Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Λατινικά Γ΄θρ: Συντακτικό (παρατηρήσεις εφ' όλης της ύλης)

ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΕΤΟΧΗ (Ablativus absolutus)

Απόλυτη είναι η μετοχή της οποίας το υποκείμενο δεν έχει καμία σχέση με τους όρους του ρήματος της πρότασης. Στα λατινικά η μετοχή αυτή, καθώς και το υποκείμενό της, εκφέρεται με αφαιρετική πτώση.
Διακρίνεται σε:
Α. Γνήσια ή κανονική αφαιρετική απόλυτη
Β. Ιδιάζουσα ή νόθη αφαιρετική απόλυτη
Γ. Ιδιόμορφη ή ατελής αφαιρετική απόλυτη
Α. Γνήσια ή κανονική αφαιρετική απόλυτη
Είναι μετοχή κάθε χρόνου ενεργητικής ή παθητικής φωνής. Το υποκείμενό της δεν έχει σχέση, ούτε συντακτική ούτε νοηματική, με τους όρους του ρήματος της πρότασης.
Β. Ιδιάζουσα ή νόθη αφαιρετική απόλυτη
Είναι πάντα μετοχή παθητικού παρακειμένου σε αφαιρετική πτώση και ισοδυναμεί με μετοχή ενεργητικού αορίστου ή παρακειμένου της αρχαίας ελληνικής, την οποία η λατινική δε διαθέτει. Το εννοούμενο ποιητικό αίτιο της μετοχής ταυτίζεται νοηματικά με το υποκείμενο του ρήματος. Αν και είναι μετοχή παθητικού παρακειμένου στη μετάφρασή της χρησιμοποιούμε ενεργητική σύνταξη.
Γ. Ιδιόμορφη ή ατελή αφαιρετική απόλυτη
Σε αυτή την περίπτωση έχουμε σχηματισμό αφαιρετικής απόλυτης χωρίς καμία μετοχή αλλά με ένα όνομα ή αντωνυμία ως υποκείμενο και με ένα ουσιαστικό (που δηλώνει αξίωμα, ηλικία, επάγγελμα) ή ειδικό επίθετο ως κατηγορηματικό προσδιορισμό. Το φαινόμενο αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει ανάγκη χρήσης της μετοχής ενεστώτα του sum, η οποία δεν υπάρχει στα λατινικά. Τη μετοχή δεν μπορούμε να την εννοήσουμε, αφού ό,τι λείπει σε μια γλώσσα δεν είναι δυνατόν να το σκέφτονται εκείνοι που τη μιλούν.
ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑ ΠΡΟΤΑΣΗ
Α. ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΝΗΣΙΑΣ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ
Η γνήσια αφαιρετική απόλυτη μετοχή αναλύεται στην αντίστοιχη δευτερεύουσα επιρρηματική πρόταση διατηρώντας την ενεργητική ή παθητική σύνταξη.
Η διαδικασία μετατροπής έχει ως εξής:
α) Το υποκείμενο της μετοχής (που βρίσκεται σε αφαιρετική) τρέπεται σε υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης (σε ονομαστική).
β) Η μετοχή γίνεται ρήμα ίδιας φωνής με τη μετοχή.
Παράδειγμα
- Occiso Scriboniano (κείμενο 23) = cum Scribonianus occisus esset ή postquam/ ubi/ ut Scribonianus occisus est.
Β. ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΔΙΑΖΟΥΣΑΣ Ή ΝΟΘΗΣ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ
Αναλύεται στην αντίστοιχη δευτερεύουσα επιρρηματική πρόταση τρέποντας την παθητική σύνταξη σε ενεργητική.
Τα βήματα που ακολουθούμε για την ανάλυσή της είναι:
α) Η παθητική σύνταξη τρέπεται σε ενεργητική
β) Το υποκείμενο της μετοχής τρέπεται σε αντικείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης (σε πτώση αιτιατική).
γ) Το ποιητικό αίτιο (που εννοείται) τρέπεται σε υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης.
Παραδείγματα
deletis legionibus (κείμενο 21) = cum Galli legiones delevissent ή postquam/ ubi/ ut Galli legiones deleverunt.
quibus interemptis (κείμενο 21) = cum Camillus eos interemisset ή postquam/ ubi/ ut Camillus eos interemit.
audita salutatione (κείμενο 29) = cum Augustus salutationem audivisset ή postquam/ ubi/ ut Augustus salutationem audivit.
abiectis armis (κείμενο 34) = cum praedones arma abiecissent ή postquam/ ubi/ ut praedones arma abiecerunt.
occupata urbe (κείμενο 40) = cum Sulla urbem occupavisset ή postquam/ ubi/ ut Sulla urbem occupavit.
hac re audita (κείμενο 47) = cum Augustus hanc rem audivisset ή postquam/ ubi/ ut Augustus hanc rem audivit.
admissis amicis (κείμενο 48) = cum Sertorius amicos admisisset ή postquam/ ubi/ ut Sertorius amicos admisit.
Επισήμανση: Όλες οι περιπτώσεις ιδιάζουσας αφαιρετικής απόλυτης των προς εξέταση κειμένων μετατρέπονται σε χρονικές προτάσεις που δηλώνουν το προτερόχρονο.
Προσοχή στην αφαιρετική απόλυτη μετοχή intercepta epistula (κείμενο 45). Η μετοχή αυτή μπορεί να θεωρηθεί γνήσια αφαιρετική απόλυτη, γιατί το ρήμα εξάρτησης είναι παθητικής φωνής. Όμως στην πραγματικότητα η μετοχή είναι ιδιάζουσα, γιατί το ποιητικό αίτιο ταυτίζεται με το λογικό υποκείμενο (= ποιητικό αίτιο) του ρήματος εξάρτησης. Σε κάθε περίπτωση η μετοχή αναλύεται ως εξής: Curat et providet ne, si epistula intercepta sit, nostra consilia ab hostibus cognoscantur.

Γ. ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΔΙΟΜΟΡΦΗΣ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗΣ ΑΠΟΛΥΤΗΣ
Στα προς εξέταση κείμενα συναντάμε δύο ιδιόμορφες αφαιρετικές απόλυτες (Brenno duce (κείμενο 21) και patre imperatore (κείμενο 30), οι οποίες αναλύονται σε δευτερεύουσα χρονική πρόταση με τον cum τον ιστορικό-διηγηματικό ή τον καθαρά χρονικό ακολουθώντας τα εξής βήματα:
α) Τρέπουμε το υποκείμενο και τον κατηγορηματικό προσδιορισμόσε υποκείμενο του ρήματος της πρότασης και σε κατηγορούμενο αντίστοιχα (όλα σε πτώση ονομαστική)
β) Δημιουργούμε τύπο του ρήματος sum σε υποτακτική παρατατικού, (όταν πρόκειται για τον cum τον ιστορικό - διηγηματικό) και σε οριστική παρατατικού (όταν πρόκειται για τον cum τον καθαρά χρονικό).
Παραδείγματα
- Brenno duce (κείμενο 21) = cum Brennus dux esset ή cum Brennus dux erat
Ιδιόμορφη ή ατελής αφαιρετική απόλυτη που δηλώνει χρόνο.
Brenno = υποκείμενο
Duce = κατηγορηματικός προσδιορισμός που δηλώνει αξίωμα στο Brenno.
- patre imperatore (κείμενο 30) = cum pater imperator esset ή cum pater imperator erat.
Ιδιόμορφη ή ατελής αφαιρετική απόλυτη που δηλώνει χρόνο.
patre = υποκείμενο
duce = κατηγορηματικός προσδιορισμός που δηλώνει αξίωμα στο patre.

ΣΥΜΠΤΥΞΗ ΜΙΑΣ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΑΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΕ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΠΟΛΥΤΗ ΜΕΤΟΧΗ
Α. Αν το ρήμα της πρότασης βρίσκεται σε ενεστώτα /παρατατικό/μέλλοντα ενεργητικής φωνής ή σε παρακείμενο/υπερσυντέλικο αποθετικού ή ημιαποθετικού ρήματος ή σε παθητικό παρακείμενο/υπερσυντέλικο (δηλαδή δεν είναι σε παρακείμενο ή υπερσυντέλικο ενεργητικής φωνής) και
αν το υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης είναι διαφορετικό από το υποκείμενο ή το αντικείμενο του ρήματος της κύριας πρότασης, τότε ακολουθούμε την εξής διαδικασία για τη μετατροπή της πρότασης σε μετοχή:
α. Τρέπουμε το υποκείμενο του ρήματος σε υποκείμενο της μετοχής (πάντα σε πτώση αφαιρετική και χωρίς να αλλάξουμε τον αριθμό)
β. Τρέπουμε το ρήμα σε μετοχή (σε αφαιρετική και έτσι ώστε να συμφωνεί με το υποκείμενο).
Συγκεκριμένα:
Ρήμα
Ενεστώτας
Παρατατικός
Μέλλοντας
Παρακείμενος παθητικής φωνής
Υπερσυντέλικος παθητικής φωνής





Μετοχή
Ενεστώτα
Ενεστώτας
Μέλλοντας
Παρακείμενος παθητικής φωνής
Παρακείμενος παθητικής φωνής

Παραδείγματα
- quod illic aurum pensatum est (κείμενο 21) = auro illic pensato
- cum lacrimae suae vincerent prorumperentque (κείμενο 23) = lacrimis suis vincentibus prorumperentibusque
- quod Nasica … mentiebatur (κείμενο 24) = Nasica … mentiente
- quotiescumque avis non respondebat (κείμενο 29) = ave/i non respondente
- si … habet Asia suspicionem quandam luxuriae (κείμενο 30) = Asia habente
- si pergis (κείμενο 43) = te pergente
Β. - Αν το ρήμα της πρότασης βρίσκεται σε παρακείμενο ή υπερσυντέλικο ενεργητικής φωνής,
τότε, ανεξάρτητα από το αν το υποκείμενο του ρήματος της υπό μετατροπή πρότασης ταυτίζεται ή όχι με κάποιον από τους όρους του ρήματος της κύριας πρότασης, ακολουθούμε την εξής διαδικασία για τη μετατροπή της πρότασης σε μετοχή:
α. το (άμεσο) αντικείμενο του ρήματος που θέλουμε να τρέψουμε σε μετοχή γίνεται υποκείμενο της μετοχής (πάντα σε πτώση αφαιρετική)
β. το ρήμα (που θα είναι σε ενεργητικό παρακείμενο ή υπερσυντέλικο) τρέπεται σε μετοχή παρακειμένου (παθητικής φωνής) (σε πτώση αφαιρετική και έτσι ώστε να συμφωνεί με το υποκείμενό της)
γ. αν το ποιητικό αίτιο της μετοχής ταυτίζεται με το υποκείμενο του ρήματος της πρότασης, το παραλείπουμε. Στην αντίθετη περίπτωση, το δηλώνουμε κανονικά.
Παραδείγματα
- quod Asiam vidit (κείμενο 30) = Asia visa
- Quod ut praedones animadverterunt (κείμενο 34) = eo animadverso
- Haec postquam domestici Scipioni rettulerunt (κείμενο 34) = his relatis Scipioni a domesticis
- Cum … dona posuissent (κείμενο 34) = donis positis
- … cum ad eum magnum pondus attulissent (κείμενο 36) = magno pondere allato ad eum a Samnitibus
- cum viri sui consilium … cognovisset (κείμενο 49) = consilio … cognito
- … quod tonsoris praeripuisset officium (κείμενο 49) = officio tonsoris praerepto (ab ea)

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ cum

Ο cum άλλοτε εμφανίζεται ως πρόθεση (εκφερόμενη πάντα με οργανική αφαιρετική) και άλλοτε ως υποτακτικός σύνδεσμος (χρονικός, αιτιολογικός, εναντιωματικός). Στο μάθημα αυτό θα τον εξετάσουμε ως χρονικό σύνδεσμο.Καθαρά χρονικός (8, 43, 44): χρησιμοποιείται και για τις 3 χρονικές βαθμίδες (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και προσδιορίζει χρονικά την πράξη ή την κατάσταση που περιγράφει η πρόταση εξάρτησης (συνήθως η κύρια).
π.χ.
Cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit?
= γιατί, όταν αντίκρισες τη Ρώμη, δεν σου πέρασε από το μυαλό; (43)
Επαναληπτικός: εκφράζει αόριστη επανάληψη (όπως οι υποθετικοί λόγοι της αρχαίας ελληνικής)
cum + οριστική ενεστώτα/ μέλλοντα: αόριστη επανάληψη στο παρόν - μέλλον
cum + οριστική παρατατικού/ υπερσυντέλικου: αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
π.χ.
Cum civitas bellum gerit (15) = κάθε φορά που η πολιτεία διεξάγει πόλεμο
Cum illa cubiculum mariti intraverat (23) = κάθε φορά που εκείνη έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα του συζύγου
Σημείωση: ο σύνδεσμος quotiescumque ισοδυναμεί με τον επαναληπτικό cum
π.χ.Quotiescumque avis non respondebat (29) = κάθε φορά που το πουλί δεν απαντούσε
Αντίστροφος: δηλώνει το αιφνίδιο γεγονός και αναφέρεται μόνο στο παρελθόν. Εκφέρεται με οριστική παρακειμένου συχνά μαζί με το επίρρημα repente (ξαφνικά). Η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου, την οποία συνοδεύουν συνήθως τα επιρρήματα vix, aegre (μόλις και μετά βίας). Από άποψη χρονικής βαθμίδας εκφράζει πάντα το υστερόχρονο (ουσιαστικά λέγεται αντίστροφος, γιατί θα έπρεπε οι προτάσεις να λειτουργούν αντίστροφα, δηλαδή η κύρια να είναι χρονική και η χρονική κύρια).
π.χ. Ibi vix … dederat, cum repente apparuit ei species horrenda = εκεί μόλις είχε παραδώσει…, (όταν) ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του μία φρικτή μορφή(14)
Ιστορικός-διηγηματικός: χρησιμοποιείται για τις διηγήσεις του παρελθόντος και εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού (για πράξη σύγχρονη) και υπερσυντέλικου (για πράξη προτερόχρονη). Υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της δευτερεύουσας χρονικής με την κύρια πρόταση, δημιουργώντας μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους. Η υποτακτική έγκλιση τονίζει τον υποκειμενικό χαρακτήρα της πρότασης.
π.χ. Ego, cum te quaererem, ancillae tuae credidi … = εγώ όταν σε ζητούσα, πίστεψα την υπηρέτριά σου …(24)
Cum omnes recentem esse dixissent, inquit = όταν όλοι απάντησαν ότι είναι φρέσκο, είπε(25)

Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (Consecutio temporum)
Αν μία δευτερεύουσα (ή αλλιώς εξαρτημένη) πρόταση εκφέρεται με υποτακτική, η εξάρτησή της από τον χρόνο της κύριας πρότασης είναι αποφασιστικής σημασίας. Δηλαδή ο χρόνος της υποτακτικής της δευτερεύουσας πρότασης καθορίζεται από το αν ο χρόνος του ρήματος της κύριας πρότασης είναι αρκτικός ή ιστορικός.
Η υποτακτική ανάλογα με τον χρόνο στον οποίο βρίσκεται, όπως και η οριστική, εκφράζει:
- το σύγχρονο,
- το προτερόχρονο είτε
- το υστερόχρονο
Παρουσιάζουμε αναλυτικά την ακολουθία των χρόνων, ανάλογα με τον χρόνο του ρήματος της κύριας πρότασης:
I) Μετά από ρήμα εξάρτησης σε αρκτικό χρόνο, η υποτακτική του Ενεστώτα εκφράζει το σύγχρονο, η υποτακτική Παρακειμένου το προτερόχρονο και η υποτακτική Ενεστώτα της ενεργητικής περιφραστικής συζυγίας το υστερόχρονο
π.χ. Rogat quid faciam = ρωτά τι κάνω (σύγχρονο στο παρόν)
Rogat quid fecerim = ρωτά τι έκανα (προτερόχρονο στο παρόν)
Rogat quid facturus sim = ρωτά τι πρόκειται να κάνω/ τι θα κάνω (υστερόχρονο στο παρόν).
ΙΙ) Μετά από ρήμα εξάρτησης σε ιστορικό χρόνο, η υποτακτική του Παρατατικού εκφράζει το σύγχρονο, η υποτακτική του Υπερσυντελίκου το προτερόχρονο και η υποτακτική Παρατατικού της ενεργητικής περιφραστικής συζυγίας το υστερόχρονο.
π.χ. Rogavit quid facerem = ρώτησε τι έκανα (σύγχρονο στο παρελθόν)
Rogavit quid fecissem = ρώτησε τι είχα κάνει (προτερόχρονο στο παρελθόν)
Rogavit quid facturus essem = ρώτησε τι επρόκειτο να κάνω/ τι θα έκανα (υστερόχρονο στο παρελθόν)
Αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις
Δευτερεύουσες προτάσεις που κανονικά εκφέρονται με οριστική, μπορούν να την τρέψουν σε υποτακτική είτε λόγω έλξης (37, 46) είτε γιατί βρίσκονται σε πλάγιο λόγο
π.χ. Ex quo fit, ut laudandus is sit, qui pro re publica cadat (46)
praeterea praecepit ut … emitteret, in quo ipse futurus esset (48)
Εκφέρονται πάντα με υποτακτική οι ακόλουθες δευτερεύουσες:
-Πλάγιες ερωτηματικές
-Βουλητικές
-Ενδοιαστικές
-Προτάσεις του quin, quominus
-Τελικές
-Συμπερασματικές (επιρρηματικές και ουσιαστικές)
Από τις παραπάνω δευτερεύουσες προτάσεις κανονική ακολουθία χρόνων παρουσιάζουν μόνο οι πλάγιες ερωτηματικές.
Οι υπόλοιπες προτάσεις εκφέρονται πάντα ή με υποτακτική Ενεστώτα (αν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου) ή με υποτακτική Παρατατικού (αν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου). Παρουσιάζουν, δηλαδή, ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί η βούληση, ο φόβος, η πρόθεση, ο σκοπός και το αποτέλεσμα είναι ιδωμένα τη στιγμή που εμφανίζονται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής τους (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ
Η απαγόρευση εκφράζεται κυρίως με 2 τρόπους:
α) noli/ nolite + απαρέμφατο Ενεστώτα (για β' πρόσωπο)
(ο τύπος noli είναι β΄ ενικό προστακτικής Ενεστώτα του nolo = non volo, δεν θέλω
και το nolite είναι το β΄ πληθυντικό της προστακτικής του ίδιου χρόνου).
π.χ. noli spectare = μη σε απασχολήσει
nolite confidere = μην έχετε εμπιστοσύνη
β) ne (ή κάποια άλλη αρνητική λέξη, όπως nemo, nihil, numquam κ.τ.λ.) + υποτακτική
Παρακειμένου (για όλα τα πρόσωπα της προστακτικής).
π.χ. ne hoc feceris = μην κάνεις αυτό
Σημείωση
Κατά την τροπή του β΄ τρόπου στον α΄ τρόπο να προσέχετε ότι, αν υπάρχει αρνητική αόριστη
αντωνυμία, αυτή πρέπει να αντικατασταθεί με καταφατική αόριστη αντωνυμία (γιατί δεν μπορούν
να υπάρχουν 2 αρνήσεις, noli/ nolite και nemo, nihil …)
π.χ. neminem credideritis patriae consulturum esse > nolite credere aliquem
patriae consulturum esse ( το υποκείμενο neminem του ειδικού απαρεμφάτου μετατρέπεται σε aliquem,
λόγω της ύπαρξης του nolite)

B' ΟΡΟΣ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ - ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ
Μετά από:
συγκριτικά επίθετα
συγκριτικά επιρρήματα και σπανιότερα,
ρήματα με συγκριτική έννοια,
ακολουθεί β΄ όρος σύγκρισης, ο οποίος μπορεί να εκφέρεται με:
α) απλή αφαιρετική
π.χ. etsi ego clamabam nihil esse bello civili miserius (37) = αν και εγώ φώναζα ότι τίποτα δεν είναι
πιο αξιοθρήνητο από τον εμφύλιο πόλεμο
bello: απλή αφαιρετική συγκριτική, με α΄ όρο σύγκρισης το nihil, εξαιτίας του συγκριτικού βαθμού
miserius
β1) quam + ομοιόπτωτα με τον α΄ όρο (όταν τα συγκρινόμενα μέλη είναι πτωτικά)
π.χ. nihil est miserius quam ipsa victoria (37)
quam victoria: β΄ όρος σύγκρισης (ο β΄ όρος εκφέρεται με quam και ομοιόπτωτα με τον α΄ όρο,
nihil) λόγω του συγκριτικού βαθμού miserius
β2) quam + ομοιότροπα με τον α΄ όρο (όταν τα συγκρινόμενα μέλη είναι απαρέμφατα, εμπρόθετοι,
επιρρήματα)
π.χ. Manium Curium malle locupletibus imperare quam ipsum fieri locupletem (36) = … ότι ο Μ.
Κούριος προτιμά να εξουσιάζει τους πλούσιους παρά να γίνει ο ίδιος πλούσιος
quam fieri: β΄ όρος σύγκρισης (ο β΄ όρος εκφέρεται με quam και ομοιότροπα προς τον α΄ όρο,
imperare) λόγω του malle = magis velle (ρηματικός τύπος με συγκριτική έννοια)
Αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις
Ας μην ξεχνάμε ότι ως β΄ όρος σύγκρισης λειτουργούν και οι δευτερεύουσες παραβολικές
προτάσεις(απλές και υποθετικές) με α΄ όρο μια άλλη πρόταση, συνήθως την κύρια.
Κατά τη σύγκριση, ο β΄ όρος σύγκρισης συχνά παραλείπεται. Το είδος αυτό της σύγκρισης
χαρακτηρίζεται ως απόλυτη σύγκριση (27, 37). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο συγκριτικός εκφράζει
βαθμό μεγαλύτερο από το λογικό μέτρο και μεταφράζεται με θετικό βαθμό συνοδευόμενο από το
«κάπως» ή το «μάλλον».
Ο συγκριτικός επίσης είναι δυνατόν να ενισχύεται με τις αφαιρετικές του μέτρου/ διαφοράς multo
(= πολύ) και paulo (= λίγο), οπότε και μεταφράζουμε με συγκριτικό βαθμό
π.χ. dixit … videri tamen ea sibi duriora et acerbiora (27) = είπε ότι του φαίνονταν όμως
αυτά κάπως τραχιά και στυφά
qui multo minor natu erat (27) = ο οποίος ήταν πολύ μικρότερος στην ηλικία.


Α΄ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΠΟΥ
Ο προσδιορισμός του τόπου εκφέρεται γενικά με εμπρόθετη αιτιατική ή αφαιρετική. Ειδικότερα έχουμε και τις εξής περιπτώσεις:
1. Στάση σε τόπο
Η στάση σε τόπο δηλώνεται:
με τοπικά επιρρήματα (ibi, hic, illic)
με την πρόθεση in + αφαιρετική (in Italiā)
με απλή γενική ή αφαιρετική
Απλή γενική, όταν έχουμε ονόματα πόλεων (ή μικρών νησιών) α΄και β΄ κλίσης ενικού αριθμού.
Απλή αφαιρετική, όταν έχουμε όνοματα πόλεων (ή μικρών νησιών) α΄και β΄ κλίσης πληθυντικού αριθμού ή γ΄κλίσης οποιουδήποτε αριθμού.
π.χ. sum Romae, sum Ephesi, sum Athenis, sum Carthagine
Σημείωση:
Χρησιμοποιείται απλή αφαιρετική για τη δήλωση του τόπου, όταν ο τόπος έχει μπροστά του προσδιορισμό και κυρίως το επίθετο totus και την αντωνυμία ipse.
π.χ. totis castris, ipsa Romā
2. Κίνηση προς τόπο
Η κίνηση προς τόπο δηλώνεται:
με τις προθέσεις in, ad + αιτιατική
με απλή αιτιατική, όταν έχουμε όνοματα πόλεων (ή μικρών νησιών).
π.χ. eo in Asiam, eo in Italiam, eo Romam, eo Carthaginem
3.
Κίνηση από τόπο
Η κίνηση από τόπο δηλώνεται:
με τοπικά επιρρήματα (inde, illuc, quo)
με τις προθέσεις ab, ex, de + αφαιρετική
με απλή αφαιρετική, όταν έχουμε όνοματα πόλεων (ή μικρών νησιών).
π.χ. venio ex Asiā, venio ab Italiā, venio Romā, venio Carthagine
σημείωση 1: Τρεις τύποι του ουσιαστικού domus χρησιμοποιούνται επιρρηματικά ως προσδιορισμοί του τόπου:
domi = στο σπίτι, στην πατρίδα (στάση σε τόπο) [αρχ. οἴκοι]
domum = στο σπίτι, στην πατρίδα (κίνηση σε τόπο) [αρχ. οἴκαδε]
domo = από το σπίτι, από την πατρίδα (απομάκρυνση) [αρχ. οἴκοθεν]
σημείωση 2: Στο κείμενο 34 υπάρχει εμπρόθετος προσδιορισμός της στάσης σε τόπο με όνομα πόλης (in Literno). Στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλώνεται όχι η πόλη, αλλά η ευρύτερη περιοχή, όπου βρισκόταν η έπαυλη του Σκιπίωνα.

Β΄ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΟΝΟΥ
Ο χρόνος δηλώνεται με τους εξής τρόπους:
με επιρρήματα (postea, iam, tum, nunc, deinceps, mox, diu, semper).
Τα επιρρήματα post και ante συνοδευόμενα από αφαιρετική του μέτρου ή της διαφοράς δηλώνουν το πόσο μετά ή πόσο πριν συνέβη κάτι.
π.χ. paulo post = λίγο αργότερα [23], paucis ante diebus = πριν από λίγες μέρες
με εμπρόθετους προσδιορισμούς
π.χ. post victoriam = μετά τη νίκη [29], ante tertium diem = πριν από 3 ημέρες [25]
με χρονικές προτάσεις
με χρονικές μετοχές
με πλάγιες πτώσεις.
Πιο συγκεκριμένα:
με απλή αφαιρετική για να δηλωθεί το πότε έγινε κάτι. π.χ. quodam die = κάποια μέρα [25]
με απλή αιτιατική για να δηλωθεί το πόση διάρκεια είχε. π.χ. paucos menses = για λίγους μήνες [28]
με απλή αφαιρετική για να δηλωθεί το μέσα σε πόσο χρόνο ή ύστερα από πόσο χρόνο έγινε κάτι.
π.χ. quo Carthago deleta est = κατά τη διάρκεια του οποίου η Καρχηδόνα καταστράφηκε [25]

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ
Η γενική με ουσιαστικά
Η γενική με ουσιαστικά περιλαμβάνει διάφορα είδη:
α) γενική υποκειμενική.
β) γενική αντικειμενική.
γ) γενική κτητική
π.χ.cubiculum mariti = η κρεβατοκάμαρα του συζύγου [24]
δ) γενική της ιδιότητας
Στα λατινικά πλην της γενικής υπάρχει και η αφαιρετική της ιδιότητας. Η γενική της ιδιότητας συνήθως δηλώνει ηλικία, διάρκεια, μέτρο, βάρος, κοινωνική τάξη, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό.
π.χ.cerva eximiae pulchritudinis = ελάφι εξαιρετικής ομορφιάς [48]
ε) γενική του περιεχομένου
π.χ.agmina militum = τα αγήματα των στρατιωτών [40]
στ) γενική του δημιουργού
π.χ.ex Aesopi litteris = από την επιστολή του Αισώπου [28]
ζ) γενική διαιρετική
π.χ.eius mundi partem = μέρος αυτού του κόσμου [46]
η) γενική επεξηγηματική
Η γενική αυτή, που συναντάται μόνο στα λατινικά, προσδιορίζει το περιεχόμενο κάποιων λέξεων. Τίθεται δηλ. στη θέση ομοιόπτωτων προσδιορισμών (παράθεσης ή επεξήγησης) και ακολουθεί συνήθως τις λέξεις nomen και periculum.
π.χ.nomen Asiae = το όνομα «Ασία» [30]
pericula mortis = οι κίνδυνοι του θανάτου [32]
Η γενική με ρήματα
α) γενική της αξίας
Τίθεται με ρήματα που σημαίνουν εκτιμώ, υπολογίζω, αγοράζω (emo), πουλάω και το sum. Συνήθως ως γενικές της αξίας τίθενται οι λέξεις parvi, tanti, quanti, minimi, nihili. Η γενική της αξίας δηλώνει την αφηρημένη (υλική ή ηθική) αξία. Αντίθετα η συγκεκριμένη αξία δηλώνεται με αφαιρετική.
π.χ.emit avem tanti = αγόρασε το πουλί για τόσο μεγάλο ποσό: γενική της αφηρημένης αξίας[29]
αλλά: emit eum viginti milibus sestertium = το αγόρασε για είκοσι χιλιάδες σηστερτίους: αφαιρετική της συγκεκριμένης αξίας [29]
β) γενική του εγκλήματος
π.χ.Catilina accusatus est coniurationis = Ο Κατιλίνας κατηγορήθηκε για συνωμοσία.
Δεν τη συναντάμε στα κείμενα του σχολικού εγχειριδίου.
γ) γενική με τα απρόσωπα ρήματα refert και interest (= ενδιαφέρει)
Η γενική δηλώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Το τι ενδιαφέρει κάποιον εκφράζεται με απαρέμφατο (αλλά και με ουσιαστική πρόταση ή με το ουδέτερο αντωνυμίας).
π.χ.Caesaris interfuit corvum emere = Ο Καίσαρας ενδιαφέρθηκε να αγοράσει το κοράκι [29]
δ) γενική με τα απρόσωπα ρήματα ψυχικού πάθους paenitet
(μετανιώνω), miseret, pudet, piget και taedet.
Κοντά στο ρήμα υπάρχει μια αιτιατική του προσώπου που μετανιώνει(ή νιώθει τα άλλα συναισθήματα) και μια γενική του πράγματος για το οποίο αισθάνεται κανείς μετάνοια ή άλλα συναισθήματα:
π.χ.me paenitet verborum meorum: μετανιώνω για τα λόγια μου. Αντί της γενικής μπορεί να χρησιμοποιηθεί ουδέτερο αντωνυμίας (ή απαρέμφατο) ως υποκείμενο.
π.χ.neque id me paenitet = ούτε εγώ μετανιώνω γι’ αυτό [27]
ε) γενική με ρήματα ή φράσεις μνήμης και λήθης
π.χ.venit corvo in mentem verborum = ήλθαν στο νου του κορακιού τα λόγια του κυρίου του. [29]: γενική του αντικειμένου στην έκφραση: venit in mentem
στ) γενική του χαρακτηριστικού γνωρίσματος
Η γενική με το ρήμα sum δηλώνει πολλές φορές το χαρακτηριστικό γνώρισμα.
π.χ.virtutis fuit = υπήρξε δείγμα ανδρείας ,
pietatis fuit = υπήρξε δείγμα σεβασμού [30]
Η γενική με επίθετα, επιρρήματα και αντωνυμίες
α) η γενική ως συμπλήρωμα
Η γενική χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα επιθέτων που δηλώνουν: επιθυμία, εμπειρία, γνώση, μνήμη, πλησμονή και τα αντίθετά τους (cupidus, peritus, inops, plenus).
π.χ.cupidus pecuniae = επιθυμών χρημάτων, επιθυμώντας χρήματα [29]
plena exemplorum = γεμάτη με παραδείγματα, πλήρης παραδειγμάτων[32]
Σημείωση: σύμφωνα με το συντακτικό του Τζαρτζάνου, η γενική αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και αντικειμενική.
β) γενική διαιρετική
Η γενική χρησιμοποιείται ως διαιρετική με επιρρήματα (ubi, satis) και με το ουδέτερο αντωνυμιών και επιθέτων, όπως multum, nihil, aliquid.
π.χ.satis salutationum = αρκετούς χαιρετισμούς [29]

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΔΟΤΙΚΗΣ
1. H δοτική με ρήματα
α) η δοτική ως αντικείμενο.
Η δοτική χρησιμοποιείται ως έμμεσο αντικείμενο ρημάτων που σημαίνουν «λέγω» (dico, narro, respondeo), «δίνω» (do, trado) και των συγγενικών τους. Χρησιμοποιείται επίσης ως αντικείμενο (συμπλήρωμα) ρημάτων που δηλώνουν ένωση, προσέγγιση, ομοιότητα, φιλική ή εχθρική διάθεση, υπακοή και απείθεια. Τέλος λειτουργεί ως έμμεσο αντικείμενο ρημάτων σύνθετων με τις προθέσεις ob, prae, pro, in. Γενικά με δοτική συντάσσονται τα ρήματα που απαντούν στην ερώτηση: σε (για, με) ποιον;
β) δοτική προσωπική.
Δηλώνει το πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ή γίνεται κάτι. Περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες (γνωστές και από τα αρχαία ελληνικά):
i. δοτική κτητική.
π.χ.quae nimia vobis est = η οποία είναι υπερβολική σε σας. [25]
ii. δοτική χαριστική ή αντιχαριστική (ακολουθεί πολλές φορές τα ρήματα consulo = φροντίζω και metuo = φοβάμαι για κάποιον).
π.χ.[…] nisi vos ipsi patriae consulueritis = αν δεν φροντίσετε εσείς οι ίδιοι για την πατρίδα. [25]
Σύμφωνα πάντως με το συντακτικό του Τζαρτζάνου (134, 3, β΄) η συγκεκριμένη δοτική λειτουργεί ως αντικείμενο του ρήματος.
iii. δοτική ηθική.
π.χ.Non tibi ingredienti fines patriae ira cecidit = δεν σου πέρασε η οργή τη στιγμή που εισέβαλλες στα σύνορα της πατρίδας σου; [43]
iv. δοτική της αναφοράς.
π.χ.ille mihi mortuus est = όσο με αφορά αυτός είναι νεκρός.
v. δοτική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου. Συνήθως συντάσσεται με το γερουνδιακό.
π.χ.omnia sunt excitanda tibi = όλα πρέπει να αποκατασταθούν από εσένα [33]
vi. δοτική προσωπική με απρόσωπα ρήματα
γ) δοτική κατηγορηματική του σκοπού (ή του αποτελέσματος)
Η δοτική αυτή αποτελεί ιδιομορφία της λατινικής . Είναι δοτική αφηρημένου ουσιαστικού, πάντοτε ενικού αριθμού (πρόκειται για στερεότυπες δοτικές όπως: adiumento, solacio, gratulationi, dono, auxilio, exemplo, usui). Τη συναντάμε συνήθως μαζί με το ρήμα sum, αλλά και με τα ρήματα do, relinquo, duco, habeo, mitto κ.ά. Δηλώνει τον σκοπό (ή το αποτέλεσμα) της πράξης που φανερώνει το ρήμα.
Μπορεί να προσδιορίζεται από επίθετο. Δίπλα της μπορεί να υπάρχει και άλλη δοτική (χαριστική, αντιχαριστική, ηθική ή του έμμεσου αντικειμένου). Η μετάφραση ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση
2. H δοτική με επίθετα και επιρρήματα
Η δοτική χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα (δοτική αντικειμενική) επιθέτων που δηλώνουν ένωση, προσέγγιση, ομοιότητα, φιλική ή εχθρική διάθεση, υπακοή, απείθεια κτλ. (amicus, similis, infestus, communis, proximus, carus, gratus κλπ). Με δοτική συντάσσονται και επιρρήματα που παράγονται από επίθετα που συντάσσονται με δοτική ή έχουν συγγενή σημασία μαζί τους.

Ο ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗΣ
Η αφαιρετική, απλή ή εμπρόθετη, συμπυκνώνει τις λειτουργίες τριών παλαιότερων πτώσεων:
της κυρίως αφαιρετικής (ablativus separativus = αφαιρ. του (απο) χωρισμού)
της οργανικής αφαιρετικής (ablativus instrumentalis) και
της τοπικής αφαιρετικής (ablativus locativus)
Στην αρχαία ελληνική γλώσσα οι χρήσεις της κυρίως αφαιρετικής ενυπάρχουν στη γενική, ενώ της τοπικής και της οργανικής στη δοτική πτώση.
Η αφαιρετική προσδιορίζει ουσιαστικά, επίθετα, επιρρήματα και κυρίως ρήματα.
Α. Η κυρίως αφαιρετική δηλώνει την αφετηρία, εννοούμενη ως:
α) Τοπική προέλευση (ex urbe-27, Romā-28: εμπρόθετη και απλή)
β) Καταγωγή (nobili genere natus-31, βρίσκεται και εμπρόθετη)
γ) Υλική αφετηρία ενός πράγματος (αφαιρετική της ύλης), συνήθως εμπρόθετη (ex ebore, 39)
δ) Σημείο της απομάκρυνσης και του χωρισμού, απλή ή εμπρόθετη: με ρήματα που σημαίνουν απέχω, απομακρύνω, ελευθερώνω, χωρίζω, στερώ, εμποδίζω (abstinerent pugnā-31, meā sede cedo-38)
(Το συντακτικό του Αχ. Τζαρτζάνου και του Θ. Κακριδή θεωρεί την αφαιρετική αυτή ως έμμεσο αντικείμενο των ρημάτων αυτών).
Το ρήμα που συναντάμε στα κείμενά μας και συντάσσεται με αφαιρετική ως αντικείμενο είναι το utor.
ε) Ποιητικό αίτιο: Το ποιητικό αίτιο, που εξαρτάται πάντα από ρήμα παθητικής διάθεσης, εκφέρεται:
με απλή αφαιρετική, όταν είναι άψυχο (clamore vocatus -49),
ενώ με a/ab + αφαιρετική, όταν είναι έμψυχο ή προσωποποιημένο άψυχο (ab hostibus-45)
αντίθετα στην παθητική περιφραστική συζυγία το ποιητικό αίτιο εκφέρεται με δοτική προσωπική του ποιητικού αιτίου (omnia sunt excitanda tibi, C. Caesar = όλα πρέπει να ανασυγκροτηθούν από σένα, Γάιε Καίσαρα […] 33)
στ) Σημείο εκκίνησης για σύγκριση (αφαιρετική συγκριτική), (fortior hoste-31, miserius bello-37)
ζ) Σημείο εκκίνησης για εκτίμηση ή κρίση (eventu cernatur-31)
η) το διαιρεμένο όλο (αντί γενικής διαιρετικής), όπως και στην αρχαία ελληνική (cuidam ex equitibus-45). (Λειτουργεί βέβαια ως ετερόπτωτος προσδιορισμός στο πτωτικό που αναφέρεται. Απαντάται εμπρόθετα).
Β. Η οργανική αφαιρετική εκφράζει:
α) Τη συνοδεία, αν ο ρηματικός τύπος στον οποίο αναφέρεται η αφαιρετική δηλώνει κίνηση (tecum deduc-28), πάντοτε εμπρόθετη (cum + αφαιρετική).
β) Την κοινωνία και συνάπτεται με ρήματα που δηλώνουν κοινωνία, συμμετοχή, αλλά όχι κίνηση (cum filiā sororis persedebat-38, cum amicis futurus esset-48), πάντα συνοδευόμενη από την πρόθεση cum.
γ) Τον τρόπο, (more-38, sententiis-42), απλή ή εμπρόθετη.
δ) Την ιδιότητα (homo facie squalida-14): Προσδιορίζει ουσιαστικό (ως ετερόπτωτος προσδιορισμός) και προτιμάται (αντί για τη γενική της ιδιότητας) όταν δηλώνεται εξωτερική/ σωματική ιδιότητα και ειδικότερα όταν πρόκειται για μέλη του σώματος. Επίσης, όταν δηλώνεται παροδική ιδιότητα και ειδικότερα παροδική ψυχική διάθεση.
Παρατήρηση: Αν βρίσκεται δίπλα στο συνδετικό ρήμα sum καλείται αφαιρετική κατηγορηματική της ιδιότητας, (corpore infirmo sum-40).
ε) Το όργανο, (hastā transfixit-31), ή το μέσο:
I) Το μέσο, όταν πρόκειται για πρόσωπο, εκφράζεται:
α) με την πρόθεση per + αιτιατική προσώπου ή
β) operā, beneficio, auxilio + γενική του προσώπου (cuius operā = per quem-31, quorum auxilio = per quos-37).
ΙΙ) Το μέσο δηλώνουν επίσης οι αφαιρετικές που συνοδεύουν τα ρήματα
compleo,
afficio (tanto dolore est adfectus-28),
confidο (opibus urbis nolite confidere-25, viribus suis confisus-31).
ΙΙΙ) Το μέσο δηλώνουν και οι αφαιρετικές που συνοδεύουν τα επίθετα dignus (26), fretus(18).
στ) Το μέτρο ή τη διαφορά:
συνάπτεται με επίθετα / επιρρήματα συγκριτικού βαθμού (multo minor-27).
είτε με επιρρήματα που έχουν συγκριτική σημασία (paucis post diebus-24, post = αργότερα).
είτε, τέλος, με ρήματα που έχουν παραθετική σημασία, όπως τα ρήματα διαφοράς, υπεροχής, σύγκρισης (quanto antecellat-31).
ζ) Την αναφορά: Προσδιορίζει επίθετα συγκριτικού βαθμού (minor natu-27), ή ρήματα με παραθετική σημασία (virtute antecellat-31)
η) Την αιτία (εσωτερικό αναγκαστικό αίτιο): όταν, δηλαδή, εκφράζει ψυχική αντίδραση:
συνάπτεται συχνά με μετοχή παθητικού παρακειμένου που σημαίνει «παρακινημένος, σπρωγμένος» όπως (permotus cupiditate-31).
εδώ ανήκουν και οι στερεότυπες φράσεις iussu, iniussu, rogatu + γενική (iussu domini-24, iniussu consulis-31). Είναι πάντα απλή.
(αντίθετα το εξωτερικό αναγκαστικό αίτιο εκφέρεται με ob, per, propter + αιτιατική, μερικές φορές δε και με απλή αφαιρετική: longa morā standi fessa)
θ) Την ποινή: (morte multavit-31). Εξαιρείται η γενική capitis (14). Πάντα απλή.
ι) Την αξία: προσδιορίζει ρήματα που σημαίνουν αγορά, ανταλλαγή, πώληση και δηλώνει τη συγκεκριμένη υλική αξία (viginti milibus emit-29), πάντα απλή.
Όταν η αξία είναι αφηρημένη ή ηθική εκφράζεται με γενική πτώση (quanti sit-28).
Γ. Η τοπική προσδιορίζει την πράξη τοπικά ή χρονικά
Απαντάται απλή ή εμπρόθετη
αφαιρετική του τόπου = στάσης σε τόπο,(Athenis-28, in Asiā-30)
αφαιρετική του χρόνου,(in eo bello-30).
Εκφράζει επίσης κατάσταση (in exilio-21).

ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΗ
Όπως τονίστηκε και παραπάνω, η αφαιρετική απαντάται άλλοτε απλή και άλλοτε εμπρόθετη. Οι προθέσεις που συνοδεύουν την πτώση αυτή είναι οι ακόλουθες:
Η πρόθεση cum εκφέρεται πάντα με οργανική αφαιρετική:
cum + οργανική αφαιρετική
Στα εξεταζόμενα κείμενα εκφράζει την κοινωνία ή τη συνοδεία
π.χ. cum filiā persedebat (38) = καθόταν μαζί με την κόρη (εμπρόθετη οργανική αφαιρετική της κοινωνίας)
tecum deduc (28) = φέρ’ τον μαζί σου (εμπρόθετη οργανική αφαιρετική της συνοδείας).
Παρατήρηση: Όταν η πρόθεση cum εκφέρεται με αφαιρετική των προσωπικών αντωνυμιών, τότε παρατηρείται κράση, δηλαδή ένωση των δύο λέξεων σε μία, και αναστροφή πρόθεσης:
cum + te = tecum (28), cum + se = secum (48)
Η πρόθεση in εκφέρεται πάντα με τοπική αφαιρετική:
in + τοπική αφαιρετική
Στα εξεταζόμενα κείμενα δηλώνει στάση σε τόπο, κατάσταση, χρόνο.
π.χ. in Asia (30) = στην Ασία (εμπρόθετη τοπική αφαιρετική που δηλώνει στάση σε τόπο)
in periculo (45) (εμπρόθετη τοπική αφαιρετική που δηλώνει κατάσταση)
in eo bello (30) = σε αυτόν τον πόλεμο (εμπρόθετη τοπική αφαιρετική που δηλώνει χρόνο)
Με κυρίως αφαιρετική εκφέρονται οι προθέσεις de, ex, a/ ab, sine, pro
de, ex, a/ ab, sine, pro + κυρίως αφαιρετική
Στα εξεταζόμενα κείμενα η κάθε πρόθεση δηλώνει:
de: αναφορά
ex: τοπική αφετηρία/ απομάκρυνση, προέλευση, αιτία, διαιρεμένο όλο, τρόπο
a/ ab: ποιητικό αίτιο, αφετηρία
sine: έλλειψη/ στέρηση, τρόπο
pro: αντάλλαγμα, υπεράσπιση, σύγκριση/ παραβολή
π.χ. de interficiendo Caesare (49) = για/ σχετικά με τη δολοφονία του Καίσαρα (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική της αναφοράς),
ex urbe (27) = από την πόλη (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική της απομάκρυνσης),
ex litteris (28) = από την επιστολή (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική της προέλευσης),
cuidam ex equitibus (45) = κάποιον από τους ιππείς (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική του διαιρεμένου όλου),
ex sententiā(49) = κατ’ ευχήν (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική του τρόπου),
ab hostibus (45) = από τους εχθρούς (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική του ποιητικού αιτίου),
prope a muris (25) = στα τείχη (εμπρόθετη κυρίως αφαιρετική της αφετηρίας),
sine fine (10) = χωρίς τέλος (εμπρόθετη αφαιρετική που δηλώνει τον τρόπο),
pro quo (21) = για το οποίο ως αντάλλαγμα (εμπρόθετη αφαιρετική του ανταλλάγματος),
pro re publicā (46) = για την πατρίδα (εμπρόθετη αφαιρετική της υπεράσπισης),
pro libero (28) = ως ελεύθερος (εμπρόθετη αφαιρετική της σύγκρισης/ παραβολής).

ΟΙ ΕΥΘΕΙΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Οι ευθείες ερωτήσεις είναι κύριες προτάσεις. Η ερώτηση που περιέχουν εκφράζεται απευθείας από αυτόν που ρωτάει, χωρίς εξάρτηση από κάποιο ρήμα.
Διακρίνονται σε:
πραγματικές, όταν ο ερωτών περιμένει απάντηση.
ρητορικές, που ισοδυναμούν με έντονη άρνηση, κατάφαση ή υπόθεση.
Εκφέρονται με:
οριστική όλων των χρόνων.
υποτακτική, όταν εκφράζουν απορία (απορηματική υποτακτική) και όταν εκφράζουν δυνατότητα (δυνητική υποτακτική).
Εκφράζουν:
Μερική άγνοια (η ερώτηση αφορά μέρος μόνο του περιεχομένου της πρότασης). Οι ερωτήσεις μερικής άγνοιας εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα, όπως quis (= ποιος), quid (= τι, γιατί), qui (= πώς), quantus (= πόσος), ubi (= πού), quando (= πότε), cur (= γιατί), quin (= γιατί δεν).
π.χ. Qui potuisti populari hanc terram? = Πώς μπόρεσες να λεηλατήσεις αυτή τη χώρα; [43]
Ολική άγνοια (η ερώτηση αφορά όλο το περιεχόμενο της πρότασης). Οι ερωτήσεις ολικής άγνοιας διακρίνονται σε:
I. απλές. Οι απλές ερωτήσεις εισάγονται:
α) με το εγκλιτικό -ne, όταν δε γνωρίζουμε την απάντηση.
π.χ Visne scire? = Θέλεις να μάθεις; [24]
β) με το num, όταν περιμένουμε αρνητική απάντηση (ρητορική ερώτηση).
π.χ. Num ad hostem veni? = Μήπως ήλθα σε εχθρό; [43]
γ) με το nonne, όταν περιμένουμε καταφατική απάντηση (ρητορική ερώτηση). π.χ. Nonne senecta infelix est? = Μήπως δεν είναι δυστυχισμένα τα γερατειά;
δ) απλές ερωτήσεις ολικής άγνοιας εκφέρονται και χωρίς να προηγείται κανένα μόριο, όταν θέλουμε να δώσουμε έμφαση.
π.χ. Ego non cognosco vocem tuam? = Δεν γνωρίζω εγώ τη φωνή σου; [24]
Σημείωση: στις ερωτήσεις ολικής άγνοιας απαντάμε καταφατικά με τα επιρρήματα ita (est), sic (est), sane, certe και αρνητικά με τα μόρια non (vero), minime (vero).
II.διμελείς. Οι διμελείς ερωτήσεις εισάγονται με το utrum…an (πότερον…ἢ), με το-ne…an, ή με μόνο το an. Το «ή όχι» εκφέρεται με το «an non».
π.χ. Utrum hic frater an amicus tuus est? ή Hic frater an amicus tuus est? ή Estne hic frater an amicus tuus? = Αυτός είναι ο αδελφός σου ή ο φίλος σου;
Σχηματικά:
Ευθείες ερωτήσεις
Είδος
Εισάγονται
Εκφέρονται
Μερικής άγνοιας
Ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα






οριστική ή σπανιότερα υποτακτική (απορηματική ή δυνητική)




Ολικής άγνοιας




απλές
-ne, όταν δεν γνωρίζουμε την απάντηση
num, όταν περιμένουμε αρνητική απάντηση (ρητορική ερώτηση)
nonne, όταν περιμένουμε καταφατική απάντηση (ρητορική ερώτηση)
χωρίς κανένα μόριο, για έμφαση
διμελείς
utrum ... an, -ne ... an, an.

Η ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥΝΔΙΟΥ (Gerundium)
Το γερούνδιο είναι ρηματικό ουσιαστικό ουδετέρου γένους με ενεργητική σημασία (γερούνδιο έχουν τα ενεργητικά, τα αποθετικά και τα ημιαποθετικά ρήματα).
Διαθέτει γενική, δοτική, αιτιατική και αφαιρετική. Ισοδυναμεί με τις πλάγιες πτώσεις του έναρθρου απαρεμφάτου της ελληνικής.
Σχηματίζεται από το θέμα του ενεστώτα και τις καταλήξεις –ndi, –ndo, -ndum, -ndo (καταλήξεις δευτεροκλίτων ουσιαστικών).
Τα γερούνδια των 4 συζυγιών
amo
deleo
lego
audio
Γενική
Δοτική
Αιτιατική
Αφαιρετική
ama-ndi
ama-ndo
ama-ndum
ama-ndo
dele-ndi
dele-ndo
dele-ndum
dele-ndo
lege-ndi
lege-ndo
lege-ndum
lege-ndo
audie-ndi
audie-ndo
audie-ndum
audie-ndo
Η χρήση των πτώσεων του γερουνδίου
Η γενική του γερουνδίου χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα ουσιαστικών και επιθέτων (γενική αντικειμενική) καθώς και των προθέσεων causa και gratia (=για να). Ο εμπρόθετος δηλώνει αιτία ή σκοπό.
Η δοτική του γερουνδίου εκφράζει σκοπό και χρησιμοποιείται κυρίως με επίθετα που σημαίνουν «κατάλληλος», «χρήσιμος» (aptus, idoneus, utilis)Η αιτιατική του γερουνδίου είναι πάντοτε εμπρόθετη (ad, in) και εκφράζει σκοπό ή προορισμό ή αναφορά.π.χ. Quam multas imagines […] ―non solum ad intuendum ― scriptores […] nobis reliquerunt = Πόσο πολλές εικόνες μας κληροδότησαν οι συγγραφείς ―όχι μόνο για να τις ατενίζουμε [32]
Η αφαιρετική του γερουνδίου χρησιμοποιείται
απρόθετη για να δηλωθεί ο τρόπος. π.χ. […] cogitando homines excellentes […] mentem meam conformabam = με το να αναλογίζομαι τους εξαίρετους άνδρες διέπλαθα τον νου μου. [32]
εμπρόθετη ( de, ex, in και ab) για να δηλωθεί αναφορά ή αφετηρία. π.χ. Aesopus consilium Licini de fugiendo cognovit = Ο Αίσωπος έμαθε το σχέδιο του Λίκινου για δραπέτευσηΣημείωση: Δοτική και εμπρόθετη αφαιρετική δεν συναντάμε ποτέ στο σχολικό εγχειρίδιο. Επομένως, όλοι οι συναντώμενοι τύποι σε -ndo είναι απρόθετες αφαιρετικές που δηλώνουν τρόπο

ΤΟ ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΟ (Gerundivum)
Το γερουνδιακό είναι ρηματικό επίθετο παθητικής διάθεσης (διαθέτουν, δηλαδή, όλα τα ρήματα στην παθητική φωνή καθώς και τα αποθετικά και ημιαποθετικά).
Σχηματίζεται από το ενεστωτικό θέμα με την προσθήκη των καταλήξεων -ndus, -nda, -ndum
Κλίνεται όπως τα δευτερόκλιτα επίθετα
A΄ Συζυγία: amandus, amanda, amandum
B΄ Συζυγία: delendus, delenda, delendum
Γ΄ Συζυγία: legendus, legenda, legendum
Δ΄ Συζυγία: audiendus, audienda, audiendum
Μαζί με το sum το γερουνδιακό σχηματίζει τη λεγόμενη παθητική περιφραστική συζυγία (= πρέπει να)
και αντιστοιχεί στα ρηματικά επίθετα σε -τέος της αρχαίας ελληνικής.
Το ποιητικό αίτιο της παθητικής περιφραστικής συζυγίας τίθεται σε δοτική πτώση (δοτική προσωπική του
ποιητικού αιτίου), όπως και στα αρχαία ελληνικά.
Συντακτικός ρόλος του γερουνδιακού
Το γερουνδιακό λειτουργεί ως:
Επιθετικός προσδιορισμός:
π.χ. homo ferendus: άνθρωπος που πρέπει να ανεχτούμε
(Χρήση σπάνια. Δεν συναντάται στο σχολικό βιβλίο)
Κατηγορηματικός προσδιορισμός: Για να δηλώσει σκοπό με τα ρήματα do, trado, loco, accipio,
mitto, curo, praebeo και τα συνώνυμά τους.
Στην περίπτωση αυτή αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο του ρήματος.
π.χ. Ille se [...] spectandum praebuit. (Mάθημα 36) = Εκείνος παρουσίασε τον εαυτό του
(παρουσιάστηκε) για να τον δουν
Το spectandum είναι αιτιατική γερουνδιακού και λειτουργεί ως κατηγορηματικός προσδιορισμός
στο άμεσο αντικείμενο του praebuit, το se και δηλώνει σκοπό.
Κατηγορούμενο: Συνοδεύεται πάντα από το ρήμα sum και σχηματίζει, όπως είπαμε, μαζί του την
παθητική περιφραστική συζυγία. Στην περίπτωση αυτή εμφανίζει δύο συντάξεις:
Α) Προσωπική σύνταξη:
Όταν το γερουνδιακό συμφωνεί με το υποκείμενο του sum στο οποίο αποδίδεται κατά γένος ,αριθμό και
πτώση. Αυτό συμβαίνει όταν το γερουνδιακό ανήκει σε ρήμα ενεργητικής σημασίας μεταβατικό που
συντάσσεται με αιτιατική ή προέρχεται από το utor (+ αφαιρετική).
Έχουμε προσωπική σύνταξη γιατί το excitanda ανήκει στο ρήμα excito που είναι ενεργητικό,
μεταβατικό, με αντικείμενο σε αιτιατική.
Β) Απρόσωπη σύνταξη
Όταν το γερουνδιακό ανήκει σε ρήμα αμετάβατο ή μεταβατικό με αντικείμενο σε γενική, δοτική ή
αφαιρετική (εξαιρείται το utor).
Στην περίπτωση αυτή το γερουνδιακό βρίσκεται στην ονομαστική του ενικού του ουδετέρου, λήγει δηλ.
σε -ndum και σχηματίζει με το est απρόσωπη έκφραση.
π.χ.subveniendum reipublicae est (tibi) (μαθ. 33) = πρέπει να βοηθήσεις την πολιτεία.Εδώ έχουμε απρόσωπη σύνταξη του γερουνδιακού, γιατί το γερουνδιακό ανήκει σε ρήμα που συντάσσεται με πτώση διαφορετική από την αιτιατική και συγκεκριμένα με δοτική.
Άρα:
subveniendum est : απρόσ. έκφραση, η οποία ισοδυναμεί με: subvenire + oportet/ debet + reipublicae + te
debet/ oportet: απρόσωπο ρήμα
subvenire: υποκείμενο του απροσώπου ρήματος
te: υποκείμενο subvenire
reipublicae: αντικείμενο στο subvenire
 

ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΘΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΣΕ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ
Συχνά ζητείται να μετατραπεί η παθητική σύνταξη (παθητική περιφραστική συζυγία) σε ενεργητική
σύνταξη (debeo + απαρέμφατο).
Η διαδικασία αυτή γίνεται ως εξής:
Α) Προσωπική σύνταξη
Το ποιητικό αίτιο → Υποκείμενο
Η παθητική περιφραστική συζυγία → debeo + απαρέμφατο ενεστώτα ενεργητικής φωνής
Το Υποκείμενο → Αντικείμενο (σε αιτιατική)
Προσοχή:
Ο χρόνος και η έγκλιση του debeo καθορίζονται από τον χρόνο και την έγκλιση του
sum.
Άρα μετά τη μετατροπή σε ενεργητική σύνταξη έχουμε:
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ + [DEBEO] + ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΕΝΕΣΤΩΤΑ (Ε.Φ.) + ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟΥ

Επισήμανση: Προσωπική είναι η σύνταξη και όταν το γερουνδιακό ανήκει σε ρήμα δίπτωτο, αρκεί το
άμεσο αντικείμενο να βρίσκεται σε αιτιατική. Η αιτιατική στην παθητική σύνταξη (παθητική περιφραστική
συζυγία ) θα είναι υποκείμενο, ενώ το έμμεσο αντικείμενο παραμένει στην ίδια πτώση: π.χ.,
quod imperandum militibus esset (Sertorio), 48
esset: Ρήμα
quod: Υποκείμενο του ρήματος esset
imperandum: Κατηγορούμενο στο quod, μέσω του συνδετικού esset
militibus: Έμμεσο αντικείμενο, σε δοτική, στο imperandum esset
(Sertorio): Δοτική προσωπική ποιητικού αιτίου στο imperandum esset
Παθητική σύνταξη: quod imperandum militibus esset (Sertorio)
Ενεργητική σύνταξη: quod Sertorius militibus imperare deberet
Εννοείται ότι η αντίστροφη πορεία ακολουθείται κατά τη μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης σε
παθητική.
B) Απρόσωπη
Ισοδύναμες εκφράσεις της απρόσωπης σύνταξης είναι οι εξής:
Ι)
Debet/ oportet + απαρ. Ενεστ. Ε.Φ. του ρήματος από το οποίο προέρχεται το γερουνδιακό
+
Υποκ.Απαρ. σε αιτιατική
+
Αντ.Απαρ. (αν υπάρχει)

ΙΙ)
Debeo + απαρ. Ενεστ. Ε.Φ. του ρήματος από το οποίο προέρχεται το γερουνδιακό
+
Υποκ. Ρήματος
+
Αντ.Απαρ. (αν υπάρχει)

ΤΟ ΣΟΥΠΙΝΟ
Το σουπίνο είναι ρηματικό ουσιαστικό αρσενικού γένους, δ΄κλίσης.
Έχει δυο πτώσεις: αιτιατική σε -um και αφαιρετική σε -u.
Σουπίνο έχουν τα ενεργητικά, τα αποθετικά και τα ημιαποθετικά ρήματα.
Τα σουπίνα των 4 συζυγιών

amo
deleo
lego
audio
Αιτιατική
Αφαιρετική
amat -um
amat-u
delet -um
delet-u
lect -um
lect-u
audit -um
audit -u
Η χρήση των πτώσεων του σουπίνου
1. Ο τύπος σε -um (αιτιατική) δηλώνει τον σκοπό και τίθεται κυρίως με ρήματα που φανερώνουν κίνηση ή γενικότερα σκόπιμη ενέργεια (eo, venio, mitto).
[ισοδυναμεί με το απόλυτο απαρέμφατο του σκοπού της αρχαίας ελληνικής]
π.χ. Milites venerunt pugnatum = οι στρατιώτες ήλθαν για να πολεμήσουν.
Σημείωση 1. Εφόσον το σουπίνο ανήκει σε μεταβατικό ρήμα, μπορεί να έχει και αντικείμενο.Σημείωση 2. Ο τύπος του σουπίνου σε -um μαζί με το -iri σχηματίζουν το απαρέμφατο παθητικού μέλλοντα του ρήματος (amatum iri, deletum iri, lectum iri, auditum iri).
Σημείωση 3. Ο σκοπός μπορεί να δηλωθεί και με άλλους τρόπους. Δες το οικείο κεφάλαιο.
2. Ο τύπος σε -u (αφαιρετική) δηλώνει την αναφορά. Τον συναντάμε με επίθετα όπως facilis (εύκολος), iucundus (ευχάριστος), incredibilis (απίστευτος), mirabilis (θαυμαστός), utilis (χρήσιμος).
[ισοδυναμεί με το απόλυτο απαρέμφατο της αναφοράς της αρχαίας ελληνικής]
Τα σουπίνα σε -u είναι συνήθως στερεότυπα: dictu, factu, auditu, visu.
Σχηματικά:

αιτιατική (-um) → εκφράζει σκοπό (συνήθως από ρήματα κίνησης)
αφαιρετική (-u) → εκφράζει αναφορά (με τα επίθετα incredibilis, utilis κ.α.)

ΓΕΡΟΥΝΔΙΑΚΗ ΕΛΞΗ
Γερουνδιακή έλξη ονομάζεται η χρήση γερουνδιακού αντί γερουνδίου. Πιο συγκεκριμένα η μετατροπή της ενεργητικής σύνταξης (με γερούνδιο) σε παθητική (με γερουνδιακό).
σημείωση: στη μετάφραση διατηρούμε την ενεργητική σύνταξη σαν να μην υπήρχε η έλξη.
πότε γίνεται
Η γερουνδιακή έλξη μπορεί να γίνει, όταν το γερούνδιο ανήκει σε μεταβατικό ρήμα που έχει αντικείμενο σε αιτιατική.
σημείωση 1: γερουνδιακή έλξη μπορεί να γίνει και με ρήματα που συντάσσονται με αφαιρετική, όπως το utor.
σημείωση 2: αποφεύγουμε τη γερουνδιακή έλξη, όταν αντικείμενο του γερουνδίου είναι το ουδέτερο αντωνυμίας ή επιθέτου.
πότε είναι υποχρεωτική
Η γερουνδιακή έλξη είναι υποχρεωτική, όταν:
έχουμε εμπρόθετο τύπο γερουνδίου με αντικείμενο σε αιτιατική.
έχουμε γερούνδιο σε πτώση δοτική με αντικείμενο σε αιτιατική.
σημείωση: γερούνδιο σε πτώση δοτική δεν συναντάμε στα σχολικά κείμενα.
πώς γίνεται
βήμα 1ο: το αντικείμενο του γερουνδίου (feminas) παίρνει την πτώση του γερουνδίου, που εδώ είναι γενική (feminarum). Το αντικείμενο δηλ. του γερουνδίου γίνεται υποκείμενο του γερουνδιακού.
βήμα 2ο: το γερούνδιο (interficiendi) τρέπεται σε γερουνδιακό (interficiendarum) που να συμφωνεί με το γένος και τον αριθμό του ουσιαστικού (εδώ θηλυκό, πληθυντικού).
Με άλλα λόγια, το γερούνδιο δίνει την πτώση και το ουσιαστικό δίνει το γένος και τον αριθμό.
Το αντικείμενο του γερουνδίου (rem publicam) παίρνει την πτώση του γερουνδίου, που εδώ είναι γενική (rei publicae). Τα γερούνδια (gerendi et administrandi) τρέπονται σε γερουνδιακά (gerendae et administrandae) που να συμφωνούν με το γένος και τον αριθμό του ουσιαστικού (εδώ θηλυκό, ενικού). Η έλξη δεν είναι υποχρεωτική.
Το αντικείμενο του γερουνδίου (homines excellentes) παίρνει την πτώση του γερουνδίου, που εδώ είναι αφαιρετική (hominibus excellentibus). Τα γερούνδια (colendo et cogitando) τρέπονται σε γερουνδιακά (colendis et cogitandis) που να συμφωνούν με το γένος και τον αριθμό του ουσιαστικού (εδώ αρσενικό, πληθυντικού). Η έλξη δεν είναι υποχρεωτική.
μετατροπή της παθητικής σύνταξης σε ενεργητική (αντίστροφη έλξη)
βήμα 1ο: το υποκείμενο του γερουνδιακού (feminarum) γίνεται αντικείμενο του γερουνδίου σε πτώση αιτιατική (feminas).
βήμα 2ο: το γερουνδιακό (interficiendarum) τρέπεται σε γερούνδιο (interficiendi) διατηρώντας την ίδια πτώση (εδώ γενική).
Το υποκείμενο του γερουνδιακού (unguium) γίνεται αντικείμενο του γερουνδίου σε πτώση αιτιατική (ungues). Το γερουνδιακό (resecandorum) τρέπεται σε γερούνδιο (resecandi) διατηρώντας την ίδια πτώση (εδώ γενική).


ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΣΕ ΡΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΚΙΝΗΣΗ
Μετά από ρήματα που δηλώνουν κίνηση (eo, venio, mitto) ή σκόπιμη ενέργεια (affero,cogo, posco) ο προσδιορισμός του σκοπού μπορεί να εκφραστεί με τους παρακάτω τρόπους:
με τελική πρόταση
με αναφορικοτελική πρόταση
με την αιτιατική του σουπίνου (-um)
α) με την πρόθεση ad + αιτιατική γερουνδίου
β) με την πρόθεση ad + αιτιατική γερουνδιακού
α) με τις προθέσεις causā ή gratiā + γενική γερουνδίου
β) με τις προθέσεις causā ή gratiā + γενική γερουνδιακού
σημείωση: οι τρόποι 4α και 5α χρησιμοποιούνται όταν το γερούνδιο δεν έχει αντικείμενο σε πτώση αιτιατική·
οι τρόποι 4β και 5β χρησιμοποιούνται όταν το γερούνδιο έχει αντικείμενο σε πτώση αιτιατική, οπότε καθίσταται υποχρεωτική η γερουνδιακή έλξη.
π.χ. η πρόταση «Ο Βρούτος ήλθε στη Ρώμη για να σκοτώσει» μπορεί να αποδοθεί με τους εξής τρόπους:
Brutus Romam venit ut interficeret. (τελική πρόταση)
Brutus Romam venit qui interficeret. (αναφορικοτελική πρόταση)
Brutus Romam venit interfectum. (αιτιατική σουπίνου)
α) Brutus Romam venit ad interficiendum. (ad + αιτιατική γερουνδίου)
α) Brutus Romam venit interficiendi causā/gratiā. (causā ή gratiā + γενική γερουνδίου)


ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ (oratio obliqua)
Γενικά
Πλάγιο λόγο έχουμε όταν τα λόγια ή τις σκέψεις κάποιου δεν τα πληροφορούμαστε όπως ακριβώς τα είπε ή τα σκέφτηκε, αλλά μας ανακοινώνονται εξαρτημένα από ένα ρήμα λεκτικό, δοξαστικό, κελευστικό, προτρεπτικό ή ερωτηματικό (dico, sentio, rogo κτλ.) και τροποποιημένα (ως προς τις εγκλίσεις, τους χρόνους, τις αντωνυμίες και ορισμένα επιρρήματα).
Ένας γενικός κανόνας της λατινικής γλώσσας, που αφορά στις εγκλίσεις, είναι ότι στον πλάγιο λόγο υπάρχει πάντα ή υποτακτική ή απαρέμφατο. (Στα αρχαία ελληνικά έχουμε οριστική, υποτακτική, ευκτική ή απαρέμφατο).
Για να παρακολουθήσουμε την τροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο, θα διακρίνουμε τις προτάσεις ως προς το περιεχόμενό τους:
Ευθύς
Πλάγιος
Κύρια πρόταση κρίσεως
Ειδικό απαρέμφατο
Κύρια πρόταση επιθυμίας
Δευτερεύουσα βουλητική
Τελικό απαρέμφατο
Κύρια ευθεία ερώτηση
Πλάγια ερώτηση
Δευτερεύουσα πρόταση
(οριστική)
Δευτερεύουσα πρόταση
(υποτακτική)
Δευτερεύουσα πρόταση
(υποτακτική)
Δευτερεύουσα πρόταση
(υποτακτική)

Επίσης, αλλαγές στην τροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο και αντίστροφα παρατηρούνται και στις προσωπικές, κτητικές και δεικτικές αντωνυμίες, όπως επίσης και στα χρονικά και τοπικά επιρρήματα:
Ευθύς
Πλάγιος
ego
se (ipse)
meus
suus (ipsius)
tu
ille
tuus
illius
hic, iste
ille, is
nunc
tunc, tum
hodie
illo die
cras
postero die
hic
ibi

Σημείωση: στην μετατροπή από πλάγιο σε ευθύ λόγο δεν είναι απαραίτητη η μετατροπή των αντωνυμιών του γ΄προσώπου ille, is σε hic, iste (σύμφωνα με το βιβλίο του καθηγητή).
π
.χ.
{…} praecepit ut eam postero die repente in eum locum emitteret, in quo ipse cum amicis futurus esset.

“ Hanc/eam cras repente in hunc/eum locum emitte, in quo ego cum amicis ero”.
Σημείωση 1: Προσέχουμε ότι η κλητική προσφώνηση του ευθέος λόγου στον πλάγιο λόγο τρέπεται σε αντικείμενο του ρήματος εξάρτησης.
π.χ. E.Λ. «ego, pater, cana esse malo» (μάθημα 47)
Π.Λ. Iulia respondit patri se canam esse malle
Σημείωση 2:Τα ρήματα dico, impero, narro, persuadeo, praecipio, respondeo, scribo συντάσσονται με δοτική ενώ τα υπόλοιπα ρήματα που συναντούμε στα κείμενα [(ad)hortor, (ad)moneo, doceo, incito, instit
Κύριες προτάσεις κρίσεως → ειδικό απαρέμφατο
uo, interrogo, iubeo, oro, rogo] με αιτιατική.
Ας παρακολουθήσουμε αναλυτικά τις μεταβολές που παρουσιάζονται κατά την τροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο και αντίστροφα, στις κύριες προτάσεις κρίσεως και επιθυμίας, στις ευθείες ερωτήσεις αλλά και στις δευτερεύουσες προτάσεις:
α. Κύριες προτάσεις κρίσεως
Οι κύριες προτάσεις κρίσεως εκφέρονται με Οριστική και τρέπονται στον πλάγιο λόγο σε ειδικό απαρέμφατο, εξαρτώμενο από λεκτικό (dico, narro), δοξαστικό, γνωστικό (scio, cognosco) ή αισθητικό ρήμα (audio, sentio):
Συγκεκριμένα:
Οριστική Ενεστώτα (ή Παρατατικού) → ειδικό απαρέμφατο Ενεστώτα
Οριστική Παρακειμένου (ή Υπερσυντελίκου) → ειδικό απαρέμφατο Παρακειμένου
Οριστική Μέλλοντα (ή Συντ. Μέλλοντα) → ειδικό απαρέμφατο Μέλλοντα

Παρατηρήσεις:
1. Το υποκείμενο του ειδικού απαρεμφάτου και οι ομοιόπτωτοι σε αυτό προσδιορισμοί μπαίνουν πάντα σε πτώση αιτιατική - ακόμα και σε περίπτωση ταυτοπροσωπίας, οπότε έχουμε λατινισμό (se) - και δεν παραλείπονται ποτέ.
(Η μόνη περίπτωση κατά την οποία το υποκείμενο του ειδικού απαρεμφάτου τίθεται σε ονομαστική είναι όταν εξαρτάται από λεκτικό ή δοξαστικό ρήμα παθητικής φωνής σε περίπτωση ταυτοπροσωπίας, όταν δηλαδή αίρεται ο λατινισμός.)
2. Κατά την τροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ο χρόνος του ρήματος εξάρτησης.
π.χ.  Ευθύς λόγος → Πλάγιος λόγος
“Domi satis salutationum talium audio.”
(29) → Caesar dicit/dixit domi satis salutationum talium se audire.
“Bene quievit, libenter cibum sumpsit.” (puer) (23) → Arria respondet/respondebat marito puerum bene quievisse, libenter cibum sumpsisse.
“Hostes discedent.” → Is dicit /dixit hostes (
αιτιατική) discessuros esse.
Πλάγιος λόγοςΕυθύς λόγος
Arria vivere simulabat filium. (23) → “Filius vivit.”
Semper meminero urbem Romam et Italiam a Mario conservatam esse. (40) → “Urbs Roma et Italia a Mario conservata est”.
In litteris scribit se cum legionibus celeriter adfore.
(45) → “ (Ego) cum legionibus celeriter adero.”



β. Κύριες προτάσεις επιθυμίας
Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας εκφέρονται με προστακτική ή υποτακτική Ενεστώτα και με noli/nolite + απαρέμφατο Ενεστώτα ή ne (ή όποια άλλη αρνητική λέξη, nemo, nihil, numquam …) + υποτακτική Παρακειμένου όταν εκφράζουν απαγόρευση. Στον πλάγιο λόγο τρέπονται σε δευτερεύουσες βουλητικές προτάσεις ή σε τελικό απαρέμφατο, ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης.
Σχηματικά:
βουλητική πρόταση
(ut/ne + υποτακτική Ενεστ./Παρατατ.)
Κύριες επιθυμίας
τελικό απαρέμφατο Ενεστώτα

Στα εξεταζόμενα κείμενα, οι κύριες προτάσεις επιθυμίας τρέπονται στον πλάγιο λόγο σε δευτερεύουσες βουλητικές όταν το ρήμα εξάρτησης σημαίνει: διατάζω, ζητώ, παρακαλώ, προτρέπω, πείθω, αποφασίζω, επιτρέπω, φροντίζω κ.λ.π. (constituo-45, (ad)hortor-45, incito-29, rogo-38, oro-23, peto, edico-31, praecipio-48, curo-45, persuadeo-45, moneo-45, provideo-45 κ.λ.π.).
Αντίθετα, τρέπονται σε τελικό απαρέμφατο όταν το ρήμα εξάρτησης είναι ένα από τα ρήματα: iubeo-48, impero-7, constituo-9.
π
.χ.
Ε.Λ. “Sperate salutem.”
Π.Λ. Cicero milites adhortatur ut salutem sperent. (45)
Π.Λ. Cicero milites sperare salutem iubet.
Liber iam populus Romanus […] deligere constituit.
(9)
Gallus, periculum veritus, constituit ut tragulam mitteret. (45)
Παρατηρήσεις:
1. Οι βουλητικές προτάσεις εισάγονται με το ut, όταν προέρχονται από κύρια επιθυμίας εκφερόμενη με προστακτική ή υποτακτική, ενώ με το ne, όταν έχουμε στην κύρια απαγόρευση.
Εκφέρονται με υποτακτική Ενεστώτα, όταν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου και με υποτακτική Παρατατικού, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου.
π
.χ.
“Cavete periculum, tutamini patriam.” (25) →
Cato petit a patribus ut caveant periculum, tutentur patriam.
Cato petivit a patribus ut caverent periculum, tutarentur patriam.
“Opibus urbis nolite confidere” (25) →
Cato petit a patribus ne opibus urbis confidant.
Cato petivit a patribus ne opibus urbis confiderent
2. Το τελικό απαρέμφατο ή η δευτερεύουσα βουλητική πρόταση, όταν είναι παθητικής φωνής, μπορούν κατά την τροπή του πλάγιου λόγου σε ευθύ να τραπούν σε ενεργητική φωνή (προσέχουμε, βέβαια, ότι το υποκείμενο της παθητικής μετατρέπεται σε αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος σε αιτιατική πτώση).
π
.χ.
Arria milites orabat ut simul imponeretur. (23) → “ Simul imponar.”
ή “Simul imponite me.”
[…] is fores reserari eosque intromitti iussit. (34) → (“Fores reserantor eique intromittuntor.”)
η προστακτική Μέλλοντα δεν είναι εύχρηστη, γιαυτό τρέπουμε τη σύνταξη σε ενεργητική→“Reserate fores (αιτιατική) eosque intromittite. ”
3. Το volo αποτελεί μία έννοια με το τελικό απαρέμφατο που εξαρτάται από αυτό, όταν ως αντικείμενο του τελικού απαρεμφάτου τίθεται δευτερεύουσα ονοματική πρόταση (πλάγια ερώτηση-24,41,49 ή πρόταση του quin ή quominus-47). Αυτό σημαίνει ότι έχουμε πλάγιο λόγο λόγω της δευτερεύουσας ονοματικής πρότασης.
π
.χ. Visne scire quid Nasica responderit? (24) → “Quid Nasica respondit?

[…] Augustus voluit filiam deterrere quominus id faceret. (47) → “ Ne hoc feceris”.
ή“Noli hoc facere” .
4. Όταν τρέπουμε τη βουλητική πρόταση ή το τελικό απαρέμφατο σε κύρια πρόταση επιθυμίας χρησιμοποιούμε την προστακτική του Ενεστώτα (σπάνια του Μέλλοντα). Την υποτακτική του Ενεστώτα τη χρησιμοποιούμε για το α΄ πρόσωπο.
π
.χ.Sertorius eum iussit tacere. → “ Tace”.
Gallus constituit ut tragulam mitteret.
→ “Tragulam mittam”.

γ. Ευθείες ερωτήσεις
Οι ευθείες ερωτήσεις, που εκφέρονται με οριστική, απορηματική ή δυνητική υποτακτική, στον πλάγιο λόγο τρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις με υποτακτική πάντα έγκλιση, διατηρώντας, με την εφαρμογή των κανόνων της ακολουθίας των χρόνων, την ίδια χρονική βαθμίδα (σύγχρονο, προτερόχρονο, υστερόχρονο) σε ευθύ και πλάγιο λόγο ανάλογα με το ρήμα εξάρτησης.
Σχηματικά:
Ευθεία ερώτηση
Πλάγια ερώτηση
(οριστική/υποτακτική)
(υποτακτική)

Αναλυτικότερα, κατά την τροπή της ευθείας σε πλάγια ερώτηση, προσέχουμε:
Ευθεία ερώτηση
Πλάγια ερώτηση
Quid facis? (σύγχρονο)
Rogat (-abit) quid facias. (σύγχρονο στο παρόν)

Rogabat (-avit, -averat) quid faceres.
(σύγχρονο στο παρελθόν)
Quid fecisti? (προτερόχρονο)
Rogat (-abit) quid feceris. (προτερόχρονο στο παρόν)

Rogabat ( -avit, -averat) quid fecisses.
(προτερόχρονο στο παρελθόν)
Quid facies? (υστερόχρονο)
Rogat (-abit) quid facturus sis. (υστερόχρονο στο παρόν)

Rogabat (-avit, -averat) quid facturus esses.
(υστερόχρονο στο παρελθόν)

π.χ. Ευθύς λόγος → Πλάγιος λόγος
“Ego non cognosco vocem tuam?” (24) –σύγχρονο- →
Ennius interrogat Nasicam num ipse non cognoscat vocem illius. ή
Ipse non cognoscatne vocem illius ή
Ennius quaerit ex Nasicā nonne cognoscat ipse vocem illius
Ennius interrogavit Nasicam num ipse non cognosceret vocem illius.ή
Ennius quaesivit ex Nasicā nonne cognosceret ipse vocem illius

“Qui potuisti populari hanc terram […]
? (43) –προτερόχρονο- → Mater interrogat filium qui potuerit populari illam terram […] .
Mater interrogavit filium qui potuisset populari illam terram[…]

Πλάγιος λόγοςΕυθύς λόγος
[…] marito persaepe interroganti, quid ageret puer, respondebat. (23) –
σύγχρονο- → “Quid agit puer?”

Accipe nunc quid postea Nasica fecerit. (24) –
προτερόχρονο- → “Quid postea Nasica fecit? ”

Experiri enim volui, quam aequo animo me ferro essem interemptura[…].
(49) –υστερόχρονο- → “Quam aequo animo me ferro interimam[…] ?”
Παρατηρήσεις:
1. Για την εισαγωγή ευθειών και πλαγίων ερωτήσεων ολικής άγνοιας ισχύει ό,τι είναι γνωστό από την αντίστοιχη θεωρία των προτάσεων αυτών των ειδών.
π
.χ.“In hoc me longa vita et infelix senecta traxit […] ?”(43) → Mater interrogat filium num in illud se longa vita et infelix senecta traxerit.
Tum interrogavit filiam, utrum cana esse mallet an calva. (47) → “Utrum cana esse mavis an calva?”
2. Η δυνητική υποτακτική, κατά την τροπή του ευθέος λόγου σε πλάγιο και αντίστροφα, δεν αλλάζει (όπως και οι δυνητικές εγκλίσεις στα αρχαία ελληνικά).
π.χ. Nescio enim quis possit (δυνητική υποτακτική) diligere eum […] aut eum […]. (44) → “Quis possit diligere eum/hunc […] aut eum/hunc […] ?” (Μοναδικό παράδειγμα δυνητικής υποτακτικής σε πλάγια και ευθεία ερώτηση στα εξεταζόμενα κείμενα).

δ. Δευτερεύουσες προτάσεις
Οι δευτερεύουσες προτάσεις του ευθέος λόγου (π.χ. αναφορικές, συμπερασματικές, εναντιωματικές κλπ.) :
1. Αν εκφέρονται με οριστική, στον πλάγιο λόγο την τρέπουν σε υποτακτική στην ίδια χρονική βαθμίδα (σύγχρονο, προτερόχρονο, υστερόχρονο) ανάλογα με τον χρόνο του ρήματος εξάρτησης (αρκτικός-ιστορικός), εφαρμόζοντας τους κανόνες της ακολουθίας των χρόνων (όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις πλάγιες ερωτήσεις).
π
.χ. “Qui potuisti populari hanc terram, quae te genuit atque aluit?”
Φράση εξάρτησης: Mater interrogavit filium …
(Η ευθεία ερώτηση γίνεται πλάγια, ενώ οι δευτερεύουσες αναφορικές εκφέρονται με τέτοια υποτακτική ώστε να εξακολουθούν να δηλώνουν το προτερόχρονο στο παρελθόν.)
Mater interrogavit filium qui potuisset populari eam terram quae illum genuisset atque aluisset.
Σημείωση: Η οριστική διατηρείται σε σπάνιες περιπτώσεις, όταν θεωρείται ότι η πρόταση λειτουργεί ανεξάρτητα από τον πλάγιο λόγο. Στα εξεταζόμενα κείμενα, διατηρείται η οριστική, παρά τον πλάγιο λόγο, σε δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις-27, 42.
π.χ. Meliora enim fore spero, quae deinceps scribam.(27)
(Παρ’ όλο που η αναφορική πρόταση λειτουργεί ως υποκείμενο -ή προσδιοριστική του εννοούμενου υποκειμένου, ea- του ειδικού απαρεμφάτου της κύριας fore, λειτουργεί ανεξάρτητα από τον πλάγιο λόγο και διατηρεί την οριστική.)
Nunc intellego, si iste in Manliana castra pervenerit, quo intendit, neminem tam stultum fore […] (42)
(Παρ’ όλο που η αναφορική προσδιορίζει όρο της πλαγιωμένης υποθετικής πρότασης, αφού έχει ως απόδοση το ειδικό απαρέμφατο της κύριας fore, εκφέρεται με οριστική.)

2. Αν εκφέρονται με υποτακτική, τη διατηρούν ως έγκλιση μπορεί όμως να αλλάξει ο χρόνος της, ανάλογα με το χρόνο του ρήματος εξάρτησης, ώστε να διατηρείται ίδια η χρονική της βαθμίδα.
π
.χ. “Congrediamur, ut singularis proelii eventu cernatur, quanto miles Latinus Romano virtute antecellat.”
Ρήμα εξάρτησης: Dux hostium petivit ab adulescente …
(Η κύρια επιθυμίας, λόγω του ρήματος εξάρτησης στον πλάγιο λόγο θα τραπεί σε βουλητική, ενώ η τελική και η πλάγια ερώτηση παραμένουν δευτερεύουσες με υποτακτική τέτοιου χρόνου, ώστε να δηλώνουν την ίδια χρονική βαθμίδα, ύστερα από εξάρτηση ιστορικού χρόνου.)

Dux hostium petivit ab adulescente ut congrederentur, ut singularis proelii eventu cerneretur, quanto miles Latinus Romano virtute antecelleret.
Παρατήρηση:
Από τους κανόνες της τροπής του ευθέος λόγου σε πλάγιο και αντίστροφα, εξαιρούνται οι υποθετικές προτάσεις που θα τις εξετάσουμε χωριστά [πλάγιοι (εξαρτημένοι) υποθετικοί λόγοι]
ε) Πλάγιοι (εξαρτημένοι) υποθετικοί λόγοι
Μία δευτερεύουσα υποθετική πρόταση βρίσκεται σε πλάγιο λόγο όταν η απόδοσή της δεν είναι το ρήμα της κύριας αλλά μια δευτερεύουσα βουλητική ή πλάγια ερωτηματική πρόταση είτε ένα ειδικό ή τελικό απαρέμφατο. Στην περίπτωση αυτή:
Η δευτερεύουσα υποθετική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική έγκλιση.
Αν εκφέρεται με υποτακτική Ενεστώτα, στον ευθύ λόγο αυτή θα τραπεί σε οριστική Μέλλοντα.
Ενώ, αν εκφέρεται με υποτακτική Παρακειμένου ή Υπερσυντελίκου, στον ευθύ θα γίνει οριστική Συντελεσμένου Μέλλοντα.
Η απόδοση (βουλητική ή πλάγια ερώτηση, ειδικό ή τελικό απαρέμφατο) θα τραπεί στον ευθύ λόγο, σύμφωνα με τη θεωρία του πλάγιου-ευθέος λόγου, σε κύρια επιθυμίας, ευθεία ερώτηση ή κύρια κρίσεως.
Ακολούθως, παραθέτουμε όλα τα παραδείγματα πλαγίων (εξαρτημένων) υποθετικών λόγων που απαντούν στα υπό εξέταση κείμενα και υπακούουν στο σχήμα:
Υπόθεση
si (nisi) + Υποτακτική
Απόδοση
Δευτερεύουσα πρόταση ή ειδικό/ τελικό απαρέμφατο
25: Πλάγιος (Εξαρτημένος) υποθετικός λόγος:
Neminem credideritis patriae consulturum esse, nisi vos ipsi patriae consulueritis.
Υπόθεση: nisi vos ipsi patriae consulueritis. (υποτακτική Παρακειμένου)
Απόδοση: neminem patriae consulturum esse (με εξάρτηση: credideritis).
(Η δευτερεύουσα υποθετική εκφέρεται με υποτακτική γιατί έχει ως απόδοση το ειδικό απαρέμφατο)

Ευθύς υποθετικός λόγος:
Υπόθεση: nisi vos ipsi patriae consulueritis. (οριστική Συντ. Μέλλοντα)
Απόδοση: nemo patriae consulet. (οριστική Μέλλοντα).
(υποθετικός λόγος που εκφράζει την ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον)

37: Πλάγιος (Εξαρτημένος) υποθετικός λόγος:
In eum locum res deducta est, ut, nisi qui deus vel casus aliqui subvenerit, salvi esse nequeamus.
Υπόθεση: […]nisi qui deus […] subvenerit (υποτακτική Παρακειμένου)
Απόδοση: ut salvi esse nequeamus (με εξάρτηση: In eum locum res deducta est).
(Η δευτερεύουσα υποθετική εκφέρεται με υποτακτική γιατί έχει ως απόδοση δευτερεύουσα επιρρηματική συμπερασματική πρόταση)

Ευθύς υποθετικός λόγος:
Υπόθεση:[…] nisi qui deus subvenerit (οριστική Συντ. Μέλλοντα)
Απόδοση: salvi esse nequimus (οριστική Ενεστώτα που ισοδυναμεί με Μέλλοντα, λόγω της ελλειπτικότητας του ρήματος).
(υποθετικός λόγος που εκφράζει την ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον)

42: Πλάγιος (εξαρτημένος) υποθετικός λόγος:
Nunc intellego, si iste […] pervenerit neminem tam stultum fore […] neminem tam improbum (fore) […]

Υπόθεση: si iste […] pervenerit (υποτακτική Παρακειμένου)
Απόδοση: neminem tam stultum fore […] neminem tam improbum (fore) […] (με εξάρτηση: Nunc intellego).
(Η δευτερεύουσα υποθετική εκφέρεται με υποτακτική γιατί έχει ως απόδοση το ειδικό απαρέμφατο)

Ευθύς υποθετικός λόγος:
Υπόθεση: Si iste […] pervenerit(οριστική Συντ. Μέλλοντα
)
Απόδοση: nemo tam stultus erit […] nemo tam improbus (erit) […].
(
υποθετικός λόγος που εκφράζει την ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον)

45:
Λανθάνων υποθετικός λόγος:
Curat et providet ne, interceptā epistulā, nostra consilia ab hostibus cognoscantur.
Επειδή η απόδοση της υποθετικής μετοχής είναι η δευτερεύουσα βουλητική, η μετοχή θα αναλυθεί σε πλαγιωμένη υποθετική πρόταση:

Πλάγιος (εξαρτημένος) υποθετικός λόγος:
Υπόθεση: si epistula intercepta sit
Απόδοση: ne nostra consilia ab hostibus cognoscantur (με εξάρτηση: Curat et providet).

Ευθύς υποθετικός λόγος:
Υπόθεση: si epistula intercepta erit
Απόδοση: ne nostra consilia ab hostibus cognoscantur.
(Η αρνητική βουλητική πρόταση στον ευθύ λόγο τρέπεται σε απαγόρευση που εκφέρεται με ne και υποτακτική Ενεστώτα –σπανιότερη χρήση, αντί της υποτακτικής Παρακειμένου- επειδή αναφέρεται σε γ΄ πρόσωπο, Τζάρτζανος, 172.γ΄, β)

45: Πλάγιος (εξαρτημένος) υποθετικός λόγος:
Legatum monet ut, si adire non possit, epistulam […] adliget et […] abiciat.
Υπόθεση
: si adire non possit
Απόδοση: ut epistulam […] adliget et […] abiciat. (με εξάρτηση: Legatum monet).
(Η δευτερεύουσα υποθετική εκφέρεται με υποτακτική γιατί έχει ως απόδοση τις δευτερεύουσες βουλητικές)

Ευθύς υποθετικός λόγος:
Υπόθεση: si adire non poteris
Απόδοση: epistulam […] adliga et […] abice.
(υποθετικός λόγος που εκφράζει την ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον).

49: Πλάγιος (Εξαρτημένος) υποθετικός λόγος:
Experiri enim volui, quam aequo animo me ferro essem interemptura,si tibi consilium non ex sententiā cessisset.
Υπόθεση
: si tibi consilium non ex sententiā cessisset
Απόδοση: quam aequo animo me ferro essem interemptura (με εξάρτηση: Experiri → volui).
(
Η δευτερεύουσα υποθετική εκφέρεται με υποτακτική γιατί έχει ως απόδοση την πλάγια ερώτηση)

Ευθύς υποθετικός λόγος:
Υπόθεση: si tibi consilium non ex sententiā cesserit
Απόδοση: Quam aequo animo me ferro interimam?
(υποθετικός λόγος που εκφράζει την ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον)

Αιτιολογικές προτάσεις
Οι αιτιολογικές είναι επιρρηματικές προτάσεις, που δηλώνουν την αιτία του περιεχομένου μιας άλλης πρότασης, συνήθως της κύριας.
Εισάγονται
με τους συνδέσμους quod, quia, quoniam
με τον αιτιολογικό σύνδεσμο cum
Εκφέρονται
με οριστική, όταν εισάγονται με τους συνδέσμους quod, quia, quoniam και η αιτιολογία είναι αντικειμενικά αποδεκτή.
π
.χ. Nam (civitas) Pisaurum dicitur, quod illic aurum pensatum est. = Oνομάζεται δηλαδή (η πολιτεία) Πίσαυρο, επειδή εκεί ζυγίστηκε το χρυσάφι. [21]
με υποτακτική, όταν εισάγονται με τους συνδέσμους quod, quia, quoniam και η αιτιολογία είναι υποθετική ή υποκειμενική (δηλαδή εκφράζει την άποψη του υποκειμένου της κύριας πρότασης).
π.χ. Nemo vero eos miseretur, quod infeliciter vixerint. = Κανείς όμως ας μην τους λυπηθεί, γιατί τάχα έζησαν στη δυστυχία. [35]
με υποτακτική, όταν εισάγονται με τον αιτιολογικό σύνδεσμο cum και η αιτιολογία είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής λογικής διεργασίας.
π.χ. Tum Scipio, cum se ipsum captum venisse eos existimasset, praesidium domesticorum in tecto conlocavit. = Τότε ο Σκιπίωνας, επειδή νόμισε ότι ήλθαν για να συλλάβουν τον ίδιο, εγκατέστησε στο σπίτι φρουρά από τους δούλους του σπιτιού.
[34]
Aequum, mehercule, erat populum Romanum tributum Scipioni conferre, cum a Carthagine semper tributum ipse exigeret.
= Ήταν δίκαιο, μα τον Ηρακλή, να πληρώσει εισφορά ο Ρωμαϊκός λαός στον Σκιπίωνα, αφού ο ίδιος (ο ρωμαϊκός λαός) εισέπραττε πάντοτε φόρο από την Καρχηδόνα. [35]
Σημείωση 1:Όταν στην αιτιολογική πρόταση υπάρχει υποτακτική, τηρούνται οι κανόνες της ακολουθίας των χρόνων.
Σημείωση 2:Στο κείμενο 24 συναντάμε την αιτιολογική πρόταση [...] quod Nasica tam aperte mentiebatur. Η πρόταση αυτή είναι ουσιαστική και λειτουργεί ως αντικείμενο της μετοχής indignatus (του ρήματος ψυχικού πάθους indignor = αγανακτώ).
Tum Ennius indignatus quod Nasica tam aperte mentiebatur inquit. = Τότε ο Έννιος αγανακτισμένος που (γιατί) ο Νασικάς τόσο φανερά έλεγε ψέματα, είπε.
Σχηματικά:
Αιτιολογικές προτάσεις
εισάγονται
εκφέρονται
δηλώνουν
quod, quia, quoniam
οριστική
αντικειμενική αιτιολογία
quod, quia, quoniam
υποτακτική
υποκειμενική/υποθετική αιτιολογία
cum
υποτακτική
η αιτιολογία είναι το αποτέλεσμα μιας εσωτερικής λογικής διεργασίας
Η αιτία είναι ακόμη δυνατόν να εκφέρεται με
αιτιολογική μετοχή
π.χ. Quod illic appensum civitati nomen dedit. = Αυτό, επειδή ζυγίστηκε εκεί, έδωσε το όνομά του στην πόλη. [21]
εμπρόθετο προσδιορισμό (ob, per, propter + αιτιατική, de, ex + αφαιρετική)
π.χ. Tum Camillus, qui […] in exilio fuerat propter Veientanam praedam non aequo iure divisam, absens dictator est factus. = Τότε ο Κάμιλλος, που είχε παραμείνει εξόριστος […] εξαιτίας της λείας από τους Βηίους που δεν είχε μοιραστεί ακριβοδίκαια, εκλέχτηκε δικτάτορας, αν και βρισκόταν μακριά. [21]
απρόθετη γενική, αιτιατική και αφαιρετική
π.χ. Μe paenitet verborum meorum. = Μετανιώνω για τα λόγια μου.
Quid ergo non times? = Γιατί λοιπόν δεν φοβάσαι; [47]
Nasica sensit illam domini iussu id dixisse. = Ο Νασικάς κατάλαβε ότι εκείνη το είπε αυτό κατά διαταγή του κυρίου της. [24]
Σημείωση
Μπορούμε εδώ να κάνουμε και τη διάκριση ανάμεσα σε εξωτερικό και εσωτερικό αναγκαστικό αίτιο.
Συγκεκριμένα:
α) Εξωτερικό αναγκαστικό αίτιο: Είναι το αίτιο που εντοπίζεται σε εξωτερικές καταστάσεις, όχι σε ψυχικές συγκινήσεις και συναισθήματα. Εκφέρεται με τις προθέσεις ob, per, propter + αιτιατική και σπανιότερα με απλή ή εμπρόθετη αφαιρετική.
π.χ. Tum Camillus, qui […] in exilio fuerat propter Veientanam praedam non aequo iure divisam, absens dictator est factus. = Τότε ο Κάμιλλος, που είχε παραμείνει εξόριστος […] εξαιτίας της λείας από τους Βηίους που δεν είχε μοιραστεί ακριβοδίκαια, εκλέχτηκε δικτάτορας, αν και βρισκόταν μακριά. [21]
β) Εσωτερικό αναγκαστικό αίτιο: Είναι το αίτιο που εκφράζει ψυχική αντίδραση. Χρησιμοποιείται προκειμένου για λέξεις που δηλώνουν ψυχικό πάθος (dolore = από λύπη, irā = από οργή, spe = από ελπίδα, cupiditate = από επιθυμία) και συχνά συνοδεύεται από μετοχή του παθητικού παρακειμένου που σημαίνει «παρακινημένος, σπρωγμένος», «παρασυρμένος» κτλ.. όπως adductus, permotus κτλ.
Εδώ ανήκουν και οι στερεότυπες φράσεις iussu, iniussu + γενική (= κατά διαταγή, παρά τη διαταγή)
π.χ. Tum adulescens, viribus suis confisus et cupiditate pugnandi permotus, iniussu consulis in certamen ruit. = Τότε ο νεαρός, έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και παρασυρμένος από την επιθυμία να πολεμήσει, παρά τη διαταγή του υπάτου όρμησε στον αγώνα. [31]

Τελικές προτάσεις
Οι τελικές προτάσεις είναι προτάσεις επιρρηματικές. Εκφράζουν τον σκοπό για τον οποίο γίνεται η πράξη μιας άλλης πρότασης, συνήθως της κύριας.
Συντακτική λειτουργία
Λειτουργούν ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού (ή του τελικού αιτίου) στο περιεχόμενο της πρότασης εξάρτησης, που συνήθως είναι η κύρια πρόταση, και είναι προτάσεις επιθυμίας.
Σπάνια χρησιμοποιούνται παρενθετικά: [...], ne dicam, (36) = για να μην πω ...
Εισαγωγή
Εισάγονται με τον τελικό σύνδεσμο:
ut, όταν είναι καταφατικές
ne, όταν είναι αρνητικές
Τέλος, εισάγονται με το quo, όταν ακολουθεί συγκριτικός βαθμός επιθέτου ή επιρρήματος
π.χ. Legati aurum adferunt, ut Curius eo utatur.
Curius divitias contempsit, ne corrumperetur.
Curius frugalitate utebatur, quo facilius divitias contemnere posset. (36)
(=
για να μπορεί ευκολότερα να περιφρονεί τα πλούτη). Εισάγεται με το quo, επειδή ακολουθεί ο συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος facilius.
Προσοχή: Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με τον σύνδεσμο ut [πρβλ. σύνδεσμος ὡς της αρχαίας ελληνικής] ή τον σύνδεσμο ne, όπως και οι βουλητικές προτάσεις. Εκτός από τη μετάφραση, στη διάκρισή τους βοηθά και η συντακτική τους λειτουργία: οι τελικές είναι επιρρηματικές, ενώ οι βουλητικές είναι ονοματικές (λειτουργούν συντακτικά ως υποκείμενο ή αντικείμενο), αντιστοιχούν, με άλλα λόγια, στο τελικό απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής.
π.χ. Cum ad eum magnum pondus auri attulissent, ut eo uteretur [...] (36) (= όταν του προσέφεραν μεγάλο βάρος χρυσού για να το χρησιμοποιήσει […])Η τελική λειτουργεί ως επιρρηματικός προσδιορισμός του σκοπού στο ρήμα της πρότασης εξάρτησης, attulissent.
Arria milites orabat ut simul imponeretur. (23) (= Η Αρρία παρακαλούσε τους στρατιώτες να επιβιβαστεί μαζί. )  Η βουλητική είναι έμμεσο αντικείμενο στο orabat.
Εκφορά: Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, γιατί ο σκοπός είναι μια καθαρά υποκειμενική κατάσταση, κάτι το επιθυμητό(εξάλλου και στα ελληνικά, μπορεί οι τελικές να εκφέρονται και με άλλες εγκλίσεις, είναι όμως προτάσεις επιθυμίας).
Εκφέρονται μόνο (όπως και οι βουλητικές, ενδοιαστικές, συμπερασματικές και οι προτάσεις του quin και quominus) με υποτακτική Ενεστώτα, όταν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου με υποτακτική Παρατατικού, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου.
π.χ. Legati aurum adferunt, ut Curius eo utatur.
Legati aurum attulerunt, ut Curius eo uteretur.
Ακολουθία των χρόνων
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι παρουσιάζεται ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, καθώς ο σκοπός είναι ιδωμένος τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή (συγχρονισμός κύριας με δευτερεύουσα πρόταση) και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του.
Στην κύρια πρόταση μπορεί να προηγούνται επιρρήματα ή φράσεις που σημαίνουν «γι’ αυτόν τον σκοπό», «με αυτή την πρόθεση» (eo consilio, eā mente), πράγμα που δείχνει ότι η πρόταση είναι τελική. Επίσης, μπορεί να προηγούνται ρήματα κινήσεως σημαντικά.
Τέλος, η πρόταση «Ο Βρούτος ήλθε στη Ρώμη για να σκοτώσει την Ιουλία»μπορεί να αποδοθεί με τους εξής τρόπους:
Brutus Romam venit ut Iuliam interficeret. (τελική πρόταση)
Brutus Romam venit qui Iuliam interficeret. (αναφορικοτελική πρόταση)
Brutus Romam venit interfectum Iuliam. (αιτιατική σουπίνου)
β) Brutus Romam venit ad Iuliam interficiendam. (ad + αιτιατική γερουνδιακού, υποχρεωτική γερουνδιακή έλξη)
β) Brutus Romam venit Iuliae interficiendae causā/gratiā. (causā ή gratiā +γενική γερουνδιακού, υποχρεωτική γερουνδιακή έλξη)

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Στη λατινική οι συμπερασματικές προτάσεις διακρίνονται σε επιρρηματικές και ουσιαστικές. Οι ουσιαστικές λειτουργούν συντακτικά ως επεξήγηση, υποκείμενο, αντικείμενο (απομνημονεύουμε Ε.Υ.Α), όπως όλες οι ονοματικές προτάσεις, και θα τις μελετήσουμε στο μάθημα 46, καθώς και στην αντίστοιχη ενότητα του βοηθήματος.
Επιρρηματικές συμπερασματικές προτάσεις
Συντακτική λειτουργία:
Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί του αποτελέσματος στο ρήμα της πρότασης εξάρτησης, που συνήθως είναι η κύρια πρόταση.
Εισαγωγή:
Εισάγονται με τον συμπερασματικό σύνδεσμο:
- ut, όταν είναι καταφατικές
- ut non / ut nemo / ut nihil (ή κάποια άλλη αρνητική λέξη), όταν είναι αρνητικές
(σε αντίθεση με τις αρνητικές τελικές που εισάγονται με το ne)

Εκφορά:
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (δυνητική), γιατί το αποτέλεσμα θεωρείται πάντα μια υποκειμενική κατάσταση. Στην κύρια πρόταση προηγούνται συνήθως επιρρήματα τροπικά ή ποσοτικά (sic, ita, tam) ή αντωνυμίες (talis, tantus) από τα οποία προεξαγγέλλεται η συμπερασματική πρόταση που ακολουθεί.
Εκφέρονται συνήθως (όπως και οι τελικές, βουλητικές, ενδοιαστικές και οι προτάσεις του quin και του quominus) με:
υποτακτική ενεστώτα, αν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου,
π.χ. tantus furor omnes invadit, ut pugnare cupiant
υποτακτική παρατατικού, αν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου,
π.χ. tantus furor omnes invaserat, ut pugnare cuperent
Ακολουθία των χρόνων:
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι παρουσιάζεται ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, γιατί το αποτέλεσμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση) και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του.
Σημείωση:
Σπάνια (δεν απαντούμε κανένα παράδειγμα στα εξεταζόμενα κείμενα) όταν το ρήμα της κύριας είναι ιστορικού χρόνου, η συμπερασματική πρόταση μπορεί να εκφέρεται με υποτακτική παρακειμένου όταν, κατά την άποψη του ομιλητή, το αποτέλεσμα θεωρείται ως πράξη ολοκληρωμένη στο παρελθόν. Στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν ο χρόνος από τον οποίο εξαρτάται η δευτερεύουσα συμπερασματική.
π
.χ. tantus furor omnes invaserat, ut pugnare cuperent (υπ. Πρτ.)
(τόση μανία είχε καταλάβει όλους, ώστε να επιθυμούν να μάχονται)
tantus furor omnes invaserat, ut pugnare cupiverint (υπ. Πρκμ.)
(τόση μανία είχε καταλάβει όλους, ώστε επεθύμησαν να μάχονται)
Παρατήρηση:
Συχνά, αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις, που εξαρτώνται από συμπερασματικές (ουσιαστικές ή επιρρηματικές), παρουσιάζουν έλξη έγκλισης από την υποτακτική της συμπερασματικής (37,46). Αποτελεί, βέβαια, γενικό κανόνα η έλξη έγκλισης μιας αναφορικής προσδιοριστικής πρότασης προς την υποτακτική έγκλιση της πρότασης εξάρτησής της.
π.χ. … exitus tales sunt, ut non solum ea fiant, quae velit victor(37)
(Η αναφορική εκφέρεται με υποτακτική, λόγω έλξης προς την υποτακτική της συμπερασματικής πρότασης. Στην αναφορική, όμως, εφαρμόζουμε κανονικά την ακολουθία των χρόνων.)

ΕΝΑΝΤΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Εναντιωματικές προτάσεις
Οι εναντιωματικές προτάσεις είναι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις.
Οι δευτερεύουσες εναντιωματικές προτάσεις εκφράζουν μια πραγματική κατάσταση παρά την οποία ισχύει το περιεχόμενο της πρότασης εξάρτησης (συνήθως της κύριας). Γι’ αυτό και συχνά στην κύρια ο αντιθετικός σύνδεσμος tamen προεξαγγέλλει την ύπαρξη δευτερεύουσας εναντιωματικής πρότασης.
π.χ. Εtsi hoc negat (= cum hoc neget), verum tamen est = Αν και το αρνιέται, εντούτοις είναι αλήθεια
Συντακτική λειτουργία: Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικός προσδιορισμός της εναντίωσης στο περιεχόμενο της πρότασης εξάρτησης, που συνήθως είναι η κύρια.
Εισαγωγή: Οι υποτακτικοί εναντιωματικοί σύνδεσμοι είναι οι ακόλουθοι: etsi, tametsi, quamquam, cum και licet. Μεταφράζονται «αν και, παρόλο που, μολονότι».
Εκφορά: Ανάλογη με το σύνδεσμο εισαγωγής είναι και η εκφορά της πρότασης:
etsi, tametsi, quamquam + οριστική: αν το περιεχόμενό της είναι πραγματικό
cum, licet + υποτακτική: αν το περιεχόμενό της είναι υποτιθέμενο ή δυνατό· [δεν συναντούμε κανένα παράδειγμα στα εξεταζόμενα κείμενα.]
(Ο σύνδεσμος licet συντάσσεται με υποτακτική, γιατί προήλθε από το απρόσωπο ρήμα licet = επιτρέπεται, με παράλειψη του ut + υποτακτική).
Παρατηρήσεις:
Συχνά ζητείται ως άσκηση να αναλυθεί μια εναντιωματική μετοχή σε δευτερεύουσα εναντιωματική πρόταση.
Στα εξεταζόμενα κείμενα συναντούμε: Camillus […] absens dictator est factus και αναλύουμε, εφαρμόζοντας τη θεωρία για την εισαγωγή και εκφορά των εναντιωματικών προτάσεων, ως εξής:
α) Camillus […], etsi (tametsi/ quamquam) aberat, dictator est factus.
(Η εναντιωματική μετοχή είναι χρόνου Ενεστώτα και εξαρτάται από ιστορικό χρόνο (factus est), άρα δηλώνει το σύγχρονο στο παρελθόν, γι’ αυτό και επιλέγουμε στην ανάλυση την Οριστική Παρατατικού, στην οποία μας οδηγεί και η μετάφραση: «Ο Κάμιλλος, αν και βρισκόταν μακριά, εκλέχτηκε δικτάτορας»).
β) Camillus […], cum/ licet abesset, dictator est factus. (Η μετοχή εκφράζει το σύγχρονο, ως μετοχή Ενεστώτα που είναι, στο παρελθόν, αφού εξαρτάται από το factus est ρήμα ιστορικού χρόνου, άρα αναλύεται σε υποτακτική Παρατατικού, εφαρμόζοντας την ακολουθία των χρόνων)
Παραχωρητικές προτάσεις
Οι παραχωρητικές είναι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις.
Οι δευτερεύουσες παραχωρητικές προτάσεις εκφράζουν μια υποθετική κατάσταση που, κι αν δεχτούμε ότι αληθεύει, δεν αναιρεί το περιεχόμενο της πρότασης εξάρτησης, συνήθως της κύριας. Αποτελούν, δηλαδή, μια κατηγορία υποθετικών προτάσεων.
Συχνά στην κύρια ο αντιθετικός σύνδεσμος tamen προεξαγγέλει την ύπαρξη δευτερεύουσας παραχωρητικής πρότασης. π.χ.
etiamsi hoc negat (neget), verum tamen est = ακόμη κι αν το αρνιέται (το αρνιόταν), εντούτοις είναι αλήθεια.
Συντακτική λειτουργία: Λειτουργούν συντακτικά ως επιρρηματικός προσδιορισμός της παραχώρησης στο περιεχόμενο της πρότασης εξάρτησης, που συνήθως είναι η κύρια.
Εισαγωγή: Οι παραχωρητικοί σύνδεσμοι είναι: etiamsi, licet, quamvis, ut και μεταφράζονται «ακόμη κι αν»
Εκφορά: Ανάλογη με το σύνδεσμο εισαγωγής είναι και η εκφορά της πρότασης:
etiamsi (etiam si) + υποτακτική ή οριστική (εκφέρεται και με οριστική και με υποτακτική, όπως και ο υποθετικός σύνδεσμος).
licet, quamvis, ut + υποτακτική
Σημείωση:
Η χρήση του συνδέσμου quamvis προτιμάται μπροστά από επίθετα και επιρρήματα και σπάνια - χρήση κυρίως ποιητική και μετακλασική - μπορεί να εκφέρεται με Οριστική, κατ’ αναλογίαν προς το quamquam: Quamvis infesto et minaci animo perveneras …. (43).
Ακολουθία των χρόνων:
Όταν στην παραχωρητική πρόταση υπάρχει υποτακτική, εφαρμόζουμε κανονικά τους κανόνες της ακολουθίας των χρόνων.
π.χ. licet mortem miniteris, numquam tamen ego hostem iudicabo Marium. (σύγχρονο στο μέλλον)
Παρατήρηση: Η παραχώρηση μπορεί να εκφραστεί και με Υποτακτική παραχωρητική ή συγκαταθετική (coniunctivus consessivus) [Κακριδής σ. 187,§196, β.5 και Τζάρτζανος σ. 177, §172. γ’, 1δ].
ΟΙ ΧΡΟΝΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
1. Γενικά
Οι χρονικές προτάσεις είναι επιρρηματικές προτάσεις που προσδιορίζουν χρονικά την πράξη ή την κατάσταση που περιγράφει το ρήμα μιας άλλης πρότασης (συνήθως της κύριας).
Εκφέρονται:
με οριστική, εφόσον εκφράζουν μόνο τον χρόνο.
με υποτακτική, αν η σχέση της χρονικής πρότασης με την προσδιοριζόμενη δεν είναι μόνο καθαρά χρονική, αλλά ο καθορισμός του χρόνου χρωματίζεται και με άλλες έννοιες (όπως αυτή της προσδοκώμενης πράξης).

σημείωση: Όταν στη χρονική πρόταση υπάρχει υποτακτική, τηρούνται γενικά οι κανόνες της ακολουθίας των χρόνων.
2. Πιο συγκεκριμένα
Σε σχέση με την πρόταση που προσδιορίζουν, οι χρονικές προτάσεις είναι δυνατόν να εκφράζουν:
κάτι το σύγχρονο. Εδώ διακρίνουμε δυο κατηγορίες:
α. παράλληλη διάρκεια. Οι προτάσεις αυτές:
εισάγονται με τους συνδέσμους dum, quoad, quamdiu
εκφέρονται με οριστική
π.χ. Dum Caecilia vixit, Metellus eam multum amavit. = Όσο έζησε η Καικιλία, ο Μέτελλος την αγαπούσε πολύ. [38]
β. μια συνεχιζόμενη πράξη (χρονική πρόταση), στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει μια άλλη πράξη (κύρια πρόταση). Οι προτάσεις αυτές:
εισάγονται με τον σύνδεσμο dum
εκφέρονται πάντα με οριστική ενεστώτα, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο χρόνος της κύριας πρότασης (για γεγονότα του παρελθόντος συνήθως παρακείμενος ή ιστορικός ενεστώτας).
π.χ. Caecilia, [...], dum [...] omen nuptiale petit filiae sororis, ipsa fecit omen. = Ενώ η Καικιλία αναζητούσε κάποιο γαμήλιο οιωνό για την κόρη της αδελφής της, η ίδια δημιούργησε τον οιωνό. [38]
γ. κάτι το προτερόχρονο. Οι προτάσεις αυτές:
εισάγονται με τους συνδέσμους postquam (= αφού), ut, ubi (= όταν, μόλις), simul (= μόλις), simulac, cum primum.
εκφέρονται με οριστική, που για το παρελθόν είναι συνήθως η οριστική του παρακειμένου (ή του υπερσυντελίκου).
π.χ. Equidem, ut veni ad urbem, non destiti omnia sentire[...]. = Εγώ βέβαια, μόλις ήλθα στην πόλη, δεν έπαψα να πιστεύω όλα [...]. [37]
δ. κάτι το υστερόχρονο. Οι προτάσεις αυτές:
εισάγονται με τους συνδέσμους antequam, priusquam (= πριν), dum, donec, quoad (= μέχρι).
εκφέρονται με οριστική, όταν η πράξη ενδιαφέρει μόνο από χρονική άποψη˙ με υποτακτική, όταν η πράξη περιγράφεται ως προσδοκία ή επιδίωξη.
π.χ. Augustus tempus extraxit, donec induxit mentionem aetatis. = Ο Αύγουστος καθυστέρησε, μέχρι που έφερε την κουβέντα στην ηλικία (μόνο χρονικό ενδιαφέρον). [47]
[...] expectabat dum aliqua vox [...] audiretur. = [...] περίμενε μέχρι (με την προσδοκία) να ακουστεί μια φωνή. [38]
3. Χρονικές προτάσεις εισαγόμενες με τον σύνδεσμο cum
Όταν ο cum εκφέρεται με οριστική διακρίνεται σε:

καθαρά χρονικό
επαναληπτικό
αντίστροφο
Όταν όμως εκφέρεται με υποτακτική, ονομάζεται ιστορικός-διηγηματικός.
καθαρά χρονικός (43, 44): χρησιμοποιείται και για τις 3 χρονικές βαθμίδες (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και προσδιορίζει χρονικά την πράξη ή την κατάσταση που περιγράφει η πρόταση εξάρτησης (συνήθως η κύρια).
π
.χ. Cur, cum in conspectu Roma fuit, tibi non succurrit? = Γιατί, όταν αντίκρισες τη Ρώμη, δεν σου πέρασε από το μυαλό; [43]
επαναληπτικός (23, 29): εκφράζει αόριστη επανάληψη (όπως οι υποθετικοί λόγοι της αρχαίας ελληνικής).
cum + οριστική ενεστώτα/μέλλοντα/παρακειμένου (ως αρκτικού χρόνου): αόριστη επανάληψη στο παρόν - μέλλον
cum + οριστική παρατατικού/υπερσυντελίκου: αόριστη επανάληψη στο παρελθόν
π.χ. Cum illa cubiculum mariti intraverat, vivere filium simulabat. = Κάθε φορά που εκείνη έμπαινε στην κρεβατοκάμαρα του συζύγου, προσποιόταν πως ο γιος τους ζούσε. [23]
σημείωση: Ο σύνδεσμος quotiescumque (29) ισοδυναμεί με τον επαναληπτικό cum.

αντίστροφος: δηλώνει το αιφνίδιο γεγονός και αναφέρεται μόνο στο παρελθόν. Εκφέρεται με οριστική παρακειμένου συχνά μαζί με το επίρρημα repente (ξαφνικά). Η κύρια πρόταση εκφέρεται με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου, την οποία συνοδεύουν συνήθως τα επιρρήματα vix, aegre (μόλις και μετά βίας). Από άποψη χρονικής βαθμίδας εκφράζει πάντα το υστερόχρονο (ουσιαστικά λέγεται αντίστροφος, γιατί θα έπρεπε οι προτάσεις να λειτουργούν αντίστροφα, δηλαδή η κύρια να είναι χρονική και η χρονική κύρια).
π
.χ. Ibi vix [...] dederat, cum repente apparuit ei species horrenda. = Eκεί μόλις είχε παραδώσει [...], όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του μία φρικτή μορφή. [14]
σημείωση: Στα εξεταζόμενα στις πανελλαδικές εξετάσεις κείμενα δεν συναντάμε αντίστροφο cum.

Ιστορικός - διηγηματικός (23, 24, 25, 27, 28, 29, 31, 34, 36, 40, 47, 48, 49): Χρησιμοποιείται για τις διηγήσεις του παρελθόντος και εκφέρεται με υποτακτική παρατατικού (για πράξη σύγχρονη) και υπερσυντελίκου (για πράξη προτερόχρονη). Υπογραμμίζει τη βαθύτερη σχέση της δευτερεύουσας χρονικής με την κύρια πρόταση, δημιουργώντας μια σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσά τους. Η υποτακτική έγκλιση τονίζει τον υποκειμενικό χαρακτήρα της πρότασης.
π.χ. Εgo, cum te quaererem, ancillae tuae credidi. = Εγώ, όταν σε ζητούσα, πίστεψα την υπηρέτριά σου. [24]
Cum omnes recentem esse dixissent, inquit. = Όταν όλοι απάντησαν ότι ήταν φρέσκο, είπε. [25]
Σχηματικά:
Χρονικές προτάσεις
Εισάγονται
Εκφέρονται
Εκφράζουν
Dum
οριστική
το σύγχρονο(παράλληλη διάρκεια)
Dum
οριστική ενεστώτα
το σύγχρονο (συνεχιζόμενη πράξη, στη διάρκεια της οποίας συμβαίνει μια άλλη πράξη)
Postquam, ut
οριστική (παρακειμένου για το παρελθόν)
το προτερόχρονο
dum, donec
οριστική (μόνο χρονικό ενδιαφέρον) υποτακτική (προσδοκία, επιδίωξη)
το υστερόχρονο
cum ιστορικός - διηγηματικός
υποτακτική παρατατικού/υπερσυντελίκου (μόνο για το παρελθόν)
σχέση αιτίου και αιτιατού ανάμεσα στην κύρια και τη δευτερεύουσα πρόταση
cum καθαρά χρονικός
οριστική (παρελθόν, παρόν, μέλλον)
χρονικό προσδιορισμό
cum επαναληπτικός (quotiescumque)
οριστική αρκτικού χρόνου (για παρόν, μέλλον), παρατατικού/ υπερσυντέλικου (για παρελθόν)
αόριστη επανάληψη

σημείωση: Στον πίνακα αναγράφονται μόνον οι σύνδεσμοι που συναντώνται στα εξεταζόμενα στις πανελλαδικές εξετάσεις κείμενα.

ΥΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι υποθετικές προτάσεις είναι επιρρηματικές προτάσεις, που δηλώνουν την προϋπόθεση ή τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει κάτι. Τις χαρακτηρίζουμε ως υπόθεση, ενώ την πρόταση που προσδιορίζεται από την υποθετική τη χαρακτηρίζουμε ως απόδοση. Ο συνδυασμός υπόθεσης και απόδοσης ονομάζεται υποθετικός λόγος.
Εισάγονται:
με τους υποθετικούς συνδέσμους
→ si (όταν είναι καταφατικές)
→ nisi (όταν είναι αρνητικές)
[Ουσιαστικά έχουμε έναν υποθετικό σύνδεσμο σε αντίθεση με τα αρχαία ελληνικά, όπου έχουμε τέσσερις.]
σημείωση: Όταν σε καταφατική πρόταση αντιπαρατίθεται η αρνητική της, τότε η δεύτερη αυτή υπόθεση εισάγεται με το si non (ελλειπτικά με το si non ή το si minus). Στα κείμενα του σχολικού βιβλίου που εξετάζονται στις πανελλαδικές εξετάσεις δεν συναντάμε τέτοια περίπτωση.
Υποθετικοί λόγοι
Στα λατινικά έχουμε μόνο τρία είδη υποθετικών λόγων:
Το 1ο είδος εκφράζει ανοιχτή υπόθεση (δεν δηλώνεται δηλαδή αν αληθεύει ή όχι).
Εκφέρεται:
Υπόθεση: οριστική οποιουδήποτε χρόνου
Απόδοση: οποιαδήποτε έγκλιση
Οι συνηθέστερες μορφές του είναι:
υπόθεση: ενεστώτας → απόδοση: ενεστώτας (για το παρόν)
υπόθεση: παρακείμενος [ή παρατατικός] → απόδοση: παρακείμενος [ή παρατατικός] (για το παρελθόν)
υπόθεση: μέλλοντας [ή συντελ. μέλλοντας] → απόδοση: μέλλοντας (για το μέλλον)
σημείωση: στην 3η μορφή του αποδίδει ουσιαστικά το προσδοκώμενο της αρχαίας ελληνικής.

π. χ.
si hoc dicit, errat. (= αν λέει αυτό το πράγμα, κάνει λάθος): ανοιχτή υπόθεση στο παρόν.
si hoc dixit, erravit. (= αν είπε αυτό το πράγμα, έκανε λάθος): ανοιχτή υπόθεση στο παρελθόν.
si hoc dicet, errabit. (= αν πει αυτό το πράγμα, θα κάνει λάθος.): ανοιχτή υπόθεση στο μέλλον.
Si habet Asia suspicionem quandam luxuriae, Murenam laudare debemus = Αν κρύβει η Ασία κάποια υποψία τρυφής, οφείλουμε να επαινέσουμε τον Μουρήνα: ανοιχτή υπόθεση στο παρόν. [30]


Το 2ο είδος εκφράζει υπόθεση αντίθετη προς την πραγματικότητα (ή το απραγματοποίητο).
Εκφέρεται:
Υπόθεση: υποτακτική παρατατικού
Απόδοση: υποτακτική παρατατικού
}
για το παρόν
Υπόθεση: υποτακτική υπερσυντελίκου
Απόδοση: υποτακτική υπερσυντελίκου
}
για το παρελθόν

π. χ.
si hoc diceret, erraret (= αν έλεγε αυτό το πράγμα, θα έκανε λάθος): υπόθεση αντίθετη προς την πραγματικότητα για το παρόν.
si hoc dixisset, erravisset (= αν είxε πει αυτό το πράγμα, θα είχε κάνει λάθος): υπόθεση αντίθετη προς την πραγματικότητα για το παρελθόν.
Quae iacerent in tenebris omnia, nisi litterarum lumen accederet. = Αυτά θα βρίσκονταν όλα στο σκοτάδι, αν δεν τα συνόδευε το φως των Γραμμάτων.: υπόθεση αντίθετη προς την πραγματικότητα για το παρόν. [32]
σημείωση 1: η υποτακτική του παρατατικού ή του υπερσυντελίκου της λατινικής αντιστοιχεί στη δυνητική οριστική της αρχαίας ελληνικής.
σημείωση 2: στα κείμενα θα συναντήσουμε και μικτά παραδείγματα: η υπόθεση να αναφέρεται στο παρελθόν (με υποτακτική υπερσυντελίκου) και η απόδοση στο παρόν (με υποτακτική παρατατικού).

Το 3ο είδος εκφράζει υπόθεση δυνατή ή πιθανή.
Εκφέρεται:
Υπόθεση: υποτακτική ενεστώτα (ή παρακειμένου)
Απόδοση: υποτακτική ενεστώτα (ή παρακειμένου)
π. χ. si hoc dicat, erret (= Αν [τυχόν] πει αυτό το πράγμα, θα κάνει λάθος): υπόθεση δυνατή ή πιθανή.
σημείωση: η υποτακτική του ενεστώτα (ή παρακειμένου) της λατινικής αντιστοιχεί στη δυνητική ευκτική της αρχαίας ελληνικής.
Σχηματικά:
Υποθετικοί λόγοι
Εισάγονται: si, nisi
Είδος
Εκφέρονται
1ο
ανοιχτή υπόθεση
Υπόθεση: οριστική οποιουδήποτε χρόνου
Απόδοση: οποιαδήποτε έγκλιση
2ο
υπόθεση αντίθετη προς την πραγματικότητα
Υπόθεση: υποτακτική παρατατικού
Απόδοση: υποτακτική παρατατικού

Υπόθεση: υποτακτική υπερσυντελίκου
Απόδοση: υποτακτική υπερσυντελίκου
}


}
για το παρόν


για το παρελθόν
3ο
υπόθεση δυνατή ή πιθανή
Υπόθεση: υποτακτική ενεστώτα (ή παρακειμένου)
Απόδοση: υποτακτική ενεστώτα (ή παρακειμένου)
}
για παρόν-μέλλον

ΠΑΡΑΒΟΛΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι παραβολικές (συγκριτικές) είναι επιρρηματικές προτάσεις, που λειτουργούν ως β΄όρος της σύγκρισης· ο πρώτος όρος είναι μια άλλη πρόταση, συνήθως η κύρια. Διακρίνονται σε δυο είδη:
Απλές παραβολικές
Εκφέρονται: με οριστική, επειδή η σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι (ή θεωρούνται ως) αντικειμενική πραγματικότητα.
Εισάγονται:
με τους συνδέσμους atque και et, μετά από επίθετα ή επιρρήματα που δηλώνουν ισότητα, ομοιότητα και τα αντίθετά τους (similis / similiter, aequus / aeque κτλ.).
π.χ.
Similiter scribo et sentio. = Γράφω έτσι όπως (= σύμφωνα με αυτά που) πιστεύω.
Scipio aeque malam imperii magistram iudicabat inopiam atque avaritiam (ενν. malam imperii magistram iudicabat). = Ο Σκιπίωνας θεωρούσε εξίσου κακούς συμβούλους της εξουσίας και τη φτώχεια και την απληστία. [50]
Τέτοια περίπτωση παραβολικής πρότασης δεν υπάρχει στα προς εξέταση σχολικά κείμενα!
με τους συνδέσμους ut, sicut (= ως, όπως)· στην κύρια πρόταση υπάρχουν συνήθως τα επιρρήματα ita, sic (= έτσι)· οι προτάσεις αυτές εκφράζουν τον τρόπο. π.χ.
Ita est, ut dicis = Έτσι είναι, όπως τα λες. [27]
με τον quam (προηγείται το tam)· με τα quanto / quanti, quo (στην κύρια πρόταση υπάρχουν τα tanto / tanti, eo). Οι προτάσεις αυτές εκφράζουν ποσό, ένταση, βαθμό και μέγεθος (= τόσο … όσο). π.χ.
[…] Augustus […] emit avem tanti, quanti nullam adhuc emerat.
= Ο Αύγουστος αγόρασε το πουλί τόσο, όσο δεν είχε αγοράσει κανένα άλλο μέχρι τότε. [29]
Το παραπάνω παράδειγμα είναι η μοναδική παραβολική πρόταση που εισάγεται με αυτόν τον τρόπο στα προς εξέταση σχολικά κείμενα!
Υποθετικές παραβολικές
Εκφέρονται: με υποτακτική, επειδή η σύγκριση αφορά μια υποθετική πράξη ή κατάσταση. Πρόκειται ουσιαστικά για υποθετικούς λόγους που παραλείπεται η απόδοσή τους.
Εισάγονται: με τους συνδέσμους ut si, velut si, tamquam, quasi, proinde quasi(συνήθως πρόκειται για συνδυασμό των συνδέσμων που εισάγουν τις απλές παραβολικές με το si).
Στις υποθετικές παραβολικές προτάσεις τηρείται γενικά η ακολουθία των χρόνων.
π
.χ.
Tu autem, proinde quasi cum matre Evandri nunc loquaris, sermone […] obsoleto uteris.
= Εσύ όμως χρησιμοποιείς γλώσσα απαρχαιωμένη, σαν να μιλάς τώρα με τη μάνα του Ευάνδρου. (loquaris: υποτακτική ενεστώτα, για να δηλώσει το σύγχρονο στο παρόν, καθώς εξαρτάται από τον αρκτικό χρόνο uteris). [41]
Σχηματικά (με τα έντονα γράμματα οι περιπτώσεις που συναντάμε):
Παραβολικές προτάσεις
Εισάγονται
Εκφέρονται
Απλές
α) atque, et (στην κύρια πρόταση aeque, similiter)

β) ut, sicut (στην κύρια πρόταση ita, sic)

γ) quam, quanto / quanti, quo (στην κύρια πρόταση υπάρχουν τα tam, tanto / tanti, eo)
οριστική, επειδή η σύγκριση αφορά δύο πράξεις ή καταστάσεις που είναι (ή θεωρούνται ως) αντικειμενική πραγματικότητα.
Υποθετικές
ut si, velut si, tamquam, quasi, proinde quasi
υποτακτική, επειδή η σύγκριση αφορά μια υποθετική πράξη ή κατάσταση.

βραχυλογικές φράσεις που δηλώνουν παραβολή
Στα κείμενα 34, 41, 46 και 49 συναντάμε βραχυλογικές προτάσεις με το tamquam και το quasiπου δηλώνουν παραβολή. Στην πραγματικότητα λανθάνουν υποθετικές παραβολικές προτάσεις τις οποίες μπορούμε να αναπτύξουμε.

ΟΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις διακρίνονται σε:
επιθετικές
επιρρηματικές
ουσιαστικές.
1. Επιθετικές:
Προσδιορίζουν κάποιον όρο (όνομα, αντωνυμία, επιρρηματικό προσδιορισμό) μιας άλλης πρότασης ή και ολόκληρο το περιεχόμενο μιας φράσης ή πρότασης, όπως ο επιθετικός προσδιορισμός. Τα κυριότερα είδη των επιθετικών αναφορικών προτάσεων είναι τα εξής:
α) Οι αναφορικές προσδιοριστικές: προσδιορίζουν ειδικότερα την έννοια της λέξης στην οποία αναφέρονται.
Εισαγωγή: Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα.
Εκφορά: Εκφέρονται με
Οριστική ή
Υποτακτική. Συνήθως οφείλεται σε έλξη (επηρεάζεται, δηλαδή, από μια άλλη Υποτακτική που προηγείται ή ακολουθεί - 37, 46) ή απαντάται όταν έχουμε πλάγιο λόγο(όταν, δηλαδή, εξαρτάται από απαρέμφατο ή δευτερεύουσα βουλητική/ πλάγια ερωτηματική πρόταση - 27, 44, 48).
Μπορεί, τέλος, να εκφέρονται και με δυνητική υποτακτική για να εκφραστεί το δυνατό ή ενδεχόμενο-37.
Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζουμε τους κανόνες της ακολουθίας των χρόνων.
π.χ. Accius, qui multo minor natu erat, [...]. 27
Cum Accius Tarentum venisset, ubi Pacuvius [...] recesserat.
27
[...] ut laudandus is sit, qui pro re publicā cadat, [... ]. 46: η έγκλιση της αναφορικής έλκεται από την έγκλιση της ουσιαστικής συμπερασματικής, της οποίας όρο (συγκεκριμένα το υποκείμενο) προσδιορίζει.
[...] dixit visum sibi esse cervam, quae perisset, ad se reverti. 48: η αναφορική εκφέρεται με Υποτακτική γιατί βρίσκεται στα πλαίσια πλαγίου λόγου, αφού προσδιορίζει το υποκείμενο cervam του ειδικού απαρεμφάτου reverti.
β) Οι προσθετικές αναφορικές: Προσδιορίζουν ολόκληρο το περιεχόμενο μιας πρότασης
Εισαγωγή: Εισάγονται με το ουδέτερο γένος της αναφορικής αντωνυμίας quod (= πράγμα που)
Εκφορά: Εκφέρονται συνήθως με Οριστική.
π
.χ. [...] quae iacere sentis perculsa atque prostrata impetu belli ipsius, quod necesse fuit. (= όσα ξέρεις ότι κείτονται καταλυμένα και ριγμένα κάτω από τη λαίλαπα αυτού του ίδιου του πολέμου, πράγμα που υπήρξε αναγκαίο). 33
(δεν απαντούμε κανένα παράδειγμα στα εξεταζόμενα κείμενα)
2. Επιρρηματικές:
Αναφέρονται σε έναν όρο της πρότασης εξάρτησης αλλά ταυτόχρονα εκφράζουν και μια επιρρηματική σχέση (σκοπό, αποτέλεσμα, αιτία, προϋπόθεση, εναντίωση ή παραχώρηση) ανάμεσα στην αναφορική και στην πρόταση εξάρτησης. Διακρίνονται σε:
α) αναφορικές τελικές
β) αναφορικές συμπερασματικές
γ) αναφορικές αιτιολογικές
δ) αναφορικές υποθετικές
ε) αναφορικές εναντιωματικές-παραχωρητικές
Εισαγωγή: Εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες που ισοδυναμούν με αντίστοιχο σύνδεσμο (τελικό, συμπερασματικό, αιτιολογικό, εναντιωματικό ή παραχωρητικό) και δεικτική αντωνυμία.
Μόνο στις αναφορικές υποθετικές προτάσεις η αναφορική αντωνυμία ισοδυναμεί με υποθετικό σύνδεσμο και αόριστη αντωνυμία (όπως και στα αρχαία ελληνικά).
Εκφορά: Οι προτάσεις αυτές ακολουθούν ως προς την έγκλιση τις αντίστοιχες επιρρηματικές προτάσεις, οπότε για την επιλογή και τη δικαιολόγηση της έγκλισης ισχύει ό, τι και σε αυτές.
α) αναφορικές τελικές: Συνήθως μετά από ρήματα κίνησης, σκόπιμης ενέργειας ή εκλογής. Εκφέρονται με Υποτακτική Ενεστώτα ή Παρατατικού (ανάλογα με τον χρόνο του ρήματος εξάρτησης) και παρουσιάζεται ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων.
π
.χ. Cum ad eum magnum pondus auri attulissent, qui (= ut is) eo uteretur. = Αφού του προσέφεραν μεγάλο βάρος χρυσού για να το χρησιμοποιήσει.
β) αναφορικές συμπερασματικές: Συνήθως μετά από δεικτικές αντωνυμίες (talis, tantus) ή επιρρήματα (ita, tam), καταφατικές ή αρνητικές εκφράσεις. Εκφέρονται με Υποτακτική Ενεστώτα ή Παρατατικού (ανάλογα με τον χρόνο του ρήματος εξάρτησης) και παρουσιάζεται ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων.
π
.χ. Nunc intellego [...] neminem tam stultum fore, qui (= ut is) non videat coniurationem esse factam. 42 = Τώρα καταλαβαίνω [...] ότι κανείς δεν θα είναι τόσο ανόητος, που να (ώστε αυτός να) μην βλέπει ότι έγινε συνωμοσία.
γ) αναφορικές αιτιολογικές: Κατά κανόνα μετά από επιφωνηματική έκφραση. Εκφέρονται με Οριστική ή Υποτακτική και εφαρμόζεται κανονικά η ακολουθία των χρόνων.
π
.χ. O felices viros puellarum, quibus (= quod eis) populus Romanus loco soceri fuit. 35 = Ευτυχισμένοι οι άνδρες των κοριτσιών, που (αφού) γι΄ αυτούς ο ρωμαϊκός λαός πήρε τη θέση του πεθερού.
δ) αναφορικές υποθετικές: Εκφέρονται με Οριστική ή Υποτακτική όπως και οι υποθετικές προτάσεις και σε συνδυασμό με την πρόταση εξάρτησης (= απόδοση) σχηματίζουν υποθετικό λόγο. Η αναφορική αντωνυμία μεταφράζεται με υποθετικό σύνδεσμο και αόριστη αντωνυμία.
Qui (si quis) hoc credit, errat. = Όποιος (εάν κάποιος) πιστεύει αυτό, σφάλλει.
(Σχηματίζεται υποθετικός λόγος που δηλώνει ανοιχτή υπόθεση στο παρόν).
ε) αναφορικές εναντιωματικές-παραχωρητικές: στην πρόταση εξάρτησης υπάρχει συνήθως το tamen. Εκφέρονται με Οριστική ή Υποτακτική, όπως και οι αντίστοιχες δευτερεύουσες εναντιωματικές και παραχωρητικές προτάσεις, και εφαρμόζεται κανονικά η ακολουθία των χρόνων.
π
.χ. Athenienses, qui (= cum ei) barbaris numero inferiores essent, tamen victoriam consecuti sunt. = Οι Αθηναίοι, αν και ήταν κατώτεροι σε αριθμό από τους βαρβάρους, όμως κέρδισαν τη νίκη.
3. Ουσιαστικές:
Είναι οι αναφορικές προτάσεις των οποίων ο όρος αναφοράς της προσδιοριζόμενης πρότασης παραλείπεται, οπότε παίρνουν αυτές τη συντακτική του λειτουργία (υποκείμενο-ας μην ξεχνάμε πως είναι οι μόνες ονοματικές προτάσεις που λειτουργούν ως υποκείμενο σε προσωπικό ρήμα-, αντικείμενο, κατηγορούμενο, ετερόπτωτος ή επιρρηματικός προσδιορισμός).
π
.χ. Quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda. 27 = Αυτοί που γεννιούνται σκληροί και πικροί, γίνονται αργότερα γινωμένοι και γλυκοί.
(Η δευτερεύουσα αναφορική είναι ουσιαστική γιατί λειτουργεί συντακτικά ως υποκείμενο στο ρήμα fiunt της κύριας. Δεκτή είναι και η εκδοχή να εννοήσουμε ένα ea ως υποκείμενο του fiunt και η δευτερεύουσα αναφορική να είναι προσδιοριστική στο ea).
Σημείωση: Στην αρχή περιόδου ή ημιπεριόδου η αναφορική αντωνυμία (απλή ή εμπρόθετη) ή το αναφορικό επίρρημα, όταν αναφέρονται στα προηγούμενα, εισάγουν κύρια πρόταση ή προτάσσονται σε δευτερεύουσες προτάσεις (π.χ. χρονικές). Στην περίπτωση αυτή το qui ισοδυναμεί με το (et) is, δηλαδή με δεικτική αντωνυμία, το ubi με το (et) ibi κτλ.
π.χ. Cuius (= eius) voluntati nemo obviam ire audebat. 40 = Στη θέληση αυτού κανείς δεν τολμούσε να εναντιωθεί.
Ex quibus (= ex eis) quattuor in Nerviis hiemare iubet. 7 = Από αυτές διατάζει τέσσερις να ξεχειμωνιάσουν στη χώρα των Νερβίων
Quod (= id) ut praedones animadverterunt [...]. 34 = Αυτό μόλις παρατήρησαν οι ληστές [...].
(η αναφορική αντωνυμία ισοδυναμεί με δεικτική (quod = id) και λειτουργεί ως αντικείμενο κατά πρόταξη στο ρήμα της χρονικής animadverterunt).
Αξιοπρόσεκτες παρατηρήσεις:
I. Συχνά ζητείται να αναλυθεί μια επιθετική μετοχή σε δευτερεύουσα αναφορική πρόταση. Ανάλογα με τον χρόνο της μετοχής (Ενεστώτα-σύγχρονο, Μέλλοντα-υστερόχρονο, Παρακειμένου-προτερόχρονο, για την επιλογή του σωστού χρόνου του ρήματος) και το γένος-αριθμό της (για την επιλογή του σωστού γένους-αριθμού της αναφορικής αντωνυμίας σε ονομαστική πάντα πτώση, αφού αυτή λειτουργεί ως υποκείμενο της αναφορικής πρότασης) αναλύουμε ως εξής:
α) [...] fuerat propter Veientanam praedam non aequo iure divisam. 21 (προτερόχρονο στο παρελθόν)
[...] fuerat propter Veientanam praedam quae non aequo iure divisa erat (divisa est). 21
Προκρίνουμε την ανάλυση σε Οριστική Υπερσυντελίκου, γιατί προηγήθηκε η πράξη που δηλώνει η μετοχή από αυτήν του ρήματος και σε αυτήν μας οδηγεί και η μετάφραση (= η οποία δεν είχε μοιραστεί ακριβοδίκαια).
β) [...] homo quidam ei occurrit corvum tenens. 29 (σύγχρονο στο παρελθόν)
[...] homo quidam ei occurrit qui corvum tenebat.
II. Άλλοτε ζητείται να αντικατασταθεί μια επιρρηματική πρόταση με την αντίστοιχη αναφορική επιρρηματική, όπως πάντα ζητάμε στην άσκηση του σκοπού (με τους 5 τρόπους εκφοράς του - μάθημα 49). Στην περίπτωση αυτή αντικαθιστούμε τον εισαγωγικό σύνδεσμο και τη δεικτική αντωνυμία, αν υπάρχει, με την αναφορική αντωνυμία στο σωστό γένος και αριθμό - τις περισσότερες φορές σε ονομαστική πτώση. Η εκφορά της πρότασης δεν αλλάζει.
π.χ. Cum ad eum magnum pondus auri attulissent, ut eo uteretur.
(36)
Cum ad eum magnum pondus auri attulissent, qui eo uteretur. (
αναφορική-τελική).
Tantus furor omnes invaserat, ut pugnare cuperent. (37)
Tantus furor omnes invaserat, qui pugnare cuperent. (
αναφορική-συμπερασματική).
Ego, etsi senex et corpore infirmo sum, semper tamen meminero [...]. (40)
Ego, qui senex et corpore infirmo sum, semper tamen meminero [...]. (
αναφορική-εναντιωματική)
Porcia cultellum tonsorium poposcit ut resecaret ungues.
Porcia cultellum tonsorium poposcit quae resecaret ungues.
(αναφορική-τελική).
ΟΙ ΠΛΑΓΙΕΣ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Πρόκειται για προτάσεις του πλάγιου λόγου που περιέχουν ερώτηση.
Εξάρτηση:
Εξαρτώνται από ρήματα:
ερωτηματικά, απορίας, αμφιβολίας, αμφισβήτησης (rogo, interrogo, quaero, dubito)
λεκτικά, δηλωτικά (doceo, dico)
γνωστικά, αισθήσεως σημαντικά, αγνοίας (scio, intellego, cognosco, nescio)
αποπειρατικά, προσδοκίας, αναμονής (tempto, conor, exspecto) κτλ.
Συντακτική λειτουργία:
Είναι ονοματικές προτάσεις, οπότε λειτουργούν συντακτικά ως:
επεξήγηση, συνήθως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας
υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και εκφράσεις με τη σημασία των ανωτέρω ρημάτων και
αντικείμενο στα ρήματα εξάρτησης
[απομνημονεύουμε: ΕΥΑ]
Εισαγωγή:
α) Ολικής άγνοιας, όταν η ερώτηση αφορά όλο το περιεχόμενο της πρότασης. Χωρίζονται σε:
απλές που εισάγονται με τα ερωτηματικά μόρια:
num, -ne (= αν) αδιάκριτα, μετά από ρήματα ερώτησης-απορίας σημαντικά,
nonne (= αν δεν) μετά το ρήμα quaero,
si (=α ν) μετά από ρήματα αναμονής (exspecto) ή απόπειρας (conor, tempto) και
an ή an non (= αν, αν δεν) μετά τα ρήματα haud scio, nescio (αγνοώ), dubito (αμφιβάλλω), incertum est (είναι αβέβαιο)
διμελείς που εισάγονται κυρίως με τα:
utrum ... an... ,
-ne ...an...
Στις διμελείς πλάγιες ερωτήσεις το «ή όχι» εκφράζεται με το necne ( ενώ στις ευθείες με το an non).
β) Μερικής άγνοιας, όταν η ερώτηση αφορά μέρος μόνο του περιεχομένου της πρότασης. Εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες και επιρρήματα (quis, quantus, cur, quando, quam).
π
.χ. Nasica interrogat Ennium ne / num ipse non cognoscat vocem illius.
(Ο Νασικάς ρωτά τον Έννιο αν ο ίδιος δεν αναγνωρίζει τη φωνή του.)
Δευτερεύουσα πλάγια ερώτηση ολικής αγνοίας, απλή.
Tum interrogavit filiam, utrum post aliquot annos cana esse mallet an calva. (47)
(Τότε ρώτησε την κόρη, αν μετά από μερικά χρόνια προτιμούσε να είναι ασπρομάλλα ή φαλακρή.)
Δευτερεύουσα πλάγια ερώτηση ολικής αγνοίας, διμελής.
Caesar ex captivis cognoscit quae apud Ciceronem gerantur quantoque in periculo res sit. (45)
(Ο Καίσαρας πληροφορείται από τους αιχμαλώτους τι συμβαίνει στο στρατόπεδο του Κικέρωνα και σε πόσο μεγάλο κίνδυνο βρίσκεται η κατάσταση.)
Δευτερεύουσες πλάγιες ερωτήσεις μερικής αγνοίας που εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες.
Interrogo vos quando hanc ficum decerptam esse putetis ex arbore. (25)
(Σας ερωτώ πότε νομίζετε ότι κόπηκε αυτό το σύκο από το δένδρο.)
Δευτερεύουσα πλάγια ερώτηση μερικής αγνοίας που εισάγεται με ερωτηματικό επίρρημα. 
Εκφορά:
Εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική (που μερικές φορές είναι απορηματική ή δυνητική), γιατί θεωρείται ότι η εξάρτηση δίνει υποκειμενική χροιά στο περιεχόμενο της πρότασης (αντίθετα στα ελληνικά χρησιμοποιούνται διάφορες εγκλίσεις, ανάλογα με το περιεχόμενο της πρότασης).
Προσοχή: Στο κείμενο 44 συναντούμε το μοναδικό παράδειγμα πλάγιας ερώτησης με δυνητική υποτακτική . Προσέχουμε ότι κατά την τροπή του πλαγίου λόγου (δηλαδή της πλάγιας ερώτησης) σε ευθύ (δηλαδή σε ευθεία ερώτηση) η δυνητική υποτακτική δεν θα τραπεί σε οριστική, όπως συμβαίνει και με τις δυνητικές εγκλίσεις στην αρχαία ελληνική που μένουν αναλλοίωτες.
Πλάγιος λόγος: Nescio enim quis possit diligere eum [...] aut eum [...] . (44)
Γιατί δεν ξέρω ποιος μπορεί να αγαπά αυτόν [...] ή αυτόν [...]. (44)
Ευθύς λόγος: Quis possit diligere hunc [...] aut hunc [...] ?
Ποιος μπορεί να αγαπά αυτόν [...] ή αυτόν [...] ;
Ακολουθία των χρόνων:
Είναι οι μοναδικές δευτερεύουσες προτάσεις που εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, αλλά εφαρμόζονται πλήρως οι κανόνες της ακολουθίας των χρόνων (οι υπόλοιπες προτάσεις που εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική, δηλαδή οι βουλητικές, ενδοιαστικές, τελικές, ουσιαστικές και επιρρηματικές συμπερασματικές και οι προτάσεις του quin και του quominus, παρουσιάζουν ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων).
Θυμίζουμε σχηματικά την ακολουθία των χρόνων, εφαρμόζοντάς την στη μετατροπή μιας ευθείας ερώτησης σε πλάγια ερωτηματική πρόταση:

Ευθεία ερώτηση
Πλάγια ερώτηση
Quid facis?
Rogat (-abit) quid facias. (σύγχρονο στο παρόν)

Rogabat (-avit, -averat) quid faceres.
(σύγχρονο στο παρελθόν)
Quid fecisti?
Rogat (-abit) quid feceris. (προτερόχρονο στο παρόν)

Rogabat ( -avit, -averat) quid fecisses.
(προτερόχρονο στο παρελθόν)
Quid facies ?
Rogat (-abit) quid facturus sis. (υστερόχρονο στο παρόν)

Rogabat (-avit, -averat) quid facturus esses.
(υστερόχρονο στο παρελθόν)

ΟΙ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι βουλητικές προτάσεις είναι ουσιαστικές προτάσεις εξαρτώμενες από ρήματα που σημαίνουν βούληση, της οποίας το περιεχόμενο εκφράζουν.
Εξάρτηση:
Εξαρτώνται από ρήματα ή εκφράσεις που σημαίνουν: διατάζω, ζητώ, παρακαλώ, προτρέπω, πείθω, αποφασίζω, επιτρέπω, φροντίζω κ.λ.π. (constituo-45, (ad)hortor-45, incito-29, rogo-38, oro-23, peto, edico-31, praecipio-48, curo-45, persuadeo-45, moneo-45,provideo-45 κ.λ.π.)
Συντακτική λειτουργία:
Αφού είναι ονοματικές προτάσεις, λειτουργούν συντακτικά ως:
Επεξήγηση (σπάνια) σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας.
Υποκείμενο απροσώπων ρημάτων ή εκφράσεων με την παραπάνω σημασία.
Αντικείμενο των παραπάνω ρημάτων (απομνημονεύουμε ΕΥΑ).

Εισαγωγή:
ut, όταν είναι καταφατικές και
ne, όταν είναι αρνητικές.
π.χ. Arria milites orabat ut simul imponeretur(23)
Curat ne nostra consilia cognoscantur(45)
Προσοχή: Οι βουλητικές προτάσεις εισάγονται ακριβώς όπως και οι τελικές που είναι επιρρηματικές. Στη διάκρισή τους μας βοηθά η μετάφραση και η διαφορετική συντακτική λειτουργία τους (οι βουλητικές προτάσεις είναι ονοματικές, ενώ οι τελικές επιρρηματικές).
Εκφορά:
Εκφέρονται πάντα με υποτακτική, γιατί το περιεχόμενό τους είναι απλώς επιθυμητό.
Εκφέρονται με υποτακτική ενεστώτα, όταν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου και αναφέρονται στο παρόν, ενώ με υποτακτική παρατατικού, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου και αναφέρονται στο παρελθόν (όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις τελικές, ενδοιαστικές, συμπερασματικές και προτάσεις του quin και quominus).
π
.χ. […] milites adhortatur ut salutem sperent.(45)
Id exemplum sutorem incitavit ut corvum doceret parem salutationem.(29)
Ακολουθία των χρόνων:
Παρουσιάζεται, δηλαδή, ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, καθώς η βούληση είναι ιδωμένη τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής της (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).
Παρατηρήσεις
Αντιστοιχούν γενικά προς το τελικό απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής, γι’ αυτό και αρκετά ρήματα που συντάσσονται με βουλητική πρόταση συντάσσονται και με τελικό απαρέμφατο.
π
.χ. […] constituit ut tragulam mitteret.(45)
Populus Romanus constituit diligere duo consules.(9)
Οι βουλητικές που ακολουθούν μετά από ρήματα φροντίδας σημαντικά αντιστοιχούν προς τις πλάγιες ερωτήσεις της ελληνικής, δηλαδή εκφράζουν κρίση.
π.χ. Curat ne nostra consilia cognoscantur.(45) = φροντίζει να μη μαθευτούν τα σχέδιά μας (πρβ. ἐπιμελεῖται ὅπως βέλτιστοι ἔσονται οἱ πολῖται)
Οι βουλητικές είναι προτάσεις του πλάγιου λόγου, όπως και οι πλάγιες ερωτήσεις, οι προτάσεις του quin και quominus και οι ουσιαστικές συμπερασματικές. Κατά την τροπή τους σε ευθύ λόγο θα γίνουν κύριες προτάσεις επιθυμίας που θα εκφράζουν διαταγή, προτροπή, παραχώρηση, παράκληση (σε προστακτική ή υποτακτική ενεστώτα) ή απαγόρευση (με noli/nolite+ απαρέμφατο ενεστώτα ή ne+υποτακτική παρακειμένου).
π.χ. Edixit ut omnes abstinerent pugnā (31)→ “Abstinete omnes pugnā”
Constituit ut tragulam mitteret (45)→ “Mittam tragulam”
(χρησιμοποιούμε υποτακτική, γιατί χρειαζόμαστε α΄ πρόσωπο)
Edixit ne pugnarent→ “Nolite pugnare / ne pugnaveritis”

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις, που αντιδιαστέλλονται προς τις επιρρηματικές συμπερασματικές, είναι ονοματικές προτάσεις. Οι ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις αντιστοιχούν γενικά προς το τελικό απαρέμφατο της ελληνικής, που χρησιμεύει ως αντικείμενο ή υποκείμενο ρημάτων και εκφράσεων όπως: διαπράττομαι, κατεργάζομαι, ποιῶ, συμβαίνει, ὣρα(καιρός) ἐστί κτλ.
Εξάρτηση: Εξαρτώνται από ρήματα, προσωπικά ή απρόσωπα, και απρόσωπες εκφράσεις που σημαίνουν:
κατορθώνω, όπως facio, efficio, perficio,
προκύπτει ότι, βγαίνει το συμπέρασμα, όπως efficitur, (con)sequitur-46,
(Μετά τις κατηγορίες αυτές των ρημάτων οι ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις εκφράζουν αποτέλεσμα ή συνέπεια.)
συμβαίνει, όπως fit-46, accidit, evenit, contingit,
(Μετά την κατηγορία αυτή των ρημάτων, οι ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις εκφράζουν γεγονός, συμβάν.)
απομένει, υπολείπεται, όπως restat, relinquitur, reliquum est,
(Μετά την κατηγορία αυτή των ρημάτων, οι ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις εκφράζουν κάτι που απομένει ή υπολείπεται.)
φτάνει (satis est), είναι καιρός (tempus est), είναι νόμος (lex est), είναι συνήθεια (mos/consuetudo est).
Συντακτική λειτουργία: Λειτουργούν συντακτικά ως:
Επεξήγηση, συνήθως σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας.
Υποκείμενο σε απρόσωπο ρήμα ή απρόσωπη έκφραση με τις ανωτέρω σημασίες.
Αντικείμενο σε προσωπικό ρήμα με τις ανωτέρω σημασίες (απομνημονεύουμε ΕΥΑ, όπως για όλες τις ονοματικές προτάσεις).
Εισαγωγή: Εισάγονται με τους συνδέσμους:
ut, όταν είναι καταφατικές και
ut non, ut nemo, ut numquam κτλ.,όταν είναι αρνητικές (δε συναντούμε στα εξεταζόμενα κείμενα).
Π.χ. Eadem nocte accidit ut esset luna plena( = την ίδια νύχτα συνέβη να είναι πλήρης η σελήνη).
Consuetudo eorum omnium est ut sine utribus ad exercitum non eant ( = συνήθεια όλων αυτών είναι να μην πηγαίνουν στο στρατό χωρίς ασκούς).
Εκφορά: Οι ουσιαστικές συμπερασματικές προτάσεις εκφέρονται πάντοτε με υποτακτική. Αυτό συμβαίνει επειδή στη λατινική το αποτέλεσμα (είτε ενδεχόμενο ή δυνατό είτε πραγματικό) θεωρείται πάντα μια υποκειμενική κατάσταση. Συγκεκριμένα, εκφέρονται με υποτακτική ενεστώτα, όταν εξαρτώνται από ρήμα αρκτικού χρόνου και αναφέρονται στο παρόν, είτε με υποτακτική παρατατικού, όταν εξαρτώνται από ρήμα ιστορικού χρόνου και αναφέρονται στο παρελθόν (όπως συμβαίνει και με τις βουλητικές, ενδοιαστικές, τις προτάσεις του quin και quominus, τις τελικές και τις επιρρηματικές συμπερασματικές).
Ακολουθία των χρόνων: Παρουσιάζεται δηλαδή, και στην περίπτωση των ουσιαστικών συμπερασματικών προτάσεων, ιδιομορφία στην ακολουθία των χρόνων, καθώς το αποτέλεσμα είναι ιδωμένο τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).
Π.χ. Tempus est ut legati abeant ( = είναι καιρός να φύγουν οι απεσταλμένοι).
Accidit ut ego ipse illic manerem ( = συνέβη να μείνω εγώ ο ίδιος εκεί).


ΟΙ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι ενδοιαστικές είναι ουσιαστικές προτάσεις, που εκφράζουν φόβο για ενδεχόμενο κακό ή δυσάρεστο γεγονός. Λειτουργούν ως αντικείμενο ρημάτων που σημαίνουν «φοβάμαι» (timeo, vereor, metuo).
Λειτουργούν και ως υποκείμενο ή επεξήγηση. Τέτοιες περιπτώσεις δεν συναντώνται στα κείμενα του σχολικού εγχειριδίου.
Εισάγονται:
με το ne, όταν εκφράζεται φόβος μήπως γίνει κάτι.
με το ne nonή το ut, όταν εκφράζεται φόβος μήπως δεν γίνει κάτι.
Εκφέρονται:
πάντοτε με υποτακτική, επειδή το περιεχόμενό τους αφορά κάτι το ενδεχόμενο ή πιθανό. Κατά κανόνα με:
υποτακτική ενεστώτα μετά από αρκτικό χρόνο
υποτακτική παρατατικού μετά από ιστορικό χρόνο
καθώς ο φόβος είναι ιδωμένος τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής του (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).
π
.χ. Quid ergo non times ne istae te calvam faciant? = Γιατί λοιπόν δεν φοβάσαι μήπως αυτές εδώ σε κάνουν φαλακρή; (φόβος μήπως γίνει κάτι) [47]
Cicero veritus est ne non (ut) Caesar veniret.
= Ο Κικέρωνας φοβήθηκε μήπως δεν έλθει ο Καίσαρας. (φόβος μήπως δεν γίνει κάτι)
σημείωση: Η μοναδική ενδοιαστική πρόταση που συναντάμε στα κείμενα του σχολικού βιβλίου είναι η πρόταση του πρώτου παραδείγματος.
Σχηματικά:
Ενδοιαστικές προτάσεις
Εισάγονται
Εκφέρονται
Εκφράζουν
Λειτουργούν ως
ne ( φόβος μήπως γίνει κάτι)
ne non , ut (φόβος μήπως δεν γίνει κάτι)
υποτακτική (το περιεχόμενό τους αφορά κάτι το ενδεχόμενο ή πιθανό)
υποτακτική ενεστώτα μετά από αρκτικό χρόνο
υποτακτική παρατατικού μετά από ιστορικό χρόνο
φόβο
αντικείμενο,
υποκείμενο,
επεξήγηση

ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ QUOMINUS ΚΑΙ ΤΟΥ QUIN
Οι προτάσεις του quominus και του quin είναι ουσιαστικές προτάσεις, που εξαρτώνται από ρήματα που σημαίνουν «εμποδίζω» (impedio, prohibeo, deterreo), ή «αρνούμαι» (recuso). Προτάσεις του quin ακολουθούν μετά από ρήματα ή εκφράσεις που σημαίνουν «δεν αμφιβάλλω ότι» (non dubito quin, non est dubium quin).
Προτάσεις του quominus και του quin ακολουθούν και μετά από εκφράσεις όπως: per me stat quominus (χάρη σε μένα δεν…), non multum abest quin (λίγο λείπει να…), facere non possum quin (δεν μπορώ να μη…).
Λειτουργούν ως αντικείμενο, υποκείμενο και επεξήγηση. Στα κείμενα του σχολικού εγχειριδίου λειτουργούν πάντα ως αντικείμενο.
Εισάγονται:
με το quominus ή το ne (=να), όταν εξαρτώνται από τα παραπάνω ρήματα.
με το quin (=να), όταν τα παραπάνω ρήματα συνοδεύονται από άρνηση
Εκφέρονται:
πάντοτε με υποτακτική, επειδή το περιεχόμενό τους εκφράζει την πρόθεση του υποκειμένου του ρήματος της κύριας πρότασης. Κατά κανόνα με:
υποτακτική ενεστώτα μετά από αρκτικό χρόνο
υποτακτική παρατατικού μετά από ιστορικό χρόνο
καθώς η πρόθεση (βούληση) είναι ιδωμένη τη στιγμή που εμφανίζεται στο μυαλό του ομιλητή και όχι τη στιγμή της πιθανής πραγματοποίησής της (συγχρονισμός της κύριας με τη δευτερεύουσα πρόταση).
π.χ. […] Augustus voluit filiam deterrere quominus id faceret. = […] ο Αύγουστος θέλησε να αποθαρρύνει την κόρη του από το να κάνει αυτό.[47]
Non dubito quin calva esse nolis = Δεν αμφιβάλλω πως δεν θέλεις να μείνεις φαλακρή. [47]
σημείωση: Οι μοναδικές προτάσεις του quominus και του quin που συναντάμε στα κείμενα του σχολικού βιβλίου είναι οι προτάσεις των παραδειγμάτων.
Σχηματικά:
Προτάσεις του quominus και του quin (ουσιαστικές)
Εισάγονται
Εξαρτώνται
Εκφέρονται
Λειτουργούν ως
quominus ή ne
από ρήματα που σημαίνουν «εμποδίζω/αρνούμαι»
υποτακτική (το περιεχόμενό τους εκφράζει την πρόθεση του υποκειμένου του ρήματος της κύριας πρότασης)
υποτακτική ενεστώτα
μετά από αρκτικό χρόνο
υποτακτική παρατατικού μετά από ιστορικό χρόνο
αντικείμενο,
υποκείμενο,
επεξήγηση
quin
από τα παραπάνω ρήματα όταν συνοδεύονται από άρνηση ή από ρήματα / εκφράσεις που σημαίνουν «δεν αμφιβάλλω ότι»


ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ

είδος
εισαγωγή
εκφορά
κείμενα
1. πλάγιες ερωτηματικές
ερωτηματικές/αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα [μερικής άγνοιας]
υποτακτική
23, 24, 25, 28, 31, 41, 44, 45, 48, 49
(num, -ne, nonne), utrum…an [ολικής άγνοιας]
47
2. βουλητικές
ut, ne
υποτακτική
23, 29, 31, 38, 45, 48
3. ουσιαστικές συμπερασματικές
ut, (ut non, ut nihil)
υποτακτική
46
4. ενδοιαστικές
ne, (ne non, ut)
υποτακτική
47
5. προτάσεις του quominus και του quin
quominus, quin, (ne)
υποτακτική
47
6. ουσιαστικές αναφορικές
αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα
οριστική, υποτακτική (σπανιότερα)
27, 28, 41, 44
σημείωση: μέσα σε παρένθεση οι σύνδεσμοι που δεν συναντώνται στα προς εξέταση κείμενα του σχολικού εγχειριδίου.

ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΙΣΑΓΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟ UT


είδος
κείμενα
ut + οριστική
1. χρονικές (εκφράζουν το προτερόχρονο, πάντα σε παρακείμενο)
34, 37
2. απλές παραβολικές1
27, 41, 44, 46
ut + υποτακτική
1. τελικές
31, 36, 40, 41
2. συμπερασματικές επιρρηματικές2
23, 28, 37, 43
3. συμπερασματικές ουσιαστικές
46
4. βουλητικές
23, 29, 31, 38, 45, 48
5. ενδοιαστικές
δεν συναντώνται
6. παραχωρητικές
δεν συναντώνται
σημείωση 1: στην κύρια πρόταση υπάρχουν συνήθως τα επιρρήματα ita, sic.
σημείωση 2: στην κύρια πρόταση υπάρχουν συνήθως τα επιρρήματα ita, sic, ή οι αντωνυμίες talis, tantus.



ΤΕΛΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου