτό είναι η άποψη του Στυλιανού Αλεξίου: «Η θρησκευτική ερμηνεία προσκρούει επίσης στην ερωτική διάθεση της μορφής (θα ήταν βλάσφημο να μοιάζει η Παναγία με την κόρη και με την περίπου γυμνή, ξανθή Φεγγαροντυμένη) και κυρίως στο ότι μια υπερφυσική χριστιανική εμφάνιση (της Παναγίας ή της «θείας πρόνοιας») θα περιμέναμε να συνοδεύεται, όπως γίνεται κατά κανόνα σε ανάλογες νεοελληνικές διηγήσεις, από κάποιο θαύμα για τη διάσωση, και όχι να καταλήγει στο θάνατο της κόρης.»
iii) Μια διαφορετική εκδοχή είναι αυτή που θέλει τη θεϊκή μορφή να είναι φανέρωμα της ψυχή της αρραβωνιαστικιάς του ήρωα, που ξεψύχησε ελάχιστες στιγμές προτού εμφανιστεί η Φεγγαροντυμένη. «Η θεά είναι η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς του, που, πριν φύγει, φτερούγισε κοντά του...» Βασίλης Δεδούσης.
iv) Τέλος, υπάρχει η ερμηνεία που στη θεϊκή μορφή αναγνωρίζει τη θεά Ελευθερία-Ελλάδα. Ενδεικτική είναι η ανάγνωση του Φάνη Μιχαλόπουλου: «Η φεγγαροντυμένη θεά είναι η Ελευθερία-Πατρίδα [...], είναι το ίδιο θεϊκό πρόσωπο που κατεβαίνει απ’ τους ουρανούς, καθώς βλέπουμε στο Β και Γ Σχεδίασμα των Ελευθέρων Πολιορκημένων, Θεάνθρωπη, που μετέχει θεϊκής και ανθρώπινης ουσίας [...], μένει νύχτα και μέρα άγρυπνη κοντά στον πολεμιστή, ξέρει τ’ απόκρυφα της ψυχής του, αόρατη εμψυχώνει. [...] Κρητικός και Ελεύθεροι Πολιορκημένοι βρίσκονται στην ίδια ψυχική κατάσταση [...].»

γ) Η διατύπωση του Πολυλά ότι «θεοποιείται εις τον Κρητικό το αίσθημα της αγάπης», μας φέρνει στην τρίτη ερμηνεία. Η σκέψη ότι η Φεγγαροντυμένη ενσαρκώνει την «Ουράνια Αγάπη», βασίζεται αφενός στην απόλυτη καλοσύνη της θεϊκής γυναίκας «Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη» κι αφετέρου στον τρόπο με τον οποίο ο ήρωας αντιλαμβάνεται την εκεί παρουσία της. Για τον ήρωα που βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο, το γαλήνεμα της φύσης και η παύση της τρικυμίας, που συνοδεύουν την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, αποτελούν σημαντικές ενδείξεις πως η μορφή αυτή βρίσκεται εκεί για να τον βοηθήσει. Ο Κρητικός εκλαμβάνει, επομένως, την απροσδόκητη αυτή εμφάνιση, ως έκφανση της ουράνιας αγάπης και πρόνοιας, που έρχεται κοντά του για να τον ενθαρρύνει και να του συμπαρασταθεί.
8. Στους στίχους αυτούς κορυφώνεται η φωτοχυσία που προέρχεται από τη Φεγγαροντυμένη, κάνοντας τη νύχτα να γεμίσει από φως μεσημεριού και τη χτίση να μοιάζει με ολοφώτιστο ναό. Η εικόνα αυτή αποτελεί εναργέστατη έκφραση της υπερκόσμιας δύναμης που διαθέτει η Φεγγαροντυμένη, τονίζοντας τη θεϊκή της υπόσταση.  Παράλληλα, γίνεται εμφανής ο χριστιανικός ανιμισμός που κυριαρχεί παντού στη φύση, καθώς για τον ποιητή η θεϊκή παρουσία είναι δεδομένη για κάθε γέννημα της φύσης. Η Φεγγαροντυμένη, επομένως, συμβάλλει στην ανάδειξη της θεϊκής ουσίας της κτίσης.
9. Στους στίχους αυτούς ανιχνεύονται απηχήσεις πλατωνικών και αριστοτελικών απόψεων για την αναγνώριση, στα πράγματα του κόσμου τούτου, ιδεών (προτύπων) που η ψυχή μας είχε αντικρίσει σ’ ένα προσωματικό της στάδιο. Παράλληλα, στους στίχους αυτούς επιχειρείται από τον ήρωα η εξήγηση της οικειότητας που αισθάνεται για την εξιδανικευμένη Φεγγαροντυμένη. Βλέπουμε, έτσι, τον ήρωα να συνδέει τη θεϊκή μορφή με μνήμες θρησκευτικές, με ερωτικούς συλλογισμούς, αλλά και με μνήμες σχηματοποιημένες τότε ακόμη που ως βρέφος τρεφόταν απ’ τη μητέρα του. Μ’ αυτό τον τρόπο καθίσταται σαφές πως η Φεγγαροντυμένη καλύπτει κάθε πιθανή ανάγκη της ψυχής του ήρωα, τόσο σε θρησκευτικό και ερωτικό επίπεδο, όσο και στην ενδόμυχη ανάγκη του να αναβιώσει την αγάπη και την απόλυτη ασφάλεια που ένιωθε στην αγκαλιά της μητέρας του.
10. Ο Διονύσιος Σολωμός ξεκινώντας την προσπάθειά του να γνωρίσει την ελληνική γλώσσα και να δημιουργήσει το δικό του ποιητικό λόγο, στρέφεται στη δημοτική ποίηση την οποία μελετά με θαυμασμό. Οι επιδράσεις επομένως που δέχεται ο Σολωμός από τη δημοτική ποίηση είναι πολλές:
- Σημαντικότερη όλων είναι σαφώς η χρήση της δημοτικής γλώσσας και η επιλογή του ποιητή να διατηρήσει λέξεις του τοπικού του ιδιώματος. «Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.» Διακρίνουμε την ποιότητα της δημοτικής έκφρασης, αλλά και τον τύπο «οχ» (από) που μας παραπέμπει στους ιδιωματικούς τύπους της ποιητικής του γλώσσας.
- Σε επίπεδο μορφής, εντοπίζουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που αποτελεί κυρίαρχο μέτρο της δημοτικής ποίησης. «Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,» Στίχοι ιαμβικού μέτρου (εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη) απηρτισμένοι (με ολοκληρωμένο δηλαδή νόημα, καθώς έχουμε την αρχή της ισομετρίας), και τομή στην 8η συλλαβή, με το δεύτερο ημιστίχιο (γλυκιά κι αστοχισμένη) να συμπληρώνει το νόημα του πρώτου (άλλοτε να το επαναλαμβάνει, να το προεκτείνει ή να κάνει μια αντίθεση). [Στα δημοτικά τραγούδια δε χρησιμοποιείται η ομοιοκαταληξία, επομένως, ο συνδυασμός των στίχων του Σολωμού σε δίστιχα που ομοιοκαταληκτούν, μας παραπέμπει στην Κρητική ποίηση, η οποία έχει δεχτεί επίδραση από την ιταλική. «Τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τ’ αδράξαν, / Την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν»]
- Το μοτίβο της σύνθεσης ανά τρία: «Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, / Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου, /Καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·» Καθώς ο ήρωας αντικρίζει τη Φεγγαροντυμένη δίνει τρεις πιθανές εξηγήσεις για το λόγο που η μορφή της, του είναι τόσο οικεία.
- Το θέμα του αδυνάτου: «Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει.»
- Οι προσωποποιήσεις: «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν.»
- Το πολυσύνδετο σχήμα: «Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, / Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.»
- Ο λιτός και πυκνός λόγος: «Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν.» Στην ποίηση του Σολωμού κυριαρχεί το ρήμα, ενώ η χρήση των επιθέτων είναι περιορισμένη.
11. Η παρουσία της Φεγγαροντυμένης δίνεται από το Σολωμό με μια κλιμάκωση που οδηγεί από το φυσικό τοπίο, στο οποίο επιβάλλεται η θεϊκή μορφή, στο μη φυσικό, σ’ έναν φωτισμένο ναό, με μια λανθάνουσα παρομοίωση. Η Φεγγαροντυμένη στρέφει το βλέμμα της στα αστέρια τα οποία δέχονται με χαρά το κοίταγμά της και της στέλνουν με τη σειρά τους τη λάμψη τους, η οποία όμως δεν κατορθώνει να επισκιάσει τη δική της. Η θεϊκή μορφή ακτινοβολεί πιο δυνατά από τα αστέρια, θέλοντας έτσι ο ποιητής να τονίσει την αγνότητά της, καθώς η φωτεινότητα είναι συσχετισμένη με θετικές μορφές και καταστάσεις αλλά κι εμμέσως να ενισχύσει τη θεϊκότητα της μορφής, καθώς ακόμη και στη ζωγραφική αποτύπωση των αγίων υπάρχει ένα φωτοστέφανο ως ένδειξη της επαφής τους με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού.
Μετά τη συσχέτιση της Φεγγαροντυμένης με τα αστέρια, ο ποιητής μας παρουσιάζει τη θεϊκή μορφή να πατά επάνω στη θάλασσα χωρίς να ταράζει ούτε στο ελάχιστο την επιφάνεια του νερού, δίνοντας μας έτσι την αίσθηση ότι η μορφή αυτή είναι τελείως αιθέρια και παράλληλα τονίζοντας εκ νέου τη θεϊκότητά της, καθώς μας παραπέμπει στη δύναμη του Χριστού που κατόρθωσε να περπατήσει πάνω στο νερό. Η Φεγγαροντυμένη πατώντας στο νερό ανασηκώνει το σώμα της, που είναι ανάερο, χωρίς βάρος, και κυπαρισσένιο, καμαρωτό και ευθυτενές, και ανοίγει την αγκαλιά της μ’ έρωτα αλλά και με ταπεινότητα, με απόλυτη ομορφιά αλλά και με πλήρη καλοσύνη. Η εικόνα αυτή που τονίζει τη μεταφυσική διάσταση της εμπειρίας του Κρητικού, αποτελεί το ενδιάμεσο σημείο από το φυσικό στο μη φυσικό, καθώς ο ποιητής προτού ολοκληρώσει τη μετάβαση αυτή προβάλλει την ομορφιά της θεϊκής μορφής που συνδυάζεται με απροσμέτρητες αρετές της ψυχής της, καθώς είναι παράλληλα ταπεινή και με απόλυτη καλοσύνη. Η Φεγγαροντυμένη παρουσιάζεται ως μια εξαιρετικά όμορφη γυναίκα που ακτινοβολεί τόσο έντονο φως ώστε κατορθώνει να φωτίσει τη νύχτα με φως μεσημεριού. Ο ποιητής θέλει να παρουσιάσει την εξαίρετη ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, χωρίς όμως να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις για τη μορφή αυτή που πρεσβεύει καθετί καλό, γι’ αυτό και φροντίζει να τονίσει την καλοσύνη της αλλά και την ταπεινότητα που τη διακρίνει.
Αξίζει να προσεχθεί πως το φως, που θα αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στο φυσικό και το μη φυσικό περιβάλλον, λειτουργεί όχι μόνο ως ένδειξη θεϊκής δύναμης, αλλά και ως φορέας αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας. Το φως της Φεγγαροντυμένης αποτελεί σε εσωτερικό επίπεδο το έναυσμα, ώστε ο Κρητικός να γνωρίσει τον εαυτό του, να αντικρίσει τη δική του ηθική υπόσταση σε σχέση με αυτή της θεϊκής γυναίκας. Μια διαδικασία που θα τον φέρει πιο κοντά στην ανάγκη ηθικού εξαγνισμού, και άρα αποβολής του μαχητικού του χαρακτήρα και της αποζήτησης των πολεμικών πράξεων.
Η αναφορά του ποιητή πως η Φεγγαροντυμένη κατορθώνει να φωτίσει τη νύχτα συνοδεύεται από μια παρομοίωση, καθώς παρουσιάζεται όλη η χτίση, όλος ο κόσμος γύρω από τη θεϊκή μορφή να μοιάζει με ολοφώτιστο ναό. Με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής περνά από το φυσικό περιβάλλον, το οποίο έχει καταληφθεί από την παρουσία της Φεγγαροντυμένης, στο μη φυσικό περιβάλλον. Η φύση ολόγυρα έχει τραπεί σ’ έναν ναό που είναι φωτισμένος παντού κι εκπέμπει το ιερό του φως. Ο ποιητής έχοντας χρησιμοποιήσει ένα εκτενές πολυσύνδετο σχήμα (και, κι, κι, κι, κι) για να παρουσιάσει τις, το δίχως άλλο, θεϊκές ιδιότητες της Φεγγαροντυμένης που εκπέμπει πανίσχυρο φως και παράλληλα μπορεί να στέκεται πάνω στο νερό της θάλασσας, έρχεται τώρα με αυτή την παρομοίωση να παρουσιάσει τη μετατροπή όλης της φύσης σ’ έναν λαμπρά φωτισμένο ναό, εντάσσοντας έτσι στην όλη παρουσίαση της Φεγγαροντυμένης έναν έντονο χριστιανικό ανιμισμό. Ο ανιμισμός αποτελεί τη θεωρία της ύπαρξης ψυχής σε καθετί στον κόσμο, είτε πρόκειται για έμψυχο μα χωρίς λογική είτε για άψυχο∙ και ειδικότερα ο χριστιανικός ανιμισμός πρεσβεύει την ύπαρξη μιας αφιερωμένης κι εκπορευόμενης από το Θεό ψυχής. Καθετί περιέχει κάτι από τη χάρη του Θεού, καθετί στον κόσμο είναι ευλογημένο από την ύπαρξη του Θεού κι αυτό ακριβώς εκφράζει ο Σολωμός όταν παρομοιάζει τη φωτισμένη φύση μ’ έναν ναό που λαμπυρίζει. Η λάμψη της Φεγγαροντυμένης μετέτρεψε τα πάντα γύρω της σ’ έναν χώρο ευλογημένο από το Θεό και φωτισμένο από τη δική του δύναμη.
Να σημειωθεί ότι ο Σολωμός που είχε βαθιά πίστη στο Χριστιανισμό δε θα παρουσίαζε ποτέ μια τόσο χαρισματική ύπαρξη, όπως αυτή της Φεγγαροντυμένης, μακριά από τη δύναμη και την ευλογία του Θεού. Ο ποιητής δε θα διακινδύνευε να δημιουργήσει μια τόσο δυνατή μορφή, με ικανότητες που παραπέμπουν στον Κύριο, χωρίς να φροντίσει με κάποιο τρόπο να τη συνδέσει με τη δική του δύναμη και χάρη. Η Φεγγαροντυμένη είναι ένα πλάσμα του Θεού, που παρουσιάζεται απόλυτα καλό και αγαθό, γι’ αυτό και η επίδραση που έχει στη φύση η παρουσία της, δίνεται από τον ποιητή μέσα στα πλαίσια της δύναμης του Χριστού.
12. Η επικοινωνία ανάμεσα στον Κρητικό και τη Φεγγαροντυμένη θα παραμείνει μη λεκτική, καθώς εκείνη έχει τη δυνατότητα να δει και να διαβάσει την καρδιά του ήρωα, κάθε δηλαδή καημό και κάθε ελπίδα της ψυχής του. Με την απόδοση μιας τέτοιας, θεϊκής ιδιότητας, στη Φεγγαροντυμένη ενισχύεται η μεταφυσική διάσταση της εμπειρίας του ήρωα, και τονίζεται το υπερβατικό στοιχείο της θελκτικής αυτής παρουσίας. Ξεκινά, λοιπόν, ανάμεσά τους ένας εσωτερικός διάλογος, που διακειμενικά μας παραπέμπει και στη Θυσία του Αβραάμ «όπου τα μέσα της καρδιάς και του κουρφά γνωρίζει». Ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση της αντωνυμίας που αναφέρεται στα μάτια σε αρσενικό γένος (αυτοί) λόγω έλξης από τη λέξη θεοί.
13. Ο Σολωμός στον Κρητικό δίνει στη φύση κυριαρχική λειτουργία μέσω της δραστικής παρουσίας της Φεγγαροντυμένης και της καταλυτικής επίδρασης του γλυκύτατου ήχου. Η φύση στο Σολωμό παρουσιάζεται αρχικά με την αρνητική έκφανση της τρικυμίας, που επιφέρει το ναυάγιο και δυσκολεύει την προσπάθεια του ήρωα να σώσει την αγαπημένη του, ενώ στη συνέχεια η φύση αποκτά μια επίφαση θετικότητας, με τη Φεγγαροντυμένη και το γλυκύτατο ήχο να παρουσιάζονται ως δυνάμεις θετικές για τον ήρωα, ενώ στην ουσία επιφέρουν το αποφασιστικό χτύπημα στον αγώνα του.
Η κορύφωση της προσπάθειας του Κρητικού οφείλεται στην αντίμαχη δράση της φύσης, η οποία επιχειρεί να κάμψει την αποφασιστικότητα του ήρωα, τόσο με τη θελκτική παρουσία της Φεγγαροντυμένης, όσο και με την μαγευτική επίδραση που ασκεί στον ήρωα ο γλυκύτατος ήχος. Ο Κρητικός συγκλονίζεται από την επίδραση που του ασκούν οι εκφάνσεις της φύσης, βιώνει έντονα συναισθήματα έλξης και αλλάζει βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, εξαιτίας της επαφής του με τη Φεγγαροντυμένη, αλλά και τον γλυκύτατο ήχο. Για το Σολωμό, επομένως, η φύση έχει πρωταρχική σημασία στην εξέλιξη του ποιητικού του οράματος, υπό την έννοια πως η δύναμη που θέτει σε κίνηση όλη την πλοκή του ποιήματος, αλλά και η δύναμη που καθιστά το ναυάγιο αφορμή για μια εκ βάθρων αλλαγή της υπόστασης του κεντρικού ήρωα, είναι η φύση.
Μια παρόμοια κεντρική θέση κρατά η φύση και στην ποιητική δημιουργία του Σικελιανού, ο οποίος επανειλημμένα στην ποίησή του παρουσιάζει την πρωταρχική αξία που έχει η επαφή του ανθρώπου με τη φύση. Ο Σικελιανός αισθάνεται πως βρίσκεται σ’ ένα διαρκή διάλογο, σε μια διαρκή αλληλεπίδραση με τη φύση γύρω του, καθώς όχι μόνο αντλεί μια απροσμέτρητη απόλαυση από τη θέαση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά αναγνωρίζει στη φύση τη δύναμη που έχει επάνω του, την ικανότητα να τον επηρεάζει στο μέγιστο βαθμό. Όπως, δηλαδή, ο Κρητικός εγκλωβίζεται από τη μαγεία της φύσης και δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο πέραν από την απόλαυση που του προσφέρει ο γλυκύτατος ήχος ή η ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, έτσι κι ο Σικελιανός, αφήνεται στην επίδραση της φύσης, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να σπάσει τους δεσμούς που τον ενώνουν με κάθε στοιχείο της φύσης γύρω του.
Ο Σικελιανός έρχεται σ’ επαφή με τη φύση, με κάθε μία από τις αισθήσεις του, ξεκινώντας με το άρωμα των κάμπων που του φέρνει ο άνεμος και που πυροδοτούν μια έντονη εσωτερική κινητικότητα, μια ψυχική δράση του ποιητή, την οποία αποκαλεί μυστική άθληση. Μυστική, υπό την έννοια ότι η επαφή του ποιητή με τη φύση, η βίωσή της, έχει μια μυστηριακή διάσταση. Ο ποιητής δίνει στην αίσθηση της φύσης μια υπόσταση μυστικιστική, την οποία αντιλαμβάνεται ως άθληση της ψυχής, ως άνοιγμα του εσωτερικού του εαυτού στο κάλεσμα και τη δύναμη της φύσης.
Ο ποιητής κοιτάζει γύρω του και βλέπει παντού μια υπέροχη ομορφιά, φτιαγμένη από τα απλούστερα υλικά της μητέρας-φύσης. Λουλούδια, σταγόνες της βροχής κι ένα παιχνίδισμα του φωτός, που δημιουργεί ποικίλους χρωματισμούς καθώς οι αχτίνες του ήλιου διαπερνούν το νερό. Εικόνες απλές για έναν βιαστικό παρατηρητή, αλλά απίστευτα δυνατές για κάποιον που βιώνει το θαύμα της φύσης, τη μυστικιστική δύναμη της πλάσης και την τελειότητα που χαρακτηρίζει το φυσικό μας περιβάλλον απ’ άκρη σ’ άκρη. Ο Σικελιανός αποτίει φόρο τιμής στη μεγαλύτερη πηγή αισθητικής απόλαυσης που μας προσφέρεται στη ζωή μας, τη φύση και τα δημιουργήματά της.
Μετά την ευωδιά των κάμπων και την οπτική απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος, ο ποιητής βιώνει ακόμη πιο έντονα την επαφή του με τη φύση, καθώς η δροσιά που αντλείται από τα πλέον παγωμένα σημεία της γης, εκεί δηλαδή που το χιόνι παραμένει απείραχτο από τη ζέστη του ήλιου καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, έρχεται και κυριεύει τον ποιητή, εγκλωβίζοντας ακόμη και την καρδιά του. Ο ποιητής παραδίνεται σε κάθε στοιχείο της φύσης, ακόμη και σ’ αυτά που δεν είναι ευχάριστα στον άνθρωπο, αλλά έχουν τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην πολύτιμη ισορροπία της φύσης. Το ψύχος διαπερνά το σώμα του ποιητή, δεσμεύει την καρδιά του κι αμέσως το αίμα του συγκεντρώνεται όλο στο νου του, στο κεφάλι του, όπως το ρουμπίνι βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο του στέμματος. Με την παρομοίωση αυτή, ο Σικελιανός περιγράφει πως ξαφνικά το πρόσωπό του κοκκίνισε εξαιτίας του ψύχους που τον κυρίευσε, όπως ακριβώς το ρουμπίνι, ο κόκκινος πολύτιμος λίθος, τίθεται συνήθως στο κέντρο του στολισμού των στεμμάτων.
Το αίμα του ποιητή ανεβαίνει και συγκεντρώνεται στο κεφάλι του, αλλά γρήγορα ξεκινά και πάλι την πορεία του προς κάθε σημείο του σώματος, κάνοντας τον ποιητή να μοιάζει πιο χλωμός κι από μαργαριτάρι. Ο Σικελιανός βιώνει απόλυτα την επαφή του με τα στοιχεία της φύσης, και νιώθει μέχρι και τις κινήσεις του αίματός του, καθώς αυτό επιχειρεί να παλέψει με το ψύχος που κυρίευσε ξάφνου το σώμα του.
Η φύση δεν είναι μόνο πηγή ζωής, ζεστασιάς και ομορφιάς, είναι και πηγή θανάτου, μιας κι ο θάνατος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κύκλου της ζωής. Κάθε τι που γεννιέται πεθαίνει κι ο ποιητής το γνωρίζει καλά αυτό, ιδίως τις στιγμές που συνθέτει το ποίημα αυτό και θρηνεί για το χαμό της αδερφής του.
Η φύση γεννά το θάνατο και δίνει σε κάθε ον τη δυνατότητα να γνωρίσει τόσο τη χαρά της ζωής όσο και τον πόνο του θανάτου. Κι ο ποιητής ερχόμενος σ’ επαφή με το κρύο που πάγωσε την καρδιά του, ερχόμενος σ’ επαφή με το θάνατο, συνειδητοποιεί πως η ψυχή παραμένει ακόμη και στις στιγμές του χαμού δυνατή και σ’ επαφή με κάθε αγαπημένο μας πρόσωπο. Γι’ αυτό κι ο ποιητής αισθάνεται την ψυχή του να ακτινοβολεί και νιώθει τις ακτίνες της να βρίσκουν και να φωτίζουν το δάκρυ του σαν να είναι ένα πολύτιμο πετράδι. (Τριπλή παρουσία των πολύτιμων λίθων, ρουμπίνι, μαργαριτάρι, πετράδι.)
Μια διαδικασία αναγέννησης βιώνει ο ποιητής, που σαν τον μυθικό Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, νιώθει την ψυχή του να κατανικά τα σκοτάδια του θρήνου και του πόνου, ακτινοβολώντας ξανά, έτοιμη να επανέλθει στη ζωή, στην απόλαυση της πολύτιμης και σύντομης ζωής.
14. Η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης αφήνει κατάπληκτο τον Κρητικό, ο οποίος έχει βέβαια προδιατεθεί για την παρουσία κάποιου ανοίκειου φαινομένου από τη γαλήνη που ξαφνικά επικράτησε στη φύση «Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τή φύση». Ο ήρωας, λοιπόν, εντυπωσιάζεται από τη μοναδική ομορφιά της γυναικείας μορφής «Έτρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της», κι από την πρωτόφαντη δύναμή της που κατορθώνει μ’ ευκολία να επιβληθεί στη φύση «Κί έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. / Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει». Η παρουσία μιας γυναικείας μορφής που μπορεί να στέκεται πάνω στο νερό χωρίς η επιφάνειά του να υποχωρεί στο ελάχιστο και η μοναδική ομορφιά της οποίας συνδυάζεται με άπειρη καλοσύνη και ταπεινοσύνη, συγκινεί βαθύτατα τον ήρωα που αδυνατεί να εξηγήσει το εξαίσιο αυτό θέαμα. Τον αγγίζει μάλιστα ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι η μορφή αυτή στρέφεται σ’ εκείνον σα να υπάρχει μεταξύ τους μια μαγνητική σχέση «Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, / Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα / Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει».
Η αίσθηση ότι η υπέροχη αυτή γυναίκα δείχνει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για εκείνον δημιουργεί μεγάλη συναισθηματική ένταση στον Κρητικό που δεν μπορεί να απομακρύνει το βλέμμα του και τη σκέψη του απ’ αυτήν «Την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη». Ο ποιητής εδώ, γνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ψυχολογίας, παρουσιάζει τη Φεγγαροντυμένη να προσηλώνεται στον Κρητικό, καθώς η επίτευξη μιας ισχυρής ψυχικής και πνευματικής σύνδεσης χρειάζεται την αίσθηση της αμοιβαιότητας. Ο Κρητικός έχει εκπλαγεί από την ομορφιά της θεϊκής μορφής, αλλά αυτό δε θα επαρκούσε για να τη νιώσει κοντά στην ψυχή του, χρειάζεται και η αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή νοιάζεται κι ενδιαφέρεται για εκείνον για να ευοδωθεί η δημιουργία εντονότερων συναισθημάτων. Η Φεγγαροντυμένη, άλλωστε, αποτελεί μία από τις δοκιμασίες του Κρητικού, γι’ αυτό και ο ποιητής φροντίζει να της προσφέρει όλα τα στοιχεία εκείνα που θα μπορούσαν να δελεάσουν τον ήρωα και να κάμψουν την όποια επιφυλακτικότητα απέναντί της.
Ο Κρητικός όχι μόνο εντυπωσιάζεται από την ομορφιά της Φεγγαροντυμένης, αλλά αισθάνεται κιόλας ότι η μορφή της του είναι οικεία από το παρελθόν κι επιχειρεί να ανακαλέσει στη μνήμη του την αρχή της οικειότητας αυτής. Οι πιθανές επιλογές που προβάλλει ο ήρωας, αναφέρονται σε τρεις σημαντικούς τομείς της ζωής του: τη θρησκεία, τον έρωτα και τη μητρική αγάπη. «Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύ καιρόν οπίσω, / Κάν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, / Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου, / Κάν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε τό γάλα της μητρός μου.» Η Φεγγαροντυμένη έρχεται να καλύψει κάθε ανάγκη του ήρωα και να απαντήσει σε κάθε αναζήτηση της ψυχής του είτε πρόκειται για την ανάγκη της πίστης είτε για την ερωτική έλξη είτε και για τη βαθύτερη εκείνη ανάγκη της μητρικής παρουσίας.
Ο Κρητικός αισθάνεται ήδη δυνατή έλξη για τη Φεγγαροντυμένη, συγκλονίζεται όμως όταν συνειδητοποιεί ότι η θεϊκή αυτή γυναίκα είναι σε θέση να διαβάσει τους πόνους της ψυχής του και μπορεί να νιώσει τους καημούς του χωρίς εκείνος να χρειάζεται να της πει τίποτα. «Κι ένιωθα πώς μου διάβαζε καλύτερα το νου μου / Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιου μου.» Μπροστά σε αυτό το επίπεδο κατανόησης και αποδοχής ο Κρητικός ξεσπά σε δάκρυα, τα οποία αφενός έρχονται ως εκτόνωση της συναισθηματικής έντασης όλων των δεινών που είχε ως τότε υπομείνει, και αφετέρου ως ένδειξη του πόσο βαθιά τον συγκινεί το γεγονός ότι η θεϊκή γυναίκα μπορούσε να εισχωρήσει στην ψυχή του και να γνωρίσει κάθε μύχια σκέψη του «Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, / Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα / Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου». Η διείσδυση στην ψυχή του Κρητικού επιτρέπει στη Φεγγαροντυμένη να επηρεάσει καταλυτικά τον ήρωα -καθώς ο ίδιος αισθάνεται απόλυτη εμπιστοσύνη απέναντί της- και να συμβάλει έτσι στη ριζική αλλαγή της προσωπικότητάς του.
Ο ήρωας αισθάνεται έλξη, έρωτα και θαυμασμό για τη θεϊκή γυναίκα, αλλά δεν ξεχνά την αγαπημένη του γι’ αυτό και ζητά τη βοήθειά της για να καταφέρει να τη σώσει «Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο νά ‘χω». Η Φεγγαροντυμένη μπροστά σε αυτή την παράκληση θα συγκινηθεί, καθώς θ’ αναγνωρίσει αφενός την αληθινή και δυνατή αγάπη του ήρωα για την αρραβωνιαστικιά του και αφετέρου γιατί πιθανώς γνωρίζει πως η κοπέλα είναι ήδη νεκρή -αν δεχθούμε πως ο θάνατος της αρραβωνιαστικιάς έχει πράγματι προηγηθεί- και πως η ίδια δεν μπορεί να βοηθήσει  τον δοκιμαζόμενο ήρωα: «Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου, / Κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι εμοιαζαν της καλής μου / Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δάκρυου της ραντίδα». Η Φεγγαροντυμένη υποχωρεί, και ο Κρητικός που έχει από την αρχή θεωρήσει ως θετική για εκείνον τη θεϊκή μορφή δεν αντιλαμβάνεται πως η θεϊκή αυτή παρουσία αποτέλεσε μια δοκιμασία της ηθικής του δύναμης και της αφοσίωσής του στην αγαπημένη του γυναίκα. Ο Κρητικός εκλαμβάνει το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης ως έκφραση συμπάθειας και κατανόησης, βλέποντας μάλιστα στο πρόσωπό της την καλή του∙ στοιχείο που υποδηλώνει το βαθμό οικειότητας που είχε αισθανθεί για εκείνη και την ένταση της μεταξύ τους ψυχικής σύνδεσης. 
Ο Κρητικός έχοντας αντικρίσει στο πρόσωπο της Φεγγαροντυμένης την απόλυτη καλοσύνη και αγαθότητα, κι έχοντας αισθανθεί πολύ μεγάλη αγάπη και θαυμασμό για εκείνη, θα μπει σε μια καίρια διαδικασία εσωτερικής αλλαγής. «Εγώ από κείνη τη στιγμή δέν έχω πλιά τό χέρι, / Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι». Ερχόμενος σ’ επαφή με τη μοναδική δύναμη της Φεγγαροντυμένης κι έχοντας αισθανθεί στην ψυχή του τη λυτρωτική δράση της κατανόησης και της αποδοχής που του χάρισε η θεϊκή μορφή, αποβάλλει τα αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του και επιχειρεί μια ριζική αναμόρφωση στη ζωή του. Το γεγονός ότι η παρουσία της θεϊκής μορφής είχε επί της ουσίας μιαν αρνητική όψη εφόσον αποτέλεσε ένα είδος πειρασμού για την ήρωα, δεν αναιρεί την αλήθεια των συναισθημάτων του και την ουσιαστική επίδραση που είχε η Φεγγαροντυμένη στην ψυχή του.
Η επίδραση, άλλωστε, που άσκησε η θεϊκή γυναίκα στον ήρωα δεν είναι πρόσκαιρη ή επιφανειακή. Η δική της παρουσία σηματοδοτεί την πλήρη μεταστροφή του ήθους και της προσωπικότητας του Κρητικού, ο οποίος εγκαταλείπει τη μαχητικότητα που τον διέκρινε στο παρελθόν και τρέπεται πλέον σ’ έναν επαίτη που βασίζεται στην καλοσύνη των ξένων για να επιβιώσει: «τ’ απλώνω του διαβάτη / ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι». Επιπλέον, είναι η ανάμνηση της Φεγγαροντυμένης που βοηθά τον ήρωα ν’ αντέξει τη θλίψη και τη δυστυχία του παρόντος, τη βαθιά δυστυχία που του προξένησε η αδυναμία του να διασώσει την αγαπημένη του, τον μοναδικό άνθρωπο που είχε απομείνει στη ζωή του: «ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει, / και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει». Ο ήρωας αναβιώνει συνεχώς στη σκέψη του (κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν), ακόμη κι όταν παραδίνεται στον ύπνο (αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν / και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ’ αστροπελέκι σκάει, / κι η θάλασσα να καταπιεί την κόρη αναζητάει), την τραυματική εμπειρία του ναυαγίου που κατέληξε στην απώλεια της κόρης.  Ό,τι συγκρατεί, επομένως, τον βασανισμένο ήρωα απ’ την πλήρη κατάρρευση είναι η ανάμνηση της θεϊκής γυναίκας∙ είναι η ανάμνηση της απόλυτης καλοσύνης της και πολύ περισσότερο της βαθιάς ψυχικής επαφής που είχε μαζί της ο ήρωας.
Τέλος, θα πρέπει να προσεχθεί η ιδιαίτερη επενέργεια που είχε το δάκρυ της Φεγγαροντυμένης στη συνεχιζόμενη προσπάθεια του ήρωα να διασώσει την κόρη. Η αποφασιστικότητά του που φάνηκε να αναστέλλεται με την εμφάνιση της θεϊκής μορφής, καθώς ο Κρητικός εξέλαβε την παρουσία της ως ένα θεϊκό αρωγό στον αγώνα του, αποκτά με την αποχώρηση της Φεγγαροντυμένης μια δυναμική που ξεπερνά κατά πολύ κάθε προηγούμενη προσπάθεια του ήρωα: «Kαι τα νερά ’σχιζα μ’ αυτό, τα μυριομυρωδάτα, / με δύναμη που δέν ειχα μήτε στα πρώτα νιάτα».
15. Η συγκίνηση της Φεγγαροντυμένης που εκφράζεται με το δάκρυσμα των ματιών της προκαλείται από τη γνωριμία όλων των τρομερών δυσκολιών που πέρασε ο ήρωας, αλλά και από την επίγνωση πως η ίδια αδυνατεί να ανταποκριθεί στο αίτημά του για βοήθεια. Οι ήδη επώδυνες απώλειες του ήρωα θα κορυφωθούν σύντομα με μιαν ακόμη, με αυτή της αγαπημένης κόρης, χωρίς η θεϊκή μορφή να είναι σε θέση να αποτρέψει αυτή τη δραματική εξέλιξη. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί πως η ομοιότητα που εντοπίζει ο ήρωας ανάμεσα στη Φεγγαροντυμένη και την καλή του, φανερώνει με σαφή τρόπο την ιδιαίτερη οικειότητα και την αγάπη που αισθάνεται για την υπερβατική παρουσία.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 5 (22): Η μεταστροφή του ψυχισμού του Κρητικού
Στ. 1-4: η εξαφάνιση της φεγγαροντυμένης
Στ.1-2: η απάντηση της θεϊκής μορφής στην έκκληση για βοήθεια είναι το χαμόγελό της που λειτουργεί κατευναστικά στην ταραγμένη ψυχή του ήρωα και το δάκρυ της που φανερώνουν τη συγκίνηση και τη συμπόνια που ένιωσε η θεά για τα βάσανα του Κρητικού (μεταφορά «γλυκά»). Η ομοιότητα φεγγαροντυμένης – κορασιάς αποτελεί βασικό επιχείρημα για τους μελετητές που υποστηρίζουν ότι η φεγγαροντυμένη είναι η ψυχή της ήδη νεκρής κόρης (παρομοίωση).
Στ.3-4: αιφνιδιαστική εξαφάνιση της θεάς που προκαλεί αισθήματα πόνου κι απόγνωσης στον Κρητικό (αλιά μου!). Υπάρχει όμως η απτική επαφή φεγγαροντυμένης – Κρητικού, καθώς το δάκρυ της σταλάζει πάνω στο χέρι του.
Στ.5-14: οι επιδράσεις από το δάκρυ της φεγγαροντυμένης
Στ.5-8: συνειρμικά με την αναφορά στο χέρι ο αφηγητής μεταφέρει την αφήγηση στο μέλλον. Το χέρι του Κρητικού από χέρι αγωνιστή μεταμορφώνεται σε χέρι ζητιάνου. Πρόκειται για μια ριζική αλλαγή του ήθους του Κρητικού. Έχασε το σθένος και την ορμή του πολεμιστή (προσωποποίηση «αγνάντευε, εγύρευε, χαρά δεν του’ ναι», συνεκδοχή «δακρυσμένο μάτι»).
Οι περισσότεροι μελετητές αξιολογούν την αλλαγή ως ξεπεσμό του ήρωα. Άλλοι ωστόσο θεωρούν ότι πρόκειται για «ηθική ολοκλήρωση» του Κρητικού. Όπως σημειώνει ο Καψωμένος ο «ήρωας χάνει το επιθετικό του ήθος και η ύπαρξή του παίρνει μια στάση ένδειας που ζητά την πλήρωσή του μέσα από την αγάπη του άλλου».
Στ.9-14: οι τυραννικοί εφιάλτες
Στ.9-12: ο αφηγητής χάνει την επαφή με τον έξω κόσμο και βυθίζεται στο όνειρό του όπου ξανασυναντά τη φεγγαροντυμένη (μεταφορά «χορτάτα», «σκληρά»). Αναβιώνει όμως ο εφιάλτης του ναυαγίου (προσωποποίηση «να καταπιεί»). Μέσω του λογοτεχνικού ευρήματος του ονείρου ο Κρητικός μεταβαίνει για λίγο στο χρόνο της ιστορίας.
Στ.13: ο εφιάλτης απειλεί τη νοητική του κατάσταση και τον οδηγεί στην τρέλα.
Στ.14: από τη φρικτή αυτή κατάσταση τον σώζει το χέρι του που είχε ευλογηθεί από
το δάκρυ της φεγγαροντυμένης.
Στ. 15-20: ο Κρητικός ξανά στην τρικυμισμένη θάλασσα (επίπεδο 1)
Στ.15: το χέρι συνειρμικά γίνεται και πάλι μέσο μετάβασης στη στιγμή της πάλης με τα κύματα. Η θάλασσα χάνει τη γαλήνη της και ο αφηγητής κολυμπάει με ορμή μέσα στα άγρια κύματα (μεταφορά «τα κύματα έσχιζα», «άγρια»). Το νερό κρατά ακόμα κάτι από τη μαγεία της φεγγαροντυμένης (μεταφορά «μυρωδάτα»)
Στ. 16: ο αφηγητής νιώθει δυνατός, καθώς το δάκρυ της φεγγαροντυμένης αύξησε τη σωματική του δύναμη. Η δύναμή του μάλιστα είναι τόσο μεγάλη όσο ποτέ στο παρελθόν.
Στ.17-20: συνειρμικά ο αφηγητής οδηγείται στους αγώνες που είχε δώσει στην Κρήτη. Η αναφορά στο ηρωικό του παρελθόν έχει ως στόχο να δείξει το μέγεθος της δύναμης που ένιωθε μετά την επαφή με τη φεγγαροντυμένη. Παρουσιάζονται τρεις πολεμικές σκηνές (σύνθεση ανά τρία) (επανάληψη «μήτε») (επίπεδο 2).
Στ.17-18: ολιγάριθμοι Κρήτες πολεμούν σε δύσκολη μάχη με πολυάριθμους
αντιπάλους (μεταφορά «στενή», αντίθεση)
Στ.19: ο Κρητικός μόνος του αντιμετωπίζει τρεις εχθρούς
Στ.20: ο Κρητικός αγωνίζεται στη Λαβύρινθο με ιδιαίτερο πολεμικό μένος (μεταφορά «σύρριζα, αλαίμαργα»)
Η αναφορά στο ηρωικό παρελθόν του Κρητικού:
α. αναδεικνύει το πολεμικό ήθος και τη γενναιότητα του ήρωα
β. καταδεικνύει το ιστορικό υπόβαθρο του ποιήματος
γ. επαναφέρει το θέμα της πατρίδας και της φιλοπατρίας
δ. σχετίζεται με επικά έργα όπως η Οδύσσεια (σχόλιο 49).
Στ. 21-22: Μετά από αυτή την παρέκβαση, ο Κρητικός ξαναπιάνει τη διήγηση και περιγράφει ότι από τη μεγάλη σωματική προσπάθεια η καρδιά του χτυπάει τόσο δυνατά που χτυπούσε στο πλάι την αγαπημένη του ή το κολύμπημα δυνάμωνε επειδή ένιωθε την παρουσία της κόρης (σχόλιο 54) (επίπεδο 1).
Στ. 23-56: ο γλυκύτατος ήχος και οι επιδράσεις του
Στ.23-24: ο ήρωας ξαναζεί μια δεύτερη μεταφυσική εμπειρία. Ακούγεται ένας «γλυκύτατος ήχος» που έχει αρνητικές συνέπειες για τον ήρωα: επιβραδύνει τις κινήσεις του και χαλαρώνει την ένταση της προσπάθειάς του, τον ναρκώνει (μεταφορές «μου τ’ αποκοιμούσε», «γλυκύτατος», αναδίπλωση «ηχός, γλυκύτατος ηχός», προσωποποίηση «προβοδούσε»).
Στ. 25-43: ο Κρητικός προσπαθεί να προσδιορίσει την ποιότητα του ήχου (επίπεδο 2).
Ο αφηγητής θέλει να προσδιορίσει την ποιότητα, την υφή του ήχου, γι’ αυτό προβαίνει σε τρεις παρομοιώσεις (σύνθεση ανά τρία). Επειδή όμως δεν μπορεί να εκφράσει τι ήταν ο ήχος, οι παρομοιώσεις είναι αποφατικές (Δεν είν’ ). Οι ήχοι που επιλέγονται στις παρομοιώσεις δεν είναι τυχαίοι. Συγκεκριμένα από τα τραγούδια επιλέγεται το πιο παθητικό είδος: το ερωτικό τραγούδι. Από το κελάηδημα των πουλιών επιλέγεται το πιο μαγευτικό: το κελάηδημα του αηδονιού. Τέλος από τον ήχο μουσικών οργάνων επιλέγεται ο ήχος από το Κρητικό φιαμπόλι που συνδέει τον αφηγητή με την πατρίδα του.
Κοινά στοιχεία των παρομοιώσεων:
α. αναβιώνουν εικόνες από το παρελθόν
β. συνδυάζουν οπτικές κι ακουστικές εικόνες
γ. οι ήχοι επηρεάζουν τη φύση
Διαφορά των παρομοιώσεων: υπάρχει διαβάθμιση ως προς τον αριθμό των στίχων: η πρώτη παρομοίωση εκτείνεται σε 4 στίχους, η δεύτερη σε έξι και η τρίτη σε
8. Έτσι η τελευταία αποτελεί τη σημαντικότερη για τον αφηγητή, όπως συμβαίνει και στην ελληνική δημοτική ποίηση (σχολ. εγχ. 288).
Στ.25-28: μια λυρική, ειδυλλιακή σκηνή: ο ήχος συγκρίνεται με το παθιασμένο ερωτικό τραγούδι μιας νεαρής κοπέλας που το τραγουδά το δειλινό μέσα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο. Η επίδραση του τραγουδιού στη φύση είναι τόσο ισχυρή, ώστε το λουλούδι ανοίγει και το δέντρο λυγάει.
Στ. 26-27: πολυσύνδετο, περίφραση «τ’ άστρο του βραδιού», μεταφορά «τα νερά θολώνουν».
Στ.28: χιαστό στο εσωτερικό του στίχου.
Στ.29-34: ο ήχος συγκρίνεται με το παρατεταμένο, γλυκό κελάηδημα του κρητικού αηδονιού, το οποίο είναι τόσο μαγευτικό που ακόμα και η αυγή μένει εκστασιασμένη στο άκουσμά του (δραματικός ενεστώτας).
Στ. 29: μεταφορά «σέρνει»
Στ.31: μεταφορά «πολλή γλυκάδα», υπερβολή
Στ.32: χιαστό
Στ.33: προσωποποίηση, μεταφορά
Στ.34: προσωποποίηση
Στ.35-42: ο ήχος συγκρίνεται με τον ήχο από κρητικό φιαμπόλι που άκουγε ο
Κρητικός στην πατρίδα του, όταν ο πόνος για τη σκλαβωμένη πατρίδα τον οδηγούσε στον Ψηλορείτη. Ο ήχος αυτός είναι συνδεδεμένος με την πατρίδα, γι’ αυτό είναι τόσο ξεχωριστός.
Στ.35: μεταφορά «φιαμπόλι το γλυκό»
Περίφραση «άστρο τ’ ουρανού »
Συνεκδοχή (ετάραζε τα σπλάχνα μου)
Προσωποποίηση «γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα, οι κάμποι»
Χιαστό «η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα»
Πολυσύνδετο «και…και…κι…κι…κι»
Το θέμα της πατρίδας: στην ενότητα αυτή ο πατριωτισμός του Κρητικού είναι διάχυτος. Ο πόνος για τη σκλαβιά της τον τραβάει στις πλαγιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο ήχος από το γλυκό φιαμπόλι εγείρει μέσα του την ελπίδα για ελευθερία. Η πατρίδα για αυτόν είναι αξία ιερή (θεϊκιά) και οι αγώνες που δόθηκαν από τους Έλληνες για τη λευτεριά της παρουσιάζονται με παραστατικότητα (όλη αίματα). Η Πατρίδα προσωποποιείται κι ο Κρητικός κλαίγοντας απλώνει τα χέρια του προς αυτή. Το κλάμα του δηλώνει συγκίνηση και πόνο, ενώ τονίζεται και η υπερηφάνεια που νιώθει για την πατρίδα του (με καμάρι).
Στ.42: ο πιο πατριωτικός στίχος του Σολωμού. Επανέρχεται στο έργο του πολλές φορές. Συμπυκνώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της πατρίδας μας: απουσία νερού, πετρώδες κι άγονο έδαφος, φτωχή βλάστηση. Τα χαρακτηριστικά αυτά αναδεικνύονται σε αξίες πολύτιμες, όταν προσεγγίζονται με άδολη κι αγνή αγάπη,
όπως δηλώνεται με το επίθετο «καλή».
Στ. 43-50: τα χαρακτηριστικά του γλυκύτατου ήχου ο Κρητικός προσπαθεί να ορίσει τον ήχο θετικά. Και στην περίπτωση αυτή όμως δεν είναι δυνατό να διασαφηνίσει τον ήχο που ακούει.
Στ.43: ο ήχος μοιάζει με φυσικούς ήχους, αλλά δεν ταυτίζεται με κανέναν από αυτούς, καθώς είναι ήχος υπερφυσικός.
Στ.44: είναι μοναδικός
Στ.45: δε συνοδεύεται από λόγο ή τα λόγια δεν μπορούν να τον περιγράψουν. Είναι άρρητος, απροσδιόριστος (τα αποσιωπητικά τονίζουν τη διάσταση αυτή), είναι ήχος λεπτός
Στ.46: δεν έχει αντίλαλο. Αυτό καταδεικνύει τον υπερφυσικό του χαρακτήρα.
Στ.47: η πηγή προέλευσής του είναι απροσδιόριστη
Στ.48: κυριαρχεί στο φυσικό χώρο (παρομοίωση)
Στ.49: ευχάριστοι ηχητικά και απροσδιόριστοι
Στ.50: η χρήση του πληθυντικού αριθμού υποβάλλει το ότι πρόκειται για ένα μείγμα ήχων που ακούγονταν από διαφορετικές κατευθύνσεις
Η επίδραση του ήχου είναι τόσο δραστική που βυθίζει σε έκσταση όποιον τον ακούει. Η αίσθηση αυτή τονίζεται μέσα από τη σύγκριση του ήχου με δύο ιδιαίτερα δυνατά βιώματα: έρωτας – θάνατος. Ο έρωτας απορροφά όλο το είναι του ανθρώπου και δεν του επιτρέπει να ασχοληθεί με τίποτε άλλο πέρα από το πρόσωπο το οποίο είναι το αντικείμενο του πόθου του. Ο θάνατος απορροφά τη δύναμη του ανθρώπου για ζωή. Έτσι και ο ήχος απορροφά πλήρως τον Κρητικό, όπως διαφαίνεται και από τους στίχους 51-54.
Στ. 51-54: η επίδραση του ήχου στην ψυχή του Κρητικού
Στ. 51-52: Ο αφηγητής δηλώνει ότι ο ήχος του κυρίευσε την ψυχή του τόσο που τα ξέχασε όλα: θάλασσα, ουρανό, ακρογιάλι, κόρη (επανάληψη). Ήταν αδύνατο να προσηλωθεί στο καθήκον του (πολυσύνδετο).
Στ. 53-54: έφτασε μάλιστα στο σημείο να ευχηθεί να πεθάνει, για να αφήσει την ψυχή του ελεύθερη να ακολουθήσει τον απόκοσμο ήχο. Τόσο καταλυτική ήταν η επίδρασή του. Στο στίχο αυτό διαφαίνεται η πλατωνική και χριστιανική αντίληψη ότι ο άνθρωπος αλλά και γενικότερα ο κόσμος αποτελείται από δύο υποστάσεις: πνευματική και υλική. Η αντίληψη αυτή διαποτίζει τη δυτική παράδοση (δες σχόλιο 73, σελ. 27).
Το μουσικό σύμβολο του «γλυκύτατου ηχού» εισάγει ανάμεσα στη φύση και στον άνθρωπο μια σχέση διονυσιακή (σχολ. εγχ. σελ. 291). Το διονυσιακό πνεύμα της φύσης αντιπαρατίθεται στην ατομικότητα του ήρωα. Όπως διαφαίνεται από τους στίχους 53-54 το Εγώ τείνει να απορροφηθεί τη φύση και να διαλυθεί στην Κοσμική ενότητα (στίχοι 53-54).
Για τις ερμηνείες του ήχου δες σχολ. εγχ. σελ. 290-291.
Στ. 55-56: ο ήχος σταμάτησε και ο Κρητικός απαλλάχτηκε από τη μαγευτική του επίδραση. Η ψυχή του όμως έμεινε με ένα κενό και γέμισε θλίψη. Τώρα επανέρχεται στην πραγματικότητα και θυμάται το χρέος να σώσει την καλή του.
Στ. 57-58: το δραματικό τέλος
Αφηγηματικό κενό: ο αφηγητής δε δίνει καμιά πληροφορία για το τι συμβαίνει από τη στιγμή που ο ήχος σταμάτησε ως τη στιγμή που φτάνει στη στεριά.  Το τέλος του ποιήματος είναι απρόοπτο: ο ναυαγός με αναπτερωμένες τις ελπίδες του κολυμπά προς την ακτή. Η άφιξή του τον γεμίζει χαρά, όμως ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι η κόρη είναι νεκρή. Αιφνίδια μεταστροφή των συναισθημάτων του ήρωα «χαρά»- «πεθαμένη» (στ. 58, αντίθεση). Το γεγονός δίνεται με λιτότητα, χωρίς μελοδραματισμούς (ήδη γνωρίζουμε ότι η κόρη βρίσκεται στον Παράδεισο) (δραματικός ενεστώτας: παραστατικότητα).
Χαρακτηριστικό της δομής του ποιήματος είναι το σχήμα κύκλου: το ποίημα αρχίζει με το «ακρογιάλι» (ο στόχος του ναυαγού) και κλείνει με την ίδια λέξη (κατάκτηση του στόχου). Όπως σημειώνει ο Δ. Μαρωνίτης: «Αυτός ο κύκλος…….είναι μια από τις πολλές ενδείξεις ότι το ποίημα δεν είναι απόσπασμα, αλλά σύνολος λόγος με κοινό ορόσημο στην αφετηρία και στην κατάληξή του».
Ασκήσεις:
1. «Κάτω απ’ αυτό το φως, η αρνητική εξέλιξη στη ζωή του ήρωα σηματοδοτείται ως μεταβολή ήθους και επανιεράρχηση αξιών, δηλαδή ως ριζική ψυχική μεταμόρφωση του ήρωα, που βρίσκει τώρα την πλήρωση μέσα στην αγάπη του άλλου κι όχι, όπως πριν, στον εξοντωτικό ανταγωνισμό, που κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (αγώνας ελευθερίας) υπήρξε το αξιοκρατικό μοντέλο που καθόριζε το ήθος και τη στάση του.» (Ε. Καψωμένος) Να αιτιολογήσετε την άποψη του Ερατοσθένη Καψωμένου με αναφορές στο κείμενο, και να εκφράσετε τη δική σας θέση σχετικά με τη μεταβολή που προκύπτει στον τρόπο ζωής του ήρωα.
2. Ο Ερατοσθένης Καψωμένος γράφει για την 5η ενότητα: «Ακολουθεί ισχυρότερη σύγκρουση ανάμεσα στον ήρωα και στη φύση με τον “ήχο”, που ξεσηκώνει στην ψυχή του Κρητικού το καταλυτικό διονυσιακό ένστικτο και τείνει να διαλύσει την ίδια του την ατομική ύπαρξη.»  Να εξηγήσετε την άποψη αυτή και να τη στηρίξετε με παραδείγματα μέσα από το κείμενο.
3. Να σχολιάσετε τον ακόλουθο στίχο: «Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Xάρος.» (Σε μια παράγραφο 80-100 λέξεις)
4. Να εντοπίσετε τέσσερα σχήματα λόγου στην 5η ενότητα και να εξηγήσετε το ρόλο και τη λειτουργία τους.
5. Συμφωνείτε με την άποψη της Τσαντσάνογλου ότι «Στον Κρητικό ο Σολωμός επιχειρεί να εφαρμόσει έναν συνδυασμό του δραματικού, αφηγηματικού και λυρικού τρόπου»; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με στοιχεία του κειμένου.
6. Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων σε μια παράγραφο (60-80 λέξεων).
Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ’ αὐτή τά χέρια μέ καμάρι·
7. Να εξετάσετε συγκριτικά το ρόλο της φύσης στην 5η ενότητα του Κρητικού και στο ακόλουθο απόσπασμα του Α΄ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Διονύσιου Σολωμού.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
 Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
8. Να παρακολουθήσετε: α) την επάνοδο στη σκηνή του ναυαγίου και τη μουσική πρόκληση της φύσης (γλυκύτατος ήχος). Με ποιο τρόπο προσπαθεί να προσδιορίσει την υφή του ήχου ο αφηγητής και πού καταλήγει; β) Το δραματικό τέλος. Πώς συνδέεται με την αρχή του ποιήματος;
9. Πώς λειτουργεί, κατά την άποψή σας, η αντίθεση ανάµεσα στην «οµορφιά της φύσης» και το «θάνατο της κόρης» (στ. 45 κ.ε.);
10. Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων στίχων σε μια παράγραφο (60-80 λέξεων).
Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου,
Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου·


Ενδεικτικές απαντήσεις (5ο απόσπασμα):
1.Eγώ από κείνη την στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
π’ αγνάντευεν Aγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
χαρά δεν του ’ναι ο πόλεμος· τ’ απλώνω του διαβάτη
ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·
Η μεταβολή στο ήθος και τη στάση του ήρωα είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς από αγωνιστής που με πάθος πολεμούσε τους εχθρούς της πατρίδας τρέπεται αίφνης σ’ έναν επαίτη που αποζητά την ελεημοσύνη των περαστικών για να επιβιώσει. Οι πολλαπλές απώλειες που γνώρισε, σε συνάρτηση με τη θαυμαστή εμπειρία της Φεγγαροντυμένης, ωθούν τον ήρωα σε μια ουσιαστική αναμόρφωση του τρόπου που αντικρίζει τα πράγματα. Ο Κρητικός έχοντας έρθει σ’ επαφή με την υπέρτατη καλοσύνη της θεϊκής μορφής κι έχοντας βιώσει τη λυτρωτική γι’ αυτόν μεταξύ τους ψυχική επικοινωνία, κατά τη διάρκεια της οποίας η Φεγγαροντυμένη γνώρισε σε βάθος κάθε του πόνο και δυστυχία, προχωρά στην αποβολή του μέχρι πρότινος αγωνιστικού του ήθους, και βρίσκει πλέον διέξοδο προς την ανθρώπινη αλληλεγγύη και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο.
Με τη ριζική αυτή αλλαγή στη ζωή του ήρωα δίνεται η φαινομενική εντύπωση ενός εκπεσμού ή μιας διάθεσης για εγκατάλειψη των αγώνων και της συνεχούς προσπάθειας. Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη η αξία του μηνύματος συναδέλφωσης και ηθικού εξαγνισμού που προκύπτει μέσα από την αλλαγή αυτή, γίνεται εμφανές πως η ψυχική μεταστροφή του ήρωα συνιστά ένα καίριο ηθικό ανέβασμα. Ο ήρωας παύει να είναι ένας πολεμόχαρος άνθρωπος που βρίσκει τη δικαίωσή του μέσα από τις φονικές συγκρούσεις με τον εχθρό και αποτολμά να διεκδικήσει την πλήρωσή του μέσα στην αγάπη του άλλου. Η κατανόηση, η αποδοχή και η αγάπη που γνώρισε μέσα από την επαφή του με τη Φεγγαροντυμένη, του γεννούν την αναγκαία αίσθηση εμπιστοσύνης στην αγαθότητα του κόσμου που απαιτεί μια τέτοια μεταστροφή.
2. Μετά την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης ο ήρωας του ποιήματος έρχεται αντιμέτωπος με μιαν ακόμη δοκιμασία, γεννημένη από την ίδια τη φύση. Ένας γλυκύτατος ήχος, που αποτελεί ουσιαστικά την ηχητική μετουσίωση του παναρμόνιου ρυθμού που διέπει τη φύση, μαγεύει τον Κρητικό: «Aλλά το πλέξιμ’ άργουνε, και μου τ’ αποκοιμούσε, / Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε».
Ο γλυκύτατος αυτός ήχος αποκαλύπτει στον ήρωα την αρμονία του σύμπαντος και με την ομορφιά του τον κυριεύει σε απόλυτο βαθμό και τον αποσπά από τα δεσμά της πραγματικότητας: «M’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και νά ’μπει δεν ημπόρει / Ο ουρανός κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη». Μπροστά στην τελειότητα αυτού του ήχου ο ήρωας αδυνατεί πλέον να αντιληφθεί τον κόσμο γύρω του με τις αρχές της λογικής, αδυνατεί να σκεφτεί και να αφοσιωθεί στον αρχικό του σκοπό, τη διάσωση της αγαπημένης του, καθώς έχει περιέλθει πλέον σε μια κατάσταση διονυσιακής έκστασης.
Η μέχρι πρότινος βασική του επιδίωξη εκμηδενίζεται από την έξαρση ευδαιμονισμού που του προσφέρει ο εξαίσιος αυτός ήχος. Ο ήρωας δεν είναι πια σε θέση να αντισταθεί στο θεϊκό κάλεσμα της φύσης, υπό την έννοια ότι έχει καταστεί μέτοχος του αρμονικού κάλλους της συμπαντικής δημιουργίας και τίποτε άλλο δεν μπορεί να τον αποσπάσει από την εσώτατη επιθυμία του να αποσχιστεί από το ίδιο του το σώμα, ώστε να συνεχίσει να μετέχει της ιδανικής αυτής αρμονίας: «Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω / Τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω».
Η λογική θέαση του κόσμου που υπαγόρευε στον ήρωα ως κυρίαρχη αποστολή του τη διάσωση της αγαπημένης του, υποχωρεί μπροστά στο θελκτικό κάλεσμα του γλυκύτατου ήχου. Έτσι,  ο Κρητικός χάνει τη δυνατότητά του να ελέγχει τον εαυτό του και τίθεται σε μια κατάσταση όπου τον κυρίαρχο λόγο έχουν οι επιθυμίες και οι παρορμήσεις του. Η πρότερη ιεράρχηση των στόχων του καταλύεται και μια νέα ανάγκη προβάλλει ως πρώτιστο μέλημά του. Ο ήρωας νιώθει πλέον πως το μόνο που έχει αξία είναι να απομακρυνθεί από το ίδιο του το σώμα που τον κρατά δέσμιο στο περιορισμένο επίπεδο της φυσικής ύπαρξης και του στερεί τη διαρκή συνένωση με την τέλεια αρμονία που συνέχει το σύμπαν.
Το διονυσιακό ένστικτο που αποζητά το συνεχή ευδαιμονισμό και την αποδέσμευση από τον έλεγχο της λογικής, υπερισχύει και ωθεί τον ήρωα σε μια λυτρωτική απόδραση από την καταπιεστική σωματική του υπόσταση.

3. Μέσα από τη σύγκριση αυτού του στίχου τονίζεται με ιδιαίτερη ενάργεια η θελκτική δύναμη του γλυκύτατου ήχου. Η έλξη που ασκεί στην ψυχή του ήρωα είναι τέτοιας έντασης, ώστε μοιάζει να ξεπερνά σε ισχύ ακόμη και τις δύο ακατάλυτες δυνάμεις της ζωής, τον Έρωτα και τον Χάρο. Στοιχείο που αιτιολογεί την επιθυμία του Κρητικού ν’ αποσχιστεί από το σώμα του για να τον ακολουθήσει, λησμονώντας ακόμη και την αγαπημένη του. Ο ήρωας βιώνει μια διονυσιακή έκσταση που τον ωθεί στην υπέρβαση της ατομικότητάς του, όπως ανάλογα αυτό συμβαίνει με την επενέργεια του έρωτα, αλλά εν τέλει και του θανάτου.

4. Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Στο στίχο αυτό ο ποιητής προσωποποιεί τρία φυσικά στοιχεία που καλύπτουν την επιφάνεια της γης, τα βουνά, τα πέλαγα και τους κάμπους.
Με την προσωποποίηση επιτυγχάνεται η εναργέστερη αποτύπωση της ευδαιμονίας και της ομορφιάς που χάριζε στο κρητικό τοπίο η λάμψη του ήλιου. Ενώ, παράλληλα, με την αναφορά στα τρία αυτά στοιχεία που επί της ουσίας αποδίδουν το γεωγραφικό σκηνικό ολόκληρου του ελληνικού χώρου, ο ποιητής κατορθώνει να διευρύνει καθολικά την εικόνα ομορφιάς που δημιουργεί και να συμπεριλάβει σε αυτή κάθε σημείο της αγαπημένης του πατρίδας.
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθεριάς ελπίδα
Στο στίχο αυτό έχουμε μια συνεκδοχή, καθώς το μέρος ενός συνόλου (τα σπλάχνα) χρησιμοποιείται για να δηλώσει το σύνολο, δηλαδή τον Κρητικό.
Με τη συνεκδοχή ο ποιητής εδράζει την ταραχή που προκαλείται στον ήρωα, στα σπλάχνα του, στο κέντρο του σώματός του, ώστε να τονιστεί πως η επιθυμία για την απελευθέρωση της πατρίδας του, δεν αποτελεί κάτι το επιφανειακό, αλλά μια ανάγκη βαθιά ριζωμένη.
Σε αντίθεση με τη μέτρια εντύπωση που θα προκαλούσε η διατύπωση «Με τάραζε», ο στίχος αυτός παρουσιάζει με ιδιαίτερη έμφαση πόσο καίρια, βαθιά και ισχυρή είναι η επιθυμία του ήρωα.
Σαν του Mαϊού τες ευωδιές γιομίζαν τον αέρα,
Στο στίχο αυτό ο ποιητής παρομοιάζει τους ήχους που έχουν κατακυριεύσει την ατμόσφαιρα με τις ευωδιές της ανοιξιάτικης φύσης που γεμίζουν τον αέρα.
Με την παρομοίωση αυτή επιτυγχάνεται αφενός να δοθεί παραστατικά η αίσθηση του ήρωα πως οι ήχοι που τον μαγεύουν έρχονται από παντού γύρω του, χωρίς να είναι σε θέση να προσδιορίσει ακριβώς την πηγή τους, κι αφετέρου να τονίσει την γλυκιά επίδραση που του προκαλούν, παρομοιάζοντάς τους με τις μεθυστικές μυρωδιές που γεμίζουν την ατμόσφαιρα κάθε άνοιξη με το άνθισμα πολλών και διαφορετικών λουλουδιών.
Παράλληλα, σ’ αυτό το στίχο έχουμε και το σχήμα λόγου της συναισθησίας, υπό την έννοια πως ο ήρωας επιχειρεί να περιγράψει τη μαγεία ενός ηχητικού ερεθίσματος με την επίδραση που του προκαλούν οι μυρωδιές της φύσης. Έχουμε, δηλαδή, τη σύμφυρση δύο διαφορετικών αισθήσεων.
Έπαψε τέλος κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου,
Που εστέναξε κι εγιόμισεν οχ την καλή μου·
Στους στίχους αυτούς έχουμε την αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στα ρήματα άδειασεν και εγιόμισεν. Το σταμάτημα του ήχου, αδειάζει την ψυχή του ήρωα από τον ανεξέλεγκτο εκείνο ευδαιμονισμό που τον είχε κάνει να ξεχάσει την αγαπημένη του και τη γεμίζει εκ νέου με τη σκέψη της καλής του.
Η αντίθεση αυτή έχει ως στόχο να αναδείξει την έντονη διαφορά ανάμεσα στη διονυσιακή έκσταση στην οποία είχε περιέλθει ο ήρωας και στην επαναφορά του σε μια κατάσταση λογικού ελέγχου των σκέψεων και συναισθημάτων του. Η πλήρης παραμέληση, άλλωστε, της διάσωσης της αγαπημένης του, προέκυψε εξαιτίας της μαγευτικής επίδρασης του ήχου.

5. Η δραματικότητα ενός κειμένου ταυτίζεται με την έννοια της θεατρικότητας, των στοιχείων δηλαδή εκείνων που δημιουργούν εντονότερα την αίσθηση της δράσης. Ο Κρητικός ενέχει το στοιχείο της δραματικότητας ήδη ως σύλληψη, υπό την έννοια ότι αποτελεί το δραματικό μονόλογο ενός προσώπου∙ ενός επαίτη που αναθυμάται τα γεγονότα και τις εμπειρίες που σφράγισαν τη ζωή του. Ένα από τα βασικότερα στοιχεία δραματικότητας (θεατρικότητας) είναι η ύπαρξη διαλόγου, μιας και στο πλαίσιο το διαλόγου ο αναγνώστης μπορεί να «δει» τη δράση του έργου να παρασταίνεται, όπως ακριβώς σ’ ένα θεατρικό έργο. Στον Κρητικό, αν και αποτελεί κατά κύριο λόγο έναν μονόλογο, υπάρχει ωστόσο κι ένα σύντομο διαλογικό τμήμα στους παρένθετους στίχους της 2ης ενότητας.
Επιμέρους στοιχεία θεατρικότητας (δραματικότητας) είναι: η παρουσίαση του χώρου στον οποίο εκτυλίσσεται η δράση, ώστε ο αναγνώστης να είναι σε θέση να σχηματίσει στη σκέψη του τις αντίστοιχες εικόνες∙ τα πρόσωπα της ιστορίας και οι κινήσεις τους (π.χ. τ’ ἁπλώνω τοῦ διαβάτη), που βοηθούν αντίστοιχα στη νοητή αναπαράσταση των ηρώων και των ενεργειών τους. Στον Κρητικό ο Σολωμός φροντίζει να παρουσιάσει τόσο τα πρόσωπα, ιδίως τα κεντρικά (ήρωας, Φεγγαροντυμένη), όσο και τις κινήσεις τους (Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ’ ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη - Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη). Ενώ, παράλληλα, με ποικίλες εικόνες μας παρουσιάζει το χώρο στον οποίο κινούνται κάθε φορά οι ήρωες της ιστορίας (Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει, / Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα).
Ο λυρισμός ενός ποιήματος πραγματώνεται μέσα από την έκφραση προσωπικών συναισθημάτων (Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα), με τη χρησιμοποίηση όλων εκείνων των στοιχείων του ποιητικού λόγου που του προσδίδουν μουσικότητα, όπως είναι το μέτρο κι οι ομοιοκαταληξίες. Συνάμα, η λυρικότητα επιτυγχάνεται με την αξιοποίηση εικόνων που γεννούν στην ψυχή του αναγνώστη έντονα συναισθήματα, προσφέροντάς του παράλληλα και την αισθητική απόλαυση του εσωτερικού ή εξωτερικού κάλλους της φύσης και των ανθρώπων (Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ’ ἀστέρια, / Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια·).
Σύµφωνα µε τον χαρακτηρισµό του Ιταλού ποιητή Ουγγαρέτι (1888-1970) ο λυρικός ποιητής υµνεί τον κόσµο επιστρέφοντας στο παρελθόν και συνδέοντας το συναίσθηµα µε τη φύση. Στη λυρική σύνθεση ο λόγος και το µέτρο είναι αδιαχώριστα. Το µέτρο µάλιστα αναδεικνύει τη γλώσσα και ο λυρισµός, το αποτέλεσµα της σύζευξης λόγου και µέτρου, είναι ένα παιχνίδι της αθωότητας και της µνήµης.
Η αφηγηματικότητα στον Κρητικό προκύπτει απ’ το εύλογο γεγονός της παρουσίας ενός πρωτοπρόσωπου αφηγητή που μας αφηγείται την ιστορία του (Πιστέψετε π’ ὅ,τι θά πῶ εἶν’ ἀκριβή ἀλήθεια), αξιοποιώντας όλο το φάσμα των αφηγηματικών τεχνικών και τρόπων.
Η ιστορία του Κρητικού, επομένως, μας δίνεται σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μ’ έναν δραματικό μονόλογο, από τον ίδιο τον ήρωα  που έχοντας ήδη βιώσει τις σημαντικές αυτές περιπέτειες έχει αφήσει τον αγωνιστικό του χαρακτήρα κι έχει καταφύγει στην επαιτεία. Ο ήρωας φροντίζει να μας δώσει με πρόδρομες αφηγήσεις αλλά και με αναδρομές στο παρελθόν όλα τα στοιχεία της ιστορίας του από την εποχή που ζούσε στην Κρήτη μέχρι το άδοξο παρόν του που τον βρίσκει να ζητιανεύει στους δρόμους μιας πόλης που δεν κατονομάζεται. Η τεχνική που ακολουθεί ο ποιητής με τις διαρκείς αναχρονίες στην αφήγηση είναι ιδανική για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος του αναγνώστη και φυσικά είναι παρμένη από τα αφηγηματικά κείμενα τα οποία αποφεύγουν να δίνουν τα γεγονότα μιας ιστορίας με τη σειρά που έγιναν ώστε να μην κουράζουν τους αναγνώστες.
Τον αφηγηματικό χαρακτήρα του ποιήματος ενισχύει και η ύπαρξη περιστατικών που συνθέτουν την πλοκή της ιστορίας και ξεδιπλώνουν την πορεία που ακολούθησε η αλλαγή του ήρωα. Το ναυάγιο, η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, ο γλυκύτατος ήχος και η απώλεια της κόρης, αποτελούν τα βασικά επεισόδια που συνθέτουν την εξέλιξη της ιστορίας και στηρίζουν την αφηγηματική πράξη.

6. Ο ήρωας αντικρίζοντας την όμορφη πατρίδα του λουσμένη στο φως του ήλιου αισθάνεται να τον συγκλονίζει η ελπίδα κι η προσδοκία της απελευθέρωσης. Με μια φόρτιση που φανερώνει όλη του την αγάπη για την πατρική γη, την προσφωνεί αποδίδοντάς της υπόσταση θεϊκή και θυμίζοντας συνάμα το αίμα των τόσων Ελλήνων που χάθηκαν στα χρόνια των πολύνεκρων αγώνων.  Η πατρίδα συνιστά για τον ήρωα μια υπέρτατη αξία, που τον συγκινεί βαθύτατα και του ξυπνά την υπερηφάνεια εκείνη που ωθεί τις ενέργειες κάθε ηρωικού και γενναίου αγωνιστή. Προσέχουμε, μάλιστα, πως ο αφηγητής-ήρωας προσωποποιεί την Πατρίδα, για να τονίσει πως στη δική του σκέψη ενέχει την αξία ενός αυθύπαρκτου θεϊκού προσώπου, και δεν είναι απλώς μια αφηρημένη έννοια ή μόνο ο φυσικός χώρος.

7. Η φύση και στα δύο ποιήματα λειτουργεί ως πειρασμός που θέτει σε δοκιμασία την αποφασιστικότητα των ηρώων να ολοκληρώσουν τον αρχικό τους στόχο. Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι μη θέλοντας να πεθάνουν ατιμωτικά από την ασιτία, έχουν αποφασίσει να προχωρήσουν σε μια ηρωική έξοδο από το πολιορκημένο Μεσολόγγι, ώστε ο θάνατος να τους βρει μαχόμενους. Οι γενναίοι αυτοί Έλληνες γνωρίζουν ότι δεν έχουν καμία ελπίδα να νικήσουν τους πάνοπλους και πολυάριθμους εχθρούς τους, αλλά δε θέλουν κιόλας να ηττηθούν, χωρίς να δώσουν τουλάχιστον μια τελευταία μάχη. Την ώρα, λοιπόν, που αποφασίζουν να θυσιάσουν τη ζωή τους στην ύστατη αυτή έξοδο, η ανοιξιάτικη φύση στολίζεται με κάθε δυνατή ομορφιά, καθιστώντας την απόφασή τους να πεθάνουν ολοένα και πιο δύσκολη. Η ανθισμένη φύση, τα όμορφα προβατάκια που καθρεφτίζονται στη γαλήνια λιμνοθάλασσα, ο γαλανός ουρανός με τα λευκά του σύννεφα, η ξέγνοιαστη πεταλούδα και το σκουληκάκι, ακόμη κι η μαύρη πέτρα και το ξερό χορτάρι, όλα βρίσκονται στην καλύτερη στιγμή τους και η φύση στέλνει ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους πολιορκημένους: «Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει: /Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει». Είναι τέτοια η ομορφιά του τοπίου κι είναι τόσο ισχυρό το ευδαιμονικό κάλεσμα της φύσης για ζωή, ώστε η απόφαση των ηρώων να πεθάνουν καθίσταται χίλιες φορές δυσκολότερη. Ο θάνατος, δηλαδή, τη στιγμή που η φύση έχει φτάσει στην αρτιότερη ομορφιά της, μοιάζει με πολλαπλή αυτοθυσία, με χίλιους θανάτους. Γι’ αυτό και η αποφασιστικότητα των ανθρώπων του Μεσολογγίου κλονίζεται: «Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.» Η ψυχή των ηρώων λυγίζει προς στιγμήν και ξεχνά τον εαυτό της, ξεχνά δηλαδή την απόφασή της να θυσιαστεί, και μάλιστα με τρόπο γλυκό, καθώς δελεάζεται από τη γλυκύτητα και την εξαίσια ομορφιά της φύσης.
Αντίστοιχα, στον Κρητικό, η φύση προκειμένου να δελεάσει τον ήρωα και να τον απομακρύνει από τον αρχικό του στόχο, που είναι η διάσωσή της αγαπημένης του, του παρέχει την ευκαιρία να ακούσει τη γλυκύτητα που έχει ο εσωτερικός ρυθμός που συνέχει τη σύστασή της. Ένας ήχος απόλυτα μεθυστικός, μιας και αποδίδει την τελειότητα της θεϊκής δημιουργίας, που αναπόφευκτα μαγεύει τον ήρωα και τον αποσπά πλήρως από κάθε επίγεια σκέψη και ανησυχία του. Ο Κρητικός πλέον δεν έχει τη δυνατότητα να αναλογιστεί το χρέος του απέναντι στην αγαπημένη του, μιας και περιέρχεται σε μια διονυσιακή έκσταση, που τον κυριεύει σε τόσο απόλυτο βαθμό, ώστε να επιθυμεί να χωριστεί από το ίδιο του το σώμα: «Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω / Τη σάρκα μου να χωριστώ για να τον ακλουθήσω».
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως και στις δύο ποιητικές συνθέσεις του Σολωμού, το ηθικό χρέος και η δύναμη της ηθικής βούλησης των ηρώων, έρχεται σε σύγκρουση με τη φύση, η οποία προβάλλοντας την αρτιότητα της ομορφιάς της, επιχειρεί να κάμψει την αποφασιστικότητά τους και να τους απομακρύνει από την επίτευξη του πρωταρχικού τους στόχου.

8. α) Ο ήρωας μετά την περιγραφή της τωρινής του κατάστασης και τη σύντομη αναδρομή του στο παρελθόν, βρίσκεται ξανά στη θάλασσα να κολυμπά με μεγάλη ένταση για να διασώσει την αγαπημένη του. Η εμπειρία της Φεγγαροντυμένης έχει θέσει τις βάσεις για μια μεγαλειώδη αλλαγή στην ψυχοσύνθεση του ήρωα, αλλά για την ώρα ο Κρητικός έχει επανέλθει με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη στον αρχικό του στόχο, στη διάσωση της αγαπημένης κόρης. Εντούτοις, παρά την παροδική αύξηση της δύναμής του, ο ήρωας βρίσκει τις δυνάμεις του να κάμπτονται εκ νέου και το κολύμπι του να γίνεται ολοένα και πιο αργό, καθώς ένας ήχος, ένας γλυκύτατος ήχος αρχίζει να τον συνεπαίρνει και να καθιστά την προσπάθειά του πιο νωθρή.
Ο γλυκύτατος ήχος που συνοδεύει την προσπάθεια του ήρωα, κάμπτοντας σταδιακά τις δυνάμεις του και το κυριότερο την ηθική του βούληση, είναι πρωτάκουστος και τόσο μοναδικός που ο Κρητικός δεν γνωρίζει πως να τον περιγράψει. Για το λόγο αυτό καταφεύγει σε μια τριμερή σύγκριση, ώστε να δείξει ότι ο ήχος αυτός είναι κατά πολύ ανώτερος από οποιονδήποτε γλυκό και όμορφο ήχο έχει ακούσει μέχρι τώρα στη ζωή του. Ο γλυκύτατος ήχος επομένως είναι καλύτερος: α) από το γεμάτο ερωτικό καημό και παράπονο τραγούδι μιας κοπέλας που βγαίνει να τραγουδήσει τον κρυφό της έρωτα, β) από το γλυκό κελάηδισμα του κρητικού αηδονιού και γ) από τον ήχο του σουραυλιού που άκουγε ο ήρωας στον Ψηλορείτη, οδηγημένος εκεί από τον πόνο του για τη σκλαβωμένη του πατρίδα.
Ίσως, σχολιάζει ο ήρωας, δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει, προχωρώντας μάλιστα στον επιμερισμό του γλυκύτατου ήχου σε περισσότερους, οι οποίοι γέμιζαν τον αέρα σαν τις ευωδιές του Μάη, ήχοι γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι, ήχοι δηλαδή που δεν μπορούν να περιγραφούν με λόγια, ήχοι εξωανθρώπινοι.
Ο ήχος αυτός, σύμφωνα με την ανάλυση του Ε. Καψωμένου: «... εμπνέει στον ήρωα μια κατάσταση διονυσιακή. Ξυπνά μέσα του την “αρχέγονη οδύνη” για την απόσπασή του, ως ατόμου, από την ευρύτερη Κοσμικήν ενότητα -για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική διατύπωση του Nietzsche από τη “Γένεση της Τραγωδίας”- και ερεθίζει τον πόθο του να αρνηθεί το Εγώ, να “βγει” από τα όρια της ατομικότητάς του (“έκσταση”) και να ταυτιστεί ολοκληρωτικά με την καρδιά του κόσμου».

β) Μόλις ο γλυκύτατος ήχος παύει και ο ήρωας φτάνει στην ακρογιαλιά, νομίζοντας ότι έχει καταφέρει να σώσει την αγαπημένη του, συνειδητοποιεί πως η αρραβωνιαστικιά του έχει πεθάνει. Η αρχική δηλαδή προσπάθεια του ήρωα να σώσει την κόρη, μιας και ήταν το μοναδικό αγαπημένο πρόσωπο που του είχε απομείνει, καταλήγει σε αποτυχία. Η σκέψη που τροφοδοτούσε την ηθική του βούληση, η σκέψη που τον ωθούσε να παλεύει με τα κύματα, ήταν η διάσωση της κόρης, η διάσωση της γυναίκας που αγαπά πέρα από χρονικά και τοπικά όρια. Εντούτοις, η προσπάθειά του δεν θα δικαιωθεί. Όπως, βέβαια, σχολιάζει ο Ε. Καψωμένος: «Ώστε ο θάνατος της κόρης, που φαίνεται να σηματοδοτεί την αποτυχία της προσπάθειας του ήρωα, δηλ. την ήττα της ηθικής θέλησης στο επίπεδο της δράσης, στην ουσία είναι το πικρό αντίτιμο που πληρώνει ο Κρητικός (: ηθική δοκιμασία) για να φτάσει σε μια ανώτερη συνείδηση του Κόσμου και των ανθρωπίνων αξιών».

9. Υπό την επίδραση του γλυκύτατου ήχου η φύση αποκτά μία ακατανίκητη έλξη και ο Κρητικός παγιδεύεται χωρίς να μπορεί να αποσπαστεί από τον έλεγχο που ασκεί στην ψυχή και στη θέλησή του η ομορφιά του ήχου. Τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γοητεία του ήχου αυτού και ο ήρωας είναι πλήρως παραδομένος στο κάλεσμά του μέχρι τη στιγμή που ο ήχος ξαφνικά σταματά. Τότε ο ήρωας κατορθώνει να φτάσει ως το ακρογιάλι, χαρούμενος γιατί πιστεύει ότι κατόρθωσε να σώσει την αγαπημένη του, διαπιστώνει όμως ότι η κοπέλα έχει ήδη πεθάνει. Στο κλείσιμο του ποιήματος ο Σολωμός δημιουργεί από τη μία πλευρά μια από τις ωραιότερες λυρικές του εικόνες, με τη φύση να κατακλύζεται από τη γoητεία ενός απροσδιόριστα υπέροχου ήχου και από την άλλη διαψεύδει τις προσδοκίες του ήρωά του με το θάνατο της αγαπημένης του.
Η αντίθεση εδώ είναι πολύ έντονη κι έρχεται να αποκαλύψει την πλάνη που είχε δημιουργήσει στον ήρωα η θετική όψη της φύσης με τη γαλήνη που της παρείχε η εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης και με την έλξη που της προσέδωσε ο ήχος. Η ομορφιά της φύσης λειτούργησε εις βάρος του ήρωα με το να τον ξεγελάσει και να κάμψει τη θέλησή του να αντισταθεί και να παλέψει για τη σωτηρία της αγαπημένης του. Έτσι, ενώ με την καταιγίδα ήταν προφανές ότι η κόρη κινδύνευε και ότι ο ήρωας έπρεπε να αφιερώσει όλες του τις δυνάμεις για να τη διαφυλάξει, δεν ήταν εξίσου εμφανές ότι το γαλήνεμα της φύσης, η θεϊκή ομορφιά της Φεγγαροντυμένης και η μαγεία του ήχου, θα δημιουργούσαν θανάσιμο κίνδυνο για την κόρη. Η θετική εικόνα της φύσης πλάνεψε τον ήρωα και τον ανάγκασε να μειώσει την προσπάθεια που κατέβαλε για τη διάσωση της κόρης, γεγονός που κατέληξε στο θάνατό της. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το σημείο όπου ο ήρωας παραδέχεται ότι η έλξη που του ασκούσε ο ήχος ήταν τόσο έντονη ώστε: Μ’ ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, και νά ‘μπει δεν ἠμπόρει / Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη.
Με την αντίθεση, επομένως, ανάμεσα στην ομορφιά που διατρέχει τη φύση και στο θάνατο της κόρης, ο ποιητής θέλει να τονίσει την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στη φαινομενικά θετική εικόνα της φύσης και στον αρνητικό ρόλο που τελικά επιτέλεσε. Το ενδιαφέρον στοιχείο, άλλωστε, του Κρητικού είναι πως η ουσιαστική δοκιμασία του ήρωα δε συντελείται την ώρα που παλεύει με την καταιγίδα, αλλά από τη στιγμή που θα αντικρύσει τη Φεγγαροντυμένη και ύστερα όταν ο γλυκύτατος ήχος θα εγκλωβίσει την ψυχή του. Η δοκιμασία δηλαδή του ήρωα πραγματοποιείται από εκφάνσεις της ομορφιάς που παρουσιάζονται στον ήρωα ως θετικές δυνάμεις, αλλά στην ουσία αποσκοπούν να τον απομακρύνουν από τον αρχικό του στόχο. Η ομορφιά σε αυτό το ποίημα έχει στην πραγματικότητα αρνητικό χαρακτήρα κι ο ήρωας δεν κατορθώνει να διακρίνει τον κίνδυνο που κρύβεται στις θελκτικές δυνάμεις της φύσης.

10. Το σταμάτημα του γλυκύτατου ήχου φανερώνει το βαθμό στον οποίο είχε παρασυρθεί απ’ την ομορφιά του ο ήρωας, καθώς πλέον αισθάνεται να δημιουργείται ένα κενό, τόσο σε όλη τη φύση όσο και στην ψυχή του. Η απογοήτευση κι η θλίψη του, ωστόσο, δεν διαρκούν πολύ καθώς σχεδόν αμέσως επανέρχεται στη σκέψη του η αγαπημένη γυναίκα, που είχε υπό την επίδραση του γλυκύτατου ήχου λησμονηθεί. Η άμεση επαναφορά της αγαπημένης στη σκέψη του υποδηλώνει πως εκείνη κατέχει απόλυτη προτεραιότητα γι’ αυτόν, έστω κι αν δεν κατόρθωσε να αντισταθεί πλήρως στο θελκτικό κάλεσμα του παναρμόνιου ρυθμού της φύσης και του σύμπαντος.

11. Ο ποιητής δεν επιθυμεί να προσληφθεί η ιστορία του κειμένου ως η ιστορία δύο συγκεκριμένων προσώπων∙ στοιχείο που θα περιόριζε τη καθολική της διάσταση. Πρόθεση του ποιητή είναι να εκληφθούν τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, και ιδίως ο κεντρικός ήρωας, ως σύμβολα ηθικής και ψυχικής δύναμης. Η εξιδανικευμένη αγάπη των ηρώων -που επιτρέπει πρωτόφαντες υπερβάσεις- είναι το ιδανικό προς το οποίο θα πρέπει να τείνουν εν γένει οι άνθρωποι, κι όχι ένα μεμονωμένο και συγκεκριμένο περιστατικό.



Επαναληπτικές ασκήσεις – Ενδεικτικές απαντήσεις:
1. Να αιτιολογηθούν οι ακόλουθες δομικές σκηνές του ποιήματος:
Το σκηνικό του ναυαγίου
Το εντυπωσιακό σκηνικό της 1ης ενότητας συνιστά μια βασική ένδειξη πως ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει θα έχει μια ακόμη πιο εκπληκτική κλιμάκωση. Ο ποιητής προκειμένου να προετοιμάσει τους αναγνώστες για τη μετάβαση στο μεταφυσικό επίπεδο, αλλά και για την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, επιλέγει να ξεκινήσει την αφήγησή του με την επιβλητική σκηνή της τρικυμίας. Έτσι, κεντρίζει εξαρχής το ενδιαφέρον των αναγνωστών, και συνάμα στήνει ένα σκηνικό που εμμέσως μας παραπέμπει στη συντέλεια του κόσμου, που θα δοθεί στην αμέσως επόμενη ενότητα.
Ο όρκος
Το γεγονός ότι ο ήρωας καταφεύγει σ’ έναν τόσο σημαντικό όρκο, αφού ορκίζεται σε ό,τι ήταν σημαντικό και ιερό για τον ίδιο, υποδηλώνει πως όσα θα ακολουθήσουν ξεπερνούν κατά πολύ τις συνήθεις ανθρώπινες εμπειρίες.
Ο όρκος συνάμα μας παρέχει πληροφορίες για το παρελθόν του ήρωα και μας φανερώνει απ’ την αρχή κιόλας του ποιήματος για το θάνατο της αγαπημένης∙ στοιχείο που καθιστά σαφές πως το νοηματικό βάρος του ποιήματος δεν πέφτει στη διάσωση της κοπέλας, αλλά στις δοκιμασίες του ίδιου του ήρωα. Με την αναφορά, μάλιστα, στο θάνατο της αρραβωνιαστικιάς δίνεται στον ήρωα-αφηγητή η αφορμή για να κάνει την πρώτη μετάβαση σε μεταφυσικό επίπεδο.
Η μετάβαση στο μεταφυσικό επίπεδο (Κοιλάδα Ιωσαφάτ)
Η παρένθετη αυτή ενότητα που συνιστά επιβράδυνση σε σχέση με τα γεγονότα του ναυαγίου, έρχεται ως παραμυθία στον πόνο του ήρωα για την απώλεια της αγαπημένης του. Ένδειξη της βαθιάς θρησκευτικότητας του ποιητή η αντίληψη πως ο θάνατος δεν συνιστά τέρμα, αλλά εν δυνάμει το πέρασμα σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης. Με τη χριστιανική αυτή προσέγγιση ο ποιητής παρηγορεί όχι μόνο τον ήρωα του ποιήματος, αλλά στέλνει κι ένα μήνυμα ελπίδας και παραμυθίας στους αναγνώστες. 
Συνάμα, τονίζει την ένταση της αγάπης που αισθάνεται ο Κρητικός για την αρραβωνιαστικιά του και άρα προετοιμάζει τους αναγνώστες για το πρωτόφαντο των δοκιμασιών που θα απαιτηθούν προκειμένου να κάμψουν την αφοσίωσή του. Ενώ, παράλληλα, με την αναγωγή σε μεταφυσικό επίπεδο καθίσταται σαφές πως η συνείδηση του ήρωα δεν περιορίζεται πια στα γνωστά όρια της ανθρώπινης αντίληψης. Στοιχείο που προοικονομεί τις υπερβατικές εμπειρίες που θ’ ακολουθήσουν και θα προσφέρουν στον ήρωα τη δυνατότητα να καταστεί προνομιακός θεατής της θείας παρουσίας στη φύση, όπως αυτή του φανερώνεται τόσο με την εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, όσο και με το άκουσμα του παναρμόνιου ρυθμού του σύμπαντος (γλυκύτατος ήχος).
Η συνομιλία με τους αχνούς αναστημένους
Ο ήρωας σπεύδει στο χώρο της Έσχατης Κρίσης για να βρει την αγαπημένη του, ωστόσο η συνάντηση αυτή, αν και προετοιμάζεται, δεν παρουσιάζεται. Στη θέση αυτής της συνάντησης ο ποιητής θέτει τη συνομιλία του Κρητικού με τις εγερθείσες ψυχές των αχνών αναστημένων, μέσα από την οποία επιτυγχάνεται η παρουσίαση του μεταφυσικού αυτού επιπέδου με τρόπο που υπηρετεί την εγκοσμίωσή του. Ενώ, συνάμα, μας δίνονται καίριες πληροφορίες για το ήθος, την αγνότητα και τα συναισθήματα της αγαπημένης του ήρωα.
Ο ποιητής με έντεχνο τρόπο αποφεύγει να δώσει την προσδοκώμενη συνάντηση, επιτείνοντας την αγωνία και το ενδιαφέρον των αναγνωστών.
Το μοτίβο της σιγής του κόσμου
Η αιφνίδια ηρεμία που παρατηρείται στο φυσικό περιβάλλον συνιστά μέσο προοικονομίας για την επερχόμενη εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης∙ η απόλυτη σιγή προετοιμάζει τον ήρωα -και τους αναγνώστες- για κάτι ξεχωριστό που πρόκειται να συμβεί. Συνάμα, σηματοδοτεί τη μετάβαση από την εξωτερική δοκιμασία του ήρωα (τρικυμία, πάλη με τα κύματα) σε πιο καίριες και εσωτερικές δοκιμασίες, οι οποίες θα έχουν ως στόχο την ηθική του βούληση και το βαθμό αφοσίωσής του στον βασικό του στόχο, που είναι φυσικά η διάσωση της αγαπημένης του.

2. Διονύσιος Σολωμός «Εις Μοναχήν» (απόσπασμα)
1
Ἀπὸ τὸν Θρόνο τ’ Ἄπλαστου
οἱ Ἀγγέλοι ἐκατεβήκαν,
καὶ μὲς στοῦ μοσχολίβανου
τὸ σύγνεφον ἐμπήκαν,
νὰ ἰδοῦν ποὺ τὸ κοράσιο
κινάει στὴν ἐκκλησιά.

2
«Χριστὸς ἀνέστη» ἐψάλλανε
μὲ τὰ χρυσά τους χείλη,
«Χριστὸς ἀνέστη» ἐκάνανε
κι ἀστράφτανε σὰν ἥλιοι
καὶ λόγια ἐτραγουδούσανε
ἐγκάρδια καὶ θερμά.

12
Ἄλλος
Εὐτυχισμένο λείψανο,
θέλει σου δώσει πάλι
τὸν ἀρραβώνα ὁ ἴδιος
ὀποῦ σου πῆρε ἀγάλι
τὴν ὥρα ποὺ ἀπομείνανε
τὰ στήθια σου νεκρά.
13.
Ἄλλος
Τὰ κόκαλα ἐβαρέθηκαν,
στὸ μνῆμα καρτερώντας
καὶ τρίζουνε ἀκατάπαυτα
τὴν Κρίση ἀναζητώντας.
Ἄλλος
Ξύπνα, ἀδελφὴ ! Τὴ Σάλπιγγα
τὴν ὕστερη ἀγρικῶ.
14
Ἄλλος
Τὰ μάτια τῆς ἀστράψανε
τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν κλίνη.
κοίτα, πετιέται ὁλόχαρη
καὶ μὲς στὸ λάκκο ἀφήνει
τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου
ποῦ δὲν ὑπάρχει πλιο!
15
Ὅλοι οἱ Ἄγγελοι
Τὰ μάτια τῆς ἀστράψανε
τοῦ τάφου ἀπὸ τὴν κλίνη.
κοίτα, πετιέται ὁλόχαρη
καὶ μὲς στὸ λάκκο ἀφήνει
τοὺς μόσχους τοῦ Μαϊάπριλου
ποῦ δὲν ὑπάρχει πλιο!

Το περιεχόμενο των ποιημάτων βασίζεται σε παραδοχές τις χριστιανικής πίστης, τις οποίες ο Σολωμός θεωρεί δεδομένες και αναμφισβήτητες. Η ανάσταση των νεκρών κι η συνακόλουθη Κρίση των ψυχών, που θα προσφέρουν στους αγνούς ανθρώπους τη δυνατότητα μιας διαχρονικής πνευματικής ύπαρξης, συνιστούν επομένως κεντρικό νοηματικό άξονα, καθώς εκεί αποβλέπουν τα κεντρικά πρόσωπα και των δύο ποιημάτων. Οι δοκιμασίες του Κρητικού, όπως κι η απόφαση της γυναίκας να μονάσει και άρα να αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό, θα λάβουν την ανταμοιβή τους κατά την έσχατη Κρίση.
Πέραν, ωστόσο, από τη βασική αυτή ομοιότητα, παρατηρούνται και επιμέρους κοινά στοιχεία στον τρόπο παρουσίασης των δύο ποιητικών ιστοριών.
-           Η ανυπόμονη προσμονή της ανάστασης και της Κρίσης (την Κρίση αναζητώντας – έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της)
-           Η χαρά με την οποία γίνεται δεκτή η έλευση της αναστάσιμης ώρας (πετιέται ολόχαρη – χαροποιά η φωνή της)
-           Η αναφορά στη Σάλπιγγα (Τη Σάλπιγγα την ύστερη αγρικώ – Λάλησε, Σάλπιγγα)
-           Ο γοργός τρόπος με τον οποίο εγκαταλείπουν τον τάφο (πετιέται ολόχαρη – το σάβανο τινάζω)
-           Οι αγγελικές ρήσεις, οι οποίες στον Κρητικό δίνονται από τους αχνούς αναστημένους.
-           Το χαροποιό ψάλσιμο της αναστάσιμης ώρας, δίνεται και στο «Εις Μοναχήν» («Χριστός Ανέστη» εκάνανε κι αστράφτανε σαν ήλιοι)
-           Η πνευματική επανένωση του Κρητικού με την αγαπημένη του, λαμβάνει διαφορετική μορφή για την άγαμη μοναχή, η οποία τη στιγμή της ανάστασης θα βρεθεί σε μια πνευματική ένωση με τον Χριστό (όπως πιστεύεται από τη χριστιανική θρησκεία για τους άγαμους ανθρώπους): «θέλει σου δώσει πάλι τον αρραβώνα ο ίδιος...»
-           Τονίζεται και στα δύο κείμενα η αγνότητα των δύο γυναικών: η μοναχή, που δεν γνώρισε ποτέ θνητό αρραβώνα – η κοπέλα που «της τρέμαν τα λουλούδια», αλλά και οι μόσχοι του Μαϊάπριλου (σύμφωνα με τη θρησκεία τα μνήματα των ανθρώπων που έχουν αγιάσει αναδίδουν ευωδία) – η ομορφιά που την Κοιλάδα «αγιάζει». Πρόκειται, επομένως, για δύο γυναικείες παρουσίες απόλυτα αγνές, οι οποίες εύλογα προσμένουν την έσχατη Κρίση με τη χαρμόσυνη πεποίθηση πως θα γίνουν δεκτές στον ουράνιο Παράδεισο.
-           Οι αχνοί αναστημένοι που έχουν δει την κοπέλα να κινείται κοντά στη θύρα της Παράδεισος, έχουν το ανάλογό τους στους αγγέλους που κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό για να δουν την έλευση της κοπέλας στην εκκλησία.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου