Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

Ιστορία Γ΄γ.π.: πηγές - ερωτήσεις

Πηγές για το Μακεδονικό ζήτημα των αρχών του 20ου αι

1η πηγή: Απ. Βακαλόπουλος, «Γαλλικές Πηγές για το Μακεδονικό ζήτημα»
«Ο Γάλλος πρόξενος του Μοναστηρίου Bellaigue de Bughas περιγράφει με θαυμασμό τη ζωτικότητα του ελληνισμού της Μακεδο­νίας, την αιώνια πάλη του κατά του τουρκικού ζυγού, την ευστροφία του πνεύματος του, την υπεροχή του συγκριτικά με τις υπόλοιπες εθνικές ομά­δες, αλλά και τη σημαντική διάδοση της ελληνικής γλώσσας και τη βαθμι­αία υποχώρηση όλων σχεδόν των άλλων γλωσσικοί ιδιωμάτων στο μακεδονικό χώρο. Ο άλλοτε γενικός πρόξενος της Θεσσαλονίκης Ed. Ch. Guys έγραφε σ' έκθεσή του στα 1858 ότι σε ολόκληρη τη Μακεδονία ζούσαν τότε 1.000.000 Έλληνες, 500.000 Μουσουλμάνοι, 50.000 Εβραίοι, 2.000 Αρμένιοι και 500 Ευρωπαίοι3. […]
Μεγάλο τμήμα των γαλλικών αρχειακών μαρτυριών αναφέρεται στις βουλγαρικές βομβιστικές ενέργειες μέσα στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1903, στις μεθόδους της καταναγκαστικής στρατολόγησης του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας από τα βουλγαρικά κομιτάτα και τέλος στην ίδια την εξέγερση του Ίλιντεν[1], η οποία, σύμφωνα με την άποψη του Maurice Gandolphe, δεν στάθηκε δυνατό να λύσει το μακεδόνικο ζήτη­μα, γιατί δεν είχε βασιστεί σε πλατιά λαϊκά ερείσματα[2]. Η εξέγερση του Ίλιντεν, όπως συμπεραίνει ο ίδιος στη μελέτη του «La crise Macedonienne», προετοιμάστηκε και επιβλήθηκε με βίαια μέσα στους ντόπιους χριστιανι­κούς πληθυσμούς[3], ενώ ο Γάλλος πρόξενος του Μοναστηρίου δεν παραλεί­πει να επισημάνει σ' έκθεσή του τις ολέθριες συνέπειες της στο καθεστώς του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας[4]. Ο Μ. Gandolphe τονίζει ότι απώτερος στόχος της εξέγερσης του Ίλιντεν ήταν η πρόκληση αιμα­τηρών μουσουλμανικών αντιποίνων σε βάρος του χριστιανικού πληθυσμού και η γενική κινητοποίηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης[5].


2η πηγή: Από αφιέρωμα του Ιού της Κυριακής, εφημ. Ελευθεροτυπία (5/11/2004)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΝΤΟΣ-ΒΑΡΔΑΣ
Ο Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο 1904-1907
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΣΙΒΑΣ
«ΠΕΤΣΙΒΑΣ», 3 ΤΟΜΟΙ,
ΣΕΛ. 1.448
    […] Διαφορετική από τις «στεγνές» προξενικές αναφορές, είναι επίσης η περιγραφή των επιχειρήσεων «ένοπλης προπαγάνδας» που διενεργούν οι μακεδονομάχοι στα εξαρχικά χωριά, για να τα αναγκάσουν να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. Παρά το λακωνικό, στρατιωτικό ύφος του συντάκτη τους, οι λεπτομέρειες που καταγράφονται μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια αρκετά ζωντανή εικόνα του κλίματος και των μεθόδων της εποχής. Τυπικό δείγμα από την Μπέσφινα (σημ. Σφήκα) στις 21.10.1905:
    «Συνηθροίσαμεν αρκετούς εκ των χωρικών, ους ωδήγησαν εις την έξω του χωρίου εκκλησίαν, εν οις μετά πολλάς προσπαθείας και τον μουχτάρην [κοινοτάρχη]. Αδύνατον όμως να εύρωμεν τους ιερείς, ως απουσιάζοντας δήθεν, αλλά το πιθανότερον απεκρύβησαν. [...] Συνιστώμεν εις τους εν τη εκκλησία να επανέλθωσιν εις την ορθοδοξίαν, να μη τολμήσωσι και δηλώσωσιν εις την απογραφήν ότι είναι βούλγαροι και εντός ολίγων ημερών να μεταβώσιν εις την Μητρόπολιν, η οποία ατυχώς δι' αυτούς σήμερον είναι εις Κρούσοβον (των Πρεσπών). Διά δαρμών και απειλών παρουσιάζουσί τινές τα όπλα των, οδηγηθέντες δεμένοι υπ' ανδρών εκ της εκκλησίας εις τα σπίτια των. [...] Τον μουχτάρην σφάζει ο Δικώνυμος ως αρνίον» (τ. Α', σ. 264-5).
    Οι τρεις τόμοι του ημερολογίου ξεχειλίζουν από τέτοιες περιγραφές. Κάποιες φορές, πάλι, εντυπωσιάζει η αμφισημία της χρησιμοποιούμενης ορολογίας. Στα σχέδια του Βάρδα, το καλοκαίρι του 1906, ο οπλαρχηγός Παύλος Κύρου επιφορτίζεται π.χ. «να προστατεύη» κάποια χωριά, «ότε απειλών, ότε φονεύων»· ανάλογο πεδίο δράσης επιφυλάσσεται και σ' έναν άλλο καπετάνιο -με τη σκέψη ότι, «έχων έκαστος την περιφέρειάν του, θα εφιλοτιμείτο να υποτάξη αυτήν, με φόνους, με απειλάς κ.λπ.» (τ. Β', σ. 133).
Αλλά και για την «επικράτησιν» των μακεδονομάχων στον κάμπο της Φλώρινας απαραίτητο θεωρείται να διαπραχθούν στα τυφλά «αθρόοι φόνοι, διά βομβών και περιστρόφων», όσων κατοίκων παρακολουθούν τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία της εκεί βουλγαρικής εκκλησίας. Το εγχείρημα τελικά δεν υλοποιήθηκε για τεχνικούς λόγους, αξιοσημείωτη είναι όμως η ψυχρή λογική με βάση την οποία σχεδιάστηκε: «Μόνον η μάχαιρα δύναται να φέρη αγαθά αποτελέσματα· η μάχαιρα θα φέρη αντίδρασιν, ακριβώς δ' εξ αυτής της αντιδράσεως θα ωφεληθώμεν και θα υπερισχύσωμεν, διότι είμεθα πολυπληθέστεροι των εχθρών μας» (τ. Β', σ. 977).











Από αφιέρωμα του Ιού της Κυριακής, εφημ. Ελευθεροτυπία (5/11/2004)
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΝΤΟΣ-ΒΑΡΔΑΣ
Ο Μακεδονικός Αγών. Ημερολόγιο 1904-1907
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΣΧΟΛΙΑ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΣΙΒΑΣ
«ΠΕΤΣΙΒΑΣ», 3 ΤΟΜΟΙ,
ΣΕΛ. 1.448

    Πρόκειται αναμφίβολα για το σημαντικότερο ντοκουμέντο του Μακεδονικού Αγώνα. Σε όλη την έκταση της νεοελληνικής Ιστορίας, άλλωστε, σπάνια είναι τα διαθέσιμα κείμενα τέτοιας σημασίας: φανταστείτε να διαθέταμε, λ.χ., τα καθημερινά ημερολόγια του Ζέρβα, του Ψαρρού ή του Σαράφη, όπου να καταγράφεται κάθε κίνηση, επικοινωνία ή σκέψη τους επί δυόμισι συνεχόμενα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης!
   Ο λόγος για το ημερολόγιο του Γεωργίου Τσόντου-Βάρδα, διαδόχου του Παύλου Μελά στη γενική αρχηγία των μακεδονομάχων του βιλαετίου Μοναστηρίου από το Νοέμβριο του 1904 μέχρι το τέλος σχεδόν της ελληνικής εξόρμησης. Κατά το μεγαλύτερο μέρος της 28μηνης παραμονής του στη Μακεδονία, ο Σφακιανός αξιωματικός σημείωνε καθημερινά τις ενέργειές του σε μικρά χαρτιά, με πυκνά μικροσκοπικά γράμματα και στοιχειώδεις κρυπτογραφικούς κώδικες. Το συγγραφικό αυτό έργο προκαλούσε πανικό στους διπλωμάτες του ελληνικού προξενείου, οι οποίοι αναλογίζονταν με τρόμο τι θα μπορούσε να συμβεί αν πέσει στα χέρια του αντιπάλου ή των οθωμανικών αρχών.
   Ο,τι για τους σύγχρονους του Βάρδα ήταν δείγμα ακραίας επιπολαιότητας, για τον ιστορικό (αλλά και για τον απλό φιλίστορα αναγνώστη) αποδεικνύεται θησαυρός. Οχι μόνον επειδή οι επιτόπιες, αναλυτικές καταγραφές του ημερολογίου μάς επιτρέπουν να διορθώσουμε τα (σκόπιμα ή αθέλητα) κενά και σφάλματα της μνήμης όσων άλλων μας άφησαν τη μαρτυρία τους, αλλά και γιατί οι 1.500 σελίδες του, γραμμένες σε συνθήκες παρανομίας, δίνουν μια εικόνα του Μακεδονικού Αγώνα συμπληρωματική -και συχνά ακριβέστερη- αυτής που αποτυπώνεται στην προξενική αλληλογραφία της ίδιας περιόδου.
    Μαθαίνουμε έτσι ότι, όπως ακριβώς συνέβη και με την πρώτη περιοδεία του Μελά, ενάμιση χρόνο νωρίτερα, το πρώτο καθήκον του αρχηγού ήταν να άρει κάποιες παρεξηγήσεις σχετικά με τις προτεραιότητες και τα μέτωπα του αγώνα. Μπαίνοντας στα πρώτα ελληνόφωνα χωριά των Γρεβενών, οι μακεδονομάχοι γίνονται δεκτοί με ενθουσιασμό από Ελληνες κατοίκους «αναμένοντας εναγωνίως την αποτίναξιν του ζυγού» -του οθωμανικού, εννοείται. Ο Βάρδας, αντιθέτως, τους κάνει «σύστασιν» για «αναμονήν των αισθημάτων των μέχρι καταλλήλου χρόνου», αφού στόχος του είναι η σύμπλευση με την οθωμανική εξουσία στην καταστολή των κομιτατζήδων (τ. Α', σ. 17).
    Φυσικά, η συνεργασία αυτή διεκπεραιώνεται με όλες τις επιφυλάξεις που επιβάλλει η ιδιότυπη παρανομία των μακεδονομάχων: «Οι Τούρκοι δεν φαίνονται και πολύ να μας καταδιώκουσι, εννοείται αι Αρχαί, οι εντόπιοι τουναντίον, μεγάλοι και μικροί, φαίνονται πολύ ευχαριστημένοι», γράφει στις 25.2.1905. «Προχθές είχον συνέντευξιν μετά τινος κεχαγιά Αλβανού είς τι τσιφλίκι βέη, όστις πολλάς υπηρεσίας θα μας παράσχη, αρκεί να είναι ασφαλής διά τας εργασίας του εις τα χωρία μας» (τ. Α', σ. 90).
    Δυόμιση χρόνια αργότερα, η σύμπραξη αυτή περιλαμβάνει δολοφονίες επί παραγγελία (τ. Β', σ. 801), ακόμη και κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Στην επιδρομή των μακεδονομάχων στο Αετόζι (20.10.1907), λ.χ., συμμετέχουν 10 Τούρκοι μισθοφόροι. «Εχουν μεγάλην μανίαν, θα κάμη καλές δουλειές με αυτούς», ενημερώνεται ο Βάρδας από τον επικεφαλής τους, καπετάν Ανδριανάκη. «Αλλά τον πέθαναν εις τα χρήματα. Και ως γνωρίζω, χωρίς λεπτά δεν κάνουν τίποτα» (τ. Β', σ. 997). Η συγκεκριμένη επιχείρηση θεωρείται πάντως «καλλίστη επιτυχία», καθώς «εκάησαν 14 οικίαι, 16 αχυρώνες και άνω των 60 μεγάλων οικιακών ζώων», ενώ υπήρξαν «4 άνδρες φονευμένοι και 4 γυναίκες και 4 άνδρες βαρέως πληγωμένοι» (σ. 995 & 998). Ακόμα μεγαλύτερος ενθουσιασμός συνοδεύει ωστόσο την τυφλή σφαγή 8 κατοίκων του Ξινού Νερού, οι οποίοι είχαν πάει να κόψουν ξύλα (15.9.1907), «διότι πρώτην φοράν φονεύονται παρ' ημών άνθρωποι εκ του φανατικού τούτου χωρίου» (τ. Β', σ. 933).
    Διαφορετική από τις «στεγνές» προξενικές αναφορές, είναι επίσης η περιγραφή των επιχειρήσεων «ένοπλης προπαγάνδας» που διενεργούν οι μακεδονομάχοι στα εξαρχικά χωριά, για να τα αναγκάσουν να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο. Παρά το λακωνικό, στρατιωτικό ύφος του συντάκτη τους, οι λεπτομέρειες που καταγράφονται μας επιτρέπουν να σχηματίσουμε μια αρκετά ζωντανή εικόνα του κλίματος και των μεθόδων της εποχής. Τυπικό δείγμα από την Μπέσφινα (σημ. Σφήκα) στις 21.10.1905:
    «Συνηθροίσαμεν αρκετούς εκ των χωρικών, ους ωδήγησαν εις την έξω του χωρίου εκκλησίαν, εν οις μετά πολλάς προσπαθείας και τον μουχτάρην [κοινοτάρχη]. Αδύνατον όμως να εύρωμεν τους ιερείς, ως απουσιάζοντας δήθεν, αλλά το πιθανότερον απεκρύβησαν. [...] Συνιστώμεν εις τους εν τη εκκλησία να επανέλθωσιν εις την ορθοδοξίαν, να μη τολμήσωσι και δηλώσωσιν εις την απογραφήν ότι είναι βούλγαροι και εντός ολίγων ημερών να μεταβώσιν εις την Μητρόπολιν, η οποία ατυχώς δι' αυτούς σήμερον είναι εις Κρούσοβον (των Πρεσπών). Διά δαρμών και απειλών παρουσιάζουσί τινές τα όπλα των, οδηγηθέντες δεμένοι υπ' ανδρών εκ της εκκλησίας εις τα σπίτια των. [...] Τον μουχτάρην σφάζει ο Δικώνυμος ως αρνίον» (τ. Α', σ. 264-5).
    Οι τρεις τόμοι του ημερολογίου ξεχειλίζουν από τέτοιες περιγραφές. Κάποιες φορές, πάλι, εντυπωσιάζει η αμφισημία της χρησιμοποιούμενης ορολογίας. Στα σχέδια του Βάρδα, το καλοκαίρι του 1906, ο οπλαρχηγός Παύλος Κύρου επιφορτίζεται π.χ. «να προστατεύη» κάποια χωριά, «ότε απειλών, ότε φονεύων»· ανάλογο πεδίο δράσης επιφυλάσσεται και σ' έναν άλλο καπετάνιο -με τη σκέψη ότι, «έχων έκαστος την περιφέρειάν του, θα εφιλοτιμείτο να υποτάξη αυτήν, με φόνους, με απειλάς κ.λπ.» (τ. Β', σ. 133).
Αλλά και για την «επικράτησιν» των μακεδονομάχων στον κάμπο της Φλώρινας απαραίτητο θεωρείται να διαπραχθούν στα τυφλά «αθρόοι φόνοι, διά βομβών και περιστρόφων», όσων κατοίκων παρακολουθούν τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία της εκεί βουλγαρικής εκκλησίας. Το εγχείρημα τελικά δεν υλοποιήθηκε για τεχνικούς λόγους, αξιοσημείωτη είναι όμως η ψυχρή λογική με βάση την οποία σχεδιάστηκε: «Μόνον η μάχαιρα δύναται να φέρη αγαθά αποτελέσματα· η μάχαιρα θα φέρη αντίδρασιν, ακριβώς δ' εξ αυτής της αντιδράσεως θα ωφεληθώμεν και θα υπερισχύσωμεν, διότι είμεθα πολυπληθέστεροι των εχθρών μας» (τ. Β', σ. 977).
    Ο ίδιος κυνισμός επικρατεί και κατά την αποτίμηση των «ημέτερων» θυσιών. «Εις Κότορι έκαυσαν την εκκλησίαν Βούλγαροι, απειλήσαντες τους χωρικούς ότι θα τους κατασφάξουν όλους», σημειώνει ο Βάρδας στις 16.4.1907, για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Μικρά ζημία, εν αυτή ελειτουργούντο οι ημέτεροι και οι σχισματικοί εκ περιτροπής» (τ. Β', σ. 703). Η εναλλάξ χρησιμοποίηση των ναών, από πατριαρχικούς κι εξαρχικούς αντιμετωπιζόταν πάντοτε από τους επιτελείς του ελληνικού μηχανισμού σαν ανεπίτρεπτη υποχώρηση, καθώς ακύρωνε στην πράξη την αποβολή της «σχισματικής» Εξαρχίας από την «οικουμενική» Ορθοδοξία.
    Η τρομοκρατία δεν περιορίζεται στους φόνους ή τα καψίματα. Από το Περιστέρι, ο ντόπιος μακεδονομάχος καπετάν Πέτρος ενημερώνει, π.χ., τον Βάρδα ότι «τρεις γυναίκες εκ Βελουσίνας μετέβησαν εις την βουλγαρικήν Αγ. Κυριακήν εις Βιτόλια» και ζητεί οδηγίες: «Τι πρόστιμον να τοις επιβάλη; Αυτός έχει σκοπόν να τας δείρη και να κόψη τα μαλλιά των» (τ. Β', σ. 634). Λιγότερο διστακτικός φαίνεται, αντιθέτως, ο καπετάν Ανδριανάκης: «ουδέν ευρίσκει δύσκολον», σημειώνει λακωνικά ο αρχηγός, «διότι θέλει κάπου να σφάξωμεν» (τ. Β', σ. 935).
    Ο ίδιος ο Βάρδας, πάλι, σημειώνει τις εντολές που εξέδωσε στην αλβανόφωνη Μπελκαμένη: «Απαγορεύω πάσαν συγκοινωνίαν μετά Πρεκοπάνας, οπωσδήποτε, μετά Κ. Κότορι ή άλλου οιουδήποτε σχισματικού χωρίου. Δέρω δε ο ίδιος γραίαν πρόσφυγα ενταύθα εκ Πρεκοπάνας, ήτις μετέβη άνευ αδείας εις Κ. Κότορι» (τ. Β', σ. 958). Σοβαρότερα προβλήματα θα προκύψουν τις ίδιες μέρες, εξαιτίας ενός γάμου μεταξύ κοντοχωριανών: «Σήμερον αφίκοντο εκ Κ. Κότορι (αλβανοφώνου), ίνα παραλάβωσι νύμφην τινά. Διά ταύτην είχον διατάξη να στεφανωθή εδώ, άλλως να μη δοθή· αλλ' ενέδωσα εις τας παρακλήσεις του Κ 42 [Κέντρο Φλώρινας], προς ο εδόθησαν υποσχέσεις ότι θα στεφανωθή εις Φλώριναν, υπό ημετέρου ιερέως» (όπ.π., σ. 959-60). Λεπτομέρειες που αποτυπώνουν εύγλωττα την έκταση της παρέμβασης των ένοπλων μηχανισμών στην καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά και τις αντιστάσεις που η περιχαράκωση των εθνικών στρατοπέδων έβρισκε σε μια ενιαία, λίγο-πολύ, χριστιανική κοινωνία.
   Ανάγλυφα προβάλλει επίσης η εικόνα της ανασφάλειας των μαχητών απέναντι στους πάντες. Τοπικές φυσιογνωμίες που έχουν περάσει στο πάνθεο των εθνομαρτύρων του Αγώνα, όπως ο Οισοδερίτης Παπασταύρος Τσάμης ή ο ζελοβίτης Παύλος Κύρου, στολίζονται από τον αρχηγό με κάθε λογής κατηγορίες και υπονοούμενα, ελάχιστες μέρες ή και ώρες πριν από το θάνατό τους. Από την πρώτη στιγμή, άλλωστε, ο Βάρδας έχει τη γνώμη ότι οι υφιστάμενοί του τοπικοί οπλαρχηγοί δεν είναι παρά «όρνεα αρπακτικά, δι' ουδέν άλλο σκεπτόμενα ή διά την τσέπην των» (τ. Α', σ. 68).
    Και, φυσικά, ακόμη πιο απλή είναι η μεθοδολογία με την οποία επιχειρεί την ανοικοδόμηση του «ελληνικού κόμματος», το οποίο είχε κυριολεκτικά αποδιαρθρωθεί μετά την εξέγερση του Ιλιντεν. «Εφθάσαμεν πλέον εις τα σχισματικά χωρία», γράφει την άνοιξη του 1905, και «τα πάντα δέον να ενεργώμεν διά υποσχέσεων και δωροδοκίας, ιδίως τώρα εν αρχή, μέχρις ότου κάμωμεν ρεύμα υπέρ ημών». Το τελευταίο, εκτιμά, «δεν είναι δύσκολον, ένεκα της διαφθοράς των ανθρώπων και της απεχθείας ην αισθάνονται προς τους κομίτας διά τα έκτροπά των» (τ. Α', σ. 76).
    Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε επ' αόριστον, και πάλι να έχουμε την αίσθηση ότι δεν αναπαράγουμε παρά ένα ελάχιστο δείγμα απ' τον απίστευτο πληροφοριακό πλούτο του ημερολογίου. Ο χώρος όμως δεν επαρκεί. Αντί επιλόγου θα επισημάνουμε, απλώς, ότι αυτό το συγκλονιστικό ντοκουμέντο έμεινε ουσιαστικά αναξιοποίητο πάνω από μισό αιώνα, αφότου κατατέθηκε το 1950 στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ωσπου, το 1994, «έξαφανίστηκε» μυστηριωδώς από τα ΓΑΚ χωρίς κάποια επίσημη εξήγηση, παρά μόνον αντιφατικές και όχι ιδιαίτερα πειστικές δικαιολογίες. Αντίγραφά του είχαν φυσικά προωθηθεί από καιρό σε ειδικευμένα ιδρύματα (όπως το ΙΜΧΑ), η πρόσβαση όμως των ερευνητών σε αυτά εξακολουθεί να είναι πολύ προβληματική. Αποτελεί έτσι ευτύχημα το γεγονός ότι είχε εγκαίρως φωτοτυπηθεί στο σύνολό του από έναν ερευνητή, τον Γιώργο Πετσίβα, που είχε την ευαισθησία να το δώσει -επιτέλους!- στη δημοσιότητα.





















Βασίλης Κ. Γούναρης
Από την ίδρυση της ΕΜΕΟ στο Ίλιντεν

Το απόγευμα της 3ης Νοεμβρίου του 1893, συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Χρίστο Μπατατζίεφ στη Θεσσαλονίκη ο Ντάμε Γκρούεφ, ο Πέρε Ποπάρσωφ, ο Αντόν Ντιμιτρώφ, ο Χρίστο Τατάρτσεφ και ο Ιβάν Χατζηνικολώφ. Καρπός της συναντήσεως αυτής ήταν η ίδρυση μίας μυστικής επαναστατικής οργανώσεως, η οποία έμελλε να επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια για μισό περίπου αιώνα. Το θέμα της ονομασίας της οργανώσεως απασχόλησε για αρκετό καιρό τα μέλη της και τελικά αποφασίσθηκε να ονομαστεί «Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση», ενώ η κεντρική επιτροπή της «Κεντρικό Μακεδονικό Επαναστατικό Κομιτάτο». Η οργάνωση, ωστόσο, έγινε ευρύτερα γνωστή είτε ως «Βουλγαρικά Επαναστατικά Κομιτάτα» είτε ως «Μυστικά Επαναστατικά Κομιτάτα» είτε -σπανιότερα- ως «Εσωτερικά Επαναστατικά Κομιτάτα», του εσωτερικού δηλαδή της Μακεδονίας.

Οι συνωμότες κατάγονταν από χωριά και πόλεις της Μακεδονίας, αλλά λόγω των σπουδών τους είχαν εγκαίρως μυηθεί στην βουλγαρική επαναστατική ιδεολογία και στον Σοσιαλισμό. Όλοι τους επιθυμούσαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό αλλά τα σχέδιά τους για την μελλοντική της τύχη ήταν ακόμη συγκεχυμένα. Στις αρχές του 1894, η συνάντηση των ιδρυτικών μελών επαναλήφθηκε στην οικία του Δημητρώφ και εκεί καθορίσθηκε ο ακριβής σκοπός της οργανώσεως. Στην πορεία της συζητήσεως έγινε λόγος για άμεση προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία αλλά η πρόταση απορρίφθηκε, καθώς ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε την αντίδραση της Ευρώπης όπως και της άμεσα ενδιαφερόμενης Τουρκίας. Κατέληξαν λοιπόν, όπως φαίνεται από τις πηγές, στην επιδίωξη της αυτονομίας της Μακεδονίας -σύνθημα λιγότερο επικίνδυνο- και στη συνεχή ενίσχυση του βουλγαρικού στοιχείου, με την ελπίδα είτε της μακροπρόθεσμης ενώσεως με τη Βουλγαρία είτε, τουλάχιστον, της συμμετοχής σε μία ομοσπονδία βαλκανικών κρατών. Η επιθυμητή ενίσχυση του βουλγαρικού στοιχείου θα εξασφαλιζόταν μόνον μέσα από τις ανάλογες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες θα υλοποιούσε η Πύλη.

Στο μεταξύ στη Σόφια οι βουλγαρομακεδονικές οργανώσεις, τις οποίες συγκροτούσαν οι δεκάδες χιλιάδες μετανάστες που εργαζόταν εκεί περιστασιακά ή μόνιμα, κατάφεραν το 1894-95 να συστήσουν για τον συντονισμό τους μία «Ανωτάτη Επιτροπή» (βουλγαριστί Βερχόβεν Κομιτέτ) με την βοήθεια της Κυβερνήσεως Στόιλωφ και στρατηγικό στόχο μία επιθετικότερη πολιτική έναντι της Τουρκίας. Πραγματικός αρχηγός της επιτροπής ήταν ο Στρατηγός Ιβάν Τσόντσεφ, φίλος του Ηγεμόνος Φερδινάνδου και εικονικός ο Καθηγητής Στογιάν Μιχαϊλόφσκι. Την πρώτη ένοπλη επιχείρηση των βερχοβιστών στη Μακεδονία, που μάλιστα κατέληξε στην ολιγόωρη κατάληψη του Μελενίκου τον Ιούλιο του 1895, οδήγησε ο νεαρός αξιωματικός Μπόρις Σαράφωφ από το Νευροκόπι. Ήταν εμφανές ότι οι δύο οργανώσεις συνέπλεαν και ότι ήταν απαραίτητη η ανάδειξη των ιδεολογικών τους αποκλίσεων. Δεν ήταν όμως η ευκολώτερη υπόθεση. Οι θέσεις της «Εσωτερικής Οργανώσεως» διευκρινίσθηκαν ακόμη περισσότερο το καλοκαίρι του 1896, όταν ανατέθηκε στον Γκόρτσε Πετρώφ και τον Γκότσε Ντέλτσεφ -σε δύο νεώτερα και δυναμικά στελέχη- η επεξεργασία ενός πληρέστερου καταστατικού οργανισμού. Στο νεώτερο αυτό κείμενο έντονη και ορατή ήταν η επίδραση της βουλγαρικής επαναστατικής λογοτεχνίας και κυρίως η επίδραση του καταστατικού της επαναστατικής οργανώσεως που είχε δράσει στη Βουλγαρία πριν από το 1878. Όμως και τυπικά, πέρα από τις φιλολογικές επιρροές, η οργάνωση συνέχιζε να έχει καθαρά βουλγαρικό χαρακτήρα, καθώς τα άρθρα 2 και 3 προνοούσαν για τη συμμετοχή στον αγώνα μόνο του «βουλγαρικού λαού» της Μακεδονίας και της Αδριανουπόλεως (δηλ. της Θράκης). Καλούνταν τα επαναστατικά κομιτάτα να αφυπνίσουν την βουλγαρική συνείδηση του πληθυσμού, να διαδώσουν τις επαναστατικές ιδέες και να προετοιμάσουν την επανάσταση, η οποία όμως αντιμετωπίζονταν ως μία μακρινή προοπτική. Θα χρειαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία. Μακρινή ήταν ακόμη και η οριστική διευκρίνηση της θέσεως των Σλαβομακεδόνων έναντι της βουλγαρικής ιδεολογίας.

Ανάλογες με τις βουλγαρικές ήταν και οι ελληνικές εθνεγερτικές και επαναστατικές επιλογές. Στην Αθήνα, την άνοιξη του 1894 συστήθηκε από χαμηλοβάθμους αξιωματικούς η «Εθνική Εταιρεία». Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν αρκετοί μελλοντικοί Μακεδονομάχοι, όπως ο Παύλος Μελάς αλλά και ο νεαρός Ιωάννης Μεταξάς. Σκοπός της εταιρείας, που μέσα σε δύο χρόνια αναπτύχθηκε εντυπωσιακά, ήταν η «αναζωπύρωσις του εθνικού φρονήματος». Στις τάξεις της περιελάμβανε πλέον, με την εξαίρεση των πολιτικών, διακεκριμένους πολίτες, πολλοί από τους οποίους ξεχώριζαν για τις μακεδονικές τους ευαισθησίες. Το καλοκαίρι του 1896, η «Εταιρεία» ήταν σε θέση να οργανώσει στη Θεσσαλία έξι ένοπλα σώματα, τα οποία θα ξεκινούσαν κίνημα όχι επαναστατικό κατά των Τούρκων αλλά «διαμαρτυρήσεως κατά των βουλγαρικών αξιώσεων». Κυριότερος από τους Μακεδόνες και άλλους οπλαρχηγούς, παλαιμάχους του 1878 που επιστρατεύθηκαν για την περίσταση, ήταν ο Αθανάσιος Μπρούφας, κτίστης από το Κριμίνι του Βοΐου. Σε αντίθεση με τα άλλα πέντε σώματα, που δεν ξεπέρασαν την παραλία της Πιερίας, το σώμα του Μπρούφα κατάφερε να διεισδύσει στη Μακεδονία και να φθάσει στο οροπέδιο του Μοριχόβου, έξω από το Μοναστήρι. Εκεί, μετά από σειρά συμπλοκών, ο Μπρούφας σκοτώθηκε και αρκετοί άνδρες του κατέληξαν στις τουρκικές φυλακές. Οι επιχειρήσεις της «Εταιρείας» επαναλήφθηκαν την επόμενη άνοιξη, σχεδόν παράλληλα με την έναρξη των εχθροπραξιών του Ελληνοτουρκικού Πολέμου. Όμως απέτυχαν να διεισδύσουν και πάλι τόσο το πολυμελές σώμα του Καψαλόπουλου και του Μυλωνά (2.000 άνδρες) από τη Θεσσαλία όσο και ένα ακόμη 400 ανδρών, που αποβιβάσθηκε στην Καβάλα για να ανατινάξει τη νέα και μοιραία για την έκβαση των επιχειρήσεων σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινουπόλεως.

Η νέα ελληνική ανταρτική αποτυχία και η συντριβή του στρατού στο πεδίο της μάχης έδωσε στα βουλγαρικά κομιτάτα την ευκαιρία που ανέμεναν. Οι προσχωρήσεις προς την Εξαρχία εντάθηκαν στη λεγόμενη «μέση ζώνη» (οροθετημένη βορείως από το Μοναστήρι, τη Στρώμνιτσα και το Μελένικο), που εκ των πραγμάτων αποτελούσε πλέον το βορειότερο σημείο των ελληνικών διεκδικήσεων. Η άφιξη εξαρχικού μητροπολίτη στο Μοναστήρι, τον Δεκέμβριο του 1897, ήταν ενδεικτική των τουρκικών προθέσεων, ενώ οι φήμες οργίαζαν ότι σύντομα θα ακολουθούσαν τοποθετήσεις στην Καστοριά και την Φλώρινα. Τα κομιτάτα, με την άνεση των περιστάσεων, ξεκίνησαν μία συστηματική και εκτεταμένη εκστρατεία μερικών δεκάδων δολοφονιών σημαινόντων στελεχών της ελληνικής παρατάξεως -των πλέον φανατικών- γνωστών ως «Γραικομάνων». Ο απολογισμός της διετίας 1898-1900 ήταν θετικότατος. Η παρουσία ικανών στελεχών, όπως ο Πάβλε Χριστώφ και ο Ποπτράικωφ, συνετέλεσε στην οργάνωση ενόπλων πυρήνων στην ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς. Ο εξοπλισμός των εξαρχικών χωριών κλιμακώθηκε με όπλα αγορασμένα κατά ένα μεγάλο μέρος τους στην Αθήνα, με τη βοήθεια ενός προσεκτικά οργανωμένου δικτύου. Οι παράλληλες δολοφονίες μερικών εισπρακτόρων και ενοικιαστών φόρων προσέδωσαν στο Κομιτάτο τον απαραίτητο μανδύα του τυραννοκτόνου. Είναι βέβαιο ότι η πρόοδός του θα ήταν ταχύτερη, εάν δεν σπαρασσόταν από εσωτερικές έριδες, που προκαλούσε η επιφυλακτικότητα των εντοπίων οπλαρχηγών. Η διάσταση αυτή αντικατοπτρίσθηκε κυρίως στην άρνηση του Κώτα Χρήστου από τη Ρούλια να υπηρετήσει υπό τις διαταγές του νεοαφιχθέντος από την Βουλγαρία Μαρκώφ (1900) εναντίον των συμπατριωτών του Πατριαρχικών και στην σταδιακή του απομάκρυνση από την Εσωτερική Οργάνωση. Ένα μέρος του προβλήματος ήταν ιδεολογικό. Γι' αυτό, το άπλωμα και η ωρίμανση της οργανώσεως ως επαναστατικού μηχανισμού σε ολόκληρη την Μακεδονία οδήγησε σύντομα σε νέα αναθεώρηση των καταστατικών της κειμένων. Η οργάνωση επιχείρησε -τυπικά τουλάχιστον- να ενώσει στο όνομα της αυτονομίας όλους τους καταπιεσμένους της Ευρωπαϊκής Τουρκίας κι όχι μόνον τους Βουλγάρους, όπως αρχικά είχε προσπαθήσει. Μέλη της στο εξής θα μπορούσε πλέον να είναι «κάθε Μακεδόνας και Αδριανουπολίτης [δηλαδή Θραξ]» ο οποίος πληρούσε όσες προϋποθέσεις όριζε το καταστατικό. Σκοπός της ήταν η πλήρης πολιτική αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης αλλά στον αγώνα για την επίτευξή του έπρεπε να συμμετέχουν «όλοι οι δυσαρεστημένοι» και όχι μόνον το βουλγαρικό στοιχείο της Μακεδονίας και της Θράκης. Το πρώτο εξάμηνο του 1902 εκδόθηκε το νέο καταστατικό και ο οργανισμός της «Μυστικής Μακεδονοαδριανουπολιτικής Επαναστατικής Οργανώσεως», γνωστής πλέον ως ΕΜΕΟ, τα οποία είχαν επεξεργασθεί ο Ντέλτσεφ και ο Πετρώφ. Στο μεταξύ, η απαγωγή της ιεραποστόλου Ellen Stone το 1901 από την τσέτα του Σοσιαλιστή Σαντάσκι, είχε ήδη κάνει την οργάνωση πασίγνωστη σχεδόν παγκοσμίως.

Το «άνοιγμα» της ΕΜΕΟ προς όλους τους πληθυσμούς ήταν βέβαια ένας τακτικός ελιγμός. Η πορεία για την τελική εξέγερση είχε δρομολογηθεί, οι ένοπλες ομάδες ανασυντάσσονταν και ο μηχανισμός αποκεντρώνονταν, ώστε να διευκολυνθεί η δράση. Ήδη πριν από την άνοιξη του 1902 οι συγκρούσεις των ομάδων με τον τουρκικό στρατό κλιμακώθηκαν. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έφθασε στην πατρίδα του Ζαγορίτσανη (Βασιλειάδα Καστοριάς) ο Συνταγματάρχης Γιαγκώφ, βασικό στέλεχος των Βερχοβιστών, μαζί με ένοπλο σώμα, με σκοπό να υποκινήσει το συντομώτερο εξέγερση, την οποία θα στήριζαν τόσο η Βουλγαρία όσο και η Ρωσία. Οι τοπικοί οπλαρχηγοί Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ, Μήτρος Βλάχος κ.ά. αντιτάχθηκαν στην ιδέα, υποδεικνύοντας το απαράσκευο της περιοχής και την έλλειψη όπλων. Εξάλλου, τον Ιούλιο ισχυρός σεισμός είχε προξενήσει σοβαρές καταστροφές στην Κεντρική κυρίως Μακεδονία. Αλλά οι Βερχοβιστές δεν κάμφθηκαν. Το φθινόπωρο του 1902, ο Γιαγκώφ προχώρησε σε επιχειρήσεις χωρίς την βοήθεια των εντοπίων οπλαρχηγών, ενώ ο Στρατηγός Τσόντσεφ ηγήθηκε μεγάλου σώματος στην περιοχή της Τζουμαγιάς και του Ράζλογκ. Μολονότι στο κίνημα ενεπλάκησαν εκόντα-άκοντα αρκετά χωριά, η κατάληξη ήταν ατυχής και η επέμβαση ατάκτων βασιβουζούκων καταστροφική.

Όμως το όφελος για την Βουλγαρία ήταν διπλωματικό. Η χαλιναγώγηση των κομιτάτων, που τόσο επιτακτικά ζητούσαν οι Δυνάμεις, ήταν αδύνατη χωρίς την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, για τις οποίες πίεζε τόσο η Βουλγαρική Κυβέρνηση όσο και η ΕΜΕΟ. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1902, η Πύλη συμφώνησε στην τοποθέτηση του Χουσεΐν Χιλμή Πασά στη θέση του Γενικού Διοικητού των ευρωπαϊκών κτήσεών της, με σκοπό την αποκατάσταση της ομαλότητος. Τον επόμενο μήνα, μετά από τη συνάντησή τους στη Βιέννη, οι Υπουργοί Εξωτερικών της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας Λάμσντορφ και Γκολουχόφσκι, εισηγήθηκαν μεταρρυθμίσεις στην οθωμανική χωροφυλακή και αγροφυλακή, τον επαναπροσδιορισμό της δεκάτης, την χρηστή διαχείριση των προσόδων και την αμνήστευση των πολιτικών κρατουμένων. Το «Πρόγραμμα της Βιέννης» έγινε αποδεκτό, αλλά στην πράξη δεν ήταν εφαρμόσιμο. Σε ολόκληρη την Μακεδονία κατά την άνοιξη του 1903 υπήρχαν περίπου 2.700 ένοπλοι οπαδοί των κομιτάτων (τουρκιστί κομιτατζή), κατανεμημένοι σε τουλάχιστον 90 συμμορίες. Οι ελευθερωμένοι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν επιστρέψει αμέσως στις μάχιμες θέσεις τους. Το τελευταίο συνέδριο της ΕΜΕΟ πριν από το Κίνημα του Ίλιντεν πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1903, στο Σμίλεβο. Κατά τις εργασίες του επικυρώθηκε η απόφαση του Συνεδρίου του Ιανουαρίου 1903 για επανάσταση, απόφαση που σύμφωνα με το πρωτόκολλο ήταν αποτέλεσμα τόσο της καταστάσεως στον χώρο της Μακεδονίας όσο και της δυσμενούς θέσεως, στην οποία είχε περιέλθει η οργάνωση μετά από τις συλλήψεις στελεχών της το 1901. Την επικύρωση της αποφάσεως αυτής ουσιαστικά εκβίασε ο Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ, ο Ιβάν Γκαρβάνωφ και οι άνθρωποί του, οι οποίοι -κατά τις μαρτυρίες των πρωταγωνιστών- φρόντισαν με απειλητικές επιστολές να αποσπάσουν τη συναίνεση των συνέδρων, παρά τις ισχυρές αντιρρήσεις που προέβαλε ο Πετρώφ με το επιχείρημα της μη καλής προετοιμασίας του πληθυσμού.

Στους επόμενους μήνες, οι δραστηριότητες της ΕΜΕΟ κατέστησαν σαφέστερα τα πραγματικά της σχέδια. Οι βομβιστικές ενέργειες που πραγματοποιήθηκαν σε διαφόρους στόχους, έδειχναν ότι κάτι σοβαρό ετοιμάζεται. Το κύμα των βομβιστικών επιθέσεων, που ξέσπασε μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης στα τέλη Απριλίου εναντίον στόχων που συνδέονταν με ευρωπαϊκά συμφέροντα, έκαναν τις υποψίες βεβαιότητα, μολονότι οι πραγματικοί δράστες ήταν μία ομάδα νεαρών αναρχικών χαλαρά συνδεδεμένη με την ΕΜΕΟ. Οι πλέον τεκμηριωμένες πληροφορίες για την τραγική αυτή περίοδο προέρχονται από την διπλωματική αλληλογραφία της εποχής. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Γάλλος υποπρόξενος στο Μοναστήρι: «Τα κομιτάτα τους εξωθούν [τους χωρικούς] με κάθε τρόπο στην εξέγερση και συνεχίζουν ενεργά τις ραδιουργίες τους, οι οποίες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Από τα παραπάνω γεγονότα προκύπτει ότι δολοφονούν χωρίς οίκτο τους προδότες καθώς κι εκείνους που αρνούνται να δώσουν χρήματα». Πολύ πιο αναλυτικός ήταν ο Βρετανός πρόξενος στα Σκόπια, ο Fontana, ο οποίος έγραφε ότι η βουλγαρική κοινότητα της πόλεως του Στιπ εργαζόταν πρόθυμα «…για μία γενική εξέγερση των Βουλγάρων και [ότι] είναι έτοιμοι να σφαγιαστούν προκειμένου να πετύχουν το στόχο που έχουν, δηλαδή Ή Μακεδονία για τους Μακεδόνες', που, αναμφίβολα, σημαίνει Ή Μακεδονία για τους Βουλγάρους'…». Και συμπλήρωνε: «Οι χωρικοί σε πολλά μέρη, είναι αλήθεια, δεν έχουν παρά ελάχιστες βλέψεις και με μισή καρδιά μόνο επιθυμούν να ξεσηκωθούν. Παίζουν ηρωικά τραγούδια και πατριωτικούς σκοπούς στη βουλγάρικη γκάιντα, δέχονται όπλα, επεκτείνουν τη φιλοξενία τους σε περιπλανώμενες συμμορίες και συνεισφέρουν στους πόρους του Κομιτάτου με λίγο-πολύ στωική, αν όχι ηρωική, υπομονή. Είναι όμως αμφίβολο κατά πόσο η ιδέα που έχουν γενικά για τον πατριωτισμό ή την εθνικότητα ξεπερνάει το μίσος που τους έχει καλλιεργηθεί εναντίον του Τούρκου και την αντιπάθειά τους για την καταβολή φόρων σ' αυτόν. Στις πόλεις, ωστόσο, το αίσθημα που κυριαρχεί στους Βουλγάρους προεστούς, δασκάλους και στην πλειοψηφία των Βουλγάρων πολιτών, είναι πολύ βαθύτερο και η εκπαίδευση των μαθητών στα βουλγαρικά γυμνάσια είναι μόνο ένας αντίλαλος αυτού του αισθήματος».

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και οι πλέον αισιόδοξοι παράγοντες της ΕΜΕΟ δεν θα μπορούσαν λογικά να περιμένουν την επιτυχία μιας γενικευμένης επαναστατικής εξεγέρσεως, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο. Η αμετάκλητη όμως πορεία τους προς ένα γενικό ολοκαύτωμα εξηγείται από τις συγκεκριμένες τους διπλωματικές επιδιώξεις: η Ευρώπη έπρεπε να επέμβει άμεσα. Τα γεγονότα που επακολούθησαν, δικαίωσαν εν μέρει μόνον τις επιλογές των Βουλγάρων επαναστατών. Το κίνημα του Ιουλίου, γνωστότερο ως Κίνημα του Ίλιντεν επειδή εκδηλώθηκε την ημέρα της εορτής του Προφήτη Ηλία, καταπνίγηκε -όπως άλλωστε αναμενόταν- ταχύτατα με βαρύτατες απώλειες, παρά την σημαντική βοήθεια που διοχετεύθηκε από την Βουλγαρία. Μολονότι τα τούρκικα κονάκια σε αρκετά τσιφλίκια πυρπολήθηκαν, η στρατιωτική αποτυχία ήταν πλήρης και τα βραχυπρόθεσμα διπλωματικά οφέλη όχι τα αναμενόμενα. Τον Σεπτέμβριο του 1903 στο κυνηγετικό περίπτερο του Φραγκίσκου Ιωσήφ, στην πόλη Murzsteg της Στυρίας, στο περιθώριο της συναντήσεως των αυτοκρατόρων της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας, ετοιμάσθηκε νέο μεταρρυθμιστικό σχέδιο που τελικώς έγινε αποδεκτό τόσο από την Πύλη όσο και από τις άλλες Δυνάμεις. Το σχέδιο αποσκοπούσε στην εφαρμογή των συμφωνηθέντων στη Βιέννη και στην αποκατάσταση των ζημιών και της ειρήνης, πριν η παθούσα Μακεδονία οδηγηθεί σε νέο επαναστατικό κύκλο. Συγκεκριμένα, προέβλεπε την τοποθέτηση δύο πολιτικών πρακτόρων (Ρώσου και Αυστριακού) στο πλευρό του Χιλμή, ως συμβούλων, την αναδιοργάνωση της χωροφυλακής από Ευρωπαίους αξιωματικούς, την αναμόρφωση των διοικητικών περιφερειών ώστε να περικλείουν, κατά το δυνατόν, εθνολογικά ομοιογενείς πληθυσμούς, την αναδιοργάνωση των διοικητικών και δικαστικών θεσμών προς όφελος των Χριστιανών, τον ορισμό εξεταστικών επιτροπών για τα πολιτικά εγκλήματα, την οικονομική ενίσχυση των πληγέντων πληθυσμών, την διάλυση των ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων και την εφαρμογή των νέων φοροεισπρακτικών μεθόδων που είχαν αποφασισθεί στη Βιέννη. Η αυτονομία δεν είχε επιτευχθεί, όμως οι καταστροφές των κωμοπόλεων του Κρουσόβου και της Κλεισούρας και δεκάδων άλλων χωριών με αμφίβολη συμμετοχή στο κίνημα, οι δηώσεις, οι εξανδραποδισμοί και οι 40.000 άστεγοι πρόσφυγες κατάφεραν τελικά να δημοσιοποιήσουν στην Ευρώπη την προπαγάνδα της ΕΜΕΟ και της Βουλγαρίας περί του Μακεδονικού Ζητήματος. Ήταν μία σημαντικότατη υποθήκη για τα επόμενα χρόνια.
Ο Μακεδονικός Αγώνας

Την ίδια περίοδο που οι Δυνάμεις εργαζόταν για την ειρήνευση στη Μακεδονία, η Ελληνική Κυβέρνηση άρχισε να εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο της ενεργητικότερης αναμίξεώς της. Δεν επρόκειτο για αιφνιδιασμό. Ήδη είχε εκκινήσει από τις αρχές του αιώνος η χορήγηση γενναιοτέρων παροχών για την εκπαίδευση των Μακεδόνων αλλά και οι σκέψεις ότι μόνον η βία θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη βία. Τα ελληνικά εκπαιδευτήρια έφθαναν πλέον τα 1.000, με περίπου 70.000 μαθητές. Στον χώρο της εκκλησίας είχαν σημειωθεί επίσης σοβαρές μεταβολές. Το σημαντικότερο βήμα ήταν η πρόσκληση του τέως Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ να αναλάβει και πάλι τον θρόνο του, με την υποστήριξη της Ελληνικής Κυβερνήσεως (Μάρτιος 1901). Την ίδια περίοδο, νέοι μητροπολίτες τοποθετήθηκαν σε επίκαιρες θέσεις: ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Χρυσόστομος Καλαφάτης στη Δράμα, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι κ.ά. Όλοι τους κινήθηκαν ανοιχτά πλέον για την ελληνική εθνική υπόθεση και επιθετικότερα από όλους ο Καστοριάς Γερμανός, που προσανατολίσθηκε αμέσως στη διάσπαση του δικτύου του Βουλγαρικού Κομιτάτου και στη συγκρότηση ενόπλων ομάδων, με τον προσεταιρισμό του Κώτα Χρήστου και άλλων δυσαρεστημένων στελεχών της ΕΜΕΟ. Επίκουρος στο έργο του ήλθε, τον Νοέμβριο του 1902, ο διπλωμάτης Ίων Δραγούμης, γιος του Στεφάνου, που ζήτησε και τοποθετήθηκε ως γραμματέας στο Προξενείο Μοναστηρίου. Μέσα από την πόλη αυτή, που τα δίκτυά της απλωνόταν σε ολόκληρη την Μακεδονία, ξεκίνησε η σύσταση πυρήνων, δηλαδή ελληνικών εθνικών επιτροπών, γνωστών ως «Άμυνα». Στελεχώθηκαν από τους πλέον τολμηρούς και ελληνομορφωμένους παράγοντες της πόλεως και των κωμοπόλεων, που έβλεπαν ότι η επιθετική πολιτική του Κομιτάτου έθετε σε κίνδυνο ολόκληρο το κοινωνικό και οικονομικό εποικοδόμημα. Όπλα άρχισαν να καταφθάνουν στη Μακεδονία με τις ενέργειες των παλαιών στελεχών της «Εθνικής Εταιρείας», που υπηρετούσαν ως αξιωματικοί στη Θεσσαλία. Ο Δραγούμης έγραφε παντού φλογερές επιστολές, ζητώντας μάλιστα από τον γαμπρό του Παύλο Μελά να προετοιμάσει στρατιωτικό πραξικόπημα, με επικεφαλής τον Στρατηγό Τιμολέοντα Βάσσο, για να σώσουν την Μακεδονία. Τα προξενεία έλαβαν οδηγίες να ενισχύσουν την άμυνα. Μάλιστα, κάτω από τις πιέσεις του Καραβαγγέλη, ο κύκλος των Δραγούμηδων έστειλε το πρώτο ένοπλο σώμα από έντεκα Κρητικούς (Μάιος 1903). Το σώμα συγκρούσθηκε με τους Βουλγάρους την πρώτη κιόλας ημέρα της Εξεγέρσεως του Ίλιντεν και φυγαδεύτηκε με πολλές δυσκολίες στην Ελλάδα.

Τον Δεκαπενταύγουστο του 1903, με υποκίνηση των μακεδονικών συλλόγων των Αθηνών, πραγματοποιήθηκε συλλαλητήριο με αφορμή τα δραματικά γεγονότα που εκτυλίσσονταν στη Μακεδονία. Ακολούθησε η απόφαση για την αποστολή δύο διερευνητικών αποστολών, αφενός των τεσσάρων αξιωματικών (Κοντούλης, Κολοκοτρώνης, Παπούλας, Μελάς) και αφετέρου του διερμηνέα της Πρεσβείας Κωνσταντινουπόλεως, Γεωργίου Τσορμπατζόγλου. Οι εργασίες των αποστολών ολοκληρώθηκαν μόλις το καλοκαίρι του 1904 αλλά οι εισηγήσεις τους δεν συνέπιπταν. Ακόμη και οι απόψεις των αξιωματικών μεταξύ τους διίσταντο. Η σύλληψη του Κώτα, μετά από κατάδοση του Γερμανού Καραβαγγέλη, ενέτεινε τους προβληματισμούς, εάν δηλαδή υπήρχαν πράγματι περιθώρια ανατροπής της βουλγαρικής οργανωτικής υπεροχής. Όμως στην πράξη η αντίστροφη πορεία είχε δρομολογηθεί ήδη από την άνοιξη. Τότε τοποθετήθηκε πρόξενος στο Μοναστήρι ο Δημήτριος Καλλέργης και στη Θεσσαλονίκη ο Λάμπρος Κορομηλάς, ενώ παράλληλα αποσπάσθηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών μία ομάδα αξιωματικών, προκειμένου να αναλάβουν υπηρεσία στα προξενεία και τα υποπροξενεία, ως «ειδικοί γραφείς». Στα τέλη Μαΐου, πρώην εταίροι της «Εθνικής Εταιρείας» ίδρυσαν το «Μακεδονικόν Κομιτάτον» με πρόεδρο τον ιδιοκτήτη της ανερχόμενης εφημερίδος Εμπρός, τον Δημήτριο Καλαποθάκη, πρώην διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Τρικούπη. Από το ιδρυτικό κείμενο του καταστατικού φαίνεται ότι το Κομιτάτο ανέλαβε ευρύτατες αρμοδιότητες, που επεκτείνονταν στους τομείς της στρατολογίας και της προπαρασκευής σωμάτων. Μολονότι η Ελληνική Κυβέρνηση κάλυπτε τα έξοδά του και όριζε τα μισά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ήταν σαφές ότι η παράλληλη δράση ιδιωτών και κράτους εγκυμονούσε περιπλοκές. Στα επόμενα χρόνια, ο συντονισμός των επιχειρήσεων και η κατανομή ανδρών και υλικού ήταν κάθε άλλο παρά απρόσκοπτα.

Στα τέλη Ιουλίου του 1904, η αποστολή νέων σωμάτων είχε αποφασισθεί. Στα μέσα Αυγούστου κατάφερε να διεισδύσει το σώμα του Θύμιου Καούδη και λίγο αργότερα, αυτό του Παύλου Μελά. Οι διπλωματικές υπηρεσίες παρακολούθησαν την πορεία και τη δράση τους από μακριά, μέσω των διαθέσιμων πληροφοριοδοτών, με αναμφίβολη ικανοποίηση για τις πρώτες ελληνικές επιτυχίες, προσηλωμένες όμως περισσότερο στα φαινόμενα παρά στην ουσία της ένοπλης συγκρούσεως, που εντοπίζονταν περισσότερο στη φοβερή ψυχολογική πάλη που διαδραματίζονταν στις καρδιές των χωρικών. Ο θάνατος του Παύλου Μελά, τον Οκτώβριο του 1904, σημάδεψε την πορεία του Μακεδονικού Αγώνος με πολλούς τρόπους. Φυσιογνωμία ευγενική και καλοπροαίρετη, ιδεολόγος και ευσυγκίνητος, αν και πρόθυμος να υιοθετήσει τους τύπους της κλέφτικης παραδόσεως, στην ουσία αδυνατούσε να εφαρμόσει τους σκληρούς κανόνες και να υποστεί τους σωματικούς κόπους του ανορθόδοξου πολέμου και έτσι αναδείχθηκε σε τραγικό ήρωα. Ο χαμός του ήταν πάνω απ' όλα ο θρίαμβος του ρομαντικού εθνικισμού, που επισφραγίσθηκε με τη θυσία για την πατρίδα, μία μοίρα που ο Μελάς, όπως φαίνεται από τα γραπτά του, επιζητούσε συστηματικά. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατο του Μελά, διέσχισε την μεθόριο το σώμα του Γεωργίου Κατεχάκη (Ρούβας) και στα μέσα Νοεμβρίου ακολούθησε ο Γεώργιος Τσόντος, που εξελίχθηκε σύντομα στην σημαντικότερη επιτελική προσωπικότητα του Αγώνος. Οι δύο αυτές ομάδες μαζί με τους άνδρες του Καούδη έδωσαν τα πρώτα κτυπήματα στην βουλγαρική παράταξη, αποκαθιστώντας για πρώτη φορά το ελληνικό γόητρο στα μάτια του εντόπιου πληθυσμού.

Ο χειμώνας ανέστειλε την πολεμική δραστηριότητα. Οι προετοιμασίες για την εαρινή (1905) αντεπίθεση άρχισαν με την κάθοδο του ειδικού γραφέως, Ανθυπολοχαγού Κωνσταντίνου Μαζαράκη-Αινιάν στην Αθήνα. Ο Μαζαράκης, μεταφέροντας τις απόψεις του Κορομηλά, προσπάθησε να προωθήσει την λύση της ενιαίας διευθύνσεως του Αγώνος από το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης, υποδεικνύοντας τις αδυναμίες του Κομιτάτου. Όμως το τελευταίο διέθετε ήδη αρκετή πολιτική κάλυψη και το απαραίτητο γόητρο για να εξουδετερώσει κάθε προσπάθεια περιστολής των δραστηριοτήτων του. Παρά το ακμαίο ηθικό, στην πράξη η ελληνική αντεπίθεση ήταν πολύ πιο σύνθετη και πολύπλοκη υπόθεση. Περισσότερο δυσχερής και από τον ανταρτοπόλεμο των βουνών ήταν η διοργάνωση της υποδομής, ο επιτελικός σχεδιασμός και η συνεπής υλοποίησή του, με δεδομένη την διασπορά και την επικάλυψη των κέντρων λήψεως αποφάσεων, από τα γραφεία της εφημερίδος Εμπρός και το Υπουργείο των Εξωτερικών στην Αθήνα έως τα κορφοβούνια του Βιτσίου, τα χωριά του Βοΐου και τις εθνικές επιτροπές των κωμοπόλεων με όλες τις ιδιαιτερότητές τους. Ως κυρίαρχη μορφή στο επίπεδο αυτό προέβαλε ο Κορομηλάς, ο αποστολέας εκατοντάδων δυναμικών και παρορμητικών επιστολών προς το Υπουργείο των Εξωτερικών. Είναι μαρτυρημένο ότι ο Κορομηλάς είχε επίγνωση των ανωτέρων ικανοτήτων του και ότι χαρακτηριζόταν από μία εκκεντρικότητα, που μερικές φορές υπονόμευε τις συνεργασίες του· αλλά είναι υπεράνω αμφιβολιών ότι ο Γενικός Πρόξενος ήταν εκ των ουκ άνευ συντελεστών του Αγώνος.

Όντως, από τα γραφόμενά του γίνεται σαφές ότι ο Κορομηλάς με το προσωπικό του κύρος προσπάθησε και κατάφερε να παρασύρει την Ελληνική Κυβέρνηση σε μία ενεργότερη συμμετοχή απ' αυτήν της περιόδου 1903-1904. Πριν καλά-καλά επιτύχει την έγκριση των απαραίτητων δαπανών, από τον Ιανουάριο του 1905 οραματιζόταν την επέκταση των επιχειρήσεων στην Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία, μέχρι το Μελένικο και τη Στρώμνιτσα. Επίσης, είχε προχωρήσει στην οργάνωση του λαθρεμπορίου όπλων και του εξοπλισμού της ενδοχώρας μέσω του προξενείου, προκαταλαμβάνοντας ίσως μερικές φορές την ίδια την κυβέρνηση με το πάθος και τη ρητορεία του. Μόνιμη επωδός ήταν η παραγγελία χιλιάδων όπλων και πυρομαχικών. Συνεργάτες του είχε τους «ειδικούς γραφείς», που ως τομεάρχες, μέσω έμπιστων πρακτόρων, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, επισκέπτονταν, γνώριζαν και φωτογράφιζαν πρόσωπα και πράγματα, συνέτασσαν αναφορές προς το Μακεδονικό Κομιτάτο και έκαναν καθημερινές ακροάσεις μέσα στο κτίριο του Γενικού Προξενείου επιτηρούμενοι ασφυκτικά από τις οθωμανικές αρχές. Την ίδια εποχή και στο Μοναστήρι κυριαρχούσε ο προβληματισμός για το μέλλον των επιχειρήσεων. Ελλείψει ανωτέρων διαταγών, οι διπλωμάτες επιθυμούσαν την αποτύπωση ενός σχεδίου, την ορθολογική διασπορά των σωμάτων, την εκ των προτέρων κατανομή στρατηγικών καθηκόντων, επιφυλάσσοντας για τον συντονιστικό ρόλο κάποιον αποσπασμένο στο προξενείο αξιωματικό, όπως ακριβώς πρότεινε και ο Κορομηλάς για το Βιλαέτι Θεσσαλονίκης. Οι εξελίξεις έδειξαν πόσο δίκαιο είχαν. Αλλά η «ομοιόμορφος ενέργεια», η «ενδελεχής παρασκευή του εδάφους» και η «πλήρης οργάνωσις» που ο Κορομηλάς και οι συνάδελφοί του ζητούσαν προκαταβολικά, παρέμειναν ένα απραγματοποίητο όνειρο.

Παρά τους προβληματισμούς, την άνοιξη του 1905 στη Μακεδονία βρέθηκαν τουλάχιστον 565 άνδρες, οργανωμένοι σε ευμεγέθη σώματα, υπό την διοίκηση κυρίως αξιωματικών του ελληνικού στρατού και την διοικητική εποπτεία του Κομιτάτου. Την ίδια περίοδο στην Κεντρική Μακεδονία ενεργοποιούνταν περίπου 122 άνδρες, υπό την διοίκηση υπαξιωματικών και τοπικών οπλαρχηγών (επτά ομάδες) καθώς και 109 πολιτοφύλακες (12 ομάδες). Πλέον τούτων, αναμένονταν άμεσα άλλοι 178 άνδρες. Το φθινόπωρο, στην ίδια περιοχή βρίσκονταν ανεπτυγμένες 13 ομάδες ανταρτών (215 άνδρες) έναντι περίπου ισαρίθμων ενόπλων Βουλγάρων και 32 ομάδες πολιτοφυλάκων (183 άνδρες). Επιπλέον, στην Ανατολική Μακεδονία ήδη μετριόταν, τον Νοέμβριο του 1905, 14 μικρά σώματα με 85 άνδρες συνολικά. Η ταυτόχρονη παρουσία 1.000 περίπου ενόπλων Ελλήνων τη στιγμή που ήδη υπήρχαν ενδείξεις ότι ο τουρκικός στρατός εγκατέλειπε την προηγούμενη παθητική του στάση, ήταν επόμενο να προκαλέσει σωρεία ατυχημάτων και εκατομβών, με γνωστότερα θύματα τους αξιωματικούς Μαρίνο Λυμπερόπουλο (Κρόμπας), Μιχαήλ Μωραΐτη (Κόδρος) και Σπυρίδωνα Φραγκόπουλο (Ζόγρας). Από την άλλη όμως μεριά, η αύξηση των πολιτοφυλακών, η προώθηση στο Μορίχοβο και την Ανατολική Μακεδονία, η επέκταση του ελέγχου στα Καστανοχώρια και στις πεδιάδες βορείως και νοτίως της Φλωρίνης και η εξασφάλιση ζωτικών οδικών αρτηριών γύρω από το Μοναστήρι μέσα σε δέκα μήνες ήταν στρατηγικά πλεονεκτήματα με αναμφίβολη σημασία.

Όμως ο Αγώνας δεν είχε ακόμη κριθεί. Από τις αρχές του 1906, όταν πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, φάνηκαν στο Βιλαέτι Μοναστηρίου τα προβλήματα, τα οποία εγκαίρως είχαν επισημάνει οι διπλωμάτες: αποσύνθεση των σωμάτων στη βόρεια ζώνη, αδυναμία παρακολουθήσεως των ενεργειών στη νότια ζώνη, αρρυθμία στην οικονομική διαχείριση, έλλειψη στελεχών στα κέντρα και συντονισμού στην είσοδο και ανάπτυξη των σωμάτων. Οι συνέπειες ήταν άμεσες και τραγικές: ο Γεώργιος Σκαλίδης σκοτώθηκε τον Μάρτιο, ο Χρήστος Πραντούνας τον Απρίλιο, ο Αντώνιος Βλαχάκης τον Μάιο, ο Κωνσταντίνος Γαρέφης τον Ιούνιο, ο Ευάγγελος Νικολούδης τον Ιούλιο και μαζί τους δεκάδες Μακεδονομάχοι, θύματα τις περισσότερες φορές άσκοπων συγκρούσεων με τα τουρκικά στρατεύματα. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι τον Σεπτέμβριο του 1906, στην ίδια περιοχή η τακτική δύναμη με επιχειρησιακή δυνατότητα δεν ξεπερνούσε τους 200 άνδρες -ίσως λίγοι περισσότεροι από τους αντίστοιχους κομιτατζήδες- το Βίτσι είχε εγκαταλειφθεί, τα Κορέστια δεν ελέγχονταν και οι Εξαρχικοί εξαπέλυαν δολοφονικές αντεπιθέσεις με πολλά θύματα. Αντίθετα, στο πατριαρχικό στρατόπεδο τα κρούσματα απειθαρχίας είχαν πολλαπλασιασθεί. Ακριβώς την ίδια εποχή, ο Λάμπρος Κορομηλάς από την Θεσσαλονίκη βρισκόταν στην ευτυχή θέση να αναφέρει τη συνεχή βελτίωση των ελληνικών θέσεων, καθώς επεχειρείτο επιτυχώς η προώθηση των σωμάτων του Σαράντου Αγαπηνού (Άγρας) και του Ιωάννου Δεμέστιχα (Νικηφόρος) μέσα στον βάλτο των Γιαννιτσών. Ήλπιζε, έτσι, ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν τα πολλά παραλίμνια χωριά, των οποίων η οικονομική ζωή ήταν εξαρτημένη από τη χλωρίδα και την πανίδα του βάλτου.

Το τέλος του τρίτου χρόνου ένοπλης δράσεως βρήκε την ελληνική πλευρά να διατηρεί το συγκριτικό πλεονέκτημα που είχε αποκτήσει το 1905 σε ολόκληρη την Μακεδονία, αλλά ήταν προφανές ότι κατά τόπους υπήρχαν αποκλίσεις από τους επιθυμητούς στόχους ή ακόμη και υποχωρήσεις από τα κεκτημένα. Τα προξενικά έγγραφα δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα προβλήματα ήταν έκδηλα κυρίως στη Μακεδονία. Η κρίση που σοβούσε στο Βιλαέτι Μοναστηρίου από το 1906, φαίνεται ότι μάλλον ήταν συνάρτηση γεωγραφικών παραγόντων. Η γειτνίαση με το ελληνικό κράτος πολλαπλασίαζε τις δυνατότητες επιτυχούς εισβολής σωμάτων, σε αντίθεση με τις πάντοτε προγραμματισμένες αλλά ταυτόχρονα προβληματικές και αγωνιώδεις αποβάσεις από θαλάσσης στη Χαλκιδική και το Ρουμλούκι, νοτίως του βάλτου των Γιαννιτσών. Άλλωστε, τα ελληνοτουρκικά σύνορα ήταν ο χώρος όπου παραδοσιακά ενδημούσαν κάθε είδους κλεφταρματολοί. Ήταν επόμενο οι τελευταίοι να βρεθούν στην ορεινή Μακεδονία σε αυξημένη αναλογία σε σύγκριση με τις κεντρικές και τις ανατολικές πεδιάδες, όπου οι αποβάσεις ήταν σχεδόν απόλυτα ελεγχόμενες από το ελληνικό κράτος. Ακόμη στα δυτικά, το διοικητικό κέντρο, το Μοναστήρι, ήταν ουσιαστικά αποκομμένο από πολλά θέατρα των επιχειρήσεων, σε αντίθεση με την πολυτέλεια της σιδηροδρομικής συνδέσεως με όλα τα κέντρα της δικαιοδοσίας του, που διέθετε ο Κορομηλάς. Έτσι, η απόσταση από τις επιχειρήσεις στα Γρεβενά, τα Καστανοχώρια, τα Κορέστια κ.α. πολλαπλασίαζε τις αδυναμίες συντονισμού των πολυπληθών ενόπλων, ενώ οι εγγενείς δυσχέρειες των επικοινωνιών επέτειναν την εικόνα του χάους. Τέλος, το πρόβλημα της διοικητικής ευθύνης των τοπικών εθνικών επιτροπών ήταν ασυγκρίτως σοβαρότερο στα δυτικά, όπου η παράδοση του κοινοτισμού και η μορφή της οικονομίας υπονόμευε τις έξωθεν επεμβάσεις. Αναπόφευκτα η νέα τάξη των ενθουσιωδών πατριωτών, που στηριζόταν στα όπλα των σωμάτων, ερχόταν σε αντιπαράθεση με την εξουσία των παραδοσιακών προκρίτων. Αντίθετα, στα τσιφλίκια του κάμπου οι «άνωθεν» πιέσεις επέφεραν αμεσότερα αποτελέσματα.

Η παντοδυναμία της ΕΜΕΟ και η επιτυχία της την καθιστούσε, όπως φαίνεται, πρότυπο οργανώσεως και δράσεως για τους Έλληνες διπλωμάτες, οι οποίοι αρέσκονταν να βλέπουν το δίκτυό τους ως την ελληνική «εσωτερική» οργάνωση, προφανώς σε αντιδιαστολή με το «ανώτερο» κομιτάτο των Αθηνών. Στην πραγματικότητα, ούτε ο αγώνας των Βουλγάρων ήταν απρόσκοπτος. Όμως στο στρατόπεδό τους, όπως και στο ελληνικό, οι συγκρούσεις ήταν κάθε άλλο παρά ιδεολογικές. Η διάσπαση της εξαρχικής βάσεως σε δύο κόμματα προήλθε, όπως μαρτυρείται, από την αδυναμία ικανοποιήσεως των μακροχρονίων οικονομικών αιτημάτων της ΕΜΕΟ από τους χωρικούς. Στην περίοδο της παρακμής που ακολούθησε το Ίλιντεν και επιτάθηκε μετά την ελληνική αντεπίθεση του 1905, οι πιέσεις, οι αποτυχίες και οι φιλοδοξίες των καπεταναίων αλλά και η απροθυμία του βουλγαρικού κράτους να επέμβει ρυθμιστικά, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μίγμα που όχι μόνο υπονόμευσε την βουλγαρική αλυτρωτική πολιτική στην οθωμανική Μακεδονία αλλά μακροπρόθεσμα δυναμίτισε την κοινωνική γαλήνη και στην ίδια την Βουλγαρία.

Τα προβλήματα κατευθύνσεως του αγώνος των Ελλήνων και των Βουλγάρων φαίνονταν ακόμη σημαντικότερα μέσα στο δυσμενές πλαίσιο που δημιουργούσε η παρεμβατική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων και η αντίστοιχη παρελκυστική της Πύλης. Η παρουσία των πρώτων στη Μακεδονία συνέπιπτε με την αύξηση της ελληνικής δραστηριότητος, η οποία και αντιμετωπιζόταν ως αποσταθεροποιητικός παράγων της ειρήνης. Αν και οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και οι Ιταλοί φαίνονταν εκνευρισμένοι από τις πρωτοβουλίες των Αυστριακών και των Ρώσων στη Μακεδονία, ωστόσο δεν μαρτυρείται σοβαρή διάσταση για την άμεσα εφαρμοστέα πολιτική. Όλοι τους παρέβλεπαν το γεγονός ότι τα ελληνικά σώματα προσπαθούσαν απλώς να αποκαταστήσουν το προηγούμενο καθεστώς, διότι το δικό τους βραχυπρόθεσμο συμφέρον ήταν η διατήρηση της βουλγαρικής δυνάμεως, σε σημείο ώστε να εξουδετερώνεται η ελληνική χωρίς παράλληλα να κλονίζεται η οθωμανική κυριαρχία. Με την «μεροληπτική» αυτή πολιτική ευθυγραμμιζόταν και η Πύλη, ίσως όχι τόσο απρόθυμα όσο υπαινισσόταν ο Γενικός Επιθεωρητής της Μακεδονίας Χιλμή Πασάς, σε συνομιλίες του με Έλληνες διπλωμάτες. Αφού εξασφαλίσθηκε η μείωση της βουλγαρικής ανατρεπτικής ικανότητος, η Τουρκία έπαυσε την ευμενή ουδετερότητα προς τα ελληνικά σώματα, την οποία είχε επιδείξει στις αρχές του Μακεδονικού Αγώνος και επιδόθηκε σε «αμείλικτον καταδίωξιν». Τυπικά βέβαια ο Χιλμή, παίζοντας με θαυμαστή επιτηδειότητα εν μέσω ευρωπαϊκών και σουλτανικών πιέσεων τον ρόλο του φιλέλληνος, συνέχιζε να διαβεβαιώνει τους Έλληνες ότι ενδιαφερόταν κυρίως για την πάταξη των βουλγαρικών συμμοριών και ευγενικά αποθάρρυνε την οργάνωση νέων ελληνικών σωμάτων, ώστε να μην αποσπάται η προσοχή του οθωμανικού στρατού. Όμως το ενδεχόμενο αυτό, να αφεθεί δηλαδή αποκλειστικά στους Τούρκους η δίωξη των κομιτατζήδων ώστε να αποφευχθεί η εμπλοκή ελληνικών σωμάτων, δεν ήταν ρεαλιστικό. Ήταν γνωστή πλέον στην ελληνική πλευρά τόσο η ικανότητα των Εξαρχικών για συγκεκαλυμμένη δράση όσο και η ιδιαίτερη σημασία που έπαιζε η παρουσία και μόνον μερικών ενόπλων για την μεταστροφή των φρονημάτων.

Δεν ήταν, όμως, μόνον η ένοπλη διεκπεραίωση του Αγώνος που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον των Ελλήνων διπλωματών. Είναι προφανές ότι πίστευαν -και δεν είχαν άδικο- ότι εξίσου λυσιτελείς θα ήταν και οι πρωτοβουλίες οικονομικής φύσεως. Πρόκειται για σειρά προτάσεων και σχεδίων που είναι ελάχιστα γνωστά, γιατί ποτέ δεν καρποφόρησαν επαρκώς και έτσι πέρασαν στην ιστορία ως ο οικονομικός πόλεμος που κήρυξε στους εξαρχικούς επαγγελματίες και εργάτες της Θεσσαλονίκης ο Ανθυπολοχαγός Αθανάσιος Σουλιώτης. Η κατάσταση, όμως, ήταν πιο πολύπλοκη από έναν εμπορικό αποκλεισμό και είχε να κάνει βασικά με τις ραγδαίες μεταβολές στην οικονομία της Μακεδονίας, που θα εξετασθούν παρακάτω. Τέσσερις όψεις των οικονομικών μεταβολών συνδέθηκαν κυρίως με τον Μακεδονικό Αγώνα: η υπερατλαντική αποδημία, η αγοραπωλησία γαιών, η ίδρυση τραπεζικών υποκαταστημάτων και οι ανταγωνισμοί των επαγγελματιών στα αστικά κέντρα.

Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις ΗΠΑ, που εκδηλώθηκε κυρίως μετά την Εξέγερση του Ίλιντεν, το 1905 είχε ήδη προσλάβει σημαντικές διαστάσεις σε ολόκληρη την σλαβόφωνη ζώνη του Βιλαετίου Μοναστηρίου. Ήταν πλέον μία στρατηγική που εφαρμοζόταν με σχέδιο και συνέπεια σχεδόν από κάθε διευρυμένη οικογένεια. Την χρονιά εκείνη μόνον από την περιφέρεια Μοναστηρίου μετανάστευσαν περίπου 5.500 -νέοι άνδρες στη συντριπτική τους πλειοψηφία- από τα χωριά που δέχονταν τις μεγαλύτερες πιέσεις ενόπλων σωμάτων. Μέχρι το τέλος της ίδιας χρονιάς, η στρατηγική είχε ήδη μεταφερθεί και στις δυτικές περιοχές του Βιλαετίου Θεσσαλονίκης. Οι συνέπειές της ήταν αρνητικές πρωτίστως για το τουρκικό δημόσιο, που παρά την επιθυμία του, αδυνατούσε να την καταστείλει, αλλά η έντονη λειψανδρία δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα και τα Κομιτάτα που, καθώς στερούνταν οπαδών και πόρων, προσπάθησαν ακόμη και να ελέγξουν το δίκτυο των πρακτορείων μεταναστεύσεως. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα σημαντικότερη εξέλιξη δεν ήταν τόσο η λειψανδρία στη Μακεδονία όσο η μεταφορά των διαφορών Εξαρχικών και Πατριαρχικών στην αμερικανική ήπειρο. Την σημασία του γεγονότος αυτού φαίνεται ότι αντιλήφθηκαν άμεσα τόσο η Ελλάδα όσο και η Βουλγαρία. Από ελληνικής πλευράς, προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στην ομαλή συμβίωση των Μακεδόνων με τους μετανάστες από το ελληνικό κράτος και να αποφευχθεί η άκριτη απομόνωση των Σλαβοφώνων ως Βουλγάρων. Σε όσες περιπτώσεις συνέβαινε αυτό, οι παλιννοστούντες, με όλο το κύρος που τους προσέδιδαν τα δολάριά τους, έσπευδαν να εκδικηθούν τις λοιδορίες συντασσόμενοι με το Βουλγαρικό Κομιτάτο. Ήταν μία διαδικασία που απαιτούσε λεπτότατους χειρισμούς, τους οποίους, όπως έδειξε η ιστορία, δεν μπορούσε να εγγυηθεί η παρουσία μόνον ενός ικανού αρχιερέος ή ενός διπλωματικού εκπροσώπου, όπως εισηγούνταν οι σύγχρονοι παρατηρητές.

Η εγκατάλειψη των καλλιεργειών, ο κλονισμός των τσιφλικιών λόγω ελλείψεως εργατικού δυναμικού και η εισροή συναλλάγματος είχαν ως φυσικό αποτέλεσμα την ραγδαία αύξηση των αγοραπωλησιών γης. Ακριβώς αυτό το πλαίσιο ήταν ευνοϊκό για διαφόρους χειρισμούς που θα επέτρεπαν, μέσω της ενοικιάσεως τσιφλικιών, βοσκών και δασών, την μετεγκατάσταση πατριαρχικών πληθυσμών, την ασφαλή προώθηση ενόπλων και την εγκατάσταση φρουρών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον φαίνεται ότι είχαν και οι λίμνες, δηλαδή τα αβαθή έλη των Γιαννιτσών, του Αματόβου και του Άρτζαν, που όχι μόνον αποτελούσαν φυσικά ορμητήρια ενόπλων αλλά και στήριζαν την οικονομία των παρακειμένων χωριών. Ωστόσο, η υλοποίηση των προτάσεων αυτών, παρά τα προσδοκώμενα οφέλη, προσέκρουε στην δεδηλωμένη απροθυμία των πιστωτικών οργανισμών -ακόμη κι αυτών των ελληνικών συμφερόντων- να ριψοκινδυνεύσουν κεφάλαια στο αβέβαιο περιβάλλον της μακεδονικής ενδοχώρας.

Στα αστικά κέντρα, τα οικονομικά προβλήματα του εθνικού αγώνος δε συνδέονταν με την έλλειψη κεφαλαίων αλλά με την ίδια τη δομή της κοινωνίας. Ο εκχρηματισμός της οικονομίας, η επιτάχυνση των ρυθμών του εμπορίου, η βελτίωση των επικοινωνιών και κυρίως η ανασφάλεια οδηγούσαν όλο και περισσοτέρους σλαβοφώνους αγρότες και μικροεπαγγελματίες στα αστικά κέντρα, είτε περιστασιακά είτε μόνιμα. Εκεί περιθωριοποιούνταν σε ορισμένες συνοικίες, όπως π.χ. του Δραγόρ και των Εξοχών στο Μοναστήρι ή του Κιλκίς στη Θεσσαλονίκη. Οι αναπόφευκτες κοινωνικές διαφορές και οι οικονομικές προστριβές των νεοαφιχθέντων μικροκαταστηματαρχών, μικροπωλητών και εργατών με την καθεστηκυία τάξη των ελληνοφώνων και βλαχοφώνων εμπόρων αλλά και μεταξύ τους μεγιστοποιούσαν τη σημασία των οικονομικών ενισχύσεων του Βουλγαρικού και του Ρουμανικού Κομιτάτου, τις οποίες επιζητούσαν παντού τα «κοινωνικά ναυάγια», τα οποία τελικά εντάσσονταν έναντι χρημάτων στις τάξεις των Κομιτάτων. Οι εμφυτεύσεις ιατρών και διδασκάλων στην ενδοχώρα ή η συντήρηση Μακεδονομάχων ως μικροεπαγγελματιών στις συνοικίες των αστικών κέντρων ήταν μία πρακτική ωφέλιμη για τις ανάγκες του Αγώνος· αλλά δεν βοηθούσε ιδιαίτερα την εξομάλυνση των κοινωνικών διαφορών και των εθνικών παθών που αυτές τροφοδοτούσαν. Ακόμη και μέσα από τις ελληνικές πηγές προκύπτει αβίαστα το χάος -αν όχι και η αντιπάθεια- που χώριζε χωρικούς και αστούς αλλά και απίστευτα πολιτικά πάθη που αναπτύσσονταν στους κόλπους ακόμη και αμιγών ελληνοφώνων κοινοτήτων.

Η σημαντικότερη μεταβολή, κατά την τελευταία διετία (1907-1908), είναι οι ραγδαίες ανακατατάξεις στο διπλωματικό σκηνικό ή μάλλον η αίσθηση -μερικές φορές λανθασμένη- των ανακατατάξεων αυτών. Ήταν προφανές ότι τα πράγματα στη Βουλγαρία δεν πήγαιναν καλά. Η αντίστροφη μέτρηση για την μακεδονική πολιτική της Σόφιας είχε ξεκινήσει. Η Ελληνική Κυβέρνηση, από την άλλη, συνέχισε ολόκληρο το 1907 να συγκεντρώνει τις διαμαρτυρίες της Πύλης, όλων των Δυνάμεων και ιδιαίτερα της πάντοτε άριστα πληροφορημένης Βρετανίας. Πράγματι, από το αρχειακό υλικό της περιόδου αυτής φαίνεται πόσο καθοριστικός ήταν ο ρόλος των Ευρωπαίων παρατηρητών για την απόδοση ευθυνών. Εύκολα διακρίνει κανείς τον εκνευρισμό των Ελλήνων διπλωματών, οι οποίοι μέμφονται τους Βρετανούς και τους Γάλλους προξενικούς και στρατιωτικούς για απροκάλυπτο φιλοβουλγαρισμό και μεροληψία σε βάρος των πατριαρχικών πληθυσμών. Αν και θα μπορούσε να τους καταλογισθεί έλλειψη ικανότητος και διορατικότητος να κατανοήσουν την ευρωπαϊκή οπτική γωνία, ότι δηλαδή το βασικότερο πρόβλημα του ειρηνευτικού έργου που είχαν αναλάβει οι Δυνάμεις στην τρέχουσα περίοδο ήταν όντως τα ελληνικά σώματα, ωστόσο ο εκνευρισμός τους δεν ήταν άνευ αντικειμένου. Οι εντυπώσεις των επιτόπιων παρατηρητών ενίσχυαν και επιτάχυναν την απόφαση των Δυνάμεων να πιέσουν διπλωματικά τα βαλκανικά κράτη και κυρίως την Αθήνα, ώστε να λάβει μέτρα όχι απλώς αποθαρρύνσεως αλλά περιστολής της ανταρτικής δράσεως και, αντίστροφα, να υποστηρίξουν τα αιτήματα της Πύλης για απομάκρυνση όσων διπλωματών και μητροπολιτών ενέχονταν -σύμφωνα με τους παρατηρητές πάντοτε- στον ελληνικό ένοπλο αγώνα.

Είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα τί θα συνέβαινε στη Μακεδονία, εάν το Νεοτουρκικό Κίνημα το καλοκαίρι του 1908 δεν ανέστειλε τις εξελίξεις. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε σοβαρή περίπτωση ενός Βουλγαροτουρκικού Πολέμου. Όπως και η Ελλάς, η Βουλγαρία δεν ήταν σε θέση να αγνοήσει εντελώς τις Δυνάμεις αλλά ούτε υπήρχε ορατό πεδίο συνδιαλλαγής της με τα σπαρασσόμενα πλέον Κομιτάτα. Παρά τις κατά καιρούς εκτοξευόμενες απειλές και τη σχετική φημολογία, ούτε η Τουρκία είχε κάνει κάποια ουσιαστική προετοιμασία για σύρραξη στα βόρεια σύνορά της, τη στιγμή μάλιστα που η δυσαρέσκεια στο στράτευμα, λόγω καθυστερήσεως των μισθών, είχε αρχίσει να οδηγεί σε λιποταξίες. Πάντως, οι Έλληνες φαίνεται ότι είχαν δίκαιο να κατηγορούν τους Τούρκους για καιροσκοπισμό: το βουλγαρικό ενδιαφέρον για την Μακεδονία δεν επρόκειτο να παύσει σύντομα και τα τουρκικά μακροπρόθεσμα συμφέροντα δεν εξυπηρετούνταν διόλου με την επιλεκτική πίεση σε βάρος των Ελλήνων. Πραγματικά, εάν δεχθούμε τις προξενικές πληροφορίες, τίποτε δεν μαρτυρούσε ότι η δράση των Βουλγάρων κομιτατζήδων είχε μειωθεί σε ικανοποιητικό σημείο. Η δολοφονία του Άγρα (Ιούνιος 1907) είχε ηλεκτρίσει την ατμόσφαιρα. Η φορολογία των Πατριαρχικών από την ΕΜΕΟ συνεχιζόταν, όπου και όποτε ήταν δυνατόν. Οι απειλές και οι δολοφονίες ήταν στην ημερησία διάταξη. Οι διεισδύσεις ομάδων από την Βουλγαρία δεν είχαν παύσει. Η συνεργασία με τους ρουμανίζοντες Βλάχους της Αλμωπίας βάθαινε και αντλούσε από την αντιπαράθεσή τους με τους Ελληνοβλάχους του Βερμίου. Εξάλλου, από το 1905 η Πύλη είχε αναγνωρίσει ξεχωριστό βλάχικο μιλέτι. Η δράση περιωνύμων βοεβόδων με πολυάριθμους συντρόφους στους ανατολικούς καζάδες είχε ακόμη γερές βάσεις. Μάλιστα, τον Φεβρουάριο του 1908 προσέλαβε ανησυχητικές διαστάσεις.

Βέβαια, η ΕΜΕΟ δε βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή κατάσταση: το δίκτυό της είχε διαρροές, λόγω της προβληματικής διεκπεραιώσεως εγγράφων. Από τα Καστανοχώρια δεκάδες Εξαρχικοί αποχωρούσαν στη Βουλγαρία, προφανώς για να αναδιοργανωθούν, καθώς η περιοχή είχε περιέλθει στον έλεγχο των ελληνικών σωμάτων. Οι ιθύνοντες της εξαρχικής κοινότητος της Θεσσαλονίκης ήταν σαφώς απρόθυμοι να επενδύσουν σ' ένα νέο κίνημα και ο οικονομικός πόλεμος των Ελλήνων δημιουργούσε όχι αμελητέες δυσχέρειες. Οι λιποταξίες οπλαρχηγών προς το ελληνικό στρατόπεδο αύξαναν. Ευτυχώς όμως για τα βουλγαρικά κομιτάτα, ούτε η ελληνική πλευρά ήταν σε θέση να προχωρήσει αποφασιστικά στον πλήρη εξοβελισμό τους για πολλούς και διαφόρους λόγους. Στην Κεντρική Μακεδονία, μετά από δύο χρόνια συνεχών προσπαθειών (1905-1906), ο έλεγχος των περιοχών ανατολικά και βόρεια της λίμνης των Γιαννιτσών δεν είχε επιτευχθεί, αφού η οδός διαφυγής των κομιτατζήδων προς τα έλη παρέμενε ελεύθερη. Οι προσπάθειες του Άγρα και του Νικηφόρου, κάτω από πραγματικά μυθιστορηματικές συνθήκες, είχαν αποδώσει αποτελέσματα όχι ανάλογα με τις θυσίες, έως τη στιγμή που ο Νικηφόρος ανέλαβε επιχειρήσεις εκτός του βάλτου εναντίον εξαρχικών χωριών. Όμως, η ευρωπαϊκή κατακραυγή προκάλεσε την αναστολή των επιχειρήσεων και η προσβολή των ρουμανιζόντων αντίποινα στις ελληνικές κοινότητες στη Ρουμανία. Στη Μακεδονία πάλι, σειρά κακοτυχιών και σφαλμάτων οδήγησε σε λιγότερο από δύο μήνες (Μάιος-Ιούνιος του 1907) στην καταστροφή των σωμάτων των καπεταναίων Φιωτάκη, Φούφα, Ζιάκα, Γκούρα, Φλάμπουρα, Δοξογιάννη αλλά και σε συλλήψεις πολυαρίθμων στελεχών, ενώ στην Ανατολική Μακεδονία ο θάνατος του δημοφιλέστατου Ανδρέα Στενημαχίτη, ικανού πολεμιστού και εθνικού αγορητού, συγκλόνισε τον πατριαρχικό πληθυσμό, όπως, λίγο αργότερα, η αναγκαστική αποχώρηση του Μητροπολίτη Δράμας Χρυσοστόμου.

Στις αρχές του 1908, η κατάσταση της ηθελημένης απραξίας φαινόταν να γενικεύεται από το Μοναστήρι έως την περιοχή της Δράμας. Δεν ήταν ότι έλειπε ο ενθουσιασμός. Απλώς, η επίτευξη λελογισμένης βίας προσέκρουε στην ίδια την φύση των ομάδων της ΕΜΕΟ. Όπως έγραφε ο Πρόξενος Δημαράς, οι ομάδες αυτές ήταν «συρφετός καταρτιζόμενος εν δεδομένη ανάγκη εκ χωρικών, οίτινες μετά την εκτέλεσιν του προσχεδιασθέντος έργου, εγκαταλείποντες το όπλον, [και] επαναλαμβάνουσι τας αγροτικάς εργασίας των». Η επίθεση εναντίον των βάσεών τους σήμαινε επίθεση εναντίον χωριών και τέτοιες πρωτοβουλίες μόνον διπλωματικά προβλήματα μπορούσαν να προξενήσουν. Δεν ήταν, όμως, η μόνη αδυναμία. Ο Τέγος Σαπουντζής, επιτελικό στέλεχος στη Φλώρινα, επεσήμανε ως αιτίες της κάμψεως την ακαταλληλότητα ορισμένων προσώπων, την ανάμιξη των σωμάτων στα κοινοτικά και την έλλειψη προπαγανδιστικής εργασίας. Παρατηρούσε επίσης το κενό που άφηνε σε ορισμένες περιοχές η μακρόχρονη απουσία ανθρώπων με επιρροή και οικονομική επιφάνεια στην Αθήνα, οι οποίοι, παρά τις συνεχείς και πολύπλευρες παροτρύνσεις για επάνοδο, δίσταζαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Σ' αυτά θα μπορούσαν να προστεθούν ποικίλες ανομολόγητες έριδες μεταξύ προκρίτων, εκκλησιαστικών και άλλων παραγόντων.

Η άλλη όψη της φαινομενικής απραξίας ήταν εν μέρει ο προσανατολισμός σε μη πολεμικές επιλογές και συγκεκριμένα στον οικονομικό πόλεμο. Ο Αθανάσιος Σουλιώτης και ο Γεώργιος Μόδης έχουν αφήσει γλαφυρές περιγραφές τέτοιων πρωτοβουλιών στη Θεσσαλονίκη και το Μοναστήρι αντίστοιχα, αλλά στην ύπαιθρο οι κανόνες ήταν πολύ πιο αυστηροί. Οι χωρικοί δεν είχαν στην πραγματικότητα πολλές επιλογές και έτσι ο αποκλεισμός τους από τα παζάρια, τις εμποροπανηγύρεις αλλά και τις αγορές εργασίας ήταν καταλυτικής σημασίας, σαφώς καθοριστικότερος από οιανδήποτε εθνική προπαγάνδα. Κατά τα άλλα, όμως, η αντίληψη ότι με μία μελέτη περί της ανώτερης οικονομικής θέσεως του ελληνικού στοιχείου θα επηρεάζονταν οι Ευρωπαίοι δημοσιολόγοι και κεφαλαιούχοι υπέρ των Ελλήνων ήταν αφελής, τη στιγμή που οι ίδιες οι ελληνικών συμφερόντων τράπεζες δεν τολμούσαν, για οικονομικούς λόγους, να διακόψουν τις συναλλαγές τους με Βουλγάρους. Η οριστική υποσκέλιση των βουλγαρικών συμφερόντων ήταν μία συνθετώτερη υπόθεση, που δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ, αν η χώρα δεν ειρήνευε και οι Έλληνες μεταπράτες δεν μετέβαλαν τους όρους πιστώσεως.

Όμως, ήταν πλέον αργά για θεαματικούς ανασχηματισμούς των ελληνικών δραστηριοτήτων. Η ελληνική οργάνωση στη Μακεδονία είχε φθάσει στα όριά της. Μετά την οριστική απομάκρυνση του Κορομηλά, τον Σεπτέμβριο του 1907, είχε ανοίξει ουσιαστικά ο δρόμος για την ενοποίηση της διοικητικής οργανώσεως του Μακεδονικού Αγώνος. Η βάσιμη υπόνοια ότι και το Βιλαέτι Θεσσαλονίκης θα περιερχόταν οριστικά στην ευθύνη του Μακεδονικού Κομιτάτου, δηλαδή των ιδιωτών, προκάλεσε την αντίδραση των αξιωματικών (ειδικών γραφέων) του Προξενείου Θεσσαλονίκης, οι οποίοι προέβαλαν ως εναλλακτική λύση την ανάθεση της διευθύνσεως του Κομιτάτου στον Συνταγματάρχη Παναγιώτη Δαγκλή. Την ώρα που ο Δαγκλής έκανε τις πρώτες επαφές του και κατέστρωνε σχέδια, ήδη η κατάσταση είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Η δολοφονία του διερμηνέα του Προξενείου Θεσσαλονίκης Θεόδωρου Ασκητή, λίγες μόνον ημέρες αργότερα, ευαισθητοποίησε την κοινή γνώμη ακόμη περισσότερο. Σε συλλαλητήριο στις 16 Μαρτίου του 1908 στην πλατεία του Βαρβακείου Λυκείου, ο «Λαός των Αθηνών και του Πειραιώς» -δηλαδή οι μακεδονικοί κύκλοι και οι φίλοι τους- δήλωσε προς τον Πρωθυπουργό Θεοτόκη και τον Διάδοχο Κωνσταντίνο ότι το Μακεδονικό Κομιτάτο δεν απολάμβανε πλέον της εμπιστοσύνης τους και ότι ήταν υπεύθυνο για την χειροτέρευση της καταστάσεως στη Μακεδονία. Τουλάχιστον στο δεύτερο σκέλος δεν είχαν απόλυτο δίκαιο, αλλά την σχετική αναφορά υπέγραφαν σχεδόν 400 οπλαρχηγοί. Παρά τις πιέσεις, τα υπομνήματα και τις απειλές παραιτήσεως των αξιωματικών των προξενείων αλλά και του ιδίου του Δαγκλή, το εγχείρημα της χειραγωγήσεως του Κομιτάτου τελικά απέτυχε. Ο Δαγκλής δεν διέθετε την επιρροή των αντιπάλων του και ο Πρωθυπουργός Θεοτόκης ήταν εκ φύσεως απρόθυμος να εξωθήσει την κατάσταση στα άκρα. Κάτω από τις συνθήκες αυτές είναι αξιομνημόνευτο ότι, σαν από αδράνεια, συγκρατήθηκε το «μέτωπο» και είναι απολύτως κατανοητή η ανακούφιση που προκάλεσε η πρωτοβουλία των Νεοτούρκων πραξικοπηματιών να αμνηστεύσουν τους αντάρτες. Το Κίνημα των Νεοτούρκων έδωσε την ευκαιρία για την υποκατάσταση του Κομιτάτου από την «Πανελλήνιο Οργάνωσιν» (ΠΟ), δημιούργημα του Δαγκλή, του Ίωνος Δραγούμη και μερικών ακόμη αξιωματικών. Η ΠΟ, δίκτυο κατασκοπείας και προπαγάνδας μάλλον παρά μάχης, εκ των πραγμάτων δεν είχε πολλά περιθώρια δράσεως. Η πραγματικότητα ήταν ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρισκόταν σε ύφεση και οι Μακεδονομάχοι έπρεπε προσωρινά να παραμείνουν στους στρατώνες τους.

Το ψυχολογικό κενό, μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια επιχειρήσεων στη Μακεδονία, ήταν μεγάλο και οι αντιδράσεις πολλές. Ήδη από την άνοιξη του 1908 είχαν ξεκινήσει τα παράπονα για την απουσία επαρκών ηθικών και υλικών ανταμοιβών. Οι υπαξιωματικοί που αγωνιούσαν να προαχθούν σε ανθυπασπιστές και είχαν πιστέψει ότι οι ανδραγαθίες τους στο πεδίο των ανταρτικών μαχών θα τους άνοιγαν τον δρόμο για το σώμα των αξιωματικών, διαψεύδονταν. Αυτοί ήταν η αιχμή του δόρατος αλλά τα παράπονά τους ποίκιλαν, από μεταθέσεις και οικονομικές διεκδικήσεις μέχρι ζητημάτων ηθικής τάξεως. Οι ευεργετικοί προβιβασμοί πήραν τη μορφή ανταγωνισμών. Η ένταση ήταν καταφανής. Συνωμοτικοί πυρήνες άρχισαν να συγκροτούνται, υπομνήματα και εισηγήσεις να υποβάλλονται από τον Δαγκλή προς τον βασιλέα και τον διάδοχο. Η μη ικανοποίηση των παλαιμάχων εγκυμονούσε κινδύνους στη Μακεδονία. Οι παλαιές ιδέες του Δραγούμη εύρισκαν έδαφος.

Μέσα στην αναταραχή ο Καλαποθάκης είχε την ευκαιρία του, τον Φεβρουάριο του 1909, με μία σειρά συκοφαντικών άρθρων στο Εμπρός να εγκαλέσει ανοικτά την Κυβέρνηση Θεοτόκη για εγκατάλειψη της δράσεως στη Μακεδονία και να υπονομεύσει το κύρος της διευθύνσεως της ΠΟ, αποκαλώντας την «επίσημο τρομοκρατικό κέντρο». Λίγες εβδομάδες αργότερα, άρχισαν οι συνωμοτικές κινήσεις των κατωτέρων αξιωματικών, που εξέβαλαν στο Κίνημα στου Γουδή. Οι Μακεδονομάχοι, είτε μέλη της ΠΟ είτε βετεράνοι του Κομιτάτου, πρωτοστάτησαν ανεξαρτήτως βαθμού και προσέδωσαν στο κίνημα το απαραίτητο κύρος. Τα κίνητρα των εθνικών αγωνιστών ήταν αδιαμφισβήτητα και η μέριμνά τους για τα εθνικά συμφέροντα γνήσια. Ο Καλαποθάκης, ικανοποιημένος από την παραίτηση του Θεοτόκη, πρότεινε ο ίδιος τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη για πρωθυπουργό. Ο γαμπρός του, βουλευτής και πρώην υπουργός, ο Αλέξανδρος Ρώμας, ήταν διοικητικό μέλος του Κομιτάτου. Μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από τον Βενιζέλο, ειδικά κατά τη διάρκεια της βραχύβιας κυβερνήσεως του Στεφάνου Δραγούμη, αρκετοί παράγοντες και οι φίλοι του Μακεδονικού Κομιτάτου βρέθηκαν σε διάφορες διοικητικές θέσεις. Μάλιστα, οι Μακεδονομάχοι αξιωματικοί είχαν αποκτήσει τόση ισχύ ώστε, παρά τις αντιδράσεις του Στεφάνου Δραγούμη, κατάφεραν με την υποκίνηση του Περικλή Αργυρόπουλου να αναδείξουν τον παλαιό γνώριμό τους από το Προξενείο Μοναστηρίου, τον διπλωμάτη Δημήτριο Καλλέργη, σε Υπουργό των Εξωτερικών. Το 1909, οι ζωντανοί θρύλοι του Μακεδονικού Αγώνος μετέφεραν στην πολιτική αρένα της Αθήνας την ζωογόνο πνοή του αντάρτικου των βουνών. Η επίδραση ήταν θαυμαστή, μολονότι τα αίτια υπήρξαν βαθύτερα από την καθ' εαυτή δυσφορία των Μακεδονομάχων. Ο Καλαποθάκης δεν έζησε αρκετά για να δει τις εξελίξεις. Όμως, η γενεά των στρατιωτικών του Μακεδονικού Αγώνος γνώρισε μεγάλα αξιώματα στο στράτευμα και στην πολιτική και μάλιστα και στα δύο στρατόπεδα του Μεσοπολέμου. Η είσοδός της στην πολιτική είχε μία ακόμη σημαντική συνέπεια. Οι ευπατρίδες αξιωματικοί και επιτυχημένοι πλέον στρατηλάτες οδηγήθηκαν για ακόμη μία φορά σε συνεργασία με τους χωρικούς της Μακεδονίας, τους παλαιούς τους συμπολεμιστές· αυτή την φορά, για να συστήσουν όχι εθνικά αλλά πολιτικά δίκτυα και παρατάξεις που μακροημέρευσαν πέρα από κάθε προσδοκία.

Στο μεταξύ στη Μακεδονία, από την έναρξη της προεκλογικής περιόδου του 1908, η κατάσταση χειροτέρευε. Από τη στιγμή που οι νεοϊδρυθείσες πολιτικές λέσχες αποτελούσαν απλώς μετωνυμία των εθνικών παρατάξεων και επιτροπών, ήταν επόμενο να εξελιχθεί η προεκλογική περίοδος σε έναν νέο Μακεδονικό Αγώνα, όπου οι εντόπιες ένοπλες ομάδες έπαιζαν και πάλι αποφασιστικό ρόλο. Οι Έλληνες συντάχθηκαν με το Φιλελεύθερο Κόμμα, που υποστήριζε μέτρα αποκεντρώσεως και αυτόνομων δικαιωμάτων για τις θρησκευτικές και εθνικές μειονότητες. Φαινόταν αρχικά ότι αυτές οι μετριοπαθείς ιδέες θα επικρατούσαν. Προς την ίδια άλλωστε κατεύθυνση, την επιδίωξη αποκεντρώσεως και την αυτοδιοίκηση, κινήθηκαν και τα συντηρητικότερα στελέχη της ΕΜΕΟ αλλά και η πτέρυγα των Φεντεραλιστών, όπου συνέπραξαν οι διαβόητοι βοεβόδες Σαντάνσκι και Τσερνοπέεφ. Μετά την απογοήτευση των εκλογών, που απέτυχαν να δείξουν την πολιτική (άρα και εθνική) δύναμη των Ελλήνων στο μέτρο που ήλπιζαν αλλά και την αντιμετώπιση του Σουλτανικού Πραξικοπήματος του Μαρτίου του 1909, τα πράγματα άλλαξαν. Ενώ οι Έλληνες αξιωματικοί στρέφονταν προς την αρένα της πολιτικής, οι Τούρκοι συνάδελφοί τους άρχισαν την εφαρμογή μιας σκληρής τουρκικής εθνικιστικής εσωτερικής πολιτικής, πλήττοντας παράλληλα και το Σοσιαλιστικό Κίνημα. Ο εθνικισμός έφερε εθνικισμό και η υποτροπή του Κρητικού Ζητήματος περιέπλεξε την κατάσταση περαιτέρω. Η ΕΜΕΟ επαναδραστηριοποιήθηκε και οι εξοπλισμοί ελληνικών χωριών επαναλήφθηκαν. Η νομοθετική ρύθμιση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος εκκλησιών και σχολείων στη Μακεδονία, που ουσιαστικά τερμάτιζε την λειτουργία τους όπου δεν υπήρχε δυνατότητα μοιρασιάς, προκάλεσε σφοδρές ελληνικές διαμαρτυρίες. Η τάξη τηρούνταν μόνον μέσα από την επιβολή της κρατικής τρομοκρατίας, που συνέχιζε το έργο των Κομιτάτων δολοφονώντας προληπτικά πατριαρχικούς και εξαρχικούς παράγοντες με την κάλυψη των «αντιεπαναστατικών» νόμων, που είχαν ψηφισθεί στα τέλη του θέρους του 1909.

Την ίδια περίοδο που οι επαφές για τη σύμπηξη βαλκανικής συμμαχίας προχωρούσαν, η πίεση των Νεοτούρκων οδήγησε στην εκλογική σύμπραξη Ελλήνων και Βουλγάρων με την αντιπολιτευόμενη «Φιλελεύθερη Ένωση», που είχε ιδρυθεί τον Νοέμβριο του 1911. Η συνεργασία δεν οδήγησε σε απτά αποτελέσματα, αφού οι Φιλελεύθεροι συντρίφθηκαν στις εκλογές του Απριλίου του 1912 μέσα στο κλίμα της βίας του Νεοτουρκικού Κομιτάτου, το οποίο από το 1909, μετά την επιτυχή αντεπανάσταση, δρούσε πλέον ως πολιτικό κόμμα. Κατά τους επόμενους μήνες ακολούθησαν μεμονωμένα περιστατικά συμπράξεως ελληνικών και βουλγαρικών σωμάτων, ενώ η Αθήνα και η Σόφια όλο και πιο απροκάλυπτα ευνοούσαν την διείσδυση ενόπλων, χωρίς βέβαια σε καμία περίπτωση να έχει εξασφαλισθεί πλήρως η αποχή από αμοιβαίες εχθροπραξίες. Το αίμα που χώριζε τις δύο πλευρές και η τεράστια συμβολική σημασία που είχε επενδυθεί στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν αδύνατον να εξουδετερωθεί είτε με οδηγίες είτε καν με την πολεμική σύμπραξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου.



Κείμενο 1ο: Tο παρακάτω κείμενο, είναι δημοσιευμένο στο Iωάννης Mεταξάς: Tο προσωπικό του ημερολόγιο σε επιμ. Λ. Μεταξά (Aθήνα, 1970).

                                                       4η Aυγούστου 1936: Επίσημο διάγγελμα του καθεστώτος
ΔIAΓΓEΛMA ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΜΕΤΑΒΟΛΗΝ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1936
Προς τον Eλληνικόν Λαόν,
   Eνώ η Bουλή η εκλεγείσα μετά τας μακράς εσωτερικάς περιπετείας του Έθνους τον Iανουάριο του 1936, όπως αποκαταστήση την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν, απεδείχθη ευθύς εξ αρχής ανίκανος και εις τούτο και εις το να δώση Kυβέρνησιν εις την χώραν, και η ανικανότης αύτη απεδείχθη και κατόπιν και τελευταίως ακόμη ένεκα των αθεράπευτων κομματικών αντιθέσεων και προσωπικών ερίδων, αίτινες ελάχιστα ενδιέφερον την μεγίστην μάζαν του εργαζομένου λαού, ο κομμουνισμός επωφελούμενος και της περιστάσεως ταύτης και της προς αυτόν δοθείσης υποστηρίξεως διαφόρων πολιτικών μερίδων ήγειρε θρασυτάτην την κεφαλήν του, απειλών σοβαρώτατα το κοινωνικόν καθεστώς της Eλλάδος...
   H Kυβέρνησίς μου, η τελείως ακομμάτιστος, κληθείσα εις την αρχήν τον Aπρίλιον του έτους τούτου και διαγνώσασα ευθύς εξ αρχής τους κινδύνους τους οποίους διέτρεχεν η Eλληνική κοινωνία και ευθύς εξ αρχής αποφασισμένη να λάβη άπαντα τα μέτρα... τα αποσκοπούντα εις την ηθικήν και υλικήν βελτίωσιν απάσης της κοινωνίας και ιδιαιτέρως των αγροτών, των εργατών και των πενεστέρων εν γένει τάξεων...
   Eπικαλούμαι πλήρη και αμέριστον την συνδρομήν όλων των Eλλήνων, οίτινες πιστεύουν ότι πρέπει να παραμείνουν αλώβητοι οι εθνικαί ημών παραδόσεις και ο ελληνικός μας πολιτισμός...
   Προς τούτο ζητώ από πάντας πλήρη πειθαρχία προς το Kράτος, απαραίτητον δια την σωτηρίαν της Eλληνικής κοινωνίας και άνευ της οποίας πειθαρχίας πραγματική ελευθερία δεν δύναται να υπάρξη. Oφείλω όμως να δηλώσω επίσης κατηγορηματικώς ότι οιανδήποτε αντίστασιν κατά του εθνικού τούτου έργου της εθνικής αναγεννήσεως είμαι αποφασισμένος να την εξουδετερώσω δια του τραχυτέρου τρόπου.
Eν Aθήναις τη 4η Aυγούστου 1936
O Πρόεδρος της Kυβερνήσεως
Iωάννης Mεταξάς

Κείμενο 3ο: Δεκαεπτά μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου δημοσιοποιήθηκε καταγγελία, υπογεγραμμένη από τον Γεώργιο Καφαντάρη (από το άρθρο του Παύλου Πετρίδη "Η Αντίσταση των δημοκρατικών" στο Περιοδικό Ιστορικά της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, 3/8/2000, σ. 39)

   Δεκαεπτά έχουν παρέλθει μήνες αφότου η λαϊκή κυριαρχία κατελύθη και ο Ελληνικός λαός σφαδάζει υπό το πέλμα ειδεχθούς τυραννίας. … Ο σημερινός Δικτάτωρ δεν είναι πρόσωπον παρθενικόν εις τον πολιτικόν της Ελλάδος βίον ουδέ ανεύθυνος διά την κομματικήν του τόπου ζωήν ως αύτη διεμορφώθη κατά την τελευταίαν περίοδον. Και προ αυτής ουδείς αρχηγός κόμματος υπήρξε θερμότερος αυτού θιασώτης και απολογητής του κομματισμού και κατ' αυτήν ουδείς υπέχει βαρυτέρας αυτού ευθύνας διά την εκτράχυνσιν των παθών. … Δεν υπηγόρευσε το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου καμμία εθνική ή κοινωνική ανάγκη. Κατώτερα προσωπικά ελατήρια το ενέπνευσαν και κατώτερα προσωπικά ελατήρια το κατευθύνουν. Η Ελλάς εβυθίσθη έκτοτε εις τον ζόφον, τον τρόμον και την διαφθοράν. Αι αυθαίρετοι συλλήψεις και φυλακίσεις, αι αθρόαι εκτοπίσεις, αι μάλλον απάνθρωποι κακοποιήσεις είναι συνήθη του καθημερινού βίου φαινόμενα … Πάμπολλοι είναι οι υποβληθέντες εις μεσαιωνικά ανήκουστα μαρτύρια …
   Η κατασκοπεία εξάλλου έχει εκτείνη παντού τους πλοκάμους της μέχρι των αδύτων του οικογενειακού βίου. Αναρίθμητα είναι τα σμήνη των πεζοπορούντων ή εποχουμένων χαφιέδων, παραλλήλως δε θυρωροί οικιών, υπηρέται, υπηρέτριαι, σωφέρ, πρόσωπα άλλα πάση κατηγορίας εξαγοράζονται εκμαυλιζόμενα προς καταδόσεις αχρήστους ή ψευδολόγους … Δεν πρόκειται ούτε και δυνατόν θα ήτο να επιχειρήσωμεν εντός των στενών ορίων μιας προκηρύξεως αναλυτικήν των πεπραγμένων της Δικτατορίας επισκόπησιν. Η απαρίθμησις των ανομημάτων της θα εχρειάζετο τόμους ολόκληρους. Ό,τι έγινεν όμως έγινε. Αλλ΄έως αυτού. Η απάθεια, αι υπεκφυγαί, τα κρυφομιλήματα κατά της καταστάσεως κανένα δεν καλύπτουν πλέον και προσάπτουν όνειδος εις εκείνους που εφησυχάζουν της πατρίδος κινδυνευούσης. Η διεκδίκησις της Συνταγματικής τάξεως πρέπει να ακούεται πλέον καθαρά σε κάθε εις την δουλωμένην μας πατρίδα ανθρώπινον ανάσασμα … Όσοι δεν βλέπουν την εγγίζουσαν θύελλαν είναι τυφλοί.

Της αμύνης τα παιδιά“, Ποια είναι η  ιστορία αυτού του τραγουδιού ;
Κυρίως θέμα του άσματος είναι ο Εθνικός Διχασμός (1914-17), κατά την περίοδο δηλαδή του 1ου Παγκόσμιου πολέμου, όταν το έθνος είχε χωριστεί σε βασιλικούς και βενιζελικούς. Βασική αιτία και κεντρική κόντρα του λαού ήταν αν θα βγαίναμε στον πόλεμο υπέρ των συμμάχων της Αντάντ (οι σύμμαχοι είχαν καταρτίσει μια τριπλή συνεννόηση : Entente, Αγγλίας Γαλλίας Ρωσίας απέναντι στους Γερμανικούς επεκτατισμούς) όπως ήθελε ο Βενιζέλος, ή αν θα κρατούσαμε μια γερμανόφιλη ουδετερότητα όπως σχεδίαζε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Α’.
Στο τραγούδι μας εμείς. Τόσο οι στίχοι όσο και η μουσική του είναι παραδοσιακά, δεν υπάρχει συνθέτης και ο στιχουργός είναι άγνωστος. Ο τίτλος ήταν “Ο Μακεδών“, και εννοεί φυσικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο που τον Αύγουστο του 1916 συνέστησε δική του κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, συγκροτώντας τριανδρία με το ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και το στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή. Οι πρώτοι στίχοι – έτσι όπως λέγεται ότι τραγουδιόταν άλλωστε και από όλο το λαό της Σμύρνης όταν έφθασε εκεί το “Αβέρωφ”, είχαν ως εξής :
Για τα παιδιά, τη νέα τριανδρία
που έδιωξε από την Αθήνα τα θηρία,
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες,
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες.
Ρεφραιν
Και στην ΄Αμυνα εκεί πολεμούν όλοι μαζί
πολεμάει κι ο Βενιζέλος που αυτός θα φέρει τέλος
ο Δαγκλής κι ο Κουντουριώτης θα μας φέρουν την ισότης.
Λοιπόν παιδιά του Ελληνικού στρατού μας
δείχτε το δρόμο στον νέο στρατηγό μας
τον ήρωα της Εθνικής Αμύνης
που πολεμάει κατά των Γερμανών.
Ρεφραιν
Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε τον βασιλιά
και του δώσαν τα πανιά του για να πάει στη δουλειά του
για να πάει στη Γερμανία να τον κάνουνε λοχία.
΄Έλα να δεις σπαθιά και γιαταγάνια
και κάμποσα Βουλγάρικα κεφάλια
εκεί ψηλά, ψηλά στο Σκρα επάνω
που πολεμάνε κατά του Γερμανού.
Ρεφραιν
Της Αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά
της Αμύνης το καπέλο έφερε τον Βενιζέλο
της Αμύνης το σκουφάκι έφερε το Λευτεράκι.
Πολύ αργότερα στα 1980, ο σκηνοθέτης Κώστας Φέρρης ετοιμάζει μια καταγραφή του ρεμπέτικου τραγουδιού στην ιστορική του διαδρομή, κι από την ταινία “Ρεμπέτικο” το τραγούδι ξεπηδά και πάλι στο προσκήνιο. Αυτή τη φορα από χασαποσέρβικο, μας βάζει γλεντζέδικα σε έναν πιο γρήγορα ρυθμό σούστας, με διασκευή του πηγαίου Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους που επεξεργάστηκε ο γίγας Νίκος Γκάτσος.
Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία, που έδιωξε απ’ την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες, τους ψευταράδες και τους μασκαράδες
Και στην άμυνα εκεί όλοι οι αξιωματικοί, πολεμάει κι ο Βενιζέλος
που αυτός θα φέρει τέλος, και ο κάθε πατριώτης θα μας φέρουν την ισότης
Η Παναγιά που στέκει στο πλευρό μας, δείχνει το δρόμο στο νέο στρατηγό μας
τον ήρωα της εθνικής αμύνης, που πολεμάει και διώχνει τους εχθρούς
Της αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά και του δώσαν τα βρακιά του
για να πάει στη δουλειά του τον περίδρομο να τρώει με το ξένο του το σόι
Έλα να δεις σπαθιά και γιαταγάνια, που βγάζουν φλόγες και φτάνουν στα ουράνια
εκεί ψηλά ψηλά στα σύνορά μας τρέχει ποτάμι το αίμα του εχθρού
Της αμύνης τα παιδιά διώξανε το βασιλιά, της αμύνης το καπέλο έφερε το Βενιζέλο
της αμύνης το σκουφάκι έφερε το Λευτεράκη.

 Στις 17 Σεπτεμβρίου συγκροτήθηκε έκτακτο στρατοδικείο για τη δίκη των υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης είχαν ήδη συλληφθεί από ομάδα αξιωματικών με αρχηγό τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Λίγο πριν τη σύλληψη του Γούναρη, του προτάθηκε να διαφύγει στο εξωτερικό αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά.[32] Αρχικά η ανακριτική επιτροπή αποτελείτο από τους Καλλάρη και Ζυμβρακάκη, οι οποίοι όμως παραιτήθηκαν λόγων των παρεμβάσεων των μελών της επαναστατικής επιτροπής. Αντικαταστάθηκαν αμέσως από τον Οθωναίο και τον Πάγκαλο, αφού όμως πρώτα έλαβαν την διαβεβαίωση ότι δεν θα τους απονεμόταν χάρη.[33]
Στις 15 Οκτωβρίου μεταφέρθηκαν οι κρατούμενοι από τις φυλακές Αβέρωφ σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στην παλιά Βουλή, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να μετακινούνται. Όταν ξεκίνησε η δίκη, που έμεινε στην ιστορία ως η δίκη των έξι και οι κατηγορούμενοι άκουσαν το κατηγορητήριο, ο Γούναρης δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις τον κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκη μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς».[34] Χαρακτηριστικό της καλλιέργειας του και της ικανότητας του είναι ότι, αν και έπασχε από υψηλό πυρετό, κατάφερε και έγραψε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Εξαντλήθηκε όμως και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Εξαιτίας της κατάστασης της υγείας του παρίστατο ελάχιστες φορές στην ακροαματική διαδικασία.
Την 7η Νοεμβρίου ο συνήγορος του, Σωτηριάδης, κατέθεσε αίτηση αναβολής της δίκης σύμφωνα με τη Δικονομία λόγω της ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας του πελάτη του. Ο Γούναρης, ο οποίος είχε ξεπεράσει τους 40 βαθμούς πυρετό, μεταφέρθηκε στην κλινική Ασημακοπούλου, όπου οι γιατροί διέγνωσαν βαριάς μορφής τύφο. Στην κλινική παρέμεινε μέχρι και το τέλος της δίκης. Παρ' όλα αυτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Αλέξανδρος Οθωναίος, αρνήθηκε να διακόψει τη δίκη, αγνοώντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση.[35]
Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, στις 5 π.μ. ο ταγματάρχης Κατσαγιαννάκης ξύπνησε τον Γούναρη για να τον μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ, παρ' όλο που οι γιατροί του είχαν απαγορεύσει οποιαδήποτε μετακίνηση, προκειμένου να λάβει γνώση της απόφασης του δικαστηρίου. Μάλιστα επειδή αργούσε να ντυθεί λόγω της καταστάσεως του, ο Κατσαγιαννάκης τον απείλησε ότι θα τον μεταφέρει γυμνό έτσι και αργούσε λίγο ακόμα.[36] Στις 9 π.μ η απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στους κατηγορούμενος και ήταν καταδικαστική για τους έξι από τους συνολικά οκτώ κατηγορούμενους. Ο Γούναρης μαζί με τους Μπαλτατζή, Πρωτοπαπαδάκη, Θεοτόκη, Στράτο και Χατζανέστη καταδικάζονταν στην ποινή του θανάτου.
Στις 11:27 π.μ. εκτελέστηκε στο Γουδί, παρουσία λιγοστών συγγενών, μεταξύ των οποίων και ο πρώτος ξάδερφος του και μετέπειτα δήμαρχος Πατρέων, Ιωάννης Βλάχος. Δεν δέχθηκε να του δέσουν τα μάτια. Η εκτέλεση τους έγινε κυρίως για να ικανοποιηθεί το κοινό αίσθημα και όχι γιατί πραγματικά είχαν διαπράξει προδοσία προς την χώρα τους. Την άποψη αυτή επαληθεύουν τα λόγια του Θεόδωρου Πάγκαλου χρόνια αργότερα: "Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον οτι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατκής Παρατάξεως θεωρεί οτι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφορμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της πατρίδος ή οτι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφή. Δύνεμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω, οτι το επ΄εμοί ακραδάντως οτι θα ήσαν ευτυχείς, εαν η πολιτική των ωδήγει την Ελλάδα εις εθνικό θρίαμβον"[37]. Τάφηκε στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών την ίδια μέρα, παρουσία λιγοστών συγγενών και φίλων, με έναν ιερέα και χωρίς την παρουσία ψαλτών. Στον τόπο της εκτέλεσης οικοδομήθηκε ένας μικρός ναός έπειτα από έρανο, ο οποίος ονομάστηκε "ναός της Αναστασεως"[38]. Η κηδεία γενικά ήταν πρόχειρη και βιαστική γιατί η επαναστατική επιτροπή είχε διατάξει να ολοκληρωθούν όλες οι ταφές πριν τις 3 μ.μ. Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν εκτελεστεί έγραψε την λιτή διαθήκη[39] του, στην οποία ανέφερε:
Ότι περισσεύει εκ της μικράς μου περιουσίας, αφού πληρωθούν τα χρέη μου, επιθυμώ να περιέλθη εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Α. Κανελλόπουλον ον εγκαθιστώ γενικόν κληρονόμον ίνα το χρησιμοποιήση προς καλλιτέραν αποκατάστασιν της θυγατρός του Μαρίας. Εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή αφίνω δέκα χιλιάδας, και την βιβλιοθήκην μου εις τον Δήμον Πατρών.
Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1922.
Δημήτριος Π. Γούναρης
Η διαθήκη του όπως και η ζωή του ήταν λιτή γι'αυτό και δεν απέκτησε ποτέ περιουσία. Με την διαθήκη του ο Γούναρης έγινε μέγας ευεργέτης του Δήμου Πατρέων και συγκεκριμένα της δημοτική βιβλιοθήκης. Στις 3 Ιουνίου του 1931, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου η οδός Καλαβρύτων ή νέος δρόμος μετονομάστηκε σε οδός Δημήτριου Γούναρη. Ήταν μια από τις πρώτες κινήσεις για την αποκατάσταση του ονόματος του. Επίσης το 1933 αναρτήθηκε επιγραφή[40] από το υπουργείο δικαιοσύνης στην αίθουσα των φυλακών Αβέρωφ, στην οποία οι κατηγορούμενοι πληροφορήθηκαν τη θανατική τους καταδίκη. Σύμφωνα με την επίσημο διαδικτυακό τόπο της Μεγάλης Στοάς της Ελλάδος, ο Γούναρης ήταν τέκτονας και ανήκε στην Πατρινή στοά Παλαιών Πατρών Γερμανός.[41] Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι ήταν άτυχος.[42] Χαρακτηριστικά τα λόγια του ανιψιού του Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «Γνήσιοι Έλληνες ήταν και οι δύο, ο Βενιζέλος και ο Γούναρης, ο πρώτος ήταν τυχερός, ο δεύτερος άτυχος». [43]

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ


  1. Η Ελληνική Επανάσταση ήταν εθνικό ή πολιτικό κίνημα ή και τα δύο; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας. (μάθημα 3ο )
  2. Πότε η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος, τι πολίτευμα επιβάλλεται και ποια τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους; (μάθημα 5ο )
  3. Τι γνωρίζετε για την Επανάσταση της 3η Σεπτεμβρίου 1843 (ποιο ήταν το βασικό τους αίτημα και ποια η τελική έκβαση); (μάθημα 6ο )
  4. Τι είναι η «αρχή της δεδηλωμένης» και ποιος την εισήγαγε; (μάθημα 6ο )
  5. Ποιος ήταν ο πρώτος βασιλιάς των Ελλήνων; (μάθημα 5ο και 6ο )
  6. Τι καταλαβαίνετε με τον όρο «Μεγάλη Ιδέα»; (μάθημα 5ο )
  7. Τι γνωρίζετε για το εκσυγχρονιστικό έργο του Χαρίλαου Τρικούπη; (μάθημα 11ο )
  8. Τι γνωρίζετε για το Μακεδονικό Αγώνα (πόσο διήρκησε, ποιοι ξεχώρισαν και πότε έληξε); (μάθημα 12ο )
  9. Τι γνωρίζετε για τους Βαλκανικούς πολέμους (πότε έγιναν, ποιες οι αιτίες πολέμου και πώς λήγουν); (μάθημα 13ο )
  10.  Ποιες ήταν οι αντίπαλες παρατάξεις κατά τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο; (15ο μάθημα)
  11. Τι γνωρίζετε για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον α΄ παγκόσμιο πόλεμο; (μάθημα 16ο )
  12. Τι γνωρίζετε για το Μικρασιατικό πόλεμο και τι προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης; (μάθημα 18ο )
  13. Τι εννοούμε με τον όρο «αστραπιαίος πόλεμος» (μάθημα 22)
  14. Τι ήταν η Βέρμαχτ; (μάθημα 22ο )
  15. Τι γνωρίζετε για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο β΄ παγκόσμιο πόλεμο; (μάθημα 23)
  16. Ποιες ήταν οι αντιστασιακές οργανώσεις κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής; (μάθημα 23)
  17. Ποια περίοδο χαρακτηρίζουμε «ψυχρό πόλεμο» (μάθημα 25ο );
  18. Πότε ενσωματώθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα;  (μάθημα 25ο )
  19. Πότε ιδρύθηκε ο ΟΗΕ, ποιος ήταν ο σκοπός του και ποια τα βασικά του όργανα; (μάθημα 26ο )
  20. Πότε και με ποια συνθήκη ιδρύθηκε η ΕΟΚ , τι προέβλεπε η συνθήκη του Μάαστριχτ και πότε τέθηκε σε ισχύ το ευρώ; (μάθημα 28ο )
  21. Τι γνωρίζετε για τον Κυπριακό Αγώνα ανεξαρτησίας και με ποιες ενέργειες οδηγηθήκαμε στη διχοτόμηση του νησιού; (μάθημα 30ο )

[1]Βλ. σχετικά αποσπάσματα στη μελέτη μου, Ο Βόρειος Ελληνισμός στις παραμο­νές του Μακεδονικού Αγώνα.
[2]Maurice Gandolphe, La Crise Macedonienne, enquete dans les vilayets in-surges (septembre-decembre 1903), Paris 1904, σσ. 12-13.
[3]Έ. α., σ. 57.
[4]Η σχετική ένδειξη περιέχεται στην παραπάνω μελέτη μου.
[5]Μ. Gandolphe, έ.α., σσ. 58-59.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου